Στις 13 Αυγούστου του 1893 οι αναγνώστες της εφημερίδας "Ακρόπολις" διαβάζουν, μεταξύ άλλων, τα εξής σε σημείωμα γραμμένο από τον Βλάση Γαβριηλίδη:
«Είνε ο τίτλος νέου έργου του συνεργάτου της "Ακροπόλεως" κ. Αλεξ. Παπαδιαμάντη, το οποίον από αύριον αρχίζομεν δημοσιεύοντες. [...] Ο "Βαρδιάνος" δεν είναι συρραφή απελπιστικών εικόνων· είνε διήγημα, έχον μεν βάσιν χολερικάς αναμνήσεις, αλλ' εξεικονιζομένας υπό του τερπνού και ευθύμου καλάμου του συγγραφέως. Η φιλοσοφία του κ. Παπαδιαμάντη είνε εύθυμος, και αν που εις τον "Βαρδιάνον" εκτίθεται καμμία εικών λυπηρά, έπεται όμως αμέσως άλλη ευχάριστος, απολαυστική, γελαστή. Εν τω όλω του το νέον διήγημα θα κατακτήση, είμεθα βέβαιοι, τους αναγνώστας του, και καθ' ας ημέρας δεν λείπει ο λόγος περί χολέρας, ο "Βαρδιάνος" θα αποτελέση εύθυμον αντίρροπον κατά του φόβου και της λύπης ην γεννά η ανάγνωσις των περί των προόδων της φοβέρας νόσου ειδήσεων».
Εκείνο που μένει στον αναγνώστη είναι η δροσιά ενός παραμυθητικού ίσκιου αγάπης, που αντιμάχεται τον θάνατο και το Κακό. Ένας ίσκιος από «... μονήρες δένδρον, δρυν, εκτοπισθείσα εκεί μακράν των κραταιών συντρόφων της του δρυμώνος, δια να δροσίζη με την σκιάν της τους εν στενοχωρία και αποκλεισμώ ταξιδιώτας, τους τελούντας την κάθαρσιν εις το λαζαρέτον. Εκεί υπό την σκιάν εκείνην πολλοί ρεμβασμοί ανειλίχθησαν αοράτως ανερχόμενοι ανά τους χλωρούς κλώνας και την ανήλιον φυλλάδα του μονήρους δένδρου, και πολλοί πόθοι εστάλησαν υπερπόντιοι πέραν εις την χαρίεσσαν πολίχνην με τους λευκούς τοίχους και με τα κυανά παράθυρα και τους κομψούς εξώστας, όπου χαριέσταται βαθύμαλλοι κεφαλαί προέκυπταν συχνά, και όπου γαλανά ή μαύρα όμματα έστελλον κρυφούς έρωτας και γλυκείς ίμερους υπεράνω του κύματος πέραν του λιμένος». Ίσκιος μεγάλου δέντρου, όπου προστρέχουμε όλοι, ορφανοί και ξεμεινεμένοι. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)