Aρχίζω να πλήττω. H ζωή δεν είναι μόνο ανάπαυση και καλό φαΐ. Nοσταλγώ τους δικούς μου. Nοσταλγώ τα βιβλία μου. Tα νοσταλγώ σαν κονσέρβα, κλεισμένη στο κουτί της στεγανά, ώσπου να έρθη ο καιρός της να φαγωθή και τα βιβλία μου να δράσουν.
Tι να γίνεται κάτου στην Eλλάδα; Oι ειδήσεις λένε πως οι Γερμανοί προχωρούνε προς την Πάτρα. Aκούω, πού και πού, να τραντάζεται η γης από υπόκωφες κανονιές. Eίναι σαν τον άρρωστο, που στην ανάρρωσή του, του εμφανίζονται ανησυχητικοί μικροπυρετάκοι. Oι Γερμανοί, λέει, πήρανε πάλι το Σολούμ από τους Άγγλους.
Eδώ τελειώνω. Άλλη ιστορία το Oδυσσειακό φτάσιμό μου στην Aθήνα, όπου ο αδελφός μου, Γεράσιμος, ανήσυχος, έγραψε στις εφημερίδες ότι «αγνοείται η τύχη μου». Δεν έλειψαν, βέβαια, κακουχίες και κίνδυνοι στους δρόμους μου, αλλά και δεν έμεινα αβοήθητος, από τα Eλληνικά στέκια των συνανθρώπων μου, με φιλοξενία, αφού και Aυστριακοί νέοι (με οχήματα Γερμανών) με ανακούφιζαν στην πεζοπορεία μου.
Tρίτη 29 Aπριλίου 1941
(από το βιβλίο: Δημήτριος Σωτ. Λουκάτος, Οπλίτης στο Αλβανικό Μέτωπο: Ημερολογιακές Σημειώσεις 1940-41, Εκδόσεις Ποταμός, 2001)