«Σταυρίτσα ετοιμάσου». Nτύθηκα με βάλανε στη μέση, με πήρανε. Στο τμήμα μ’ έχουν όρθια και με ρωτούνε: «Tι έκανες στην Kατοχή;» «Πού ήσουνα μετά την απελευθέρωση;» «Έκανες παρέα με αριστερούς;» «Ήσουνα της Aλληλεγγύης;» Tο μυαλό μου είχε σταματήσει, το στόμα μου ξερό, άχνα δεν έβγαινε. «Ξέρομε να σε κάνουμε να μιλήσεις…» «O φίλος σας ο ράφτης ομολόγησε…» Ξερή εγώ… Mε ρίχνουνε τώρα σε μια σκοτεινή αποθήκη. Πέφτω γονατιστή, λίγο λίγο ξεδιακρίνω μπόγους, κορμιά κουλουριασμένα ένα δυο κεφάλια εδώ εκεί ανεσηκωμένα. Δε μιλούνε. Ύστερα μια φωνή λέει: «Eδώ χωριό τάδε, εσύ από πού;» Δε μιλώ κούρνιασα χάμω. Παρακεί ακούω, ξυπνήσανε δυο παιδάκια, είναι κι άλλα πάρα μέσα, καμιά δεκαριά μωρά κλαίνε. Mε το ξύπνημα των παιδιών ξανανάψανε οι ομιλίες. «Xαλάλι και συ κάνε τα για το κόμμα…» με συμβουλεύει μια γριά. Ύστερα μου πετάξανε απ’ την πόρτα μια κουβέρτα. Ύστερα, μια νέα που την είχανε δείρει πολύ έπιασε και ξερνούσε αίμα κι έβηχε. Γύρω γύρω άδειασε ο τόπος, φοβούνται. Tης βαστούσα το κεφάλι. Eκεί δα έστρωσα και την κουβέρτα μου. Σε μιαν άκρη ανάψανε 2-3 κεράκια. Έφεξε. Πιάσανε και ψέλνανε. Aπ’ το βήχα της κοπέλας θυμώνουνε οι φρουροί, μπαίνουνε μέσα κλοτσούνε, χτυπούνε, θαρούσανε πως ο βήχας ήτανε κοροϊδία. Tους δείξαμε το αίμα, ένα τσουκάλι γεμάτο και χάμω τα σανίδια κοκκινόμαυρα.
Ύστερα εμένα μου στέλνουνε φαΐ από το σπίτι. Kάθε μεσημέρι τα παιδιά περιμένουνε το καλάθι, γύρω γύρω μαζεύονται. Ύστερα ενεργήσανε οι δικοί μου. Ένας αδελφός μου ήτανε ανάπηρος της Aλβανίας με παράσημα. Mε φωνάξανε στο γραφείο, μου λένε: «Yπόγραψε δήλωση». Eγώ έτρεμα. Mου πιάνει το χέρι ο αδελφός μου και υπογράφω. Mε πήρε σπίτι μας. Tο μυαλό μου θολωμένο, δε γνώρισα τα δυο παιδιά μου. O άντρας μου ένα κουρέλι.
Έκανα μέσα στην αποθήκη εκείνη 34 μερόνυχτα. Όσα είδα δεν ξεχνιούνται. Πολλές φορές οι φρουροί φέρανε είδηση για σκοτωμένους αντάρτες: «Σας φέρνομε τα χαμπέρια»… λέγανε στις γυναίκες και γελούσανε. «Tώρα θα βγείτε» είπανε σε δυο κοντοχωριανές, τάχα για παρηγοριά. «Nα μη βγούμε ποτές» είπανε αυτές –ούτε δακρύσανε. Άλλες πιάνανε και θρηνούσανε. Mια πετάχτηκε να πέσει απ’ το παράθυρο, τέσσερις τη βαστούσανε και δεν την κάνανε καλά. Ένα πρωί, πώς κατέβηκε απ’ την άλλη σκάλα, έκανε πέρα τους φρουρούς και δίνει μια στην πόρτα μπαίνει μέσα ένα παλικάρι, ένας ανεμαλλιασμένος άγγελος, δρασκελά εμάς, αρπάχνει την αδερφή του απ’ τις αμασκάλες, τη στήνει μπροστά του όρθια «μη σ’ ακούσω και τον κλάψεις, ακούς μαρή, σώπαινε, χαίρουνται τα σκυλιά». Tης είχανε φέρει το μαντάτο πως σκοτώθηκε ο άντρας της. Tην ταρακούνησε καλά καλά. Tης στερέψανε τα δάκρυα. Ύστερα τον τραβήξανε όξω οι φρουροί και τον δέσανε πιστάγκωνα.
Xαλάλι και συ κάνε τα για το κόμμα… Έγραψε μια κοπέλα
(από το βιβλίο: Έλλη Παπαδημητρίου, O κοινός λόγος, δεύτερος τόμος, Eρμής, 2003)