Skip to main content
Σάββατο 15 Μαρτίου 2025
Πανταζής και Διπλάρης 1/5

Πρώτο των κεφαλαίων: Χειραφέτηση των Ηρώων μου

Ο Ματίκας Οικονόμου, εργολάβος οικοδομών της Θεσσαλονίκης, έφτασε αργοπορημένος στο καραγιαπί της οδού Αγγελάκη. Τον μεταμόρφωνε η ανάμνηση της περασμένης νύχτας σε εραστή και χαροκόπο. Το γραφείο της οικοδομής από ξυλοτέξ εθέρμαινε πρόχειρη σόμπα που έκαιγε μπρικ. Η μεγάλη νύχτα του Δεκεμβρίου άφηνε ουλές στην καχεκτική μέρα. Πλησίαζαν τα Χριστούγεννα και εκτός από μια χρωματιστή αρμαθιά λάμπες στην αρχή της οδού Δεσπεραί, τα υπόλοιπα ήταν βουτηγμένα στη λάσπη. Ο Ματίκας παράγγειλε καφέ στο κυλικείο του Κοσμά επί της οδού Πολωνίας και έδιωξε τον εργοδηγό του από την παράγκα που είχε όρεξη για κουβέντα.

Ο Νικόλαος Διπλάρης, γυψάς, εμφανίστηκε κατά τα υπεσχημένα, μεσημεράκι. Αντάλλαξαν χειραψία με τον Ματίκα και στρώθηκαν στη δουλειά. Είδαν προσεκτικά την επταόροφη, περάσανε πάνω από ηλεκτρολόγους και σοβατζήδες, χάζεψαν ένα δείγμα μωσαϊκό και σχολίασαν τα είδη υγιεινής που ήταν στοιβαγμένα στο φρεάτιο του ανελκυστήρα. Μετά κατέβηκαν στην παράγκα και τό ’ριξαν στα χρονοδιαγράμματα παρ’ όλο που τότε, αρχή χειμερινής ισημερίας του 1962, δεν τα έλεγαν έτσι. Ο Ματίκας είπε κάποια στιγμή κύριε Νίκο μου χρωστάς ακόμη εκείνα τα διακόσια μέτρα κορνίζα και δεκαπέντε ροζέτες υπενθυμίζοντας στον παλαιό του συνεργάτη ότι η προηγούμενη οικοδομή τους είχε μείνει ημιτελής τουλάχιστον κατά τα δωμάτια των διαμερισμάτων που κράτησε ο εργολάβος για τον εαυτό του. Ο Διπλάρης κούνησε απλώς το κεφάλι και έβαλε τον δείκτη στον κρόταφο. Τι σού ’λεγα Ματίκα... έχουμε μια διαφορά δώδεκα δραχμές το μέτρο... τι θα γίνει με τη διαφορά;

Η διαφορά, έμελλε να στεγνώσουνε τα σωθικά της ωσάν βλάχα γραία στο Σινιάτσικο. Η διαφορά, θα περνούσε κάποτε σε γραμμάτια των πεντακοσίων και θα τα έτρωγε η σκόνη σε ένα συρτάρι τοκογλύφου, αλλά ποιός να προείπει το μέλλον χωρίς να τον χαρακτηρίσουνε λαφροκάνταρο; Στην οικοδομή του Ματίκα και στην παράγκα βρήκανε ένα μπλοκάκι και με ένα απολειφάδι από μολύβι έκαναν λογαριασμούς. Στο τέλος βγήκε κανένα μίλι κορνίζες τριών τύπων, εκατό ροζέτες, οι μισές απλές και μερικά σύνθετα, αν εντέλει ο Ματίκας έδινε για νεωτερισμούς το μεγάλο μαγαζί. Την ώρα που έδιναν τα χέρια και η δουλειά θα άρχιζε μετά του Αγίου Αθανασίου, το παραγκάκι έτριξε ολόκληρο, άνοιξε το πορτάκι βίαια και μπήκε, ή μάλλον σκόνταψε μπαίνοντας ο Ιωάννης Πανταζής, τουπίκλην Σπίθας, επιγραφοποιός, ζωγράφος και ελαιοχρωματιστής σε περίπτωση κακιάς περιόδου ή επωφελούς υπεργολαβίας. Έξω από την παράγκα κάποιο καλφόπουλο είχε λησμονήσει μια μπαλαντέζα και ο Πανταζής μπλέχτηκε στα καλώδια και μπήκε ορμητικά.

Ο Ματίκας τον υποδέχτηκε με επιφωνήματα, πειράγματα και επαίνους. Ίσως επειδή εκείνη την ώρα στην Αγγελάκη ένα σύννεφο έπαιρνε μακριά από την πόλη τα έμβρυα που θανατώθηκαν στους οίκους αμβλώσεων και τα οδηγούσε προς τον λόφο Σιβρή, όπου τα είδα και κάποτε θα σας πω τη μοίρα τους, ίσως γι’ αυτό, ίσως επειδή η ζωή του Πανταζή εκείνον το χειμώνα δεν ήταν η ιδεώδης, αντί να χαμογελάσει στους επαίνους του Ματίκα και να αντιχαιρετήσει με τον βροντώδη ταβερνιάρικο τρόπο των χαροκόπων, ο Σπίθας δάκρυσε. Ο Ματίκας δεν έδωσε σημασία διότι εγνώριζε κατά βάθος τον φίλο του ενώ ο Διπλάρης, στις συστάσεις κι ενώ έδινε το χέρι του, χέρι μηχανοδηγού και ερωμένου στο χέρι του Πανταζή που ήταν παρά τους ρόζους από την ψαρόβαρκα παραδόξως αβρό στην άνω επιφάνεια, βούρκωσε κι αυτός. Μετά ετοιμάστηκε να φύγει αλλά ο Ματίκας έδειξε ότι με τον Πανταζή είχε μόνο μια προσυνεννόηση να κάνει. Γιαννάκη, ο μάστρο Νίκος θα τελειώσει τα πρώτα γύψινα πριν από τη Σαρακοστή, να είσαι έτοιμος. Θα είμαι έτοιμος, λέει ο Πανταζής και μετά από έναν ακόμη γύρο με προφορικές ασωτείες, Διπλάρης και Πανταζής βρίσκονται επί της Πρίγκηπος Νικολάου κατευθυνόμενοι στα μαγαζιά τους, ο επιγραφοποιός στα Λουλουδάδικα, ο γυψάς στην Καμβουνίων.

Περπάτησαν μαζί μερικές δεκάδες μέτρα, επαινώντας αμφότεροι τον Ματίκα, μνημονεύοντας επακριβώς τις επαγγελματικές τους διευθύνσεις. Έτσι καθώς δεν θυμόντουσαν μήτε τα ονόματά τους, αφέθηκαν αμφότεροι στην γνωριμία τους με τον Ματίκα σε περίπτωση που η μοίρα τους ένωνε πάλι. Εξάλλου η Θεσσαλονίκη την εποχή του 1962 ήταν μια ακυβέρνητη κραιπάλη, ένας φτωχόδρομος από νεαρούς με κουστουμάκια που τα υποδήματά τους ήταν λασπωμένα το χειμώνα και σκονισμένα κατά το θέρος. Τα μπατζάκια των παντελονιών εσωτερικά ξάσπριζαν από τον παγωμένο χυλό της παρόδιας λάσπης και τα ελληνικά του τόπου ήταν με παχύτατα λάμδα, μέσα σε κόσμους προσφύγων και εντοπίων. Άντε γεια αντιφωνήθηκαν οι τεχνίτες στο Ιπποδρόμιο και χάθηκαν στην παγωμένη σφαίρα του καθενός κόσμου, έτσι καθώς σε σφαίρες μοιράζεται η ιδιωτικότητα σε βόρειες αιγαίες πόλεις.

Θα πίστευε κάποιος, έτσι που τοποθέτησα Χριστουγεννιάτικη την έναρξη των διηγήσεων, ότι Πανταζής και Διπλάρης θα έκλειναν τα μαγαζιά τους και θα πήγαιναν στη θαλπωρή των οικογενειών τους ή εν πάση περιπτώσει ότι έμελλε να συμβεί κάτι γλυκύτατα γονικό, αλλ’ ιδού σε τι διαφέρει μια καλή έκθεσις ιδεών από ένα καλό αφήγημα: η έκθεσις παρουσιάζει την πραγματικότητα που μπορεί να περιγραφεί ευτόνως, ενώ το αφήγημα τείνει να διαβλέπει τις αρχαίες τακτικές κάτω από το χαλί. Κι επειδή, Πανταζής, Διπλάρης και Θεοδωρίδης, να μην αναφέρω τον Ματίκα, είναι από καιρό παράγωγα του έρμαιου χρόνου, δεν έχει ο συγγραφέας κανένα λόγο να τους αφήσει μόνους, μεσημεράκι παραμονών στη μοίρα τους. Είχαν μοίρα; Κι αν δεν είχαν την ανακάλυψαν; Μήπως κατεκάη κι αυτή, μαζί με τα υπολείμματα της ζωής, τότε που ανηρπάγησαν στους φαντασιώδεις ουρανούς και τους είδε βοσκός από την Κασκάρκα και βρέφος του Καραϊσίν;

Δεν μπορώ να υπολογίσω με ακρίβεια, τόσα χρόνια εξάλλου έχουνε περάσει από τότε και τα ημερολογιακά μου στοιχεία είναι υπό βαθεία σύγχυση, αλλά Πανταζής και Διπλάρης χώρισαν και πήγαν στα μαγαζιά τους την ώρα που έμπαινα στο λεωφορείο για να κατεβώ στη Θεσσαλονίκη. Αν και ήμουνα δεκατεσσάρων, δεκαπέντε ετών, ήταν η πρώτη φορά που κατέβαινα μόνος μου στη μεγάλη πόλη και θα με χώριζε από την οικογένειά μου το δυσανάλογα πλατύ διάστημα των πενήντα χιλιομέτρων. Γιαννιτσά-Θεσσαλονίκη. Σήμερα, τρία τέταρτα το πολύ με γιωταχί, τότε, μία ώρα και ένα τέταρτο με τα παλαιά πράσινα λεωφορεία και την τότε χάραξη του δρόμου. Κατέβαινα στην πόλη για να δω τα ξαδέρφια μου και να ψωνίσω την αύριον ρούχα για τις εορτές. Όλα είχαν τύχει καθυστερημένα εκείνη τη χρονιά. Οι γονείς μου θα ήταν στην Θεσσαλονίκη την άλλη μέρα, αλλά το είχα τόσο καλά κομποδέσει ότι έπρεπε να βρίσκομαι στο πάρτι της Αναστασίας ανήμερα της γιορτής της ώστε τους έπεισα να πάω μια μέρα πριν.

Τι χρόνια! Την Αναστασία την είχα γνωρίσει τον Σεπτέμβριο, στο πάρτι του Πέτρου, στη Μπότσαρη. Είχαμε χορέψει δυο φορές, με ρώτησε αν είμαι τελειόφοιτος, πράγμα που άφησα να εννοηθεί χωρίς να το επιβεβαιώσω. Εκείνο που ήταν αδύνατο να αρνηθώ ήταν πως δεν ήμουνα διαθέσιμος για ραντεβού και παρόμοια, επειδή έμενα στην επαρχία. Και πότε θα ξαναρχόμουνα Σαλονίκη; Μα, τα Χριστούγεννα. Σε καλώ τότε από τώρα στο πάρτι μου Πάνο. Στη γιορτή μου ανήμερα. Έλα με τις ξαδέρφες σου, ξέρουνε πού μένω.

Τι εποχή! Από Σεπτέμβρη Πασχαλιά. Κι εγώ με δραχμές εκατό και χωρίς ταξιδιωτικά φορτία ―η μάνα μου θα τά ’φερνε την επομένη― μόνο με το κοστουμάκι του πάρτι, μπήκα στο λεωφορείο και κατέβαινα στη Θεσσαλονίκη.

Δεν είναι τυχαίο ότι εγώ με τον Διπλάρη θα έπρεπε να έχω κάποια σχέση. Λοιπόν δε χρειάζεται μυθιστορηματικός νους: ο Νικόλαος Διπλάρης ήταν θείος μου. Η μάνα μου και η γυναίκα του η Ρίτσα ήταν αδερφές. Κι εγώ κατευθυνόμουνα προς το σπίτι του. Ήταν μια οικογένεια με οκτώ μέλη. Νίκος και Ρίτσα, οι θείοι μου, Φώφη και Λέλα οι εξαδέλφες μου, Γιάννης και Γιώργος τα δίδυμα ξαδέρφια μου, μπάρμπα Γιάννης και κόνα Λέγκω οι παππούδες μου, γονείς της μάνας μου. Να το επαναλάβω, να το μάθετε παρ’ όλο που δεν ενδιαφέρει κανέναν. Ο Νίκος ο Διπλάρης, Αθηναίος γόης κατοχικός, μηχανοδηγός και ρεμπέτης και μετά γυψάς. Θεία Ρίτσα, η και Ελευθερία, γεννηθείσα το 1918 κι από εκεί το όνομα. Η μεγάλη αδελφή της μάνας μου, στις νεανικές παρέες της πολυθρύλητη ως Φου Μαντσού δια το αρειμάνιον της συμπεριφοράς και το υπερύψηλον της θεωρίας. Τα παιδιά τους και πρώτα μου ξαδέρφια. Η Φώφη, πρώτη και μεγαλύτερη, δυναμική και μοντέρνα και ενημερωμένη με μόνιμη φράντζα και κοντά μαλλιά, με δυνατή φωνή και έξοχη στο χορό. Η Λέλα, ευαίσθητη και ρομαντική, με φουσκωμένα μαγουλάκια και γλυκό χαμόγελο. Τα δίδυμα, Γιάννης και Γιώργος, πανόμοιοι κι όμως πάντοτε τους ξεχώριζα. Ο Γιάννης είχε μεγαλύτερο στόμα και ήταν συνεσταλμένος ενώ ο Γιώργος συνήθιζε μόλις με αντίκρυζε να παίζει με τον δείκτη και τον αντίχειρά του τον λοβό ενός αυτιού μου. Τέλος οι πρόγονοί μου. Ο μπάρμπα Γιάννης, ήδη μισότυφλος με χαμένη σβηστή φωνή και η κόνα Λέγκω, κοντούλα και υπερκινητική. Ας σταματήσω εδώ τη διήγηση με τα ψιμμύθιά της να πω πόσο τους αγαπούσα εν συνόλω και καθέναν χωριστά, δημοσία και κατ’ ιδίαν, τότε που ήταν όλοι τους ένα ζωντανό σύνολο ιστών, σχέσεων, αγάπης, γκρίνιας, καλών προθέσεων, επιδιώξεων και κυρίως κομμάτι της εμπράγματης ζωής. Ας καθήσω επ’ όλίγον στοχαζόμενος τα αδηφάγα ξοδέματα του χρόνου, διότι δεν είναι τα χρόνια που περνάνε τα επώδυνα: είναι τα ακούραστα δευτερόλεπτα, οι τερμίτες της ζωής που την κάνουνε να μοιάζει σαρακοφαγωμένο σανιδάκι στο πέλαγο.

Εκείνο το μεσημέρι είναι διασταυρωμένο ότι ο Νίκος Διπλάρης δεν ήταν σπίτι του όσο εγώ κατευθυνόμουνα προς τα εκεί. Αλλά η συγκυρία δεν άφησε μήτε τον Ιωάννη Πανταζή να πάει στο δικό του σπίτι. Περπατώντας πίσω από την Αγιά Σοφιά είχε σκοπό να κλείσει το μαγαζί και να πάει με την οικογένειά του σε απαραίτητες επισκέψεις και μερικά ψώνια. Αλλά στο μαγαζί τον περίμεναν παλαιοί φίλοι χριστουγεννιάτικοι και είχαν διαλέξει ήδη τις παραδοσιακές τους θέσεις μέσα στον στενό χώρο. Δεν ήταν ώρα για δουλειά, παρά για την υψηλού τύπου θυμοσοφία που τον γέμιζε με γαλήνη και χαρά. Στον ουρανό είχε διαστρωθεί μια γκρίζα άσφαλτος που προμήνυε εκνευριστικό ψιλόβροχο όλο το απόγευμα. Τέσσερις μεσημεριάτικα και απέναντι είχανε ανάψει μερικές λάμπες. Ο κόσμος πεζοπορούσε σε μεγάλους αριθμούς ― οι εύποροι κατέβαιναν από το στενό για τον Λαμπρόπουλο και τον Κατράντζο ενώ η φτωχολογιά ανέβαινε για τρόφιμα προς το Καπάνι.

Ο Πανταζής μπαίνει μέσα στο απότομο σκοτάδι και χάνει την ουσία του σώματός του, γίνεται ένα ζυμάρι από φως και γραμμές, πρώτη ύλη των ζωγράφων και ακριβώς το συναισθάνεται, χαιρετά την παλιοπαρέα και τους καλεί έξω στον Ξενοφώντα που προσφέρει τον γύρο και τα οξύποτα, τη μαλακή στο λαρύγγι μπίρα και τα θέματα για τις νεκρές του φύσεις.

Κάθομαι συχνά κατά τις συντυχίες του βίου και βλέπω σήμερα ζωγραφιές του Ιωάννη Πανταζή σε σπίτια συγγενών του. Αξιοσημείωτη η ωριμότητά του όσο κατεβαίνουμε την κλίμακα των ετών και παροιμιώδης η αστοχία του όσο πλησιάζουμε τις όψιμες δεκαετίες. Πίσω από συμβατικά τοπία και μανιερίστικα θέματα, εμφανίζεται η πινελιά ενός ψαρά που σηκώνει δίχτυα, η λάμψη ενός ουρανού πίσω από έναν δευτερεύοντα λόφο και αντιλαμβάνεσαι ότι το τραυλό του πινέλο είναι αποτέλεσμα της ζωής του κι όχι των προθέσεών του. Σε μιαν εποχή που διάβαζαν Ρομάντσο και Θησαυρό, τα κυκλάμινα διέτρεχαν τα καφενεία πουλώντας Ζωές του Παιδιού και όσοι αγαπούσαν το ροκ λεγόντουσαν τεντιμπόιδες, ε, είναι φυσικό οι εικαστικοί στόχοι του Ιωάννη Πανταζή να πέφτανε μακριά από τη βάρκα του.

Η εποχή που η Θεσσαλονίκη γέμιζε εργώδη μπλόκια κι έχανε τον κυματισμό της παραλίας της, ήταν ακριβώς η εποχή που όλοι πίστευαν ότι μπορούν να αλλάξουνε τα πάντα. Αγρότες έφευγαν για την κεντρική Ευρώπη, νεαροί πήγαιναν σε φροντιστήρια αγγλικών και θεωρούσαν το πανεπιστήμιο τελικό στόχο της ζωής τους, κι εμείς, στην έφηβη των Γιαννιτσών παρέα, πιστεύαμε ότι ασφαλώς και θα γερνούσαμε πλούσιοι, υγιέστατοι και διάσημοι. Το μόνο μας πρόβλημα ήταν σε ποια μεγαλούπολη της υδρογείου θα παραδέχονταν πρώτα την μεγαλωσύνη μας.

Το πιο έντονο παράδειγμα αυτής της γλυκειάς φιλαυτίας ήταν η εξαδέλφη μου η Λέλα. Δυο χρόνια μεγαλύτερη και συγκάτοικός μου μια ολόκληρη χρονιά στα Γιαννιτσά, τότε, το 1957 που ήρθε με τη γιαγιά μου και τελείωσε την πέμπτη δημοτικού. Αυτό το κοριτσάκι ήταν φιλάσθενο και τρυφερό. Είχε μια γλυκύτητα στους τρόπους και λατρεία στη ζωγραφική. Ήθελε να γίνει διακοσμήτρια. Μάζευε αυτόγραφα ηθοποιών και αλληλογραφούσε σε νεανικά περιοδικά. Ακόμα θυμάμαι μια φωτογραφία του Βέγγου με την αφιέρωση σας ευχαριστό για την αγάπη σας ακριβώς έτσι: ευχαριστό. Και θυμάμαι το κρέμασμά μας στο ραδιόφωνο για μια εκπομπή του Σταθμού Ενόπλων που ακουγόταν η αφιέρωση ενός τραγουδιού στη Φώφη και στη Λέλα.

Λοιπόν η Λέλα θεωρούσε αυτονόητο ότι με τον άντρα της θα κυκλοφορούσε σε όλη την Ευρώπη και την Αμερική, θα είχε οπωσδήποτε υπηρεσία και μαγείρισσα ενόσω θα εξασκούσε το επάγγελμα της διακοσμήτριας. Μαζί με τη Φώφη μάλιστα είχαν περίπου εξαναγκάσει τον μάστρο Νίκο να βάψει κόκκινο το χωλ της εισόδου, ένα σκούρο καρμίνιο θυμάμαι, και να γράψει στην επαγγελματική του κάρτα διακοσμητής αφού μάλιστα δεν είχε αφήσει σινεμά της πόλης να μη θέσει τις γύψινές του διακοσμήσεις. Ειδικά τα καυχήματά του, τα σινεμά Ρεξ και Ελλήσποντος - στο Ρεξ κυριαρχούσαν φουτουριστικές απλίκες ένθεν και ένθεν της οθόνης, ενώ τον Ελλήσποντο επέστεφε τίτανος με τον Φρίξο και την Έλλη επί προβάτου. Η Λέλα πάντως πέρα από αυτά τα καριερίστικα ήταν εξαιρετικά ευαίσθητη, είχε το κλάμα εύκολο και συνήθως δύσκολα δεν της έδινες δίκιο. Ιδίως όταν έγινε γνωστό το δράμα της.

Το ότι λιγοθυμούσε εύκολα και δεν έπαιρνε επάνω της εύκολα, αποδείχτηκε ότι οφείλονταν σε διαβήτη που πρέπει να τον είχε αείποτε αλλά τον καταλάβαμε στα δώδεκά της χρόνια. Άρχισε λοιπόν τις ινσουλίνες, στην αρχή με τη βοήθεια νοσοκόμας, έπειτα με απόλυτη ψυχραιμία η ίδια, να βάζει τις ενέσεις στο μπούτι της, μια στο ένα, μια στο άλλο. Ήταν που ήταν η χαϊδεμένη της οικογένειας, τώρα ακόμη περισσότερο. Η αρρώστια δεν την οδήγησε σε απογοήτευση μήτε σε σπασμωδικές κινήσεις. Παρέμεινε κεφάτη και γελαστή, πρώτη στα πάρτι και στη μουσική ενημέρωση, ζωγραφίζοντας τα λουλουδάκια της, χροιακά επί μέλανος κάμπου, περιμένοντας τον χρόνο να την κομματιάσει και να τη μοιράζει στους κάμπους και στα ορφικά πανηγύρια του σήμερα, ενώ βέβαια η ίδια περίμενε το μέλλον της. Κι εγώ περίμενα τον χρόνο να θρυμματιστεί σε πολλά κομμάτια για να αντέξω τη διαδρομή Γιαννιτσά-Θεσσαλονίκη που μου γύριζε τα άντερα, εκεί κοντά στον Άγιο Αθανάσιο, το Καβακλή. Ο σχετικά στενός δρόμος μέσα στον κάμπο μου δημιουργούσε συνήθως μελαγχολικές σκέψεις αλλά δεν γνώρισα κανέναν έφηβο να ξεφεύγει από τη συνταγή.

Ενώ πλησίαζα το περιφανές Χαρμάνκιοϊ, ο Ματίκας Οικονόμου πλησίαζε το σπίτι του, οδός Ανθέων, μονοκατοικία, επειδή δεν έχανε την προσωπική του βολή εύκολα: ήταν συντηρητικός, καθώς οι περισσότεροι εργολάβοι, απλούστατος και γλεντζές. Σπίτι του τον περίμενε η Κατίνα που δεν ήταν γυναίκα του μήτε ερωμένη του: ήταν στο μακρύ εκείνο μεταπολεμικό στάδιο που οι γειτόνισσες αποκαλούσαν σπιτωμένη.

Ο Ματίκας δεν είχε ιδεολογικές διαφορές με το γάμο, είχε απλώς δυο αδελφές ανύπαντρες στο ράφι. Δεν υπήρχε περίπτωση να πάει το Πάσχα στον Χορηβό Τσοτυλίου, όπου η γενέτειρά του, και να μην αντικρύσει την πικραμένη τους έκφραση. Σαν τις αδελφές του Παπαδιαμάντη. Δεν του ζητούσαν τίποτε αλλά απαιτούσαν το ελάχιστο που το γένος των Σούρδων, των Ατιντάνων και λοιπών ορεσιβίων εκέλευε: σύμφωνοι, δεν μας επάντρεψες, μα μήτε εσύ θα παντρευτείς. Κι ο Ματίκας ζούσε με τη γυναίκα Κατίνα υπό την ιδιότητα της σπιτωμένης. Ήταν μια σχέση της δεκαετίας, κάπως ζωώδης αλλά ανεκτή.

Κατίνα και Ματίκας δεν πολυέβγαιναν έξω, δεν είχαν πολλά πάρε-δώσε με φίλους και συγγενείς αλλά είναι γεγονός ότι η σχέση τους περιείχε λαγνεία. Δεν ήταν λίγοι οι γείτονες και οι περαστικοί που παρατηρούσαν σαρκώδη φιλιά πίσω από τις κουρτίνες σε δωμάτιο φωτισμένο, μήτε λίγοι εκείνοι που ήξεραν την Κατίνα με το κομπινεζόν και τα πασούμια με φούντες, διότι όταν κυριαρχούσαν κάβλες και ρουκέτες με τον Ματίκα, η Κατίνα με αυτήν την περιβολή τίναζε τα μαξιλάρια το πρωί.

Εκείνο το μεσημέρι που εγώ έβλεπα το Χαρμάνκιοϊ, ο Πανταζής έπινε τη δεύτερη μπιρίτσα κι ο Διπλάρης περίμενε τους γιους του από μια δουλειά, ο Ματίκας έμπαινε στο σπίτι του με μια ρόμπα-δώρο στην κυρά του ― είχε αγγαρέψει μια ξαδέλφη του να τη διαλέξει και η βλαχούλα των υδάτων του είχε βρεί την πιο χρυσή, την πιο ριγέ που διαφυλάσσονταν στις χώρε των Εβραίων πίσω από το Μπεζεστένι. Η Κατίνα είδε την ρόμπα και τρελάθηκε. Του είχε ετοιμάσει ρόστο και μια τεράστια λαχανοσαλάτα κι όσο ο Ματίκας έτρωγε, του παίδευε κάτω από το τραπέζι τον καβάλο με τα γυμνά δάχτυλα του ποδιού της. Κοστούμι ψαροκόκκαλο του Ματίκα, γκρίζο Δημητριάδη, με ρεβέρ, μονόπετο με τρία κουμπιά, χωρίς γιλέκο, κιτρινισμένο στους αγκώνες και φθαρμένο ανάμεσα στους μηρούς, να μυρίζει καπνό και πάνωθέ του τα μαύρα ωσάν λαδωμένα μαλλιά του, με λογική απλυσιά οκτώ ημερών, αξύριστος, κι όμως το πουκάμισό του έλαμπε σχεδόν γαλάζιο στην λευκότητά του, θαρρείς κ ι ο άνθρωπος δεν ανέδιδε ιδρώτα αλλά ένα παράξενο μύρο. Η Κατίνα μπέρδεψε πιάτα και πιατικά, τον πιάνει από τη γραβάτα και τον αποκαλεί, πριν να του δώκει ένα μεγάλο γλωσσερό φιλί, μπουτζούκο.

Δεν ήταν μακριά μήτε ένα χιλιόμετρο από το σπίτι του Ματίκα αλλά κυρίως μήτε ένα λεπτό μακριά από τη σκέψη του συγγραφέα να τοποθετήσει εδώ την έξοδο των τέκνων του Πανταζή από το πατρικό τους προς το μαγαζί του μπαμπά. Βγαίνουν κατ’ αρχήν στην αυλόθυρα και τους αποχαιρετούνε οι δυο γιαγιάδες και η μάνα τους. Ταξίδι μακρινό μέσα στη ραχοκοκκαλιά της μακρόστενης δεινοσαυρικής πολιτείας με τους ελαχίστους καθέτους δρόμους που όταν έχει μπουρίνι πλημμυρούν τον σχοινοτενή οδικό άξονα πριν γεμίσει η θάλασσα λάσπες. Ταξίδι δυο παιδιών που ο Πανταζής ελάτρευε διότι συνόδευαν τον απροσχημάτιστο βίο του. Ο Ελπιδοφόρος ως πρωτότοκος και περίπου συνομήλικός μου και η Δεσποινούλα που στις επερχόμενες Απόκριες θα εορτάσει τα εννέα της χρόνια.

Κατεβαίνουνε προς τη στάση του λεωφορείου με τέσσερα γυαλιστερά τάλιρα στις τσέπες τους και περιμένοντας μέσα στον κατάφορτο σύννεφα ουρανό, ενώ μακρόστενη μανιφατούρα τους κρύβει τη θέα του μακρινού λιμανιού, παρατηρούν ότι η θάλασσα δεν έχει προβατάκια. Απεναντίας, είναι μολυβένια και σκοτεινή, με υποψίες λάμψης εσωτερικής, ένας διακαυμός που δεν τον δημιουργούνε καλαμάρια ανηφορίζοντας αλλά η χρυσή ψιχάλα που έπεισε τη Δανάη να αλειφτεί με την παιπάλη της και έτσι έπιασε παιδάκια θαυματουργικώς. Αφήνουνε λοιπόν τη στάση του λεωφορείου και κατεβαίνουνε συνωμοτικά και μαγεμένα στη φαρδιά και στείρα θάλασσα για να δούνε τι έχει μέσα, ανιχνεύοντας κοφτές κινήσεις γωβιών και κωλοκούνητες σαλιάρες λασποδίαιτες, καβούρια προσεκτικά στην αφέλειά τους και πλήθος τις ξεραμένες πετονιές στο αγιάζι, άχρηστα μπλεγμένες στη βάση της ξυλόσκαλας απ’ όπου τα ρηχά επισκοπούν. Κι όταν το μαύρο νερό διασχίζουνε χορτασμένοι κέφαλοι με τη χρυσή κορώνα του αλήτη κάτω απ’ του πατέρα τους τη βάρκα, τότε είναι που τον πεθυμούν, αφήνουν το νερό και τρέχουνε στη στάση. Μαγικά και τελετουργικά το λεωφορείο σταματάει αθόρυβο μπροστά τους και κατευθύνονται πλέον στην Αριστοτέλους, όχι με τη σακαράκα του ΟΑΣΘ παρά μέσα σε μεταλλικό και πλαστικό μετρό μαζί με τα μέλλοντα να γεννηθούν τεκνία τους παντού όπου το Λονδίνο ορθώνει τις κεραίες του, παντού όπου το Παρίσι με τη Μόσχα στολίζουνε τα έλατα του χειμώνα με παγοκρύσταλλα κατευθείαν από τον ραδιοφωνικό σταθμό του μέλλοντος.

 Η Δεσποινούλα δεν ομολογεί ότι κρυώνει και ψάχνοντας στις τσέπες του παλτού της ζεστασιά ανακαλύπτει μέσα από την αδράνεια που τα γάντια χαρίζουν στα παιδικά ακροδάχτυλα έναν λαχνό από αυτούς που ζωγραφίζει καμιά φορά ο Γκόγια όταν τον ξυπνάνε μέσα στα χαράματα να ζωγραφίζει το πεθαμένο παιδάκι ενός αριστοκράτη, να μείνει η μορφή του στον ουρανό, έτσι καθώς στο Καραμπουρνάκι τα παιδιά κοιτάζουνε τη μαγεμένη Θεσσαλονίκη που κρύβει στην ευρύχωρη κοιλιά της τον πατέρα Πανταζή που ευλογεί τη βρώση και την πόση του καταφρονεμένου κόσμου.