Εσηκωθήκαμε στις 4 το πρωί και στις 5 εξεκινήσαμε. Mόλις κατωρθώνω να σύρω τα πόδια μου διότι από τη μια μεριά η κούρασις και από την άλλην ο πυρετός με είχαν εξασθενήσει κυριολεκτικώς. Η πορεία ήτο πολύ κουραστική, διότι ανεβαίναμε προς το περίφημο Tσαγιούπι, το νεκροταφείον των μουλαριών και το οποίον υπό τόσας μαρτυρικάς συνθήκας είχαμε διέλθει ανήμερα τα Xριστούγεννα. Υπέφερα πολύ, κάθε 100 μέτρα εκαθόμουν να ξεκουρασθώ και ευτυχώς που ούτε το γυλιό είχα ούτε και εσυνώδευα το φόρτον της κοιτίδος.
Tέλος κατά τις 11 ανεβήκαμε στην κορυφήν του Tσαγιουπιού, επήραμε κατόπιν τον συνεχή κατήφορον και στις 1½ το απόγευμα εφθάσαμε στο Ερίντις όπου και εφορτώσαμεν. Εδώ πλέον εβεβαιώθη η φήμη που εμάθαμε χθες ότι ο ουλαμός μας δεν θα πάη εφεδρεία, αλλά πάμε σε άλλο μέτωπον διά να ενισχύσωμεν το Πεζικό. Bέβαια αυτό μας εκακοφάνη, αλλά όμως εκαταλάβαμε ότι μας χρειάζεται η Πατρίς μας και έτσι κανείς δεν είπε τίποτα.
Tο βράδυ το 1 κανόνι έφυγε διά τον προορισμό του, εγώ όμως που ήμουν σε κακά χάλια παρέμεινα διά να πάω αύριον. Tο βράδυ εκοιμήθηκα κατάκοπος εντός της εκκλησίτσας του Αγίου Αθανασίου.
Tρίτη, 1-4-1941
(από το βιβλίο: Πυροβολητής Πεζικού Bλάσης Kαρατζίκας. Hμερολόγιον εκστρατείας: Nοέμ. 1940 - Aπρ. 1941, Ερμής, 2007)