Skip to main content
Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2024
I know what you did last weekend

Επί συνόλου δεκαεννιά (19) κειμένων “κριτικής” βιβλίων που διάβασα μέσα στο σαββατοκύριακο από τρία ένθετα βιβλίου εφημερίδων ευρείας κυκλοφορίας (Εφημερίδα των Συντακτών,Το Βήμα, Η Καθημερινή) δεν εντόπισα σχεδόν πουθενά το παραμικρό αρνητικό σχόλιο για τα βιβλία με τα οποία καταπιάστηκαν οι συντάκτες τους. Και λέω σχεδόν γιατί ευχάριστη έκπληξη απετέλεσε ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου ο οποίος για το τελευταίο βιβλίο του Γιώργου Δενδρινού, (Είδες να Μαδάνε την Κότα, Πατάκης 2021) ψέλλισε στο σύντομο σημείωμά του («Κατοχή και Εμφύλιος στο Ιόνιο», Το Βήμα, 5/6/22) απορίες για την ειδολογική κατάταξη του βιβλίου «[...] κυκλοφορεί χωρίς ειδολογικό χαρακτηρισμό και το ερώτημα γεννιέται σχεδόν αμέσως. Τι ακριβώς επιζητεί ο συγγραφέας, μιλώντας για την οικογένεια των Δενδρινών στην Κεφαλλονιά [...]» αλλά και λίγο παρακάτω «Και πάλι, όμως, τι ακριβώς είναι αυτή η οικογενειακή και πολιτική ιστορία και πόσο μυθοπλαστικό χαρακτήρα έχει;» Αναφέρω τη συγκεκριμένη περίπτωση γιατί διατύπωσα κι εγώ παρόμοιες απορίες όταν διάβασα το βιβλίο του Δενδρινού. Σε αντίθεση με μένα, ο Χατζηβασιλείου, παρά τις όποιες αντιρρήσεις/απορίες του, κλείνει το κείμενό του με επαίνους για το χιούμορ τού Δενδρινού (ο Δενδρινός, επαναλαμβάνω και εδώ, δεν κατέχει τη δεξιότητα του χιούμορ) αλλά και τη γενικότερη σημασία του έργου του.

Παρά το γεγονός όμως της απουσίας γνήσιας κριτικής με διατύπωση κάποιων έστω προσχηματικών επιχειρημάτων, τα κείμενα που διάβασα επιδέχονται αξιολογική διαβάθμιση και μπορούν να κινηθούν από το είδος του “επίσημου” δελτίου τύπου, όπως, για παράδειγμα, τα κείμενα της Νόρας Ράλλη στην Εφ.Συν. (4/6/22): «Μπορεί η Τέχνη ν’ αλλάξει τον Κόσμο» και «Μεταποιήσεις», που αφορά την ποιητική συλλογή του Δημήτρη Χαλαζωνίτη και ξεκινάει με την περίοδο «Πραγματικά όμως, αν όλες οι μεταποιήσεις ήταν σαν τις "Μεταποιήσεις" του Δημήτρη Χαλαζωνίτη, δεν θα ήθελα ποτέ να φορέσω τίποτε καινούργιο» και καταλήγει με την παράθεση των στοιχείων της παρουσίασης του βιβλίου. Στη συνέχεια, μπορούμε να διακρίνουμε κείμενα που ανήκουν στο είδος του ανεπίσημου δελτίου τύπου, όπως, για παράδειγμα, το κείμενο της Σοφίας Ιακωβίδου στην Εφ.Συν. «Ποιος Είναι Αυτός που μας Στοιχειώνει» για το νέο μυθιστόρημα του Δημήτρη Σωτάκη Μισή Καρδιά, (Κέδρος 2022). Κείμενο στρωτό με όμορφη εισαγωγή, κυρίως θέμα, και επίλογο –η κ. Ιακωβίδου εξάλλου είναι επίκουρη καθηγήτρια νεοελληνικής λογοτεχνίας– που όμως δεν μας προσφέρει κάτι πέρα από μια περίληψη της πλοκής διανθισμένη με μία μόνο φράση που σκοπό έχει να υπογραμμίσει την ειλημμένη απόφασή της να συντάξει ένα καθόλα θετικό προς τον συγγραφέα κείμενο: «Η γνώριμη στους φαν της γραφής του Σωτάκη ανησυχητική παραξενιά των ηρώων του, οι υπαρξιακές τους διαρροές, διαβρώνουν ήσυχα την καλοστρωμένη ζωή τους, χάρη σε μια μικρή κουστωδία από μικροεμμονές και νευρώσεις». Στην ίδια κατηγορία, του ανεπίσημου δελτίου τύπου, συναντάμε το κείμενο του Ηλία Καφάογλου «Εξόριστες μνήμες» (Εφ.Συν. 4/6/22) για το μυθιστόρημα της Ούλλα Λέντσε Οι τρεις ζωές του Γιόζεφ Κλάιν (Πατάκης 2021) όπου διαβάζουμε και πάλι μια περίληψη της πλοκής, όχι του επιπέδου της Ιακωβίδου, με μια δυσνόητη αναφορά στη Συνωμοσία Εναντίον της Αμερικής του Ροθ, και μια εκ παραδρομής σύγχυση του ονόματος του ήρωα με αυτό της συγγραφέως σε μέρος του κειμένου.

Βρήκα το κείμενο του Κώστα Καραβίδα «Ζωγραφίζοντας με λέξεις τον Καρούζο» (Εφ.Συν. 4/6/22) για το βιβλίο της Εύας Μπέη Με τον Καρούζο (Loggia 2021) ενδιαφέρον, παρά το γεγονός ότι η γλώσσα του είναι υπερβολικά λουλουδάτη για τα γούστα μου «[...] κάθε έκδοση που αφορά αυτόν τον αλχημιστή και στιλβωτή των λέξεων ενός ποιητικού λόγου με σπαρακτικές εκλάμψεις, που επιχείρησε να διασώσει το στιγμιαίο και να λεηλατήσει το άρρητο [...]», και το βρήκα ενδιαφέρον γιατί ο Καραβίδας, μέσα σε αυτό τον μπαξέ, θέτει ένα ερώτημα ουσίας και σκιαγραφεί μια απάντηση: «Η κρίσιμη ερώτηση γύρω από την αξία ενός προφανώς αντιακαδημαϊκού βιβλίου που μιλά για έναν σημαντικό ποιητή αφήνοντας ανοιχτή την προοπτική της κλειδαρότρυπας είναι αν συμβάλλει κάπως στην ερμηνεία και την κατανόηση του έργου του». Πριν περάσω στην περίπτωση του ένθετου της Καθημερινής, αναφέρω ότι ο Φίλιππος Φιλίππου έχει γράψει το κείμενο «Ο μοναχικός εκτελεστής» (Το Βήμα, 5/6/22) για το τελευταίο μυθιστόρημα του Στίβεν Κινγκ, Μπίλι Σάμερς που σε ορολογία «Μάστερ Σεφ» δεν θα έπρεπε να έχει «περάσει το πάσο». Κείμενο στο οποίο έκπληκτοι διαβάζουμε φράσεις όπως: «Το Μπίλι Σάμερς είναι ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα δράσης με καλούς και κακούς ήρωες, μια παράξενη ερωτική ιστορία ή μια ιστορία αλληλεγγύης» ή λίγο παρακάτω «Στο βιβλίο εμφανίζονται κάποιοι πολύ κακοί –θυμίζουν πρόσωπα από τραγωδία του Σαίξπηρ – και αυτοί θα πληρώσουν» για να κλείσει ο συντάκτης με το «Εν τέλει, το μήνυμα του Στίβεν Κινγκ είναι αισιόδοξο, αφού η ιστορία τελειώνει με την πασίγνωστη φράση “Αύριο είναι μια άλλη μέρα”, που λέει η Σκάρλετ Ο’ Χάρα στο Όσα παίρνει ο άνεμος της Μάργκαρετ Μίτσελ». Ο Στίβεν Κινγκ, θαρρώ, χαίρει αξίας που υποχρεώνει κάθε αρχισυντάκτη να τον αντιμετωπίζει με περισσότερη σοβαρότητα. 

Στο ένθετο της Καθημερινής συναντάμε κείμενα πιο προσεγμένα, όπως, για παράδειγμα, αυτό της Μαριαλένας Σπυροπούλου για τη συλλογή διηγημάτων της Νικόλ Κράους Τι σημαίνει να είσαι άνδρας (Μεταίχμιο 2022) που παρότι δεν περιέχει κανένα αρνητικό σχόλιο για τη συλλογή διακρίνεται για τη στοχαστική, φεμινιστική ματιά της συντάκτριας που ξέρει να συμπυκνώνει και να νοηματοδοτεί, ακόμα και σε μικρά κείμενα, το διακύβευμα: «Συχνά αρέσκομαι να επαναλαμβάνω ότι η γραφή για τη γυναίκα είναι μια φαλλική διαδικασία σε αντίθεση με τον άνδρα συγγραφέα. Εκείνος μάλλον αγκαλιάζει ή υιοθετεί πιο πολύ μητρικές ιδιότητες του καινούργιου κόσμου, μυούμενος και ίσως και μιμούμενος τη γυναικεία φυσική δυνατότητα της γέννησης. Η γυναίκα όμως χρειάζεται να περιορίσει την αυτονόητη έγνοια της/φροντίδα του περιβάλλοντος, συνυφασμένη με τη μητρική της λειτουργία, για να καταθέσει ένα γραπτό έργο». Στην Καθημερινή, διάβασα και ένα μεστό, σφιχτό κείμενο της Μαρίας Τοπάλη για την ποιητική συλλογή του Βασίλη Αμανατίδη Αποκατάσταση (Πατάκης 2022), που όμως γλιστράει, σταδιακά, στην αμετροέπεια του διθυράμβου: «Τα λόγια του [του Αμανατίδη] είναι αυτονόητα και δικά μας, όμως λίγο πιο αρμονικά, λίγο πιο συγκερασμένα: είναι λοιπόν εκ μέρους του μια προσφορά. Αυτό, δηλαδή, που (θα έπρεπε να) είναι η ποίηση». Η συντάκτρια δεν μας λέει απλώς ότι αυτό που διάβασε είναι ποίηση (δηλαδή, καλή ποίηση) αλλά ότι θέτει αξιώσεις υποδείγματος για το τι θα έπρεπε να είναι η ποίηση.

Θα κλείσω με μια γενική παρατήρηση. Τα ένθετα των δύο μεγάλων εφημερίδων, της Εφ.Συν. και της Καθημερινής, εφημερίδων που στέκονται πολιτικά και ιδεολογικά αντιδιαμετρικά αντίθετα, τα διευθύνουν επαγγελματίες του χώρου που συνειδητά αφήνουν να εμφιλοχωρούν σε αυτά κείμενα, σχόλια, και παρατηρήσεις που αντηχούν στο κοινό της κάθε εφημερίδας με πολύ συγκεκριμένους και αναμενόμενους τρόπους. Έτσι, στην Εφ.Συν., στο ένθετο «Νησίδες», στο editorial, αλλά και αλλού, θα διαβάσει κανείς τόσο αμιγώς πολιτικά σχόλια που, με τον τρόπο που διατυπώνονται, περιττεύουν σε ένα ένθετο πολιτιστικού προσανατολισμού όσο και γραφικές κορόνες, όπως, για παράδειγμα, στο φύλλο του Σαββάτου 4/6, όπου διάβασα στη συνέντευξη της Λένας Κιτσοπούλου ότι «Ζούμε κάτω από ένα παγκόσμιο φασιστικό καθεστώς». Στο ένθετο της Καθημερινής «Τέχνες & Γράμματα», από την άλλη, θα διαβάσουμε τις θέσεις του Παντελή Μπουκάλα που με πιο περίτεχνο (και πιο σωστό κατά την άποψή μου) τρόπο παντρεύει το πολιτικό με το πολιτιστικό και κάνει τους συντηρητικούς που επιμένουν να τον διαβάζουν να συνοφρυώνονται. Αλλά θα διαβάσουμε και περισσότερα κείμενα για εκδόσεις που αφορούν, μια που είναι επίκαιρη τώρα, τη Μικρασιατική Εκστρατεία. Φυσικά και δεν είναι τυχαίο αυτό καθότι η συγκεκριμένη θεματολογία βρίσκει ευήκοα ώτα στο κοινό της εφημερίδας που αρέσκεται να τονώνεται με γερές δόσεις από το παρελθόν είτε από καθαρά ιστορικό/πατριωτικό ενδιαφέρον είτε από καθαρά εθνικιστικό ενδιαφέρον. Για να τελειώσω, ακόμη και τα κείμενα του παλιού μου δασκάλου Σταύρου Ζουμπουλάκη, με τις μεταφυσικές/χριστιανικές εμμονές τους, που αρέσκομαι ανελλιπώς να διαβάζω, βρίσκουν τη θέση τους στο συγκεκριμένο ένθετο και του προσφέρουν μια χροιά φιλοσοφικής εγκυρότητας και μετριοπάθειας σε έναν χώρο που στην ορθόδοξη Ελλάδα έχουμε συνηθίσει, ουκ ολίγες φορές, να τον παραλληλίζουμε με σαρία.