Skip to main content
Τρίτη 08 Απριλίου 2025
Πανταζής και Διπλάρης 4/5

Τέταρτο κεφάλαιο: Η Ντιζέζ

Το κλείσιμο της αγοράς νέκρωσε απότομα την κίνηση στην πόλη. Οι στάσεις των αστικών κατάφορτες και τα αγοραία εξαφανισμένα. Πεζοπόροι συμπολίτες, εξαφανισμένο σήμερα είδος, διέτρεχαν τους καθέτους στη θάλασσα δρόμους για να βρεθούν στην ησυχία της Κασσάνδρου και υψηλότερα. Οι περισσότεροι με δίχτυα γεμάτα ψώνια.

Εμείς με τους νεωστί αποκτηθέντες φίλους μας τριγυρνούσαμε βιτρίνες μέσα στο χιονάκι και η ζωή μας έδειχνε όλα της τα γελαστά δόντια. Είδαμε τα παπούτσια και τα πουκάμισα της μόδας, σχολιάσαμε φουστάνια, παλτό και κοστούμια, ονειρευτήκαμε μπροστά σε γραβάτες και φουλάρια, δείχνοντας παροιμιώδη αδιαφορία μόνο μπροστά σε καπέλα. Στην Αγίας Σοφίας ο Φλόκας ήταν γεμάτος νεολαία και μεσήλικες. Ήταν κι αυτοί μέρος του θεάματος που μας παρείχε η πόλη απλόχερα. Μετά φτάσαμε στη στάση Διαγώνιος μπροστά στη Χορτοφαγία.

Ο Διπλάρης έμοιαζε στο Μαρακάιμπο ζαλισμένος. Παρ’ όλα αυτά δήλωσε πεινασμένος και ρωτούσε το γκαρσόνι αν υπάρχει καμιά εντράδα κι όχι μόνο της ώρας. Εντράδες υπήρχαν ευτυχώς, καθώς και σφραγιστή ρετσίνα. Στο πρόγραμμα ήταν ένας Πόντιος μίμος που προκαλούσε τη διάθεση για καζούρα αν και παράσταινε επιτυχώς τον Σταυρίδη και τον Αυλωνίτη. Ο Ματίκας έφαγε με όρεξη μια λαχανοσαλάτα και περίμενε υπομονετικά ένα σουβλάκι. Του Πανταζή του είχε κοπεί η όρεξη μπροστά σε μια μπαγιάτικη ποικιλία για ούζο και έπινε συστηματικά τη ρετσίνα του ταχύτερα από όσο συνήθιζε. Δεν πέρασε πολλή ώρα και χωρίς να μιλάνε πολλά οι τρεις συνδαιτυμόνες είχανε μπροστά τους τέσσερα μπουκάλια ρετσίνα, άδεια. Ήταν η ώρα για τους μεγάλους λογαριασμούς. Στο πάλκο βγήκε ένας με λαδωμένο μαλλί και κόκκινο σακκάκι που επαίνεσε υπερβολικά τον νεαρό κιθαρίστα, ήταν φαινόμενο σε όλη την Ευρώπη επειδή έπαιζε την κιθάρα ξαπλωμένη στα γόνατά του ωσάν τη χαβάγια. Βγήκε ένας μικρός σαν το Τζέρι Λιούις, μόνο πιο σκουρόχρωμος, και έπαιξε τον Τρίτο Άνθρωπο, θέμα για τσίτερ, και το Μπέιμπι Έλεφαντ Γουόκ του Χένρι Μαντσίνι.

Εγώ παίζω κιθάρα, λέει ο Ματίκας Οικονόμου, αλλά παραδέχομαι τον Σώτο Παναγόπουλο. Πάντως, λέει ο Διπλάρης, κανένας δεν έχει τη φωνή του Φώτη Πολυμέρη. Την έχει ο Γούναρης, απαντάει ο Πανταζής, καλός είναι κι ο Μαρούδας.

Ναι, ήταν καλοί. Μπορεί να έφερναν απόγνωση σε εμάς τους εφήβους αλλά ήταν καλοί με εκείνα τα καουμπόικα κόλπα με τις κιθάρες, Τζον Στάκας και τα παλικάρια του, με εκείνη τη μαύρη περούκα στο κεφάλι του ο Μαρούδας οψίμως που τον άκουσα στην παλιά Ρομάντικα, με την κιθάρα όλοι τους ανάερη κι ελαφριά να στριφογυρίζει στα τρία των δακτύλων τους περιπαθώς και οι κορώνες των τραγουδιών τους να πνίγονται στον γλυκό τους λαρυγγισμό. Νάσος Πατέτσος, Φώτης Δήμας. Ναύαρχοι μέσα σε ψαρόβαρκες και ο αμίμητος Γούναρης σε εκείνο το φιλμ με κέντρο την Κωνσταντινούπολη. Όπως άλλοι λέγονται αείμνηστοι όταν πεθάνουν, όλοι μιλούσαν για τον αξέχαστο Νίκο Γούναρη. Κι αργότερα, αρχή της χούντας, θυμάμαι έναν από αυτούς τους τροβαδούρους να άδει στο διάλειμμα του κινηματογραφικού έργου το τραγούδι Ναι στο Σύνταγμα, πιστεύω μας να γίνει που είχε το ρεφρέν Θα γεμίσεις μ’ ένα ναι γαλανέ μας ουρανέ... Ποιός το θυμάται σήμερα; Ποιός θυμάται που ο Ολυμπιακός ενίκησε Σάντος και Ζαγκλεμπιέ κατά το τραγουδάκι; Ποιά ήταν η Ζαγκλέμπιε του πνεύματος εκείνα τα χρόνια που τα σκέφτομαι και γεμίζει το μυαλό μου βαμβάκι, χιόνι των δακρύων, κολώνες πάγου και στίχους του Μίλτου Σαχτούρη έπεφτε χιόνι, γυάλινος χαρτοπόλεμος μάτωνε τις καρδιές.

Ενώ αυτές οι σκέψεις ετελούντο, σηκώθηκε και έφυγε ο μικρός γυφτόπουλος που παράσταινε τον βιρτουόζο της Ευρώπης στην κιθαροχαβάγια και βγήκε ο κομπέρ να παινευτεί για την εκπληκτική και τα λοιπά τραγουδίστρια Ρίτα Βαμπ. Τα φώτα αναβόσβησαν, έως εκεί έφταναν τα εφέ του μαγαζιού, και υπό τα χειροκροτήματα των οκτώ γεμάτων τραπεζιών (υπήρχαν και επτά άδεια) η Ρίτα Βαμπ βγήκε στην κόλαση που άλλοι πιο ψύχραιμοι αποκαλούν πάλκο.

Nα περιγράψω τη Ρίτα. Είναι μια από τις πιο ευτυχισμένες στιγμές του Σαββάτου, ανήμερα του Άη Γιάννη, 1995, έκτη μέρα που εγκύπτω σ’ αυτό το αφήγημα. Θυμάμαι που δε μπορούσα μικρός να ζωγραφίσω γυναίκες, ούτε ακόμη τα καταφέρνω και τουλάχιστον μπορώ να τις περιγράψω. Κι επειδή η Ρίτα Βαμπ παίζει μιας μορφής μοιραίο ρόλο στην διήγησή μου, το κέφι μου πολλαπλασιάζεται. Είχε εξαιρετικά λευκό δέρμα προσώπου, προϊόν κάποιου μπατανά, και μαύρα φρύδια τονισμένα επίτηδες με μολύβι. Τα μάτια της ήταν καστανά παρ’ όλο που οι θαμώνες θα ορκίζονταν ότι ήταν χρυσαφιά, αλλά αυτοί δεν ήξεραν την επίδραση μιας γαλακτερής λάμπας δίπλα σε μια κίτρινη εντομοφόβο. Η μύτη της κανονική, το χνουδάκι της στο χείλι εξαφανισμένο και τα χείλια της παράξενα διότι όντως ξεχώριζε το μεγάλο της στόμα. Μυτερό πηγούνι, σύνηθες στις γυναίκες του 50 και μαλλιά κατάμαυρα στερεωμένα ψηλά ως αδέσποτος κότσος αλλά στην ουσία πολύ πιο περίτεχνα διότι, με ένα τσαλίμι του ώμου της μπορούσε να κατεβάσει θύσανο στον λαιμό της μπροστά. Ήταν κοντή, αφοπλιστικά κοντή, και τα χέρια της γυμνά. Φορούσε ένα παράταιρο μπλε μπροκάρ δυο νούμερα μεγαλύτερό της και το ντεκολτέ της έχαινε κάθε που δοκίμαζε μια φούρλα. Στα πόδια φορούσε γοβάκι μυτερό και τα τακούνια της καρφιά επίσης. Τι ξέχασα; Ότι παρ’ όλα αυτά τα εξωτερικά, επειδή έμοιαζε με ένα κορίτσι αλλιώτικο απ’ τ’ άλλα ή μια σπιτική έκδοση της Μάγιας Μελάγια, έδινε την εντύπωση του ατόμου που βιαίως σύρεται σε θυρανοίξια καμπαρέ ενώ η θέση του είναι στο βελονάκι και στο μετρητό. Κι άλλες πλέον σύγχρονες τραγουδίστριες έχουν αυτό το προσόν, να δείχνουνε από τη μια αδηφάγες καταναλώτριες σπέρματος και ηδονής κι από την άλλη να εμφανίζονται στο πάλκο με την αίσθηση πως ό,τι τους συμβαίνει δεν το έχουνε καταλάβει. Είναι αμέτοχες, τυχαίες και από σπόντα βαμπ. Κι επειδή οι θαμώνες τέτοιων κέντρων έχουν αντιληφθεί ότι στον αρσενικό τους λαχνό πέφτουν συνήθως κορίτσια της διπλανής πόρτας κι όχι Ανίτες Έγκμπεργκ και Βριγκίτες Νίλσεν βρικολακιασμένες, αισθάνονται τα κορίτσια σαν την Ρίτα Βαμπ δικά τους με μίαν σκοτεινή και ίσως αιμομικτική έννοια, αν αφαιρέσουμε από την αιμομιξία το γονικό στοιχείο και σκεφτούμε την ένοχη σχέση ομοηθών και ωμοφαγών ατόμων.

Η ορχήστρα που συνόδευε την ντιζέζ του Μαρακάιμπο ήταν για κλάματα ή ορθότερα για κηδείες. Ακκορντεόν, ηλεκτρικό κιθαρόνι αυτοσχέδιο και μαντολίνο. Η Ρίτα με ένα ντέφι είχε αναλάβει τα κρουστά. Αρχίζει λοιπόν το πρόγραμμά της με την επιτυχία Σ’ αγαπώ ελληνικά και όταν όλα τα παλαμάκια στα τραπέζια βροντοχτύπησαν, πήρε μια φούρλα και αφέθηκε σε ένα κλαυθμηρίζον τσιφτετέλι, εισαγωγή στο τουρκομπαρόκ τραγούδι Φύγε, φύγε που ήταν επιτυχία πρότινος στη γείτονα χώρα με τον τίτλο Τσάχπιν. Όλα αυτά θα είχαν μικρή σημασία αν συνέβαιναν στο πουθενά μιας χριστουγεννιάτικης βραδιάς, αλλά τώρα μιλούσε το κρασί. Ο Ματίκας μόλις κατάλαβε ότι κοιτώντας τη ντιζέζ και τα σχετικά της είχε μπατάρει το τραπέζι τους από άδεια μπουκάλια. Ο Πανταζής αισθάνθηκε μετά από δέκα πέντε χρόνια τη ζάλη που δεν έχει σύνορα τότε που έκλαψε τον αδελφό του Ελπιδοφόρο που έφυγε νεότατος στους ουρανούς σε μια πολεμική περιπέτεια. Ο Διπλάρης τέλος διπλάρωσε κανονικά την καρέκλα και ζητούσε από τη Ρίτα διάφορα ρεμπέτικα, παραγγελιές, χτυπώντας παλαμάκια, φανερά εξημμένος. Θεοί του κρασιού, κροτίδες της άνοιξης, του χειμώνα χελωνάκια και συ ξαλάφρωμα της θερινής στέγνας, αφήστε τρεις μεσήλικες που έφαγαν και χάρηκαν να πιούνε στην υγεία της τρίμορφης μοίρας τους, στην υγεία της Μητέρας Θεάς των μετερχομένων βάναυσα επαγγέλματα.

Η Ρίτα, που η ηλικία της βρισκόταν μεταξύ εικοσιέξη και εικοσιεννιά, αν πίστευε όλες τις εκδοχές στο οικογενειακό της στερέωμα, δέχτηκε με μαεστρία την αποδοχή των τριών χαροκόπων και αφού επέστρεψε τρεις-τέσσερις φορές ανοιχτόκαρδα χαμόγελα στα γειά σου και στα ώπα που κυκλοφορούσαν, πλησίασε το τραπέζι τους, γονάτισε μπροστά τους σεινάμενη-κουνάμενη τα γόνατα πέρα-δώθε ενωμένα σε μαστιχωτή σφριγηλότητα και μετά κόλλησε τη λεκάνη της στην κώχη που εσκέπαζε το φτενό τραπεζομάντηλο και επιχειρούσε βακχείες παίζοντας με τα δυο υφάσματα που σκέπαζαν το σώμα της και το τραπέζι.

Παρόμοια με δυο κουτιά ζαχαρωτών που τα σπρώχνουν αγυιόπαιδες στη γλιστερή άσφαλτο να παραβγούνε, έτσι ακριβώς έφτασαν τα αστικά στη στάση Διαγώνιος. Αποχαιρετήσαμε τον Ελπιδοφόρο με τη Δεσποινούλα και μπήκαμε στο ένα. Αυτοί περίμεναν το πέντε και χάσαμε την όψη τους στρίβοντας το όχημα την Παύλου Μελά προς το Κεφίρ. Μήτε υπήρχε περίπτωση να τους ανταμώσουμε πάλι εκτός κι αν η τυχαία διαδρομή μέσα στην τυχαία πόλη έδινε κάποτε κι άλλα ασύστατα αποτελέσματα. Χαθήκαμε τότε μέσα στο πανηγύρι του ρέοντος λόγου, ασφαλίζοντας τον επερχόμενο χρόνο και χαθήκαμε, οι συγγενείς, σε διαλόγους λεωφορείου, στο κατάφωτο κουτί που έτριζε σε κάθε γύρισμα του τιμονιού.

Έτριζε το χιονάκι στα πεζοδρόμια του Βαρδάρη. Παιδάκια απιθωμένα σε καναπέδες κολλητά στο ραδιόφωνο αρνούμενα να κοιμηθούν, χαζεύουν τις μανάδες που σιδερώνουν όρθιες με γερτό κεφάλι κοκκαλωμένες ωσάν ξυλογραφίες του Τάσσου και της Κατράκη, πνιγμένες, χρονιάρα μέρα, στις πλέον αποπνικτικές αναμνήσεις της Κατοχής. Πεινούσαμε στη Δράμα κι ένα φανταράκι Βούργαρος πανέμορφο παιδί μας πέταξε από το μεσότοιχο ένα σακκί αλεύρι, μας είπε να ξανάρθουμε αλλά το πιάσαν και το εκτέλεσαν. Η γυναίκα του Πανταζή σιδερώνει και θυμάται, άλλοτε την ομορφιά και τη δύναμη των αδερφών της, άλλοτε την όψη του λεβέντη που θα γινόταν άντρας της και τον ονόμαζε Σπίθα η συντεχνία των ομοτέχνων ή ατέχνων του, επίσης στολισμένοι με παρατσούκλια ― Γκρέκο, Μποέμ, Περπερούνας, Δημητρώφ, Ταγματαφαλίτης. Στα λουλουδάδικα, στο μαγαζί του Σπίθα λειτούργησε μερικά φεγγάρια κι ο μετέφηβος, Χρονάκης τότε, Μπότσογλου, ένας ικανός και άκρως μελαγχολικός ζωγράφος που καλύπτει την εικαστική μου αφαγία. Τον γνώρισα το 1977 ή το 1980 στον Μόλυβο ή στην Πέτρα, τότε που δεν είχα ιδέα για την ύπαρξη του Πανταζή και σχεδίαζα ένα μυθιστόρημα που το έλεγα Θεόπαιδο. Τον συμπάθησα καθ’ υπερβολήν. Ακόμη συμπαθώ την ευχάριστη ανασαμιά που καλύπτει η ανάμνησή του στο μυαλό μου.

Επειδή θέλω η κυρά Φανή να σιδερώνει και να σκέφτεται διάφορα κατοχικά ενόσω ετοιμάζω την είσοδο στην τελευταία σκηνή του παρόντος κεφαλαίου της θειάς μου της Ρίτσας. Έτσι, παραγωγικές όλες οι μεγάλες γυναίκες των γραπτών μου. Να σιδερώνουνε. Πόσο σας αγαπώ όλες, μαγκωμένες στον βάρβαρο ήχο του βαρδάρη τροχού, διαλυμένες σήμερα σε μνημόσυνα και τρισάγια, έτσι που λιγοστέψαν γύρω σας οι φίλοι και συγγενείς, έτσι που μου μάθατε τους δρόμους των νεκροταφείων και τρέχετε χωρίς να φτάνετε συμμετέχοντας τον φωνακλάδικο, νευρωτικό νεκρόδειπνο των αγαπημένων σας ψυχών. Είμαι μαζί σας, για πάντα μαζί σας. Εξέρχεται παγωμένο φως καταμεσής του Ιουνίου και βλέπω τη μάνα μου να με ξεματιάζει, χειμώνας του ’55, και μέσα στην κοιλιά της ο αδερφός μου. Σκάει το γαρίφαλο και χασμουριέται ενώ από το χαμόγελό της ανθίζει η νεολαία της κατοχής που σήμερα την ανταμώνει στα νεκροταφεία. Τότε ήταν θλίψη ο χρόνος αλλά εμείς δεν το ξέραμε και πρέπει να σπάζουμε κανένα ποτηράκι στο Βαρδάρι, μη ματιάσουμε τη Ρίτα Βαμπ και τον Ματίκα.