«Οι πορσελάνινες κούκλες παλιώνουν άσχημα, ξεφλουδίζουν οι κακόμοιρες, χαράζει το πρόσωπό τους, δεν είναι καθόλου ευχάριστες στην όψη. Πληγώνομαι να τις βλέπω» (σσ. 78-79).
«“Μα πώς να σας το ειπώ, πατέρα, δεν είμαι κούκλα να με κάνετε ό,τι θέλετε, άνθρωπος είμαι με σάρκα και οστά.” [...] “Και μη θαρρείς πως θα κάνεις του κεφαλιού σου άμα παντρευτείς. Θα είσαι πάντα η κόρη του Καλούδη και η γυναίκα του Πετράκη. Δεν ανεχόμεθα προσβολές από τη συμπεριφορά σου”» (σ. 29).
Η «κυρία Ερασμία» είναι μια ματαιόδοξη νέα γυναίκα από πλούσια οικογένεια. Γεννημένη στην Κρήτη, στις αρχές του 20ου αιώνα, ετοιμάζεται να παντρευτεί τον άντρα που οι γονείς της αποφάσισαν ότι ταιριάζει στην τάξη της. Είναι ματαιόδοξη, αλλά όχι σαν πορσελάνινη κούκλα. Η βαθύτερη αγωνία της είναι πώς να μην «παλιώσει» ως κούκλα. Μπορεί να δίνει σημασία στην καταγωγή και στον πλούτο της αλλά από μικρή δυσανασχετούσε με τη θέση της ως γυναίκα. Η Ερασμία όμως πάσχει και από «ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή [και] ιδεοληπτική νεύρωση» (σ. 248). Έχει μια διαρκή φοβία μικροβίων και δεν ανέχεται να την αγγίζει κανείς – ούτε ο σύζυγός της. Η Ερασμία εισέρχεται σε ένα λευκό γάμο.
«Η γυναίκα αυτή υπήρξε κάποτε», διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο. Ο Γιώργος Παπαδάκης (Ρέθυμνο, 1959) προτάσσει μια αφήγηση, μέσα στην οποία χάνει τη δυνατότητά του να αποστασιοποιηθεί αρκούντως από το υποκείμενο του ενδιαφέροντός του και να επινοήσει με συγγραφική ελευθερία. «Η γραφή διέσωσε αρκετά στοιχεία της πραγματικής γυναίκας και ο χαρακτήρας της ολοκληρώθηκε με τη δραστική επέμβαση της μυθοπλασίας» (οπισθόφυλλο). Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω αν το πρόβλημα εντοπίζεται στα «στοιχεία της πραγματικής γυναίκας» ή στη «δραστική επέμβαση της μυθοπλασίας». Δεν έχει όμως και τόση σημασία, γιατί την ευθύνη σε ένα μυθιστόρημα τη φέρει αποκλειστικά ο δημιουργός. Πεποίθησή μου όμως είναι ότι η συναισθηματική εμπλοκή του Παπαδάκη δεν του επιτρέπει να επέμβει «δραστικά» στην όποια πραγματικότητα έτσι ώστε να κατασκευάσει την πολυπόθητη μυθοπλαστική αληθοφάνεια. Η συναισθηματική εμπλοκή του, εικάζω, τον κρατάει δέσμιο της πραγματικότητας και αυτό τον καθηλώνει σε ένα μεσοδιάστημα που απογοητεύει. Ένα μεσοδιάστημα που αδικεί τόσο την πραγματικότητα –που παραμένει πάντοτε άμεμπτη– όσο και τη μυθοπλασία – που παραμένει πάντοτε ευάλωτη σε ποικίλες και ευφάνταστες μομφές.
Παραδόξως, στο μυθιστόρημα που αντλεί από την πραγματικότητα, αυτό που μας ενδιαφέρει πρωτίστως είναι ό,τι δεν έχει συμβεί. Ο συγγραφέας οφείλει να ξεδιαλέξει τα θραύσματα της πραγματικότητας, που κρίνει ότι συνάδουν με τους σκοπούς του, και, αποκαθαρμένα να τα μεταγράψει ώστε να αποκτήσουν λογοτεχνικότητα. Η δημιουργική μεταγραφή αυτού που δεν έχει συμβεί είναι η κατεξοχήν δουλειά του συγγραφέα. Η Ερασμία παραμένει εγκλωβισμένη σε αυτό το μεσοδιάστημα: δεν είναι, προφανώς, πραγματική αλλά δεν είναι ούτε μυθιστορηματικός χαρακτήρας. Γιατί όμως;
Όσο κι αν ο Παπαδάκης προσπαθεί, στις 360 σελίδες, να διερευνήσει σε σημεία κάποιους από τους λόγους που καθόρισαν τη συμπεριφορά της, αποτυγχάνει. Δεν αρκεί, για παράδειγμα, που μας λέει ότι ως παιδί την κλείδωνε ο πατέρας της στο κελάρι και επειδή ερχόταν σε επαφή με ποντίκια απέκτησε τη φοβία για τα μικρόβια. Δεν αρκεί, όχι γιατί κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να έχει συμβεί, αλλά γιατί αυτό δεν αναλύεται, αρκούντως, μυθιστορηματικά. Οι δύο τρεις αναφορές που γίνονται για το περιστατικό, όπως: «Παράξενα πλάσματα, που τα τρέφει η νύχτα. Αυτή η άβυσσος της κάτω γης, της έφερνε μεγάλη αηδία. Μήπως και μέσα της δεν έτρεφε μιαν άβυσσο, που δεν μπορούσε να την τιθασεύσει;» (σ. 138), ή η αναφορά στα λόγια του ψυχιάτρου που επισκέπτεται η Ερασμία στην Αθήνα, δεν αρκούν.
Ο Παπαδάκης αναλώνεται σε μια ψευδο-ηθογραφία, όπου παρακολουθούμε ένα κολάζ κοινότοπων περιστατικών από τη ζωή της εποχής: προξενιό, γάμος, λευκός γάμος, ανεκπλήρωτοι έρωτες, ερωμένες, υπηρέτριες, γειτόνισσες και κάποια επιδερμικά ιστορικά στοιχεία των δεκαετιών του ‘30 και του ‘40, που χρησιμεύουν ως ορίζοντας για να αναδειχθεί το επιχειρηματικό, και όχι μόνο, δαιμόνιο της Ερασμίας.
«Η ζωή, οι ασχολίες, το εμπόριο, θα την γιάτρευαν. Εξάλλου, δεν επέτρεπε στον εαυτό της να παρασυρθεί απ’ την μελαγχολία. Ήξερε πως άμα άφηνε μισάνοιχτη την πόρτα της ψυχής της, το θεριό ετούτο θα ορμούσε μες στα σπλάχνα της και θα ρουφούσε την πνοή της. Από τα σπλάχνα άρχιζε η αμάχη με το μαύρο σύννεφο, κάθε φορά που θόλωνε η ψυχή της» (σ. 187).
Το μυθιστόρημα όμως νοσεί και υφολογικά. Οι επιλογές ύφους του συγγραφέα μπορεί να είναι στη διακριτική του ευχέρεια, αρκεί να έχει συναίσθηση και τι αντίκτυπο έχουν στον αναγνώστη. Ο Παπαδάκης, θυμίζει σε σημεία Καραγάτση, χωρίς όμως τη σπιρτάδα και το μπρίο του, που εν πολλοίς λειτουργούσαν ως συγκάλυψη για τις όποιες αδυναμίες του. Ο Παπαδάκης εξηγεί στον αναγνώστη τα πάντα, χωρίς ποτέ να του επιτρέπει να σκεφτεί ο ίδιος για τα κίνητρα και τις μύχιες σκέψεις των χαρακτήρων του. Δεν είναι τυχαίο ότι η υπερβολή στην επεξήγηση είναι ίδιον της κατηγορίας των «ευπώλητων». Η βολή του αναγνώστη ουδέποτε πρέπει να τίθεται εν αμφιβόλω. Ο αναγνώστης πρέπει να πλέει σε μια μπουνάτσα αφηγηματικής νιρβάνας, μέχρι να αποκοιμηθεί. Μπορεί ο Παπαδάκης να γράφει άρτια σε σχέση, για παράδειγμα, με τον Κώστα Κρομμύδα αλλά το λεξιλόγιο, όπως και οι γνώσεις γραμματικής και συντακτικού δεν αρκούν για να γράψει κανείς μυθιστόρημα. Παρατηρήστε αυτό το «[...] άμα άφηνε μισάνοιχτη την πόρτα της ψυχής της, το θεριό ετούτο θα ορμούσε μες στα σπλάχνα της και θα ρουφούσε την πνοή της».
Η εικόνα αυτή υποδηλώνει για την ηρωίδα μια παιδιάστικη νοοτροπία. Ο Παπαδάκης υποτίθεται ότι αφηγείται τη ζωή μιας δυναμικής γυναίκας που ανθίσταται στα ήθη και έθιμα της εποχής αλλά ο ίδιος ο αφηγητής την παρουσιάζει σαν αφελή παιδίσκη. Επιπρόσθετα, «[...] η αμάχη με το μαύρο σύννεφο [...]» ηχεί τόσο μελοδραματικά, τόσο ψευδοποιητικά, που ο αναγνώστης δυσκολεύεται να παραμείνει προσηλωμένος στο κείμενο. Οι επιλογές στη γλώσσα είναι καθοριστικές. Οι λέξεις στη λογοτεχνία είναι αμείλικτες και το κίνημα του ρομαντισμού, ξεπερασμένο – ακόμα και για την εποχή που εκτυλίσσεται το μυθιστόρημα.
Μερικές σελίδες παρακάτω, διαβάζουμε: «Είπε αυτή τη φράση η Ερασμία και τα μάτια της προς στιγμήν έλαμψαν, αλλά ήταν βαθιά στην ίριδα μια λαμπηδόνα κουρασμένη» (σ. 205).
Παρομοίως, εδώ, η επιλογή των λέξεων ξενίζει. Τι προσφέρει άραγε το «λαμπηδόνα», εκτός από το μειδίαμα του αναγνώστη για τον ακκισμό του συγγραφέα. Θα θαυμάσει ο αναγνώστης την τσαχπινιά στη σύνταξη, ή το λεξιλόγιο του συγγραφέα; Επαναλαμβάνω, ο συγγραφέας επιλέγει πώς θα κατασκευάσει το ύφος του, αρκεί να διαθέτει αισθητήριο. Αρκεί να μπορεί να πάρει απόσταση από τον εαυτό του και τη λεξιλαγνεία του, την αδυναμία που τρέφει προς συγκεκριμένες λεκτικές επιλογές. Αρκεί να μπορεί, ελλειπτικά και υποδόρια, να πείσει τόσο γιατί επιλέγει κάποιες λέξεις όσο και τι κομίζουν οι επιλογές αυτές στην πλήρωση του μύθου του. Και αυτό δεν διακρίνεται στο μυθιστόρημα.
Η δήθεν “λογιοσύνη” της Ερασμίας δεν δικαιολογεί τέτοιες επιλογές και τέτοιες αντιφάσεις – ακόμα και αν ο συγγραφέας διατείνεται ότι η ηρωίδα του είναι «αντιφατική». Δεν στέκει μυθοπλαστικά, μια γυναίκα, που ο συγγραφέας επιθυμεί, με αξιώσεις, να της προσάψει το «λαμπηδόνα» να συμπεριφέρεται σαν παιδάκι που σκέφτεται το «[...] θεριό ετούτο [που] θα ορμούσε μες στα σπλάχνα της και θα ρουφούσε την πνοή της».
Ούτε αρκεί η αναφορά σε μερικά βιβλία που υποτίθεται ότι έχει διαβάσει, ή οι συζητήσεις που κάνει για το θέατρο, ή τα γαλλικά που γνωρίζει, ή τα μαθήματα γλώσσας που παραδίδει στον βαφτισιμιό της, για να πείσουν για την πνευματική σκευή της Ερασμίας, όταν, για παράδειγμα, τη βλέπουμε να γελάει με τα καμώματα του συζύγου της που κοροϊδεύει τις λαϊκές γυναίκες στη δούλεψή του:
«“Τα γέλια που κάνουμε, Ηρώ, κάθε βράδυ με τον Ανδρέα, δεν λέγεται. Ψυχικό κάνω, μου λέει, τις λυπούμαι τις κακόμοιρες έτσι κακοχυμένες που είναι. Ζέχνουν από μακριά. Δυο καλά λόγια από το αφεντικό δεν βλάπτουν, να νομίζουν πως είναι κάποιες, κι ας μην είναι, οι ανόητες… Χα χα χα!”» (σ. 166).
Θα παραθέσω όμως και μερικά παραδείγματα της εμμονής του συγγραφέα στην επεξήγηση.
«Βαρυγκωμούσε ο μικρός, αναστέναζε, τόσο χάος με τη γλώσσα, δεν το είχε καταλάβει και δεν ήταν σίγουρος πως του χρειάζονταν όλα αυτά. Τι να τα κάνει; Αυτός ήθελε να γίνει επιπλοποιός, το πολύ-πολύ μαραγκός. Για ποιο λόγο λοιπόν να μπαίνει στον κόπο να μάθει τον κόσμο που κρυβόταν πίσω από τα πράγματα; Μόνο τα πράγματα είχε στο μυαλό του, τα σχήματα και τις κατασκευές. Αυτά του άρεσαν γιατί μπορούσε να τα κάνει με τα χέρια του, όχι τη γλώσσα με τα δύσκολα τερτίπια και τις εξαιρέσεις της. Μια χαρά θα ζούσε και χωρίς τα ποιήματα των λέξεων» (σ. 134).
«Ετούτα τα σημάδια μιλούσαν από μόνα τους και δεν βρέθηκε ακόμα άνθρωπος ικανός να κοροϊδέψει μια κυρία Ερασμία!» (σ. 220).
«Σκέφτηκε τότε, μήπως η γυναίκα του πράγματι τον αγαπούσε, κι ας μην τον άφηνε να ξεχαστεί επάνω στο κορμί της. Την είδε που πλησίασε κοντά του. Η όψη της αλλοιώθηκε ξαφνικά από απανωτά κύματα μελαγχολίας, που χάλασαν τη διάθεσή της» (σ. 232).
Ο Παπαδάκης, επιμένει να υπογραμμίζει το προφανές με νοηματικές πομφόλυγες και φραστικές επιλογές που αλλοιώνουν ακόμα και σημεία του μύθου που παρουσιάζουν στοιχειώδες ενδιαφέρον. Ο αναγνώστης όμως έχει πλέον χάσει την πίστη του στο μυθιστόρημα. Γνωρίζει πώς συμπεριφέρεται ο συγγραφέας και έτσι τον διαβάζει διεκπεραιωτικά. Η λεπτή σχέση αναγνώστη συγγραφέα έχει διαρραγεί.
Και πράγματι, διαβάζουμε ακόμη και για τον «κύρη» του σπιτιού, που πάει να ξελογιάσει την υπηρέτρια:
«Τον κοίταζε αλαφιασμένη. “Φοβήθηκα, καλέ κύριε” του είπε χαμηλόφωνα, “τι είναι αυτά που κάνετε;”. Θα δεις τι ωραία που θα τα πάμε οι δυο μας” ξεστόμισε αυτός. “Θα σου μάθω πώς ξυπνά το σώμα της γυναίκας”. “Μα ξυπνημένο είναι κύριε, δεν είναι κοιμισμένο” απάντησε η Παγώνα. “Μπα; Ξύπνησε κιόλας και δεν μας το λες;” έκανε πονηρά ο Ανδρέας. “Αύριο, που δεν θα δουλεύεις, έλα στο λιόφυτό μου στο Βαθύρεμα, που έχει μέσα ένα κόκκινο σπιτάκι. Έλα να κάμομε περίπατο στην εξοχή και να ξεσκάσεις”. “Δεν πάω μοναχή μου πουθενά” του απάντησε με συστολή παιδιού και με το νάζι τής γυναίκας, που θέλει να κρατήσει την τιμή της φυλαχτό ανείδωτο» (σ. 223).
Λυπάμαι, αλλά δεν στέκει το «φυλαχτό ανείδωτο» με τον κωμικό διάλογο που έχει προηγηθεί.
Σημειώνω, εδώ, ότι ο Παπαδάκης έχει προοικονομήσει το περιστατικό, όταν στη σελίδα 38 λέει η Ερασμία: «“Να κρατάς την τιμή σου ως κόρην οφθαλμού!” [...] “διότι εσύ, κατά πώς βλέπω, ημπορείς να κολάσεις και αγίους!”». Και δυστυχώς, εδώ, η προοικονομία λειτουργεί επιβαρυντικά για το μυθιστόρημα. Γιατί το ύφος του συγγραφέα είναι διάτρητο, πληκτικό. Διαβάζουμε αυτό το «[...] “διότι εσύ, κατά πώς βλέπω, ημπορείς να κολάσεις και αγίους!”» και απευχόμαστε να πρέπει στη συνέχεια να υποστούμε την απόλυτη κοινοτοπία της αποπλάνησης της υπηρέτριας από τον σύζυγο. Επαναλαμβάνω, είναι χρέος του συγγραφέα να φιλτράρει την πραγματικότητα από το τετριμμένο και να μεταγράψει ό,τι δεν έχει συμβεί στην αισθητική συνθήκη του μύθου.
Το μυθιστόρημα διολισθαίνει στην αφηγηματική αφέλεια, χωρίς να προσφέρει σημεία εισόδου προς κάτι βαθύτερο, που, ακόμα κι αν δεν υπήρχε, όφειλε να το έχει επινοήσει.
Ήταν ο αντιδραστικός χαρακτήρας της Ερασμίας απότοκος του ψυχαναγκασμού της; Η Ερασμία, άραγε, ήταν απλώς πνεύμα αντιλογίας, ή έπραττε έτσι γιατί έβλεπε το άδικο στη συμπεριφορά των ανδρών απέναντι στις γυναίκες; Αν η Ερασμία είχε τη δυνατότητα να ζήσει όπως μια υγιής γυναίκα, θα χαρακτήριζαν τη συμπεριφορά της παρόμοιες ανησυχίες, ή, εν τέλει, απλώς μετουσίωσε τις σεξουαλικές ορμές της σε πυγμή, πρωτόλειο ακτιβισμό και επιχειρηματικότητα; Αυτά είναι ερωτήματα που ο Παπαδάκης, είτε τα προσπερνά, είτε, στα σημεία που κάπως τα θίγει δεν εμβαθύνει, γιατί αμέσως σαγηνεύεται απο τις Σειρήνες της αφηγηματικής κοινοτοπίας.
Το οπισθόφυλλο καταλήγει: «Αντισυμβατική αλλά και αντιφατική, τολμηρή αλλά και φοβική, γενναιόδωρη και φειδωλή, ανοιχτή στην πρόοδο του αιώνα μας, υπερασπίστρια των δικαιωμάτων της γυναίκας με τον τρόπο της, σε μια εποχή που αυτό δεν ήταν καθόλου αυτονόητο. Η μόρφωσή της την οδήγησε να συνομιλεί με ηρωίδες της παγκόσμιας λογοτεχνίας, να γειτονεύει με την Βίβλο και με την ελληνική μυθολογία».
— Γιώργος Παπαδάκης, Η κυρία Ερασμία, Εστία: 2024, 360 σελίδες, ISBN: 9789600519259, τιμή: €15.00.