Skip to main content
Δευτέρα 31 Μαρτίου 2025
Πανταζής και Διπλάρης 3/5

Τρίτο κεφάλαιο: Τα Άδεια Μαγαζιά

Έκλειναν τα μαγαζιά το ένα μετά το άλλο, ήχοι από τα σιδεροκρέβατα, ήχοι από τα τενεκεδένια ρολά, τα τσικλιντάν από τις κλειδωνιές κι ο Πανταζής αποχαιρετάει την παρέα του, παίρνει τα παιδιά του και μόλις τους πρόλαβε από ένα δωράκι από την Προσφυγοπούλα. Μετά ρωτάει τον γιό του: είναι γενναίος και υπεύθυνος να του εμπιστευτεί τη Δεσποινούλα, να γυρίσουνε μόνα τους στο σπίτι; Ο Ελπιδοφόρος δεν έχει αντίρρηση αλλά δεν έχει χορτάσει το έξω, δεν ικανοποιείται με την βραδιά που φαντάζει ατελείωτη και υποσχετική, πείθει τον πατέρα του να τους αφήσει κι άλλο κι αυτός ας πάει όπου θέλει. Ο Πανταζής πείθεται. Κι αν η μάνα σας φωνάξει, ο κόσμος όλος ξέρει ότι εγώ σας αγαπάω και θέλω το καλό σας. Τα παιδιά κοιτάζουνε πέρα από την Κομνηνών τον κόσμο που βράζει, τους συριγμούς των αυτοκινήτων στην Τσιμισκή, αλλά κυρίως υποψιάζονται το ραβαΐσι έξω από τα φωτεινά καταστήματα. Φιλάνε σταυρωτά τον μπαμπά και φεύγουνε προς τα Διονύσια. Στο αγκομαχητό του περιγενομένου κόσμου, εκεί όπου ο τεχνητός φωτισμός και οι σκιές δημιουργούν ένα τεχνικό άλλοθι, εκμαγεία εσωτερικής φλόγας.

Τα παιδιά του Πανταζή άρχισαν τη βόλτα τους αλλά εμείς αργούσαμε. Τα κορίτσια παραδοσιακά αργούνε να ντυθούνε αλλά η εμπειρία (η ζωή που λέει ο αριστερός λόγος) αποδεικνύει ότι αργούνε περισσότερο ντυμένες διότι πρέπει να βαφτούν. Εμείς οι υπόλοιποι στην πόρτα κοιταζόμασταν στον καθρέφτη και φωνάζαμε τα γνωστά τοις πάσι άειντε, ξημερωθήκαμε. Κάποτε βγήκαν από τα αυτοσχέδια μπουντουάρ και μοσχοβολιστές κατέβηκαν μαζί μας στη νυχτωμένη άσφαλτο. Δεν υπήρχε περίπτωση να πάρουμε το αστικό για το κέντρο ― ήδη η πεζοπορία έως την πλατεία Αριστοτέλους ήταν η μισή χαρά μας.

Ακόμη και σήμερα που η αδιαφορία μου προς ό,τι νεότερο είναι παροιμιώδης, συνήθως προσέχω τις νεανικές παρέες που γελώντας ή ογκανίζοντας επιχειρούν τρέλες στους δρόμους. Παρασταίνουν τους τυφλούς, τους κουτσούς για να τους περάσουνε απέναντι στο δρόμο τα φιλαράκια τους και να σταματήσουνε τα αυτοκίνητα, κάνουνε ότι ρίχνουνε τους συντρόφους στις ρόδες των αυτοκινήτων για να εισπράξουν εν θριάμβω το απότομο φρενάρισμα του γιωταχή ή κάνουν ότι ρίχνουνε ένα αντικείμενο στον οδηγό για να παρατήσει αυτός το τιμόνι και να προφυλαχθεί. Η μαγιά της ζωής στο δρόμο που ενώνει την πυρίκαυστο με τις ανατολικές συνοικίες είναι πάντοτε φουσκωμένη και ζωντανή.

Μήπως με πήραν τα χρόνια; Μήπως επιδιώκω να νοσηλευτώ σε νοσοκομείο αγγέλων στους ουρανούς όταν με αρπάξει ανάλγητος ο Χάρος; Πιθανότατα. Πάντως ο Ματίκας κατεβαίνοντας στη στάση Αριστοτέλους για να πάει στον Τερκενλή, υπολόγισε το χρόνο που ήθελε ο Διπλάρης και αποφάσισε ότι ένα βερμουτάκι στο Ιόνιον ευχαρίστως τό ’πινε. Μπαίνοντας μέσα τράκαρε στην πλάτη του Πανταζή που ήταν τακτικός θαμώνας του μέρους. Μετά τους πρώτους χαριεντισμούς ο Ματίκας θεώρησε θεοσημεία κι αυτήν την συνάντηση: Γιαννάκη, σήμερα σε αγκαζάρω για κέφια τρελά, του εδήλωσε. Ο Ιωάννης Πανταζής τουπίκλην Σπίθας τον φίλησε σταυρωτά και τον κέρασε έναν ακόμη γύρο. Ματίκα μου, οι επιθυμίες σου εντολές μου! Αποχαιρέτησαν τον μπάρμαν και πήγανε απέξω από τον Τερκενλή να μυρίσουνε τα φρέσκα βούτυρα και κρέμες ζαχαροπλαστικής.

Ο Διπλάρης χάρηκε που είδε αναβιωμένη την πρωινή επαγγελματική του συντροφία. Οι χειραψίες μεταξύ των τριών ήταν πράγματι εγκάρδιες. Γιατί όχι εξάλλου; Δουλειά στο μέλλον άφθονη, κάμποσα λεφτά για ξόδεμα, οργανωμένες οικογένειες στα σπίτια τους καταπώς ο καθένας ήθελε, και η νύχτα παγερή και νεάζουσα, ακριβώς περίμενε να τη ζεστάνουνε και να την κατακτήσουνε. Προς τη Μητροπόλεως είχε ανοίξει ένα καινούργιο στέκι και ο Ματίκας πρότεινε να αρχίσουνε από εκεί. Ήταν μαγαζί του Φιρούς ενός παλιού ποδοσφαιριστή που μετά από τρία κακοδεμένα κατάγματα κατάλαβε ότι έπρεπε να διαλέξει άλλη δουλειά. Το ουζερί του μύριζε λαδομπογιές και η μικρή του τουαλέτα ήταν ακόμη γεμάτη κουβάδες με νερό όπου μαλάκωναν πινέλα. Οι ντουλάπες ήταν παραγγελία και δεν είχαν έρθει, έτσι η πετρογκάζ γυάλιζε, μπλε με κίτρινα γράμματα κάτω από τον σκέτο πάγκο. Αλλά η κρυάδα σταματούσε εκεί. Η μαρίδα ασπαίρουσα χρύσιζε στην τηγάνα και όλοι βάλανε νεράκι στο ούζο, να πάει η βραδιά τους μαλακή. Ο Ματίκας άρχισε με τον Φιρούς ιστορίες ποδοσφαιρικές και του ζητούσε μελιτζανοσαλάτα που είχε κάποτε δοκιμάσει και τον τρέλανε. Η γυναίκα του Φιρούς ήταν Τσούκνα κι αυτοί ξέρουνε από τουρσιά και λαχανικά γενικώς.

Στη μαρίδα εμφανίστηκαν οι ειδικοί. Ο Πανταζής αποφάσισε ότι ήτανε προχθεσινή. Ο Διπλάρης ορκιζόταν ότι έμεινε στον πάγο λιγότερο από μια μέρα. Και οι δύο διαφωνούσανε τον Φιρούς που υποτίθεται είδε να την ψαρεύουν σήμερα το πρωί. Ο Πανταζής σηκώθηκε και πήγε πίσω από τον πάγκο, ξεχώρισε δυο-τρία κομμάτια και πιέζοντας εδώ, ανοίγοντας εκεί, έκανε στον Διπλάρη μαθήματα ανατομίας ιχθύων. Στο τέλος πάει κι ο Διπλάρης πίσω από τον πάγκο, έρχεται με άλλα δύο δείγματα, και άειντε νέες ανατομίες. Το τραπέζι βρώμισε άνευ λόγου κι όπως το ουζάκι εθέρμαινε τις καρδιές, ο απολύτως αδιάφορος περί την ψαρική Ματίκας, πιάνει μια γωνιά από τον μουσαμά και σαβουρντάει ό,τι υπήρχε στο τραπέζι κάτω στο μωσαϊκό.

Το κέντρο του Φιρούς έχει χρόνια που έκλεισε. Για καμμιά δεκαριά χρόνια ήταν σουβλατζίδικο, σπάνιο φοιτητικό στέκι σε κυριλέδικη γειτονιά. Τουλάχιστον έως τους σεισμούς της Θεσσαλονίκης του ’78 θυμάμαι ένα λοξό μαυρισμένο λεκεδάκι κοντά στο σοβατεπί, ίχνος μιας μαρίδας από τις ωμές που έριξε εκείνο το βράδυ ο Ματίκας κάτω. Καλά, και πού το ξέρω, μήπως ήμουνα εκεί; Σας πληροφορώ ότι κι εσείς θα το ξέρατε αν επιλέγατε το συγγραφικό λειτούργημα. Ο συγγραφέας, σε αντίθεση με τον δημοσιογράφο, κατονομάζει τις πηγές του: φαντάζεται τα πάντα.

Όπως και νά ’χει, το επεισόδιο με τις μαρίδες δεν είχε σπουδαία επακόλουθα πάρεξ ότι οι τρεις το γύρισαν στη ρετσίνα και παρήγγειλαν περιποιημένες τηγανιές και τυρί στο κάρβουνο. Με το που τους ήρθε η πρώτη τηγανιά, ριγέ το χοιρινό λίπος της παντσέτας, στραγάλια οι πάλλευκοι χόνδροι μέσα στο ψαχνό και το χοντρό πιπέρι να σημαδεύει το καυτό σπορέλαιο, εμείς βγήκαμε δίπλα από το περίπτερο των προσκόπων στο Στρατηγείο και πήραμε το δρόμο με τα δέντρα, δίπλα στα νεοκλασικά που ρήμαζαν αριστερά μας έως τον Λευκό Πύργο. Τραγουδούσαμε τις τελευταίες επιτυχίες από το ραδιόφωνο μιμούμενοι όχι μόνο τις κιθάρες και τη χροιά της φωνής των τραγουδιστών αλλά και το μπάσο, τα ντραμς, τα πάντα. Όταν τα κορίτσια μαγεύονταν με κανένα ιταλικό εμείς διαμαρτυρόμασταν με αγένεια. Για τα γαλλικά δεν χωρούσε συζήτηση, τα σαμποτάραμε. Στα ενδιάμεσα δείχναμε αυτοκίνητα στο δρόμο ιδιαίτερα, ρούχα περαστικών ή απλώς κάτι ξεχωριστό και το βαφτίζαμε απίθανο. Όταν δεν τραγουδούσαμε λέγαμε ανέκδοτα, της ζούγκλας και του Ταρζάν που ήταν στη μόδα, ή το αιώνιο και γελαστικό κουστουμιά ο σακάτης.

Γυρνάει ο νεάζων μέσα μου και λέει: καλά, αυτόν ήταν ο τρόπος που περνούσατε οι εύθυμες παρέες; Αυτά είναι τα σίξτις του επέκεινα και η παροιμιώδης σας ωρίμανση; Υποθέτω ότι ενόσω εμείς σαχλαμαρίζαμε προσεγγίζοντας τον Λευκό Πύργο, σε άλλα σαλόνια πολιτείας μετρούσαν με φράσεις του Προυστ την ημέρα και εκαβάφιζαν τη νύχτα. Σαχλαμάρες ή όχι, το μοναδικό δίλημμα που αντιμετωπίζαμε τα ξαδερφάκια φτάνοντας στον Πύργο, ήταν ένα: να ανεβαίναμε στην Τσιμισκή για να χαζέψουμε τις βιτρίνες ή να πηγαίναμε από παραλία και οι βιτρίνες να ήταν είδωλο και πρόβλημα της επιστροφής. Ειδικά εκείνη τη νύχτα περπατήσαμε παραλία. Θυμάμαι την πηχτή θάλασσα κατασκότεινη αριστερά μας, τη γλυστερή παραλία με τα σπάνια σχετικώς φώτα και τις φωτεινές εξαιρέσεις, Αιγαίον, Σκοπευτήριο, Πτι Παλαί. Στρίβοντας τη γωνία και βλέποντας το Ολύμπιον, έκλεινε ήδη μία ώρα και σαράντα από τότε που ξεκινήσαμε. Ήταν ακριβώς η στιγμή που ο Ελπιδοφόρος με τη Δέσποινα βγαίναν από το ίδιο σινεμά, αφού παρακολούθησαν τα 101 σκυλιά της Δαλματίας και επίκαιρα της Φοξ Μούβιτον. Ρωτάει η Λέλα τον Ελπιδοφόρο λέει τίποτα; Κι εκείνος απαντάει απίθανο! Η Φώφη διαφωνεί, δεν μπορεί ένα μικιμάους να είναι απίθανο. Απίθανο είναι ένα τραγούδι, ένας ηθοποιός, ένας χορός. Ο Ελπιδοφόρος γελάει και πιάνει την αδελφή του από τον ώμο: Ακόμη κι αυτό το μικρό ξέρει τι είναι απίθανο. Απίθανο είναι ό,τι μας αρέσει. Ο ένας δίδυμος γύρισε αμήχανα στον άλλον. Δεν ξέρω... Ένας στυλός μπορεί να είναι απίθανος; Ένας μεγάλος; Η Δεσποινούλα αποφάσισε να μιλήσει: Μα δε μας αρέσουν ούτε οι στυλοί ούτε οι μεγάλοι. Και τι σας αρέσει; Ο Χάρι Μπελαφόντε, ο Νέιλ Σεντάκα, ο Ρόι Όρμπισον, οι Βέντσιουρς, το παπαούμαουμάου, η Καρέζη και ο Νικολινάκος. Μπλεχτήκαμε. Είμασταν ευτυχείς που δε βρίσκαμε οπαδούς της Βουγιουκλάκη και του Πατ Μπουν αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό. Ήξεραν τους Χάιγουέιμεν; Βέβαια τους ήξεραν, σιγά τ’ αυγά: τραγουδούσαν το Σαντιάνο. Μάλιστα. Το τραγούδι με αυτή τη μελωδία το ήξεραν; Πάλι πετάγεται η μικρή: είναι το Σουριλάμ. Ήταν η σειρά μας δεχτούμε τις εξετάσεις. Ποιος τραγουδάει το Λοκομόσιον; Η Λιτλ Ίβα. Τι είναι το "άστρο της ανατολής;" Μελωδία του Χατζιδάκι. Πώς κάνει; Έτσι.

Ω γνώση, φιλτάτη μου θεά, έξω από το σινέ Ολύμπιον διανεμημένη συνωμοτικά ανάμεσα σε εφτά παιδιά με δέκα χρόνια διαφορές μεταξύ τους. Ενόσω τα λέγαμε, περάσαμε στις τυπικές ρωτήσεις του είδους: πού μένετε, σε ποιο γυμνάσιο, πώς σας λένε, τι δουλειά κάνει ο μπαμπάς σας. Κι ενώ μαζί ανηφορίζουμε προς την Τσιμισκή να μπουκωθούμε πολυτέλεια και εκζήτηση, οράματα Αγγλίας και ιταλικά, αμερικάνικα όνειρα και ολίγον σπούτνικ, έκοψε θυμάμαι απότομα ο βορειοδυτικός άνεμος και ο ουρανός άσπρισε τελείως. Δεν προλάβαμε να μυρίσουμε τον Τερκενλή και άρχισε το χιόνι σε μεγάλες μαλακές νιφάδες, κατεβαίνοντας ήπια, στριφογυριστά και με εμμονή. Τώρα μάλιστα που ως έφηβος γνωρίζω ότι το χιόνι που περιγράφω έπεσε την επομένη μέρα και κράτησε δυο μέρες τουλάχιστον στα Γιαννιτσά, μεγαλύτερη διάθεση με πιάνει να το περιγράψω αληθοφανώς με μία μέρα λάθος. Κι εσείς οι μεγαλύτεροι θα θυμάστε εκείνον τον χειμώνα. Χιόνισε ανήμερα τα Χριστούγεννα, το έλιωσε και μετά, στις 17 Ιανουαρίου κι ως τις αρχές Φλεβάρη η βόρειος Ελλάς γνώριζε τον τραχύτερο μεταπολεμικό της χειμώνα. Χάθηκαν πόλεις και χωριά στο χιόνι και όλοι μας είμασταν έξω και διασκεδάζαμε επειδή συνέβαινε ταυτόχρονα η μεγάλη απεργία των εκπαιδευτικών. Θυμάμαι τον πατέρα μου άρρωστο να συζητά στο κρεβάτι με συναδέλφους το πείσμα του Καραμανλή και όλους τους, ανεξαρτήτως κομμάτων, να έχουνε πεισμώσει μέσα στην παγερή ατμόσφαιρα ζητώντας το δίκιο τους.

Ένα δίκιο έδινε ο Ματίκας στον Πανταζή και στον Διπλάρη που ήταν αρκετά ζαλισμένοι αλλά επέμεναν να αλλάξουνε στέκι: ο Φιρούς δεν είχε γυναίκες, δεν είχε χορό, μήτε τραγούδι. Μια και δεν ήταν τα κέφια τους για τη Ρομάντικα, ούτε βέβαια διέθεταν και τα κατάλληλα ρούχα, στράφηκαν προς το Βαρδάρι, όπου τότε έδινε κι έπαιρνε το καμπαρέ και το βαριετέ. Ο λόγος είναι σήμερα ξεχασμένος: προ τετραετίας η Έσσο-Πάππας αγόρασε με καλές τιμές τα χωράφια όπου σκόπευε να χτίσει το διυλιστήριό της. Οι κάτοικοι, των Διαβατών κυρίως, που στα παλαιά χρόνια ήταν μποσταντζήδες και αργότερα πουλούσανε το επάνω στρώμα από το χώμα των χωραφιών τους στα τουβλάδικα της περιοχής, γέμισαν εύκολο και αναπάντεχο χρήμα. Αποτέλεσμα: γέμισε ο δυτικός θεσσαλονίκειος τόπος από Βαρδάρη σε Διαβατά από καφέ-σαντάν, πορνεία και μπαρμπουτιέρες και οι περιθωριακοί τύποι που έβγαιναν από τη δεκαετία του πενήντα ελαφρώς στραπατσαρισμένοι, ακροδεξιοί και αποχαζωμένοι απέκτησαν την παλαιά τους αξιοπρέπεια. Μαζί με τα εύθυμα τούτα κέντρα η Θεσσαλονίκη απέκτησε και μερικούς Γιαπωνέζους που δούλευαν στη συναρμολόγηση του διυλιστηρίου ― θυμάμαι μερικούς που κατοικούσανε στην περιοχή Αναλήψεως, μάλλον στην οδό Κατακάλου.

Λοιπόν, Γιαπωνέζοι κοντά στην Ιχθυόσκαλα και η τριπλέτα των ηρώων μας έξω από το ΚΤΕΛ Νομού Πέλλης στην οδό Οδυσσέως αναζητούν κουτούκι και τους παίρνει είδηση αποτυχών εργολάβος, πτωχευμένος, που κάνει δυο χρόνια τώρα τον κράχτη στο κέντρο Μαρακάιμπο, ακριβώς πίσω από το Πατέρα Χάνι επί μη ρυμοτομημένου αδιεξόδου. Επιχειρεί το προφανές: μη γνωρίζοντας εάν ο Ματίκας γνωρίζει την σημερινή του κατάσταση, υποδύεται τον ευχαριστημένο πελάτη και οδηγεί δια της εύγλωττης σιωπής και εκφραστικών χειρονομιών την ομάδα μέσα στο μαγαζί. Αυτό που προσπαθεί να τους μεταδώσει είναι με δυο λόγια: κι άλλα γύρω μαγαζιά έχουν αυτό που θέλετε αλλά για άτομα της δικής σας αρχοντιάς, μόνο στο Μαρακάιμπο θα βρείτε αυτό που ποθείτε. Κι εξαφανίζεται με το κασκόλ επίτηδες σημαία πίσω του ―κανένας δεν είναι τόσο βέβαιος ότι ο απέναντί του φεύγει παρά όταν δει κασκόλ να ανεμίζει― στέκεται στην αρχή της οδού Γιαννιτσών πριν βέβαια από τη διάνοιξη, στο διάχωρο δυο παραπηγμάτων, κι όταν βεβαιώνεται ότι μπαίνουνε μέσα στο μαγαζί, επιστρέφει και συνεχίζει τη δουλειά του κατά σειράν κράχτη, ο πτωχευμένος εργολάβος Μανόλης Μαυρομοίρης, όνομα και πράγμα, προϊόν της φαντασίας μου αλλά και συνδυασμός στοιχείων από έναν άλλον εργολάβο, καθόλου πτωχευμένο, που συνάντησα πριν είκοσι χρόνια σε συνεργαζομένη ομόρρυθμο τεχνική εταιρεία, τότε εγώ ψώνιζα κι αυτός πουλούσε στιλ εναλλάσσοντας αρχαιολογικές πληροφορίες με βρώση και πόση ξηροκάρπου ουίσκι.

Μέσα στο Μαρακάιμπο προέκυψε οικογενειακή ατμόσφαιρα. Το κέντρο δεν είχε καμμία σχέση με τα μετέπειτα σκυλάδικα μήτε με τα μπαρ για Αμερικανούς. Δεν είχε καν κονσομασιόν με την τρέχουσα έννοια. Ήταν ένα καμπαρέ ιθαγενών με υποτυπώδες πρόγραμμα, όπου εσέρβιραν καλό φαγητό λινού εστιατορίου και απλώς οι τιμές ήταν ελαφρά τσιμπημένες. Οι πελάτες ήταν σχεδόν αποκλειστικά Ματίκες, ήτοι εργολάβοι με ανωφελείς παρέες, εργένηδες από άλλες πόλεις που βαρέθηκαν τα κλασσικά εστιατόρια, και μπεκιάρηδες υπό την κατηγορία του μπινέ που αναζητούσαν κανένα χωριατόπαιδο στην περιοχή και το βράδυ το έβγαζαν στη βόλτα.

Προσέξτε πού τους αφήνω. Είναι εννιά το βράδυ και ετοιμάζονται να παραγγείλουν. Τα παιδιά τους, πάλι εννιά το βράδυ, χαζεύουνε την Τσιμισκή. Είναι 1962, προπαραμονή Χριστουγέννων, έξω χιονίζει και στα σπίτια τους οι σύζυγοι και ερωμένες ακούνε ραδιόφωνο σιδερώνοντας. Άδεια στην ουσία τα μαγαζιά, άδεια τα σπίτια, άδειοι οι δρόμοι. Τους γεμίζω σήμερα, με μόνη παρηγοριά μου τη μνήμη και ακούω από ένα πάρτι κάποιας Αναστασίας κάπου στη Σχολή Τυφλών για δέκατη φορά το Λοκομόσιον.