Skip to main content
Παρασκευή 02 Μαΐου 2025
Πανταζής και Διπλάρης 5/5

Πέμπτο Κεφάλαιο: Οι Χαροκόποι

Στη μεγάλη κινηματογραφική σάλα των παιδικών ονείρων, η κάμερα δεν κουνιέται, ο μόνος που καπνίζει από το συνεργείο και πίνει καφεδάκια είναι ο μακενίστας, η μεγάλη του αδελφή, σκριπτ, κουρασμένη, ρυθμίζει τις μπούκλες της με το χέρι που δεν κρατάει το μπικ. Είναι ευτυχής συγκυρία που μου έμεινε, παραπεταμένη και ευρωτιώσα, μια φωτογραφία. Δείχνει τους γλεντζέδες να κορτάρουνε την Ρίτα Βαμπ, πίσω γκρίζο φόντο με χρυσόσκονες και παρόμοια χριστουγεννιάτικα και μπροστά το κινηματογραφικό συνεργείο από τους ξεχειλωμένους μποέμηδες της φτωχομάνας που ξόδεψαν τα λεφτά τους σε σαχλαμάρες και σήμερα επαιτούν το καθημέραν σιγαρέτο τους.

Ωχ αμάν με την καταραμένη μου εσωτερική διάβρωση από το στιλ του ’60! Σώνει και καλά, εκεί που στρώνω μιαν επαμφοτερή διήγηση, αισθάνομαι ότι ήρθε η ώρα να ακυρώσω το συμβάν, να βάλω τρίτο μάτι να ετοιμάσει το ρακόρ της επομένης σκηνής. Φωτογράφος, κινηματογραφικό συνεργείο, τέτοια. Και ποιά η διαφορά σου, αίσχιστε, από την προηγούμενη λογοτεχνική γενιά που συνήθως βάζει τρελούς του χωριού να καθαρίσουνε τις σκηνές;

Σινεματζήδες, σινεματικοί. Έμαθα τον θάνατο του Γιώργου Σαββίδη. Καλό ταξίδι, φίλτατε! Γεμίζω με ουλές πανταχόθεν την διήγηση που μου υπαγορεύουν οι άγγελοι. Τι άλλο εξάλλου μπορεί να κάμει ένας συγγραφέας πάρεξ να μαγαρίζει την καθαρή επιφάνεια;

Λένε ότι η μεγάλη όξυνση άρχισε όταν ο Πανταζής βγήκε στο αγιάζι μισό λεπτό να πάρει αέρα, οπότε ο δαίμων των πνευμάτων ξύπνησε μέσα στη λέμφο του, και συναινούσης της ποσότητος 182 δραμιών καθαρού οινοπνεύματος, πήραν οι φλέβες του και φούσκωσαν με εσωτερικόν ζέφυρο, ο εγκέφαλός του άνοιξε τα αίματά του και τα νεύρα του, στίλβοντα και στο χρώμα του ελεφαντοστού δέχτηκαν επιτέλους στις απολήξεις τους την πράγματι ουσία του νυχτερινού κόσμου. Με άλλα λόγια βγήκε να ξεμεθύσει κι έγινε χειρότερα. Ξέρετε πώς είναι η στιγμή πριν την μεθυστική αφασία: το λογικό σου κλείνεται ως στρείδι μέσα σε μουχλιασμένη κασέλα, ακούς το γκουπ από το καπάκι και μετά όλα γίνονται ερήμην των αισθήσεων. Σε παρόμοια φάση ο πατέρας μου έβαζε το κεφάλι κάτω κι έτρεχε, εγώ φώναζα πόσο την αγαπούσα την εκάστοτε, ο Γούφαρος κατέρρεε και ο λόγος του γέμιζε παρηχήσεις, ο Γκέτζος εγέλα με τα μάτια γουρλωμένα (αληθώς φοβερό θέαμα) ενώ οι περισσότερες γυναίκες έκλαιγαν εξαιτίας παλαιού ερωτικού τραύματος. Ο Πανταζής λοιπόν, συνήθως εύχαρις και γελαστός, μπαίνει πάλι στο Μαρακάιμπο με ορμή, στέκεται δίπλα στο πάλκο καμαρωτός, εκφωνεί την ιαχή γκαγκάν! και σωριάζεται με όλη του τη δύναμη πάνω σε ξένο τραπέζι κατάφορτο επιδόρπια.

Η διήγηση από την πλευρά της θειάς μου ήταν διαφορετική. Κατ’ αυτήν την οικογενειακή παράδοση, ήταν ο Διπλάρης που ζαλίστηκε και τον έβγαλε έξω ο Πανταζής, οι δυο τους εστάθη αδύνατον να σταθούν στα πόδια τους και πέσανε στο χιονάκι γελώντας νευρικά, αγκαλιασμένοι. Μαζί στηρίχτηκαν στον λείο τοίχο πλάτη-πλάτη, μαζί κρατήθηκαν ως χορευτές μυστικού τάνγκο νοτούρνο και μαζί εισέβαλαν στην αίθουσα και σαβουρντίστηκαν στο τραπέζι με τα επιδόρπια.

Η αναστάτωση θα σταματούσε εκεί αν δυο γκαρσόνια επενέβαιναν φιλικά, κάθιζαν τους χαροκόπους στις θέσεις τους και συνέχιζε η ορχήστρα με κανένα ευρωπαϊκό ― δεν ανακάλυψα εγώ την ανία χάριν του στιλ. Έλα όμως που το αφεντικό έδειξε να ενοχλείται και να ανησυχεί επειδή έβλεπε ότι θα διακανόνιζε τον λογαριασμό με ανθρώπους τύφλα στο μεθύσι. Βγήκε λοιπόν από το σεπαρέ με τα κρόσια μεταξύ κουζίνας και μπουφέ, κατευθύνθηκε κατ’ ευθείαν στον Ματίκα και του είπε το μου χαλάτε το μαγαζί, το λογαριασμό και δρόμο. Ο Ματίκας άκουσε το νέο και τον έπιασε το κεφάλι του. Ήταν ένας βαθύς, εσωτερικός πόνος, ξεκινούσε από το ινιακό, από περιοχή μεγέθους καρφίτσας κι άπλωνε γύρω από το αριστερό μάτι ωσάν το νερό που ξεχειλίζει μια γλάστρα που ποτίζεται με λάστιχο ― περιγράφω έναν δικό μου επιχώριο πονοκέφαλο για περισσότερη ζωντάνια. Έτσι που βαθιά το θέλησε να σταματήσει τον πόνο, του σηκώθηκε στα στήθη ένας θυμός που ήρθε κι έσκασε στις βρεγματικές του χώρες ωσάν το διπλό χτύπημα με το οποίο φιλοδώρησε ο Αλέξανδρος τον Κάσσανδρο στην πρώτη τους συνάντηση στην Ασία. Πήγε κατευθείαν στην Ρίτα Βαμπ, της είπε Κρύψου κορίτσι μου, θα γίνει φασαρία κι έπειτα γύρισε στο τραπέζι του κι άρχισε να ρίχνει ποτήρια πάνω στις απλίκες. Πέτυχε μία και το φως στο μαγαζί λιγόστεψε.

Καληνύχτα ξάδερφε, μου ευχήθηκαν και έκλεισαν το φως στο σαλόνι, όπου εγώ ήμουν ήδη ξαπλωμένος σε ευωδιαστή στρωματσάδα, ετοιμασμένη από τη γιαγιά μου. Από την τζαμόπορτα, το κόκκινο χρώμα του χολ ρόδιζε το γυαλί παίζοντας το καντήλι από το εικονοστάσι του διπλανού δωματίου. Κράτησα την αναπνοή μου μετρώντας έως το εκατό κατά την προσφιλή μου εφηβική συνήθεια και μπήκα στη διαδικασία να κοιμηθώ, κουρασμένος από τις βόλτες και έξαλλος από χαρά. Δεν ήμουνα μόνος στη ζωή! Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι υποψήφιους φίλους, τα μαγαζιά γεμάτα με δικά μου πράγματα που κάποτε θα αγόραζα, οι χώρες γεμάτες εμπειρίες που θα ζούσα, και κάπου μετά το γυμνάσιο, το πανεπιστήμιο και τον στρατό υπήρχε η μία και μόνη δική μου γυναίκα και για χάρη της εξάλλου υπήρχα κι εγώ. Θα τη γνώριζα σε μια παρέα και θα χορεύαμε στην τρίτη μας συνάντηση. Θα φιλιόμασταν στην επομένη και τότε θα άγγιζα το αριστερό της βυζί με το δεξί, αφού το αριστερό μου χέρι θα το περνούσα κάτω από τη δεξιά της μασχάλη και θα κρατούσα γραπωμένα τα μαλλιά της στο σβέρκο ώστε να σηκώνει προς τα πάνω το πρόσωπο και να την φιλάω στα χείλη αρπακτικά. Επομένως θα ήταν πιο κοντή από μένα; Όχι απαραίτητα, επειδή θα καθόμασταν σε παγκάκι. Όλο μαζί το κεφάλι της θα το κρατούσε το χέρι μου ωσάν προσκέφαλο. Κι αν είχε κοντά μαλλιά στο σβέρκο; Τίποτε απλούστερο: η αριστερή μου παλάμη ανοιχτή, ακίνητη κι εκείνης το κεφάλι να παίζει μεταξύ λιχανού και αντίχειρα. Και να μοσχοβολάει όλες τις κολώνιες του ουρανού και της Σανέλ τα νούμερα. Και να αναδίδω μπριόλ από τον κουρέα μου και όλες τις Γιάρντλεϊ λεβάντες του καιρού.

Με τέτοια στο μυαλό κοιμήθηκα, βέβαιος ότι στων εξαδέλφων μου τα κρεβάτια κυκλοφορούσαν την ίδια ώρα αγόρια και κορίτσια σαν τα κρύα τα νερά, φαντασματικά, οραματικά και στιλάτα, προκειμένου να τους οδηγήσουν στο βαθύ αυλάκι του ύπνου. Αγόρια και κορίτσια παρόμοια με εκείνα που τους σταμάτησαν στο δρόμο για μια πλαστή πληροφορία, για να χορέψουνε ένα τσα-τσα ή να δώσουνε τα χέρια μπροστά σε αυστηρούς γονείς. Λαμπερά από την αδοκίμαστη νεότητα, με σπασμένο από την ταραχή των τακουνιών περπάτημα, κακοβαμμένα και μικρομέγαλα τα κορίτσια, σοβαρά και με σκοτεινιασμένα μάτια, λαμπερούς σβέρκους και αβρούς τρόπους μαθημένους άσχημα, τα αγόρια. Τα μαγεμένα θυρανοίξια, τα δειλά παντρολογήματα των εφήβων αείποτε ετελούντο στην κυριακάτικη βόλτα, την βόλτα που κάθε μεσόκοπος, ζαλισμένος από την ζήλεια που δεν είναι πλέον νέος την αποκαλεί νυφοπάζαρο. Ασφαλής ένδειξη ηλικίας.

Ο Διπλάρης τώρα, κρατούσε σφιχτά αγκαλιασμένον τον Πανταζή πάνω στο τραπέζι των επιδορπίων ενόσω ο Ματίκας έκανε παλληκαρισμούς μπροστά στα εμβρόντητα γκαρσόνια αλλά βέβαια τότε που η δική του νεότης έθαλλε έκαμε επτά έτη να αγκαλιάσει με το ίδιο πάθος τη θεία μου. Ήταν 1937 και στο Παπάφι υπήρχε το οικογενειακό κέντρο του Καπετανάκη. Θερινή γωνιά της ανατολικής πόλης, στα σύνορα των εβραϊκών συνοικιών, κέντρο τυλιγμένο στην ώρα της ακμής του με το δυναμικό και φρίσσον σκουπόχορτο. Ο Καπετανάκης ήταν θείος του Διπλάρη. Το κέντρο του ήταν μετά μουσικής. Οι ελαφρείς διαδέχονταν τους ρεμπέτες και τούμπαλιν, αναλόγως της εποχής, των κυμαινομένων ηθών και της μπαγκανότας που κυκλοφορούσε. Ο θείος μου ο Διπλάρης ήταν γενικών καθηκόντων στο κέντρο, διώκτης παντός οινόφλυγος,

 

* * *

 

Σημείωση για τον Μανόλη [Σαββίδη]: Προφανές ότι το κείμενο έως το κεφάλαιο «Η Ντιζέζ» γράφτηκε από την 3η έως την 7η Ιανουαρίου του 1995. Κακώς θυμάμαι πρωτοχρονιά, εκτός κι αν δεν έγραψα δυο μέρες. Συνεχίστηκε Ιούνιο μήνα (δεν θυμάμαι το σημείο τομής του κειμένου, αλλά από κάποιο αρχείο ίσως μπορεί να ανιχνευθεί) γι’ αυτό και η αναφορά στον Γιώργο Σαββίδη. Τρία κεφάλαια δημοσιεύτηκαν έως το 1996 σε έναν Παρατηρητή, στο Υπόστεγο της Καβάλας και στην Θεσσαλονίκη των Συγγραφέων του Ιανού. Σκόπευα να πεθάνω τον Ματίκα εκείνο το βράδυ στο καμπαρέ και αφού υμνήσω σε άλλες τριάντα σελίδες τον θάνατο σε ένα συμβολικό-σαμανικό ύφος, να τελειώσει η υπόθεση με μια περιδιάβαση στις τύχες όλων των ηρώων, σε ένα άλλο ταξίδι, αλλά του 1995. Ο από κοίτης, τραπέζης και εγκεφάλου χωρισμός μου με την Δέσποινα Πανταζή επέφερε και το μοιραίον. Τελικά, ο άγγελος μου έδωσε την λύση: αντί να γράψω λογοτεχνικό μαρτύριο περί θανάτου, μου θανάτωσε το ίδιο το γραπτό. Χαίρε.