Το αστυνομικό μυθιστόρημα του Δημήτρη Σίμου Τα βατράχια έχει εκδοθεί μέχρι στιγμής τρεις φορές: Όστρια: 2016 (αυτοέκδοση), Bell: 2018 και Μεταίχμιο: 2022. Σπάνιο το φαινόμενο για σύγχρονο λογοτεχνικό έργο. Αν δεν ξέρει κανείς περί τίνος πρόκειται, φυσικό είναι να σκεφτεί ότι, για να έχει κάνει τόσες εκδόσεις, θα ξεχωρίζει. Και όντως ξεχωρίζει – αν και όχι για καλό.
Το μυθιστόρημα αυτό δεν μπορεί να αξιολογηθεί ούτε θετικά ούτε αρνητικά· κείται πέραν του καλού και του κακού. Υπό αυτή την έννοια, δεν θα είχε νόημα να δημοσιοποιήσω τα αποτελέσματα της κριτικής μου ανάγνωσης. Από την άλλη όμως, πρόκειται για ένα εκδοτικό παράδοξο που δεν πρέπει να μείνει ασχολίαστο.
Η πλοκή: Ο αστυνόμος Χρήστος Καπετάνος επανέρχεται, μετά από έξι μήνες άτυπης διαθεσιμότητας, στην Αστυνομική Διεύθυνση Ευβοίας για να διαλευκάνει τη δολοφονία της δεκατετράχρονης Ευθυμίας. Η υπόθεση εκτυλίσσεται στην Εύβοια, τον Νοέμβριο του 2010. Στην πορεία, μαθαίνουμε από εμβόλιμες αναδρομές και για μια άλλη υπόθεση στις αρχές του ίδιου έτους, για την οποία ο Καπετάνος είχε πέσει σε δυσμένεια. Παράλληλα, γίνονται διακριτές αναδρομές και σε μία άλλη, φαινομενικά άσχετη, παλιότερη ιστορία, όπου περιγράφεται ο ξεπεσμός (και το μυστικό ενός ανεξιχνίαστου φόνου, ως είθισται) μιας δυσλειτουργικής οικογένειας στο Αλιβέρι, ανάμεσα 1978-1985. Στα τέλη Νοέμβριου του 2010, οι τρεις ιστορίες συγκλίνουν.
Τίποτα το καινοφανές εδώ. Το τέχνασμα των χρονικά ασύμβατων ιστοριών που τελικά συγκλίνουν είναι πολύ διαδεδομένο στο σκανδιναβικό procedural. Κρίνοντας από τα αστυνομικά τους, στις σκανδιναβικές χώρες πρέπει να υπάρχουν περισσότεροι σκελετοί από ντουλάπες για να τους κρύψουν. Γιατί όχι και στην Εύβοια; Το τέχνασμα έχει αποδειχτεί αποτελεσματικό – και γι’ αυτό έχει χρησιμοποιηθεί μέχρι κορεσμού.
Η δομή: 15 κεφάλαια (συν ένας επίλογος) σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση του Καπετάνου. Κάθε κεφάλαιο κλείνει (εκτός από το 15ο, που ανοίγει) με ένα υποκεφάλαιο γραμμένο σε τρίτο πρόσωπο, στο οποίο αναπτύσσεται αναδρομικά η ιστορία στο Αλιβέρι.
Ούτε κι εδώ υπάρχει κάτι που δεν έχει ξαναγίνει, αλλά αυτό δεν αποτελεί καταρχήν πρόβλημα: πατώντας σε αυτή τη λειτουργική και δοκιμασμένη δομή –και με μία στοιχειωδώς ευφάνταστη πλοκή–, ένας ικανός συγγραφέας (έστω και χωρίς ιδιαίτερες λογοτεχνικές αξιώσεις) μπορεί να δώσει ένα ικανοποιητικό procedural· αρκεί να μην γίνουν όλα λάθος – όπως στα Βατράχια.
Οι χαρακτήρες: Σε ένα τόσο πολυδαίδαλο μυθιστόρημα είναι επόμενο να υπάρχουν πολλοί χαρακτήρες. Το ζητούμενο είναι να τους χειριστεί κανείς όπως τους αξίζει, να τους δώσει υπόσταση – πράγμα που δεν συμβαίνει στα Βατράχια. Καταρχάς, όλοι οι γυναικείοι χαρακτήρες έχουν πρόβλημα. Γυναίκες ισοπεδωμένες, δυσλειτουργικές: η μητέρα της Αμαρυλλίδος (sic) περιγράφεται ως ημίτρελη, επίμονη κηπουρός, ακόμα και πριν την αυτοκτονία του δεύτερου συζύγου της, του εργοστασιάρχη· η μητέρα της Ευθυμίας, άβουλη και χαμένη στον κόσμο της, εθισμένη στα χάπια και το αλκοόλ· η ανθυπαστυνόμος Μαρκένα, εμμονική και ανίκανη, μετατίθεται στην Αστυνομική Διεύθυνση επειδή είναι ανιψιά του διευθυντή· η πρώην σύζυγος του Καπετάνου, η Ελένη, τον χωρίζει γιατί θέλει, λέει, να πάει στην Αθήνα για να παραστήσει τη ζωγράφο, η ψωνάρα· η Αμαρυλλίς… (αυτή κι αν είναι, αλλά ας μην κάνω σπόιλερ). Το κλουβί με τις βαρεμένες, εν ολίγοις.
Τα πράγματα δεν είναι καλύτερα για τους εφηβικούς χαρακτήρες: τα παιδιά ούτε μιλούν, ούτε σκέφτονται, ούτε δρουν όπως περιγράφονται στα Βατράχια (βλ. ενδεικτικά σσ.93-96 και 118-121). Το βασικό θύμα, η μικρή Ευθυμία που ανασύρεται από τη θάλασσα στραγγαλισμένη, θα μπορούσε να δώσει έναν αξιοπρόσεκτο χαρακτήρα γιατί είναι διαφορετική (στο πώς ντύνεται, στη μουσική που ακούει, στον τρόπο συμπεριφοράς της), αλλά κι αυτή στερείται βάθους έτσι όπως περιγράφεται από τους υπόλοιπους (καθότι η ίδια, όντας νεκρή εξαρχής, δεν μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό της), με αποτέλεσμα να μένει καρικατούρα.
Είναι φυσικό το βάρος του μυθιστορήματος να πέφτει στον αφηγητή, τον Καπετάνο, γιατί ο συγγραφέας από την αρχή σχεδίαζε να τον έχει στο προσκήνιο σε μια σειρά μυθιστορημάτων υπό τον γενικό τίτλο Σκοτεινά νερά, οπότε τον φροντίζει ιδιαίτερα. Στα Βατράχια ο Καπετάνος κάνει το ντεμπούτο του, εδώ μπαίνουν τα θεμέλιά του. Τι μαθαίνουμε γ’ αυτόν; Είναι αδικημένος από το «σύστημα» (φυσικά) και διαζευγμένος (φυσικότερα), έχει και μια κόρη, την οποία λατρεύει (φυσικότατα). Ως εκ τούτων, είναι τσαντισμένος με όλους και με όλα. Καπνίζει, αλλά δεν πίνει (αντιθέτως, απεχθάνεται το ουίσκι γιατί του θυμίζει τον πατέρα του, με τον οποίο είχε θέματα, εννοείται – γιατί αν δεν έχει ψυχικά τραύματα εξ απαλών ονύχων ο ήρωας, θα χαθούν πόντοι στην κλίμακα της σκανδιναβίλας). Είναι μάλλον ακαλλιέργητος, χωρίς δεύτερα επίπεδα και άλλα τέτοια βαρύγδουπα. Είναι «παλιομοδίτης» (σ.205), το παραδέχεται. Πρέπει να αποδείξει ότι έχει θέση στο Σώμα, να καθαρίσει το όνομά του, να ξανακερδίσει τη γυναίκα του (ή, τουλάχιστον, να μην χάσει την κόρη του) – να δικαιωθεί. Με δυο λόγια: ένας στερεοτυπικός αστυνόμος σκανδιναβικής κοπής.
Ωστόσο, από τα Βατράχια αναδύεται ένας αντιπαθής Καπετάνος. Ας δούμε κάποια από τα χαρακτηριστικά του. [Ι] Σεξιστής: Δεν είναι μισογύνης, παίζει το μάτι του. Αλλά δεν έχει καλή γνώμη για τις γυναίκες. Ενδεικτικό παράδειγμα: Η Νάντια, γραμματέας του αστυνομικού διευθυντή Μαράκη, ήταν «στρουμπουλή, με κοντόχοντρα πόδια και κρεατοελιά στο μάγουλο. Κόντευε τα πενήντα. Ακίνδυνη για τη γυναίκα του Μαράκη» (σ.105). Επίσης, όλες οι σεξεργάτριες στο βιβλίο αναφέρονται πάντα ως «πουτάνες» και «βίζιτες». [ΙΙ] Κοινωνικά ανάλγητος: Ένας υπέρβαρος έφηβος αναφέρεται πάντα ως «ο χοντρός» (σσ.125-126)· μια υπέρβαρη έφηβη, ως «χοντρούλα» (σ.67). Στο άλλο άκρο, τη Μαρκένα, που είναι μικροκαμωμένη, την ξαναβαφτίζει –απαξιωτικά– «τσιλιβήθρα». Ούτε με τα ζώα τα πάει καλά: «Κοίταξα χάμω να βρω μια πέτρα για τα βρομόσκυλα» (σ.32). [ΙΙΙ] Ρατσιστής: Σκαιός ο τρόπος που ανακρίνει τον Αλβανό Αλτάν Ράκο, ο οποίος επιπλέον μιλάει κάτι καταγέλαστα σπαστά ελληνικά (σσ.225 κ.ε.). [IV] Άντρακλας: Τον γκαλερίστα που γυροφέρνει την πρώην σύζυγό του τον θεωρεί «φλώρο» (σ.214), προφανώς επειδή ασχολείται με τις εικαστικές τέχνες. [V] Οσφυοκάμπτης: Η συμπεριφορά του καθορίζεται από την κοινωνική θέση αυτών που έχει απέναντί του, ενώ στο τέλος δεν κάνει τίποτα για να τιμωρηθεί ο ακροδεξιός βουλευτής που προκάλεσε όλον αυτό τον χαμό για ένα όργιο με έξι ανήλικα «κορίτσια από την Αλβανία» (σ.244). [VI] Αδαής: Ταυτίζει τον «ψυχολόγο» με «τρελογιατρό» (σ.19). [VII] Όχι ιδιαίτερα εύστροφος: Πολλά τα παραδείγματα, αλλά θα περιοριστώ σε τρία. [i] Όταν ο διευθυντής Μαράκης τού ανακοινώνει ότι βρέθηκε νεκρή η Ευθυμία Ραφτοπούλου, ο Καπετάνος λέει: «Πρέπει πρώτα να γίνει η αναγνώριση», για να απαντήσει ο άλλος το προφανές: «Δεν χρειάζεται, Καπετάνο. Σου είπα, ξέρω ποια είναι» (σ.24). [ii] Βλέπει στην αυλή σχολείου μια γυναίκα με αθλητική φόρμα να δίνει παραγγέλματα σε μαθητές και μόνο όταν ακούει να την αποκαλούν «κυρία» βγάζει το καρυοθραυστικό συμπέρασμα: «Πια ήμουν σίγουρος ότι ήταν η γυμνάστρια του σχολείου» (σ.125). [iii] Προς το τέλος, βρίσκει έναν φρεσκοσκαμμένο τάφο στην αυλή ενός σπιτιού και αποφαίνεται με ύφος στοχαστικό: «Κάποιος τον έθαψε εκεί μέσα» (σ.303). Βουλωμένο γράμμα διαβάζει! Γενικά, ξεχνάει τοποθεσίες που μόλις έχει ακούσει (σ.31), σημαντικά για την έρευνα ονόματα (σ.137), καθοριστικές λεπτομέρειες. Βέβαια, στο τέλος εξιχνιάζει τις υποθέσεις, αλλά αυτό οφείλεται περισσότερο στα κραυγαλέα λάθη των δραστών παρά στις δικές του ικανότητες.
Με άλλα λόγια, ο Καπετάνος είναι το πρότυπο του Ελληναρά που τυγχάνει να είναι και μπάτσος, γεγονός που τον καθιστά αυτομάτως αντιπαθή στα μάτια του αναγνώστη. Υποψιάζομαι ότι ο συγγραφέας δεν είχε επίγνωση ότι φόρτωνε τον ήρωά του με αρνητικά χαρακτηριστικά· εικάζω ότι προσπαθούσε να καταστήσει τον Καπετάνο συμπαθή. Αστόχησε όμως.
Δεν αμφιβάλλω ότι ο Καπετάνος είναι ο «αστυνόμος του διπλανού τμήματος», δηλαδή αληθοφανής ως χαρακτήρας. Εκείνο που αμφισβητώ είναι η πρόθεση του συγγραφέα να τον σκιαγραφήσει αρνητικά. Αν ήθελε πραγματικά να φιλοτεχνήσει έναν «μπάτσο παλαιάς κοπής» (όπως είναι, λ.χ., ο μνημειώδης επιθεωρητής Μπέκστρεμ του Leif Persson), θα μιλούσαμε τώρα για ένα άλλο βιβλίο. Εντούτοις, φοβάμαι ότι ο Καπετάνος προοριζόταν για «ωραίος τύπος». Δεν είναι.
Το κεντρικό θέμα: Το θέμα είναι ότι δεν υπάρχει κεντρικό θέμα· υπάρχουν πολλά δευτερεύοντα: ενδοοικογενειακή βία, διαλυμένες οικογένειες, σεξουαλική παρενόχληση, σχολικός εκφοβισμός (bulling), ναρκωτικά, μαστροπεία, πορνεία, οικογενειοκρατία, διαφθορά και διαπλοκή, κατάχρηση εξουσίας, φόνοι. Τα Βατράχια υποφέρουν από θεματική πολυδιάσπαση, ένα λάθος συνηθισμένο σε πρωτόλεια: οι πρωτοεμφανιζόμενοι συγγραφείς συχνά θέλουν να τα πουν όλα με τη μία, με αποτέλεσμα να μην λένε τίποτα ουσιαστικό για οτιδήποτε. Μια λύση εν προκειμένω θα ήταν να προκρινόταν ως βασικό θέμα η διαφορετικότητα της Ευθυμίας, αλλά γι’ αυτό θα χρειαζόταν ένας διαφορετικός Καπετάνος – και, κατά συνέπεια, ένας διαφορετικός συγγραφέας.
Το ύφος, η ατμόσφαιρα, οι εμμονές: Στα Βατράχια βρέχει σχεδόν ακατάπαυστα. Λάσπη παντού. Αν συνυπολογίσουμε και την περιβάλλουσα θάλασσα, δεν θέλει πολύ: το βιβλίο μουλιάζει και στάζει. Η υγρασία έχει επιλεγεί ως το κυρίαρχο στοιχείο της ατμόσφαιρας. (Θυμίζω τον γενικό τίτλο της σειράς: Σκοτεινά νερά.) Συνεπώς αναμενόμενη η βροχή, ο αέρας, η σκοτεινιά. (Φανερή η επίδραση του Γρηγόρη Αζαριάδη στα μετεωρολογικά φαινόμενα. Καθόλου παράξενο που ο Σίμος τον χαρακτηρίζει «μέντορά του» στις Ευχαριστίες – αν και μόνο στην έκδοση Bell· περιέργως, ο χαρακτηρισμός έχει εξαλειφθεί από την έκδοση του Μεταίχμιου. Ίσως επειδή ο μαθητής ξεπέρασε τον δάσκαλο – προς τα κάτω.)
Φτάνει αυτό το γενικευμένο μούλιασμα για να γίνει η ατμόσφαιρα noir; Κατά πώς φαίνεται, όχι. Χρειάζεται και κάμποσος καπνός. Ο Καπετάνος καπνίζει αρειμανίως πουράκια Villiger με άρωμα βανίλιας. Αναρίθμητες είναι οι εμφανίσεις της λέξης «πουράκι(α)»: τα βγάζει από την «ασημένια ταμπακιέρα», τα ανάβει, τα ρουφάει, τα σβήνει – και φροντίζει πάντα (μα πάντα!) να μας περιγράφει τη διαδικασία, μην τυχόν και μας ξεφύγει καμιά τζούρα.
Μια εμμονή παρατηρείται και με το «μπλοκάκι» του Καπετάνου: το βγάζει, το ανοίγει, σημειώνει σε αυτό, το ξεφυλλίζει, το ξαναβάζει στην τσέπη – συνέχεια αυτή η δουλειά, μέχρι ναυτίας. Τα ίδια και με το «παλτό» του: το κουμπώνει, το ξεκουμπώνει, το βγάζει, το ξαναβάζει. Ειλικρινά δεν ξέρω τι προσφέρουν όλ’ αυτά στη δημιουργία noir ατμόσφαιρας.
Αναρίθμητες είναι και οι αναφορές στον φωτισμό (σε φώτα, λάμπες, γλόμπους – όλα τα σχετικά)· το φως αντανακλάται σε κάθε είδους επιφάνειες, κάνοντας τες να «γυαλίζουν» (ρήμα με αμέτρητες εμφανίσεις στο βιβλίο). Άλλες λέξεις-φετίχ είναι, για κάποιους αδιευκρίνιστους λόγους, το «πηγούνι» τού ενός και του άλλου, η «τσιλιβήθρα» Μαρκένα, και το «διάολε», η αγαπημένη αναφώνηση του Καπετάνου.
Τέλος, ο συγγραφέας θεωρεί απαραίτητο να αναφέρεται αδιάλειπτα στα σχήματα (τετράγωνα, στρογγυλά, οβάλ), στα χρώματα (όλο το γνωστό φάσμα) και στα υλικά από τα οποία είναι φτιαγμένα κάθε λογής πράγματα. Διαβάζουμε για αντικείμενα που είναι δερμάτινα, ξύλινα, μαονένια, μεταλλικά, σιδερένια, τσίγκινα, πλαστικά, μαρμάρινα, γυάλινα, γρανιτένια, φελλένια, πάνινα, χάρτινα, ψάθινα, μεταξωτά, βελούδινα. Χωρίς να υπάρχει λόγος, μαθαίνουμε πάντα τι χρώμα έχουν και από τι είναι φτιαγμένα τα ρούχα κάθε εμφανιζόμενου, τα αντικείμενα κάθε χώρου. Και συνέχεια αυτή η δουλειά, όχι μία κι έξω. Παράδειγμα:
«Μια κοκκινομάλλα με λευκή κορδέλα τακτοποιούσε ένα μπουκέτο λουλούδια στη μέση ενός μαονένιου τραπεζιού. “Αποδώ” είπε ο Ραφτόπουλος και μου έδειξε τον δερμάτινο καναπέ. Ένιωσα την κρυάδα της δερμάτινης επιφάνειας να περνάει μέσα από το παλτό μου. “Θα με συγχωρέσετε ένα λεπτό” είπε και κατευθύνθηκε προς το μαονένιο τραπέζι». (σ.79)
Για τέτοια συχνότητα εμφάνισης μιλάω· το παράδειγμα είναι τυχαίο, δεν το επέλεξα δολίως: έτσι πάει όλο το βιβλίο, σαν να διαβάζεις τις σημειώσεις ενδυματολόγου/σκηνογράφου για ταινία. Ωστόσο, όταν το παρακάνεις με κάτι, αυξάνονται οι πιθανότητες να υποπέσεις σε γελοιότητες σαν αυτήν: «Στη γωνία δίπλα της τρία ίδια χοντρά βάζα καλυμμένα με μικροσκοπικά διαμάντια λαμπύριζαν πάνω στο ράφι» (σ.33)· ή το άλλο αξεπέραστο, όταν ο Καπετάνος μπαίνει ακάλεστος στο σπίτι της ξεπεσμένης πλούσιας οικογένειας στο Αλιβέρι, τα μέλη της οποίας είχαν βρεθεί σε τέτοια ένδεια που πουλούσαν τα ρούχα τους για να φάνε: «Πάτησε τον διακόπτη στον τοίχο κι ένας χρυσός πολυέλαιος με δεκάδες λαμπιόνια άναψε στη μέση της οροφής» (σ.291).
Παίζουν ρόλο στην πλοκή όλες αυτές οι εμμονικές επαναλήψεις; Απολύτως κανέναν! Γίνονται για χάρη της ατμόσφαιρας και μόνο. Η εντελώς στρεβλή αυτή εικονοποιητική πρακτική επιτυγχάνει ακριβώς το αντίθετο από το επιδιωκόμενο: ο αναγνώστης γίνεται noir, η ατμόσφαιρα όχι.
Επιπλέον, αυτές οι «στιλιστικές» επιλογές οδηγούν αφενός σε υπερβολική χρήση επιθέτων (ένα πρόβλημα που δεν εννοούν να καταλάβουν κάποιοι από τους συγγραφείς μας πόσο επιζήμιο είναι) και αφετέρου σε ακατάσχετη φλυαρία. Αν ένας ανυποχώρητος επιμελητής αφαιρούσε από τα Βατράχια τις περιττές «ατμοσφαιρικές» περιγραφές, το κείμενο θα μειωνόταν ίσως κατά το ήμισυ. Και το κρίσιμο ερώτημα είναι: θα σωζόταν έτσι το μυθιστόρημα; Κατηγορηματικά όχι – γιατί τα χειρότερα έρχονται!
Η γλώσσα: Απ’ όσα έχω πει μέχρι τώρα, προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα ότι το υπό συζήτηση μυθιστόρημα είναι κακό. Αλλά είναι ακόμα χειρότερο: θέλει δουλειά για να γίνει κακό. Το στοιχείο που πετάει τα Βατράχια εκτός κλίμακας αξιολόγησης είναι το απίστευτο πλήθος α-νοησιών που περιέχει. (Εδώ να διευκρινίσω ότι με τον όρο α-νοησίες δεν εννοώ τα παραδοξολογήματα ή τις σαχλοκουβέντες, αλλά τις προτάσεις που στερούνται νοήματος, που δεν υπακούν στους κοινά αποδεκτούς κανόνες επικοινωνίας μέσω της γλώσσας, που προσκρούουν στη λογική. Κι αυτό όχι εσκεμμένα, όχι για να εξυπηρετηθεί κάποια συνειδητή μανιέρα, όχι από υφολογική επιλογή, αλλά ξεκάθαρα εξαιτίας μιας λεκτικής διαταραχής σε εννοιολογικό επίπεδο.) Χωρίς υπερβολή, αυτός που έγραψε τα Βατράχια μοιάζει σαν να έχει μάθει τα ελληνικά ως δεύτερη γλώσσα, και μάλιστα από κακό δάσκαλο.
Θεωρώ τις α-νοησίες, και δη σε λογοτεχνικά έργα, ύψιστο γλωσσικό ζήτημα. Γι’ αυτό δεν θα εστιάσω σε δευτερεύοντα γλωσσικά προβλήματα. Για παράδειγμα, αντιπαρέρχομαι ως ασήμαντη λεπτομέρεια (αν και δεν είναι) τα τρία απανωτά θαυμαστικά [«Συγγνώμη!!!» (σ.32)], λες και διαβάζουμε ανάρτηση σε ΜΚΔ, ή το ότι η «σορός», λέξη που εμφανίζεται κατά κόρον στα Βατράχια, χρησιμοποιείται σχεδόν πάντα λανθασμένα. (Η σορός δεν είναι συνώνυμο του πτώματος· σημαίνει «ανθρώπινο πτώμα που έχει προετοιμαστεί για ενταφιασμό». Συνεπώς, στη θάλασσα βρέθηκε το πτώμα της Ευθυμίας, όχι η σορός της. Σορός θα γίνει όταν, μετά την νεκροψία, το λείψανό της προετοιμαστεί για ταφή. Το γεγονός ότι σήμερα οι περισσότεροι δημοσιογράφοι ταυτίζουν τη σορό με το πτώμα, δεν απαλλάσσει τους λογοτέχνες από το καθήκον τους να χρησιμοποιούν σωστά τους όρους. Αυτό περιμένουμε –ανάμεσα σε πολλά άλλα, αναμφίβολα– από τη λογοτεχνία.)
Από τα Βατράχια έχω αποδελτιώσει 230 α-νοησίες. Είναι πάρα πολλές για ένα βιβλίο 325 σελίδων. Λόγω χώρου, είναι αδύνατον να τις παραθέσω όλες, γιατί μιλάμε για τεράστιο όγκο. Στο «Παράρτημα» που ακολουθεί, θα βρείτε μία εκτεταμένη ανθολογία, αλλά εδώ θα περιοριστώ σε ένα μικρό, πλην κατατοπιστικό, δείγμα – σε ένα Top 10 Α-νοησιών:
-
«Σας ανέφερε ποτέ η κόρη σας για κάποιο άτομο που την ενοχλούσε σεξουαλικά;» (σ.39)
-
Η βροχή ξεκίνησε τα ξημερώματα. Οι κρύες νύχτες του φετινού Νοέμβρη έγιναν γι’ άλλη μια φορά υγρές. (σ.97)
-
«Το αποτέλεσμα προς αυτή την κατεύθυνση δεν απέδωσε καρπούς». (σ.108)
-
Το πρόσωπό της είχε αποτυπώσει τη μορφή της μελαγχολίας. (σ.112)
-
Τα πρώτα κοριτσίστικα χάχανα πετάχτηκαν έξω από τα παράθυρα. (σ.178)
-
Φορούσε ένα μαύρο κολάν που κολλούσε στα πόδια της. (σ.209)
-
Ξεχώρισα το κλάμα πίσω από τα μάτια της. (σ.213)
-
«Παράτα τα. Δεν είναι για την πάστα σου αυτοί οι άνθρωποι». (σ.244)
-
Ο μεταλλικός σκελετός μιας μισοπεσμένης καλύβας φύτρωνε στην άκρη του οικοπέδου. Θύμιζε στάμνα δίπλα σε αγροτόσπιτο. (σ.291)
-
Η φωνή της Μαίρης έσβησε σαν κάννη που έβγαζε καπνό από τον τελευταίο πυροβολισμό. (σ.307)
Σχόλιο ουδέν.
Σύγκριση των δύο εκδόσεων: Δεν έχω υπόψη μου την αυτοέκδοση του 2016, οπότε δεν ξέρω σε τι κατάσταση βρίσκεται το κείμενο εκεί, αλλά έχω διαβάσει τις άλλες δύο, συνεπώς μπορώ να τις συγκρίνω. Γενικά, στην έκδοση του Μεταίχμιου έχει προστεθεί το τελικό «ν» σε όλα τα αρσενικά οριστικά άρθρα αιτιατικής στον ενικό («το» → «τον»), έχουν διορθωθεί τα περισσότερα ορθογραφικά λάθη και έχουν μπει κάποιες προτάσεις σε πλάγια (αν και συχνά χωρίς λόγο). Ειδικά τώρα – γιατί εκεί βρίσκεται το ενδιαφέρον:
Υπόμνημα πίνακα: Bell → Μεταίχμιο [μέσα σε αγκύλες, δικές μου προσθήκες και σχόλια]
-
Νεόκτιστες μονοκατοικίες με γυάλινα τζάμια στα μπαλκόνια. (σ.31) → τζάμια (σ.32). [Χάθηκαν από τη νεοελληνική γραμματεία τα ανυπέρβλητα εκείνα «γυάλινα τζάμια», αλλά η πρόταση παρέμεινε α-νόητη.]
-
Η γυναίκα στήριξε το κεφάλι της σ’ ένα πλαίσιο που σχημάτισε με τα δάχτυλα (σ.35). → στα χέρια της (σ.37).
-
[Η θάλασσα] μαύρη μέσα στην ομίχλη, σαν καυτή πίσσα που αναβλύζει ατμούς (σ.42). → ανάδιδε (σ.44) και Στο χέρι του κρατούσε ένα πλαστικό ποτήρι που ανέβλυζε ατμούς (σ.135). → ανέδιδε (σ.145). [Ενδείξεις προχειρότητας στη νέα έκδοση: αφενός δεν πρόσεξαν τη διπλοτυπία ανάδιδε/ανέδιδε και αφετέρου διόρθωσαν δύο αναβλύζω, αλλά τους ξέφυγαν άλλα δύο, εξίσου προβληματικά: Ήταν η ίδια μυρωδιά που ανέβλυζε από το δέρμα του πατέρα μου (σ.117) και […] με το κορμί της να αναβλύζει ευωδιές από γιασεμί και χαμομήλι (σ.253).]
-
Κατέβασε το παράθυρο αγνοώντας το στρίγκλισμα του τζαμιού (σ.92). → τσίγκλισμα απ’ το τζάμι (σ.98). [Η πρόταση ήταν και παρέμεινε α-νόητη.]
-
«Έτσι πιστεύω», είπα σαν κάθισα (σ.98). → όταν έκατσα (σ.106). [Τόσα τέρατα τους έχουν ξεφύγει, το σαν τους πείραξε!]
-
Κούνησα τους ώμους μου για να του δείξω ότι δεν γνώριζα (σ.100). → Ανασήκωσα (σ.107).
-
«Ο φίλος από κει…» (σ.157) → Αποκεί (σ.167). [Διόρθωσαν ένα ασήμαντο λάθος για να κάνουν όμως άλλο λάθος, και μάλιστα σοβαρότερο, γιατί το κεφαλαίο Α, προκαλεί σύγχυση.]
-
Ο λαιμός της συσπάστηκε σ’ έναν αποκρουστικό μορφασμό (σ.161). → Το λαρύγγι (σ.172). [Η πρόταση ήταν και παρέμεινε α-νόητη.]
Αυτές τις ελάχιστες αλλαγές εντόπισα. Ενδέχεται να υπάρχουν και άλλες που μου ξέφυγαν, αλλά σε καμία περίπτωση οι διορθώσεις δεν είναι όσες τα προβλήματα, ενώ ακόμα και αυτές οι λίγες που έγιναν, συχνά δεν ήταν οι πρέπουσες, όπως είδατε.
Η επιμέλεια και στις δύο εκδόσεις είναι –επιεικώς– πλημμελής. Δεν αναφέρομαι μόνο στις εκατοντάδες α-νοησίες –που είναι, βέβαια, το μείζον πρόβλημα σε αυτά τα αφύσικα, αφασικά Βατράχια–, αλλά και στα επίσης εκατοντάδες περιττά επίθετα, στις ακατανόητες εμμονές και στις μέχρι δυσφορίας επαναλήψεις· αναφέρομαι στην καταφανή προχειρότητα. Είναι δυνατόν να μην πρόσεξαν τα νοηματικά κενά στις σελίδες 171 και 206, απ’ όπου προφανώς λείπει κείμενο; Η αλήθεια είναι ότι δεν περίμενα κάτι περισσότερο από τις εκδόσεις Bell, που δεν φημίζονται για την επιμέλεια των βιβλίων τους, αλλά αναρωτιέμαι πώς να αισθάνονται εκεί στο Μεταίχμιο. Είναι ικανοποιημένοι με τα Βατράχια; Τα διάβασαν άραγε πριν τα εκδώσουν; Αμφιβάλλω. (Καλύτερα: ελπίζω πως όχι, γιατί αν τα διάβασαν και παρ’ όλα αυτά τα έστειλαν έτσι στο τυπογραφείο, θα χάσω πάσα ιδέα.)
Για να είμαι δίκαιος, και στις δύο εκδόσεις αναφέρεται ως (φιλολογικός) επιμελητής το ίδιο πρόσωπο, ο Παναγιώτης Τασιόπουλος. Συνεπώς, γιατί να είναι καλύτερη η τρίτη έκδοση από τη δεύτερη; Εντούτοις, πιστεύω ότι ο επιμελητής, μολονότι προφανώς φέρει ευθύνη για την έκδοση του 2018, δεν ευθύνεται (αν συμμετείχε, που αμφιβάλλω) για τα πασαλείμματα της έκδοσης του 2022, για την οποία όλο το βάρος πέφτει στο Μεταίχμιο. Στον δε συγγραφέα δεν καταλογίζω καμία ευθύνη: αφού βρίσκει εκδότες, εκδίδει.
Συνοψίζω: Το μυθιστόρημα Τα βατράχια του Δημήτρη Σίμου χρειάζεται εκτεταμένη και σκληρή επιμέλεια για να γίνει ένα αδιάφορο αστυνομικό της σκανδιναβικής σχολής. Έτσι όπως είναι τώρα, στην τρίτη του έκδοση, συνιστά προσβολή κατά του γραπτού λόγου.
— Δημήτρης Σίμος, Τα βατράχια, Μεταίχμιο: 2022, 325 σελίδες, ISBN: 9786180331851, τιμή: €12,20.
* * *
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Όταν πρωτοδιάβασα τα Βατράχια το 2018 (στην εκδοχή Bell), έπαθα τέτοιο σοκ που κάθισα κι αποδελτίωσα πάνω από 200 εννοιολογικές α-νοησίες, με σκοπό να γράψω ένα άρθρο σχετικά με το φαινόμενο. Στην πορεία, εγκατέλειψα την ιδέα για δύο λόγους: αφενός επειδή οι πρωτοεμφανιζόμενοι χαίρουν –δικαίως– κάποιας ασυλίας, άρα πρέπει να αντιμετωπίζονται με επιείκεια, και αφετέρου γιατί τότε προτιμούσα να γράφω μόνο για βιβλία που μου άρεσαν. Σήμερα ομολογώ ότι το έχω μετανιώσει: αυτό το κείμενο έπρεπε να το είχα γράψει το 2018. Κατά πάσα πιθανότητα, τίποτα δεν θα άλλαζε, αλλά τουλάχιστον θα μου είχε φύγει (εγκαίρως) ένα βάρος. Χώρια που δεν αποκλείεται ο Δημήτρης Σίμος να εκμεταλλευόταν επωφελώς, ως έναν βαθμό έστω, την άτυπη επιμέλεια που θα είχα κάνει στο βιβλίο του.
Αρκετά όμως με την προϊστορία. Τώρα έχουμε στα χέρια μας την τρίτη έκδοση. Η νέα αποδελτίωση προβληματικών χωρίων έφτασε σε αριθμό απαγορευτικό για να τα παραθέσω όλα, έστω και στο «Παράρτημα». (Πάντως, το αρχείο με όλες τις α-νοησίες υπάρχει στον Ιστό και είναι στη διάθεση όλων.) Αναγκαστικά λοιπόν, σταχυολόγησα τα κατά τη γνώμη μου κορυφαία αποσπάσματα (πέρα απ’ αυτά που περιλαμβάνονται στο βασικό κείμενο) και τα ταξινόμησα σε κατηγορίες, οι τίτλοι των οποίων λειτουργούν και ως σχόλια για τα αντίστοιχα περιεχόμενα (και ταυτόχρονα είναι ελαφρώς τρολαριστοί, γιατί κάπως έπρεπε να διασκεδάσω κι εγώ, μετά από τόση δουλειά!). Τούτων λεχθέντων, απομακρύνετε τα παιδιά από την οθόνη και συνεχίστε να διαβάζετε με δική σας ευθύνη.
Τα Βατράχια (Μεταίχμιο: 2022) του Δημήτρη Σίμου: Μία Ανθολογία
Δεν το λέμε έτσι
-
Στον κεντρικό της Γεωργίου Παπανδρέου, τα πάντα ήταν έρημα. (σ.14)
-
Μεμιάς γονάτισα κάτω για να την πάρω στην αγκαλιά μου. (σ.15)
-
Σέρβιρα το πιάτο μου […] (σ.16)
-
Δεν θα καθόμουν άλλο να παριστάνω τον ευτυχισμένο σύζυγο. Είχαν περάσει οι μέρες που ήμουν και τα δύο. (σ.18)
-
«Αντιμετωπίζει προβλήματα απομόνωσης». (σ.19)
-
«Γιατί, όμορφή μου, δε θέλεις να πας στην παραλία;» (σ.27)
-
«Οι δουλειές μας είναι οι ίδιες, Βαμβακά». (σ.30)
-
Το γάβγισμα ακουγόταν όλο και πιο λυσσασμένα. (σ.32)
-
[…] ερχόταν λίγα λεπτά αργότερα μπουκωμένος μ’ ένα σάντουιτς στο στόμα. (σ.35)
-
Τράβηξε έξω την καρέκλα για να κάτσει δίπλα. (σ.38)
-
«Κύριε Ραφτόπουλε, πιστεύω να ενημερωθήκατε για την κατάσταση ως έχει». (σ.39)
-
«Ποιος είναι εδώ ο Κελάρης;» (σ.45)
-
Τα καΐκια ξεμάκραιναν όλο και πιο βαθιά. (σ.49)
-
[…] της κούνησα το δάχτυλο να πλησιάσει. (σ.53)
-
Ο Ραφτόπουλος την κοίταξε αυστηρά και έλυσε την άκρη της γραβάτας του. (σ.84)
-
Το σπίτι σε κάθε βήμα φούσκωνε μπροστά μου. (σ.98)
-
«Έχε της προσοχή, σε παρακαλώ, ο κουνιάδος μου δουλεύει στο Υπουργείο Δικαιοσύνης». (σ.106)
-
«Ο Μπάκας έχει ιστορικό βίας. Χτυπούσε τη γυναίκα του».
«Στο λοιπόν». (σ.108) [θέλει να πει «Στο δια ταύτα» ή «Και λοιπόν;»]
-
Το σφύριγμα που ακούστηκε κάλυψε τα αυτιά μου. (σ.125)
-
Η Ραφτοπούλου πίεσε με το δάχτυλό της την καρτέλα και μια κόκκινη κάψουλα γεμάτη σκόνη έπεσε στην παλάμη της. Κατάπιε το χάπι απροκάλυπτα με μια γουλιά νερό. (σ.130)
-
Ο Ορέστης έπνιξε ένα χασμουρητό στην άκρη του στόματος και με κοίταξε απορημένος. (σ.141)
-
Εφτά μέρες τη βδομάδα, τριάντα μέρες τον μήνα, άνοιγε την πόρτα του γραφείου πρωί και την έκλεινε βράδυ. (σ.144)
-
Ξύλινες πλατιές σανίδες για σκαλιά οδηγούσαν έναν όροφο κάτω. (σσ.183-184)
-
Έκλεισα την πόρτα πίσω μου και τότε είδα τον μαύρο σωλήνα ν’ ανεβαίνει από τη σβηστή ξυλόσομπα στο ταβάνι. (σ.188)
-
«Όλγα Ρεντέρη. Μένει τρία χωράφια κάτω απ’ το σπιτικό σου». (σ.217)
Δεν το λέμε ούτε έτσι ούτε αλλιώς
-
Τότε μόνο οι πρώτες ψιχάλες έπεσαν στη λαμαρίνα. Αργά. Κοφτά. Στο τζάμι γρηγορότερα. (σ.14)
-
Στα πέντε μέτρα μέχρι την πιλοτή, πρόλαβα να βρέξω τη δίπλωση στο παντελόνι μου, να μουσκέψω τις κάλτσες μου και ν’ αλλάξω χρώμα στις μπότες, από καφέ σε μαύρο. (σ.14)
-
Είδα τη χαραμάδα να πλαταίνει. Αργά, διστακτικά, μέχρι που στο τέλος άνοιξε ολόκληρη. (σσ.14-15)
-
Όταν γύρισα στην τραπεζαρία, άκουσα τα σερβίτσια να κρούουν πάνω στη μεταλλική πιατέλα. (σ.16)
-
Ξεσκέπασε τα πόδια της από την πετσέτα και σηκώθηκε δίχως ν’ απαντήσω. (σ.18)
-
Όταν γύρισα στο τραπέζι, ένιωθα έναν τοίχο από σαπισμένο κρέας να έχει φράξει τον λαιμό μου […] (σ.19)
-
Το λευκό φως του φωτιστικού τρύπωσε κάτω από τα γκριζαρισμένα του μαλλιά. (σ.23)
-
Τον έβλεπα να ρουφάει κάθε ίχνος από το τσιγάρο που έστεκε στα χείλη του. (σ.25)
-
Μέσα από τους λυγμούς ξεχώρισε η φράση «μωρό μου» να βγαίνει πίσω από τη γλώσσα της, να αργοσβήνει στα χείλη της. (σ.34)
-
[…] το μυαλό του ήταν γεμάτο νεανική στροφάδα. (σ.35)
-
Η βροχή μπορεί να είχε σταματήσει από ώρα, ωστόσο τα ρυάκια συνέχιζαν να χύνονται στα φρεάτια του απέναντι πεζοδρομίου. (σ.42)
-
Η ξεφτισμένη φόδρα μέσα απ’ τα στενά του παπούτσια έγδαρε το μικρό του δάχτυλο. (σ.180)
-
Τα χέρια της ήταν βρόμικα, τα νύχια της λερωμένα, τόσο λερωμένα που η Αμαρυλλίς ένιωσε μια αηδία να ανατριχιάζει τη ραχοκοκαλιά της. (σ.237)
-
Αισθάνθηκε την αδρεναλίνη να καίει τις παλάμες του. (σ.291)
Χαμένοι για χαμένοι στη μετάφραση
-
Σιγά μην έπαιζε ο Μαράκης τη θέση του και αναλάμβανε την υπόθεση με τον εαυτό του μπροστά. (σ.24)
-
Διάολε, ήταν καταραμένα όμορφη […] (σ.62)
-
Κάτω από την πεταριστή φωνή της, μια τραγουδιστή χροιά τον έκανε να τραβήξει την κουρτίνα. (σ.67)
-
Έβγαλα από την τσέπη μου ένα πάκο καινούργιες κάρτες από σκληρό χαρτί. Τράβηξα την πρώτη και την πέρασα στα χέρια της. (σ.86)
-
«Ρώτησα τον υπαστυνόμο Βαμβακά και μου είπε ότι γυρίσατε πίσω». (σ.98)
-
Σε μισή ώρα τηλεφώνησε πίσω. (σ.111)
Άμα το καταλάβαιναν όλοι δεν θα ήταν ποίημα, θα ήταν τσιφτετέλι
-
Δύο ξανθιές κοτσίδες στάθηκαν ανάμεσα στα πόδια μου. (σ.15)
-
[…] βρήκα ευκαιρία να ζουμπήξω τα χείλη μου πάνω στο μάγουλό της. (σ.15)
-
Σωριάστηκε στη δερμάτινη πολυθρόνα και ένας παραπονεμένος ήχος βγήκε από τη μισάνοιχτη σχισμή του φερμουάρ. (σ.23)
-
Οι μάνες υπέκυπταν με το πρώτο παράπονο, τσαλαπατούσαν τα σώβρακα για να βάλουν μαγιό, ύστερα γέμιζαν τα χέρια με πετσέτες, δεύτερες αλλαξιές, δερμάτινες μπάλες φαγωμένες από το αλάτι –μια φορά είχαν πάρει κι ένα στρώμα ύπνου για να τους κάνουν το χατίρι–, και μόνο όταν δεν χώραγαν άλλα στις μασχάλες, τότε μόνο έφευγαν για την παραλία. (σσ.25-26)
-
Άνοιξε τα χέρια του και έφερε τις παλάμες του πίσω από την πλάτη της. (σ.38)
-
Είδα τα λευκά του σαμπό να ταράσσουν την υδάτινη στρώση πάνω στο μαρμάρινο πάτωμα. (σ.59)
-
Έγνεψε θετικά, αφήνοντας τα παγάκια ως μοναδικούς επιζώντες μέσα στο ποτήρι. (σ.92)
-
Η λευκή λάμπα φθορίου φώτιζε το κεφάλι του σαν λευκός προβολέας πάνω σε χόρτα. (σ.142)
-
Το άνοιγμα των φύλλων του ασανσέρ ξεκόλλησε τα πόδια μου από τη μεταλλική στρώση στο κουβούκλιο. (σ.269)
Βρες το λάθος
-
«Σε ορίζω ξανά μέλος του Σώματος, ζωντανό, ενεργό, όχι μύκητα». (σ.22)
-
Ένας κίτρινος φάκελος αλληλογραφίας σύρθηκε πάνω στο γραφείο του. (σ.23)
-
Άνοιξε το παράθυρο και η μυρωδιά από τον ξυλόφουρνο της αυλής τρύπωσε μέσα στο σπίτι, γέμισε το στόμα με μια γεύση από μαϊντανό και ψάρι. (σ.26)
-
[…] έτρεχε μεμιάς στον κήπο να καμαρώσει τη σοδειά της, να ποτίσει τ’ αυλάκια που είχε σκάψει γι’ αυτά τα σπόρια ντομάτας […] (σ.26)
-
Ο Φώντας Βαρόνης είχε υποκύψει στους βασανισμούς που υπέστη για τα φρονήματά του. (σ.27)
-
Έφερα το ακουστικό στο αυτί χωρίς να πάρω απάντηση. Το μόνο που έφτανε στ’ αυτιά μου ήταν μια διαμαρτυρία από παράσιτα. (σ.42)
-
Κατέβασα το τηλέφωνο πάνω από τρεις φορές πριν αποφασίσω να το κλείσω. (σ.42)
-
Δύο από τις τράτες έλυναν σχοινιά. Τα φώτα τους άρχισαν να ξεθωριάζουν στον ορίζοντα. (σ.45)
-
Φλεγόμενα καράβια πάνω στη θάλασσα, ένας ολόκληρος στόλος έβγαζε πυκνούς καπνούς από τα κατάρτια. (σ.81)
-
Το λευκό φως από το φωτιστικό του γραφείου ήταν ακόμα αναμμένο. (σ.113)
-
Μέχρι και οι καρέκλες τού φάνηκαν να μην είναι οι ίδιες· σαν κάποιος να πέρασε βερνίκι από πάνω τους κάνοντάς τες να γυαλίζουν. (σ.119)
Αφασικοί συνδυασμοί (στον δρόμο που χάραξαν τα «γυάλινα τζάμια»)
-
Η κάμερα έδειξε την πρόσοψη μιας τριώροφης μονοκατοικίας, αμπαρωμένης με τζαμένια κάγκελα στα μπαλκόνια. (σ.12)
-
Ο ήχος της κιθάρας από το ραδιόφωνο έφτανε τώρα στ’ αυτιά μου αμόλυντος. (σ.14)
-
Το γοερό μουρμουρητό πίσω από τα χέρια του προμήνυε κλάμα. (σ.26)
-
Οι άκρες τους, που είχαν κατσαρώσει μ’ έναν διαολεμένο τρόπο, μου θύμισαν το νεκρό κορίτσι στη φωτογραφία. (σ.33)
-
Ο ίδιος θόρυβος συνεχιζόταν ατάραχος δίπλα στο αυτί μου. (σ.42)
-
Η πλάτη του είχε μαζέψει σε μια αλλοπρόσαλλη καμπούρα. (σ.260)
-
Το μοναδικό τραπέζι που υπήρχε ήταν πάνω σε μια ξύλινη εξέδρα, κυκλωμένη απ’ άκρη σ’ άκρη με διάφανα πανιά για το κρύο. (σ.62)
-
[…] το ζουμί το παγωτού […] (σ.63)
-
[…] μ’ ένα νεύμα του δείκτη έδειξε στον μπάρμαν να πλησιάσει. (σ.87)
-
Ένα απ’ αυτά τα βράδια μύρισα για πρώτη φορά την οσμή απ’ το ουίσκι. (σ.118)
-
Εκεί θα έλυνε τις εργασίες των μαθηματικών για αύριο. (σ.158)
-
Διάβασε μια βαρετή σειρά από αναφορές για μέρες, ώρες και περιοχές. Ανούσιες γραφικότητες χωρίς αποτέλεσμα. (σ.165)
-
Έκανε να μιλήσει αλλά το κρώξιμο της πόρτας τον διέκοψε. (σ.169)
-
Άκουσα τον χτύπο από τις μπότες της. (σ.171)
Εκείνο το ρημάδι το ρήμα δυστροπεί
-
Η δημοσιογράφος με το μπλε ταγιέρ ήρθε στην οθόνη. (σ.12)
-
«Να διατηρείτε απόσταση ενός μέτρου» έγραφε ένα από τα βιβλία που είχα ξεσηκώσει για τους χωρισμένους. (σ.16)
-
Αισθάνθηκα για μια στιγμή να χώνει τα μάτια της στο κεφάλι μου, να διαβάζει τα μυστικά μου. (σ.18)
-
Η μυρωδιά με έσυρε στις μέρες της σχέσης μας […] (σ.18)
-
Τράβηξα τα παντζούρια για μια στάλα ήλιου. (σ.20)
-
[…] κέρδιζα χρόνο, χρόνο για να συντάξω τις σκέψεις στο κεφάλι μου. (σ.22)
-
Προσπάθησα να επαναφέρω την αυτοκυριαρχία μου. (σ.24)
-
Ο αέρας θορυβούσε στο κενό που σχημάτιζε το ανοιχτό παράθυρο, πυρακτώνοντας την καύτρα μου. (σ.31)
-
«Ο ιατροδικαστής αναφέρει ότι η μικρή [η δολοφονημένη] είναι παρθένα». (σ.75)
-
«Η αστυνομία δεν έχει σχηματίσει επίσημη θέση». (σ.104)
-
Οι ξαδέρφες μου τη φιλοφρονούσαν για τις ικανότητές της. (σ.117)
-
«[…] έσκυψα πάνω από τη σακούλα. Δεν μπορούσα να βρω την άκρη, έσκισα τον κόμπο με τα χέρια». (σ.132)
-
Άρχισε να τσαλαπατά στις μύτες των ποδιών του. (σ.183)
-
Παρέτεινα [θέλει να πει «ανέβαλα»] την ανάγνωση για τον βίο του Αλβανού μέσα στο κελί κι έριξα μία ακόμα ματιά στις φωτογραφίες. (σ.199)
-
«Μίλα! Θα χωθείς στη στενή!» (σ.227)
Για κάν’ το να σε δω
-
Στο μαύρο των ματιών μου αντικατοπτρίζεται η λάμψη της λεπίδας, τραβάω το κεφάλι μου να την αποφύγω. (σ.11)
-
Έξι μήνες είχαν περάσει από την τελευταία φορά που μπήκα σ’ αυτά τα μπλε Citroën Xsara. (σ.29)
-
Η γυναίκα κατέβασε την κουκούλα αφήνοντας τούφες από μαύρα μαλλιά να πέσουν δίπλα από τα μάγουλά της. (σ.33)
-
Έφερε το πιγούνι πάνω από το χείλος του ποτηριού της με το νερό. (σ.36)
-
Ο Βαμβακάς κοίταξε πλάι του την τσιλιβήθρα ανθυπαστυνόμο και τα αυγουλωτά του μάτια στριμώχτηκαν σε μια λεπτή γραμμή. (σ.72)
-
[…] ξανασήκωσε το δάχτυλό της, αυτή τη φορά πιο κοντά στο πρόσωπό μου – πίστεψα ότι θα ακουμπούσε τη μύτη μου με τον παράμεσο. (σ.88)
-
Η Ελένη φύσηξε δυνατά χωρίς ν’ ανοίξει τα χείλη της – ακούστηκε σαν τζούφιο σφύριγμα. (σ.62)
-
«Να σου πω», απάντησε εκείνος και κάθισε ακριβώς κάτω από τα γόνατά της. (σ.69)
-
[…] έβαλε το πιγούνι του μέσα από τα κάγκελα. (σ.178)
-
«Τι δουλειά έχει αυτός εδώ;» ρώτησα τη στιγμή που παπούτσια τρίβονταν πάνω στον αστράγαλό μου, αγκράφες έγδερναν τη μέση μου. (σ.186)
-
«Μην το σκέφτεσαι» είπε μ’ ένα ελαφρύ μειδίαμα που έκανε το λευκό φουλάρι στον λαιμό της ν’ αναστατωθεί. (σ.270)
Αυτό να το κοιτάξεις
-
Το ένα συναίσθημα μετά το άλλο πίεζε το κρανίο μου. (σ.23)
-
Μόλις ολοκλήρωσα τη φράση, ένιωσα ένα ρεύμα αέρα να διαπερνά στην πλάτη μου. (σ.38)
-
«Αν θυμηθείτε τίποτα, θα ήθελα να με καλέσετε. Ό,τι ώρα και να είναι. Δεν κοιμάμαι τα βράδια». (σ.39)
-
Παραπάτησα από την αναστάτωση που έφερε το νερό. (σ.47)
-
«Έχω μιλήσει σε πάνω από τριάντα ψαροκάικα». (σ.73)
-
Ο Δημήτρης ακολούθησε, άφησε την πλάτη του ν’ ακουμπήσει το βερνικωμένο ξύλο και μια αγκίδα τον έγδαρε στον σβέρκο. Δεν διαμαρτυρήθηκε, κάτι μέσα του του έλεγε να την εμπιστευτεί. (σ.93)
-
Χτύπησα την πόρτα, δεν άκουσα εμπρός και μπήκα. (σ.105)
-
Θυμόταν […] τον ήλιο να πέφτει στα βλέφαρά του βυθίζοντάς τον σε πορτοκαλί μπογιά. (σ.118)
-
Ένιωσα ένα κρύο βλέμμα να ανατριχιάζει το κορμί μου. (σ.132)
-
Μια φωνή τον έσπρωξε από τη σιγή του μυαλού του. (σ.139)
-
Ο αφαλός της πεταχτός, μου θύμισε έγκαυμα. (σ.185)
-
Άκουγα τις στάλες να χτυπούν τα κάγκελα στο μπαλκόνι. (σ.198)
-
Τυλίγω τα δάχτυλά μου στον λαιμό του δυνατά, οι σφυγμοί του ερεθίζουν την παλάμη μου, αισθάνομαι το αίμα να ρέει στις φλέβες. (σ.239)
-
Μια σκοτεινή γωνία στο μυαλό μου θεωρούσε ότι ο Ραφτόπουλος δεν κρυβόταν. (σ.262)
(Ακόμα και στις) Ευχαριστίες!