Skip to main content
Πέμπτη 27 Μαρτίου 2025
Πανταζής και Διπλάρης 2/5

Δεύτερο κεφάλαιο: Έρωτας και Ψώνια

Το πρακτορείο Γιαννιτσών βρισκόταν στην οδό Οδυσσέως, μέσα σε ένα ευρύχωρο καφενείο. Η Μοναστηρίου ήταν στενή και ολόγυρα χάνια. Από ένα καλντερίμι σχήματος ταυ βρισκόσουνα στην πλατεία Βαρδαρίου. Παλιά από εκεί παίρναμε το τραμ για τη λεωφόρο Στρατού, ενώ τώρα από το ίδιο σημείο το λεωφορείο για τη Σαλαμίνα. Δίπλα υπήρχε πάγκος με εφημερίδες και αναρίθμητα μικρομάγαζα, κινητά και ακίνητα που προσέφεραν τη χαρά των εφήβων: νυχοκόπτες, σηματάκια, ρολόγια, αμερικάνικα τσιγάρα, στιλέτα, σουγιαδάκια, καρφίτσες για γραβάτα. Το λεωφορείο ήταν το ένα: Αποθήκη-Νέος Σιδηροδρομικός σταθμός. Καθώς δεν υπήρχαν μονόδρομοι στη Θεσσαλονίκη, το αυτοκίνητο διέσχιζε το Βαρδάρι, κατέβαινε Δωδεκανήσου, έμπαινε Τσιμισκή, κατηφόριζε Παύλου Μελά, έμπαινε στη Βασιλέως Γεωργίου και μετά συνέχιζε τέρμα Βασιλίσσης Όλγας. Οι αντίνομες στάσεις των λεωφορείων, στέκια νεολαίας και ταλαιπωρημένων πολιτών, αποτελούσαν και για μένα, καθώς και για τόσον ακόμη κόσμο, τους κόμβους της συμπρωτευούσης, κόμβους τρυφηλούς και κουραστικούς, όπου ενίοτε το απερίγραπτο διαμάντι και εύρημα ήταν κάποια κοπέλα πανέμορφη που περίμενε στη στάση μαζί με τους υπόλοιπους ζουλού, πεισματικά και σταθερά το πρόσωπό της προς την αναμονή του λεωφορείου. Κι έπειτα η άνοδος στην γαλάζια πολυκατοικία Μπότσαρη και Βασιλίσσης Όλγας, στην πολυκατοικία του Ρεξ, ρετιρέ, όπου έμενε ο θείος μου. Επιφωνήματα χαράς από τις εξαδέλφες μου, πού είναι η μάνα σου από τη θειά μου, αγκαλιές με τη γιαγιά και προσκομιδή μου στο δωματιάκι τέρμα Δύση όπου ήταν ο παππούς ο Γιάννης σ’ ένα ντιβανάκι, συνήθως ξαπλωμένος. Μόλις άκουγε ήρθε ο Πάνος, με αναζητούσε με τα χέρια και το στόμα, βάζοντάς μου αριστοτεχνικά πάντοτε ένα χαρτονόμισμα στο χέρι χωρίς να το καταλάβει κανένας. Ήξερε αυτός σε ποιά μονοπάτια βαδιεί η αγάπη και ως γνήσιος βλάχος εκ Γοπεσίου ήξερε ότι η γλυκύτερη κουβέντα της παλαιάς Κυριακής ήταν γύρω στο τραπέζι και στο Σιατιστινό κρασί: μίλλι λίρε παρακαταθισέσκου μπάνκα Οττομάνα. Γλυκύτατα τα χρήματα σκεφτότανε ο γέροντας, θα γλυκάνουνε τη μέρα του εγγονού μου που προβλέπω να γεράσει φτωχός.

Αυτή η επικρεμάμενη φτώχεια όσο κι αν κουδούνιζε η τσέπη, έκανε τον Ιωάννη Πανταζή να φιλοσοφεί την υπόθεση της ζωής, να αναπέμπει αίνους προς τον κύριο που τον άφηνε ζωντανό αλλά και να καταπίνει ντουζίνες τα τσιγάρα για να κατεβεί ταχύτερα στον κάτω κόσμο. Τι θ’ αφήσει στα παιδιά του πάρεξ μια γλυκειά ανάμνηση; Πιθανόν τίποτε. Αυτό που έχει σημασία είναι να μη δυστυχήσουμε χρονιάρες μέρες του 1962, να κερδίσουμε στο λαχείο Συντακτών και να πάμε, να χρεωθούμε έστω στη Μέλκα να πάρουμε έστω κι ένα ρουχάκι.

Ενόσω οι μπίρες γέμιζαν το μικρό τραπεζάκι του Ξενοφώντα και οι φίλοι γύρωθέ του έφευγαν, ερχόντουσαν νέοι κι αυτοί σιγά-σιγά τον γέμιζαν με τα δικά τους όνειρα και αγωνίες, του ήρθε προς στιγμήν μια θεοσημία ότι η κόρη του η Δεσποινούλα καλαφατίζει τη βάρκα του αλλά μέσα στο σαλόνι του σπιτιού τους και γύρω χιονίζει. Γυρνάει τότε ο ίδιος να συμβουλέψει το παιδί του να μην κάνει λάθος δουλειές σε λάθος τόπο, και βρίσκεται μικρός στην αγκαλιά της μάνας του έξω από την αγκαλιά του Μπεϊκόζ σε κατάλληλο σημείο να δούνε στα πέντε μίλια μακριά τα ελληνικά πολεμικά πλοία που γυάλιζαν πυρπολημένα από τον δειλινό ήλιο στην είσοδο του Βοσπόρου. Σε διπλανές σανδάλες, γρύπους και φελούκες αρμένιζαν κι άλλες οικογένειες ρωμιών δακρυσμένες προς τη δύση και αυτό το θέμα ήταν το μόνο που ο Ιωάννης Πανταζής ήθελε μετά μανίας να θυμηθεί για να το ζωγραφίσει. Συνήλθε από το ημερήσιο όνειρό του επειδή τον έσπρωξε απαλά στον ώμο βιαστικός οινοποιός που του εζήτησε για μεθαύριο ένα ταμπλό με τον Διόνυσο πάνω από δικαίους και αδίκους με τα κρασιά της οινοποιίας του να ευωχούν όλους τους ήρωες του πίνακα. Το ήθελε για τη γιορτή του προσωπικού, στημένο έτοιμο πρωί παραμονής, πλήρωνε δυο χιλιάρικα και του έδωσε το ένα μπροστάντζα.

Δεν ξέρω αν ο πίνακας αυτός πραγματοποιήθηκε. Σε μια φωτογραφία μου στο στρατό ποζάρω μπροστά από έναν παρόμοιο που ζωγράφισα στο Ναύπλιο, στη λέσχη Αξιωματικών, για να στολίσω την αποκριάτικη γιορτή του 1977. Στον Διόνυσο έβαλα γενάκι και τους ουρανίους γενικώς θεούς παρέστησα ωσάν Ντόναλντ Σάδερλαντ της αρχαιότητος ― καμαρωτούς και εύγλωττους. Αλλά ο πίνακας δεν ήταν σίγουρα δικός μου. Μερικοί άγγελοι των Χριστουγέννων έρχονται και φεύγουνε με ιδιάζουσα ταχύτητα μέσα στην άδικη πόλη και όταν δεν προκαλούν εμφράγματα παραγγέλλουν έργα τέχνης. Πού να φανταστεί ο Πανταζής ότι γλύτωσε εκείνο το απόγευμα της Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολυτρίας ένα γερό εγκεφαλικό. Απεναντίας, ήρθε ένα μικρό θαύμα Χριστουγέννων και τον συντρόφευε στις μακάριες και αγχώδεις ψαριές του μέλλοντός του.

Αυτός που δύσκολα γλύτωσε το έμφραγμα ήταν ο Διπλάρης που μιλώντας στο μαγαζί της Καμβουνίων με τα παιδιά του, τα δίδυμα του εζήτησαν από ένα χιλιάρικο για το βράδυ επειδή είχαν να γλεντήσουνε και γενικώς να διασκεδάσουνε. Κι όπως οι παραγγελίες ήταν σωρός αλλά τα μετρητά εσπάνιζαν, τράβηξε μαζί τους έναν φιλικό άμα και γερό καβγά ανάμεσα σε προτομές Μεγαλεξάνδρων και του Καραμανλή, με πλαίσιο τις καφετιές γουταπέρκες και τα σανίδια τέταρτης διαλογής που εχρησίμευαν ως βάση στις γυψοτεχνίες. Τα παιδιά σε ένα τέταρτο έφυγαν με το χιλιάρικο στην τσέπη και ο μάστρο Νίκος υποσχέθηκε να γυρίσει νωρίς σπίτι αφού έπινε ένα καφεδάκι με τους ψαράδες της επαύριον.

Ο Ματίκας απεναντίας δεν ήθελε καφέ εκείνην την ώρα. Επιθυμούσε τρελά ποτά της Καραϊβικής και όλα τα Καλίψο του μεσονυχτίου έτσι που παιδευόνταν να λύσει το σουτιέν της Κατίνας μπερδεμένοι κι οι δυό τους στο τουρλωτό ντιβανάκι στο πρόχειρο δωμάτιο. Ήταν ένα σουτιέν ογκηρό, τεράστιο, πάλλευκο και μυτερό. Αρκετή δικαιολογία για το φόρεμά του τα βυζιά της Κατίνας που ήταν υποτίθεται μικρά. Αν μικρό μπορούμε να χαρακτηρίσουμε το κεφαλάκι του συμμαθητή μου του Γκιρκινέζη, αν είναι μικρή μια τσάσκα αχνιστό γάλα που σου προσφέρει η θεία Άννα στην παιδική σου Αγροσυκιά, αν είναι μικρός ο θύσανος μιας ντάλιας που θαύμαζε η μάνα μου με την κυρία Ευλαμπία το 1952, τότε μικρά θα ήταν και τα στήθη της Κατίνας αλλά βέβαια ανήκαν στην κατηγορία των περιδινουμένων εξαρτημάτων, πράγμα που τα έκανε πολύτιμα για τον δυτικομακεδόνα Ματίκα γνώστη των βυζιών κυρίως από κάτι άδεια κρεματζούκια με τα οποία εκοσμούντο πόρνες και τεμπέλες στους εξωνάρθηκες των πατρίδων του. Ο αριστερός βύζος της Κατίνας είχε τη ρόγα μελανί κι ο δεξιός φαρμάκι κόκκινη. Άμα τω ερεθισμώ οι ρόγες βγάζανε φλύκταινες τεράστιες, σαν της σουπιάς ή σαν του μοσχιού, που στριφογυρνούσαν ολοζώντανες δεξιά-αριστερά, μια περιδίνηση πού μόνο στο κλασσικό ένθρονο χταπόδι μπορείς να καμαρώσεις. Και τα βυζιά μυτώνανε, στενεύανε και έπαιρναν το σχήμα κροκάλας ποταμού ή πατάτας που τη σκλήρυναν γερμανικές παγωνιές. Τα υδαρή της Κατίνας μπράτσα χλαπάκιζαν μπατσίζοντας ωσάν πτερά σαλαχιού τα πλευρά της που μπορούσε ο Ματίκας να τα μετρήσει ένα-ένα, κι αυτό του αύξαινε την όρεξη επειδή δεν ήξερε εάν επιβαίνει σε παλαιστή ή σε πολωνοεβραία. Η Κατίνα, καθώς το σύνολο των γυναικών τριαντατεσσάρων ετών της Ελλάδος εκείνα τα χρόνια δεν διέθετε καμία μέση ή έστω την υποψία της και η στεατοπυγική διανομή των σαρκών της τελείωνε σε δυο σφηναριστά λιπόσαρκα και δυνατά πόδια που τον έσφιγγαν στους γλουτούς ρυθμίζοντας τη στύση και την χύση του. Να μιλήσω τέλος για τα αιδοία της Κατίνας που ήταν σεμνά και εντούτοις πετούσαν υγρά, παρομοίως όπως τα χείλη της παρέμεναν μισάνοιχτα πετώντας στην έκφρονη παραφορά των βωμολοχημάτων της κανένα σφαιρίδιο σάλιου στο μάτι του Ματίκα.

Θα προσέξατε ότι περιγράφοντας τον Ματίκα να κάνει έρωτα δεν ασχολήθηκα με αυτόν διότι και ο ίδιος δεν ασχολήθηκε ποτέ του. Με την Κατίνα του αγκαλιά φαινόταν να ξέρει ότι ήταν ο αδύνατος του ζεύγους, ο μαλάκας της υπόθεσης, ο χαλαρός και άχρηστος κομπέρ που έριχνε καμιά λογοτεχνική αράδα πριν από το στριπτίζ στο καμπαρέ. Χαμηλωμένα φώτα, οι λογαριασμοί να πληρώνονται με κολλαριστά χιλιάρικα.

Ένα κολλαριστό χιλιάρικο ήταν το πρώτο θαύμα που αντίκρισαν ο Ελπιδοφόρος και η Δέσποινα Πανταζή στα χέρια του πατέρα τους όταν, περασμένες εφτά μπήκανε στο μαγαζί του. Δεν είχε προλάβει να γυρίσει στον Ξενοφώντα μετά τον τελευταίο του πελάτη. Έπεσαν στην αγκαλιά του κι εκείνος δάκρυσε, τους πήρε στο ταβερνείο να τους κεράσει γύρο και διέδωσε τα καλά νέα στην παρέα του. Ο πλέον μόρτης της συντροφιάς τον οδήγησε, άλλο που δεν ήθελε κι εκείνος, στην υπόσχεση μιας γλεντζέδικης βραδιάς με κιθαρίτσα, ρετσινούλα και τα συναφή. Ένας άλλος, παλαιός παρ’ ολίγον δωσίλογος από τη Δράμα είπε ότι αυτά ήταν καλοκαιρινά και ότι έπρεπε να πάρουνε μια κούρσα και να πάνε στο Γραδεμπόρι, όπου υπήρχε λουκάνικο με χοιρινά και κόκκινο στυφό κρασί που βάφει τα δόντια. Αλλά ενώ περίσσευαν οι προτάσεις, τα δυο παιδιά στηλώνανε τα πόδια τρέμοντας και με κατεβασμένα τα χεράκια έλεγαν κι εμάς θα μας πάρεις μαζί σου μπαμπά πράγμα που δημιουργούσε θυμηδία στο ακροατήριο για την ομοιότητα των πανταζήδικων γονιδίων αλλά και γενική αποθάρρυνση προς μεγάλες νυχτερινές βόλτες. Ο Ιωάννης τότε Πανταζής μέσα από την αγκαλιά της μάνας του παίρνει την κορούλα του στην δική του αγκαλιά και κοιτάζοντας κατάματα το γιο του τους παρασέρνει όλους σε μια μακαριστή βαρκαρόλα. Τραγουδάνε όλοι, και η παιδική αστάθεια και ο σίγουρος τσικλίμαγκας και το εφηβάκι, τραγουδάνε τη μακρινή βαρκαρόλα του Βοσπόρου ενώ πέφτουνε γυαλάκια από παντού στα λουλουδάδικα και η οδός Κομνηνών γίνεται ένας εσωτερικός κήπος που χιονίζει στάχτες του αύριο και ο χάρος, μεταμορφωμένος σε σκουπιδιάρη χορεύει πάνω στο σκοπό που ακούει, κάπως άγαρμπα, με την κόσα του στολισμένη γκι.

Το τραγούδι του δεν το άκουσα ακριβώς τότε, διότι μπήκαν στο σπίτι του θείου μου, ενώ χαριεντιζόμουνα για πολλά με τη Λέλα και τη Φώφη πίνοντας γλυκύτατον νεσκαφέ, τα δίδυμα, τραγουδώντας ή μάλλον μιμούμενοι τις κιθάρες των Βέντσιουρς με το στόμα και διακόπτοντας μόνον για να θυμίσουνε στη γειτονιά ότι απαπαούμαουμάου. Οι τέσσερίς μας στο δωματιάκι του παππού του Γιάννη γίναμε ευθύς ένα ζυμάρι φιλίας, κεφιού και σαχλαμάρας. Όταν μάλιστα τους αποκάλυψα ότι βρίσκομαι εδώ μια μέρα νωρίτερα από τους υπόλοιπους Θεοδωρίδηδες για να προλάβω το πάρτι της Αναστασίας, στην αρχή δυσκολεύτηκαν να αναγνωρίσουνε ακόμη και την ίδια την Αναστασία. Εξάλλου κι εγώ είχα ξεχάσει πολλές λεπτομέρειες της ύπαρξής της και θυμόμουνα τα βασικά: τι φορούσε, πώς το φορούσε και πόσο κόστιζε αυτό που φορούσε. Ποτέ δεν ήμουνα καλός στην αναστατική μνήμη του στιλ τι χρώμα είχαν τα μάτια της. Εντέλει το ξεκαθαρίσανε οι τέσσερις: θα εννοούσα την Αναστασία που είναι η κόρη του απέναντι ταγματάρχη και η οποία από τον Οκτώβριο ζει με την οικογένειά της στην Αθήνα, προϊόν μετάθεσης. Επομένως μήτε πάρτι μήτε παρταόλα από εκείνην την πλευρά. Δεν πειράζει πάντως διότι θα ετοιμαστούμε, θα ντυθούμε και θα πάμε βόλτα στην Αριστοτέλους και μετά βλέπουμε.

Η ζωή είναι ωραία. Το 1962 είναι ωραίο. Ο παππούς τότε άρχισε να χαίρεται και να μιλάει ακατάληπτες ξένες γλώσσες και να τραγουδάει οπερέτες. Αυτός ο ίδιος σάματι δεν ήτανε που καιγότανε το σπίτι του στην Αρριανού στα τέλη του 1922 κι αυτός από την παραλία κάτω, από την Αλάμπρα που δούλευε έλεγε στους παραστεκάμενους ε, ρε ποιος φουκαράς καίγεται το είναι του... Αυτός ήταν ο φουκαράς. Μίλλι λίρε. Ιωάννης Χατζής, υιός του Στεργίου Χατζή που πριν λεγόντουσαν Στεργίου και αγωνίστηκαν να γίνει ελληνικό σχολειό στο βλαχόφωνο Γόπεσι. Και τώρα, οπερέτες στο ρετιρέ της Σαλαμίνας γύρω από εγγόνια που αναπαριστούν με το στόμα τις κιθάρες των Βέντσιουρς. Κι ενώ εμείς μοιραστήκαμε στα δωμάτια, για βαφές τα κορίτσια και συντήρηση εμείς, έρχεται από τη δουλειά ο θείος Νίκος και με δέχεται με το μακρόσυρτο βρέεεεεεε καλώς τον Πάνο, που ελάτρευα.

Διπλάρης λεγόταν ο θείος μου επειδή η οικογένειά τους έκανε συχνά δίδυμα. Η παράδοση συνεχίζεται ακόμη και σήμερα στους κατιόντες του. Έμεναν Άνω Πετράλωνα στην οδό Τρίτωνος 7. Εκεί κατέληξε και η θεία μου, ερωτευμένη επί κατοχής, και πεινούσανε ομαδικώς κάνοντας παιδιά, τη Φώφη και μετά τη Λέλα. Ώσπου κατέβηκε η μάνα μου με Λιτοχωρινό καΐκι και την πήρε επάνω στη φτωχομάνα να ζήσουνε ευπρεπώς. Ο θείος μου ήταν μηχανοδηγός στα τρένα, πανέμορφος, με μάγκικη φωνή, άδολο χαμόγελο και προχωρούσε στο δρόμο, ιδίως όσο περνούσαν τα χρόνια, με ένα ιδιότυπο βήμα ενός συνεχούς ζεϊμπέκικου. Πήγαινε κάπως σαν τον κάβουρα με πλάγιες απλωτές και ολόκληρος γερμένος μπροστά, με τα χέρια εντούτοις δεμένα πίσω. Το βήμα του έμοιαζε με τους άλλου αδελφού της μάνας μου του Πίδη που ήταν κι εκείνος καλωσυνάτος και τεχνίτης και έδινε την εντύπωση ότι ακολουθούσε μια εσωτερική μελωδία του Βαμβακάρη όταν περπατούσε. Γενναίες φυλές και γένη των τεχνιτών της χώρας, παραδοσιακοί κομμουνιστές και ονειροπόλοι, με γραμμένα μέσα στο στήθος τους όλα τα ΕΑΜ της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, μυλωθροί και οδηγοί, χαμένοι στις ασφάλτους με το βήμα του κάβουρα.

Ο Διπλάρης που έκαιγε καρδιές συστηματικά πριν κάψει την καρδιά της θείας μου ήταν φίλος του ρεμπέτικου και της ρεμπετωσύνης. Ένα διάστημα δούλευε στα κέντρα που εμφανιζόταν ο Τσιτσάνης, ο Παπαϊωάννου, ο Βαμβακάρης, ως καρεκλάς ήτοι μπράβος που επέβαλε την τάξη σπάζοντας μια καρέκλα και χρησιμοποιώντας το απολειφάδι της στα χέρια του ως όπλο. Ένα βράδυ έσωσε τον Βαμβακάρη από γενναίο καβγά και την επαύριον η κομπανία τον υποδέχτηκε στο μαγαζί παίζοντας προς τιμήν του τον ξέρετε μωρέ παιδιά τον Νίκο τον Τρελάκια. Καμία σταδιοδρομία δεν έφτασε νομίζω σε υψηλότερο σημείο αυτοεκτίμησης όσο εκείνο το βράδυ, μάλλον του 1937. Κι όμως ο θείος Νίκος οδήγησε τρένα που είχανε μπροστά κλούβες ομήρων, μετέφερε πληροφορίες και απόκρυφα κιβώτια παντού όπου χρειάστηκε, ερωτεύτηκε παράφορα και δούλεψε σαν το σκυλί, διακοσμώντας με γύψινα στην Ελλάδα του 50 και του 60 πολυκατοικίες, εκκλησίες, αίθουσες και βγάζοντας αναρίθμητα αγαλματάκια από τις μήτρες του αλλά και μεγάλα μετάλλια του Μεγαλέξανδρου με τον Φίλιππο, γύψινα που τότε συνήθιζαν και τα έβαζαν αντικριστά σε σχολεία και δημόσιες υπηρεσίες. Ο Πανταζής από την άλλη είχε φιλοτεχνήσει τον Φίλιππο και τον Αλέξανδρο στην προμετωπίδα της εφημερίδες Μακεδονία.

Ενώ τα λέγαμε αυτά με τον θείο μου και η ώρα προχωρούσε, ήρθε η θεία μου και τον ρώτησε αν θέλει να φάει. Αυτός της είπε άσε Ρίτσα μπλέχτηκα και πρέπει να βγω πάλι έξω, πράγμα που η θεία μου αντιμετώπισε με θιγμένη περηφάνεια μπαίνοντας στην κουζίνα και μ’ ένα σωρό παράπονα που τα ακούγαμε συγκοπτόμενα και τά ’λεγε στη μάνα της την κόνα Λέγκω. Η μάνα της έπαιρνε το μέρος του γαμπρού της, διότι στην Ελλάδα έτσι κάνουνε οι πεθερές, τον γαμπρό τους υποστηρίζουν συνήθως, πιθανότατα για να μη ξαναφορτωθούν την κόρη τους πίσω, αλλά αυτά ακούγονταν τότε μάλλον γελοία και συννεφώδη. Είμασταν τόσα παιδιά, τόσοι απόγονοι γύρω από αυτές τις οικογένειες. Συνολικά η μεριά της μάνας μου είχε δέκα απογόνους από τέσσερα αδέρφια και η πλευρά του πατέρα μου οκτώ από τρία αδέρφια. Η σκιά του θανάτου δεν είχε πλακώσει κανένα σπίτι με πείσμα. Ανθίζαμε μαζί με την επερχόμενη δεκαετία και η ζωή έως τότε μας είχε φερθεί καλά.

Τα πείσματα έφυγαν σε λίγο κι επειδή στο σπίτι του θείου μου μόνον μάνα και κόρη θα έμεναν μέσα, βάλθηκαν να υπηρετήσουν όλους εμάς τους υπόλοιπους που μας έλειπαν σαμπουάν, ξυριστικά, φρεσκάρισμα στις γραβάτες, μανικετόκουμπα που είχαν εξαφανιστεί, να μη μιλήσω για των κοριτσιών την εξάρτυση που ήταν πολυποίκιλη και ατελείωτη. Πρώτος ετοιμάστηκε και διέλαθε ο θείος Νίκος ― ακούσαμε το μπαμ της εξώπορτας. Περίμενε το λεωφορείο απέναντι και διαγωνίως στη Μέριμνα ποντίων Κυριών μαζί με το εορταστικό στίφος. Μέσα στο μυαλό του είχε να πάει στο καφενείο του, όταν έφτασε το αστικό κατάφορτο και πάμφωτο κι ένας όρθιος από μέσα του έκανε χειρονομίες και μορφασμούς για να του προκαλέσει την προσοχή. Ήταν ο Ματίκας. Καθώς ο Διπλάρης προσπάθησε αλλά εστάθη αδύνατον να μπει στο ίδιο λεωφορείο, η συννενόηση έγινε με στρογγυλά ελληνικά και χειρονομίες. Ραντεβού σε μισή ώρα στον Τερκενλή, υπέδειξε ο Ματίκας και ακολουθεί βραδινή τσάρκα. Ο Διπλάρης δεν είχε ξαναβγεί με τον Ματίκα, αλλά αισθάνθηκε κολακευμένος. Η παρέα του εργολάβου ήταν διαβόητη στους χαροκόπους της Θεσσαλονίκης για τις φάρσες και το κέφι της. Αυτοί δεν έριξαν ένα ζευγάρι ασβούς στην δεξίωση του Βρετανικού Προξενείου; Αυτοί δεν έριξαν φαγουρόσκονη στα φορέματα μιας επίδειξης μόδας κι έπειτα από το χάος που ακολούθησε αγόρασαν όλα τα φουστάνια για να μην πάνε στα δικαστήρια; Ήταν η παρέα που είχε φέρει στην πόλη την ασύστολη χρήση των εξωτικών ποτών και λάτρευε τόσο τις ζεϊμπεκιές όσο και τα καθωσπρέπει στέκια. Λοιπόν ο Διπλάρης θα περνούσε καλά και μπαίνοντας στο μεθεπόμενο αστικό έβαλε τις θείες μυρωδιές του Τερκενλή στο μυαλό του να τον καθοδηγήσουνε.

Ο Ματίκας, βγαίνοντας από της Κατίνας του την αγκαλιά κι αφού τον τάισε καρυδόμελο και ήπιαν σχεδόν ένα μπουκάλι Κιουρασό τον έπιασε ακατανίκητη έλξη να διασκεδάσει, έλα όμως που η γνωστή παρέα του ήταν εγκλωβισμένη στα οικογενειακά στέκια. Βγήκε λοιπόν αποφασισμένος να γλεντήσει και με απλούς γνωστούς αφού ήταν εύκολος στις συντροφιές και καθόλου ακατάδεχτος. Και στη στάση Σαλαμίνα αντάμωσε τον Διπλάρη, πρώτο υποψήφιο συνδαιτυμόνα του. Τα υπόλοιπα θα έβγαιναν επιτυχώς. Και η νύχτα, και το μαγαζί που θα πήγαιναν, και οι κυράδες που θα τους συντρόφευαν επειδή ο θείος, ο μανικός έρως έσκεπε με τη μεσιτεία της Αγίας Αναστασίας την πόλη, και τα χημικά της απόβλητα δεν είχαν ακόμη αρχίσει να σκοτεινιάζουνε τις κοίτες του Δενδροποτάμου. Αυτήν την ώρα έβγαιναν στην πιάτσα τρελές τουρκογύφτισσες, η Αρμένα η Μπενιζέλω με το στέμμα στο κεφάλι, το αντρογύναικο ο Προκόπης, αλλά κυρίως ο Δράκος του Σέιχ Σου, παντεπόπτης, πάμπλουτος, πλησίστιος στα κέντρα πίσω από την πλατεία Ελευθερίας, βιαστής και ασελγής, λάγνος και συστηματικός, έβγαινε κι αυτός καθημερινά σχεδόν διπλανό τραπέζι με τον Ματίκα και τους ομοίους του, έβγαινε ο Δράκος και οι μανάδες έτρεμαν τα κορίτσια τους, τα αγόρια δείλιαζαν στις εξωτερικές περιπτύξεις τους, οι ερωτικές φωλιές εξαφανίστηκαν από τη Μίκρα, από το Σέιχ Σου, και μόνον μερικοί τολμηροί χαϊδευόντουσαν πίσω από την Ευαγγελίστρια. Μαζί με το Δράκο βγαίνουνε σε αυτό το σημείο της μυθιστορίας μου κι όλοι ανεξαιρέτως οι ήρωές μου, τρυφερά αποκόμματα της καρδιάς μου που τη μαλακώνει το πρώτο χιόνι της χρονιάς, έτος 1995, με την κυρά μου την Δέσποινα Πανταζή, αγκαλιασμένοι ωσάν παιδάκια κι έφηβοι στην γκρίζα κουβέρτα της Αγροσυκιάς.