«Γύρισε στο σπίτι αποφασισμένος να γράψει όλα τα διηγήματα και τις νουβέλες που είχε στο μυαλό του πριν του τα κλέψει κάποιο λογισμικό. Ξαγρύπνησε άλλη μια νύχτα. Το επόμενο πρωί όμως το μόνο που είχε καταφέρει ήταν να καταλάβει πόσο δύσκολο είναι να αποτυπώσεις τη σκέψη σου στο χαρτί» («Αυτόματος πωλητής διηγημάτων», σ. 125).
Η συλλογή διηγημάτων του Βασίλη Δανέλλη (Αθήνα, 1982) συνιστά χαρακτηριστική περίπτωση ευγενούς αποτυχίας – noble failure, αγγλιστί. Ο συγγραφέας εντάσσει στη συνταγή του πολλά και εκλεκτά υλικά, όμως αμετροέπειες στη δοσολογία, εμμονές σε μανιέρες, και πιθανώς μια υπέρ το δέον συναισθηματική φόρτιση δεν του επιτρέπουν να φέρει εις πέρας το εγχείρημα. Η συλλογή περιέχει ένα πολύ καλό διήγημα, το «Νεκρολογίες», και ένα που στέκεται αξιοπρεπώς – αυτό που δίνει τον τίτλο στη συλλογή. Τι στάση να τηρήσει ο αναγνώστης όταν συναντά στο πρώτο διήγημα της συλλογής, το «Πρωτομάρτυρας», αυτό το αμάλγαμα μαγικού ρεαλισμού και επιστημονικής φαντασίας που εμπλέκει τον «Πιερ Μενάρ» του Μπόρχες με, προφανώς, τον Δον Κιχώτη τού Θερβάντες, και τον «Βαλερύ σε αλεξανδρινό στίχο» σε μια αφήγηση που θέλει να σταθεί και κάπως πιο μοντερνιστικά, να υιοθετήσει μια θέαση από ψηλά, του «χαρτογράφου» ή του «στατιστικολόγου» και των «alter ego» με τις «δεκάδες γάτες του Σρέντιγκερ», των δεκάδων λουλουδιών που όμως ο συγγραφέας τούς αρνείται την ανθοφορία;
Στο δεύτερο διήγημα, «Η συνομοσπονδία των ψυχών του Μιλτιάδη Ρούσσου», ο Δανέλλης, πιάνεται από μια φράση του Αντόνιο Ταμπούκι, στο Έτσι ισχυρίζεται ο Περέιρα, για αυτή τη «συνομοσπονδία» διαφορετικών ψυχών, μέσα μας, που «ελέγχεται από ένα ηγεμονικό Εγώ» και μας προσφέρει μια ευχάριστη αφήγηση των ψυχών καθώς συνδιαλέγονται για το αν θα υπακούσουν στη διαταγή ενός αστυνομικού να απομακρυνθεί ο ήρωας από έναν τραυματία που κείτεται στο έδαφος. Διαβάζεται ευχάριστα και πραγματικά δυσκολεύτηκα να συνειδητοποιήσω για ποιο λόγο με άφησε αδιάφορο: η συγκεκριμένη ιστορία όμως, όπως και πολλά σημεία στη συλλογή, αφήνουν τον αναγνώστη με την αίσθηση ότι κάπου τα έχει διαβάσει ξανά όλα αυτά.
Η συγκεκριμένη συλλογή έχει έναν εφηβικό ενθουσιασμό αλλά, όπως υπαινίχθηκα, είναι και συγκινησιακά φορτισμένη. Τι στάση να τηρήσει ο αναγνώστης, ξανά, όταν στο τελευταίο διήγημα/επίμετρο/απολογία, το «Αποχαιρετισμός», ο συγγραφέας μάς ανοίγει τα χαρτιά και την καρδιά του και αναφέρεται στην πολυαγαπημένη θεία του, Τιτίνα Δανέλλη, «τον Δον Κιχώτη [τ]ου», όπως διαβάζουμε και στην αφιέρωση που ανοίγει το βιβλίο, που τον καθοδήγησε στα πρώτα του βήματα και που υποτίθεται ότι του ενστάλαξε το πάθος για την ανάγνωση και τη συγγραφή;
Όλα αυτά είναι γλυκά και όμορφα αλλά ο αναγνώστης, δυστυχώς, δεν έχει κανένα λόγο να τα ενστερνιστεί. Ο αναγνώστης, είναι, λυπάμαι, ένα κτήνος που η ενσυναίσθησή του κερδίζεται δύσκολα και χάνεται εν ριπή οφθαλμού. Ναι, βέβαια· είναι πάντα στο χέρι του συγγραφέα –κυριολεκτικά και μεταφορικά– αν το καταφέρει, να τον εξημερώσει και να τον εξανθρωπίσει· να τον φέρει με τα νερά του, να τον κάνει να ενδιαφερθεί για τα πάθη του, και τις αδυναμίες του, και –γιατί όχι;– ακόμη και για τη θεία του. Με το χέρι όμως του συγγραφέα προτεταμένο, ο αναγνώστης, που πληρώνει και αγοράζει το βιβλίο, δεν είθισται να είναι και τόσο ευσυγκίνητος. Λυπάμαι, ξανά, που το λέω έτσι αλλά το «Αποχαιρετισμός» περιττεύει στη συλλογή. Είναι ένα διήγημα/επίμετρο/απολογία που άγεται και φέρεται από το θυμικό του συγγραφέα. Παραθέτω: «Αγαπητέ αναγνώστη [...] Για μένα είναι στην πραγματικότητα μια επιστολή σε μια αναγνώστρια που δεν πρόκειται να τη διαβάσει. Νιώθω, παρ’ όλα αυτά, την ανάγκη να της εκφράσω ευγνωμοσύνη, και καθώς δεν βρίσκω τον τρόπο, σκέφτηκα να την απευθύνω σ’ εσένα. Συγχώρα με που σε βάζω σ’ αυτή την κάπως άβολη θέση, αν και ίσως σου έχει τύχει, οπότε καταλαβαίνεις» (σ. 165). Συγχωρεμένος, αν και εγώ δεν είχα θεία λογοτέχνη που να «[...] νιώθω [...] την ανάγκη να της εκφράσω ευγνωμοσύνη [...]», αλλά θαρρώ πως καταλαβαίνω. Συνεχίζει ο Δανέλλης: «Μη νομίσεις πως αδιαφορώ για σένα. Κάθε άλλο! Θέλω στ’ αλήθεια να τη μοιραστώ μαζί σου, κι εξάλλου αισθάνομαι ότι σου χρωστάω μια εξήγηση» (ο.π.). Φυσικά και μας χρωστάει μια εξήγηση, την οποία και μας προσφέρει στις επόμενες δώδεκα σελίδες που κλείνουν και το βιβλίο. Το πρόβλημα όμως είναι ότι οι προηγούμενες σελίδες δεν έχουν σταθεί ικανές να μας κάνουν να συναισθανθούμε τον καημό και την επιθυμία του.
Ανέφερα όμως αυτή την έννοια της ευγενούς αποτυχίας. Εξηγούμαι. Η συγκεκριμένη συλλογή διηγημάτων καταφέρνει να σταθεί επειδή υπάρχουν τα δύο διηγήματα που έχω ήδη αναφέρει. Από αυτά, ο Δανέλλης, κάνει μια προσπάθεια, που δεν στέφεται με επιτυχία, να αφήσει τη χάρη τους να στάξει και στα υπόλοιπα. Καταρχάς, επινοεί μια μεταφυσική της ομορφιάς. Εντάξει, δεν την επινοεί ακριβώς γιατί αυτή ανήκει δικαιωματικά στον Μπόρχες, αλλά βάζει τα δυνατά του να παρασύρει τον αναγνώστη σε μια αμιγώς αισθητική θέαση των πραγμάτων. «Η ιστορία της, όσο όμορφη κι αν είναι, δυστυχώς δεν επιβεβαιώνεται από κάποια άλλη πηγή και, ως γνωστόν, οι μελετητές παραμένουν ασυγκίνητοι μπροστά στην ομορφιά όταν αυτή θαμπώνει την αλήθεια» (σ. 159), διαβάζουμε στο κορυφαίο διήγημα της συλλογής, το «Νεκρολογίες». Αυτή η περίοδος ενέχει μια ιδέα που, κάπως παραλλαγμένη, θα τη συναντήσουμε στο καταληκτικό κείμενο: «Όλα όσα διηγήθηκα είναι αλήθεια» (σ. 177) θα πει ο συγγραφέας για όλα τα περίεργα και ασυνήθιστα που μας έχει αφηγηθεί. Ο Δανέλλης δηλώνει την αγάπη του για τις ιστορίες και επιθυμεί, λόγω ομορφιάς, να καταστούν αληθινές. Τι πιο ευγενές, θα πει κάποιος κι εγώ δεν θα μπορούσα παρά να συμφωνήσω. Έλα όμως που αυτό απαιτεί ταλέντο και πολλή δουλειά. Θα καταπιαστώ με το διήγημα «Πεντακόσια δολάρια», γιατί μας δίνει πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία για τον τρόπο που αποτυγχάνει ο συγγραφέας. Ο Δανέλλης, εδώ, αφορμάται από μια ιδέα της θείας του –«[π]ροσπάθησα να κρατήσω ζωντανή την ιδέα της Τιτίνας, αλλά να γράψω τη δική μου ιστορία [...]» (σ. 176, αλλά βλ. και σσ. 174-5)– και κατασκευάζει την ιστορία ενός «άγιου πότη». Το κατεξοχήν αβανταδόρικο θέμα για έναν συγγραφέα, που θα πίστευε κανείς ότι προσφέρεται για να μεγαλουργήσει, τελικά, αποδεικνύεται μια εξαιρετικά δύσκολη άσκηση ύφους που τον καταπίνει ζωντανό. Παραθέτω ολόκληρη την αρχική παράγραφο, αλλά και εκτενή αποσπάσματα, τόσο για να σας βάλω στο πνεύμα όσο και για να σας δείξω τι ακριβώς εννοώ:
«Τον Αμερικάνο τον γνώρισα σε κάποιο μπαρ. Δεν θυμάμαι αν ήταν στου “Λώρα”, στο “56”, ή στην “Ίντριγκα”. Ούτε καν αν ήταν στη Μαβίλη, στο Κολωνάκι ή στα Εξάρχεια. Όλοι όσοι τον ήξεραν τον είχαν συναντήσει σε κάποιο μπαρ στο κέντρο. Πιο σωστά, όποιος έβγαινε στην Αθήνα εκείνης της δεκαετίας τον πετύχαινε τόσο συχνά, ώστε η εικόνα του Αμερικάνου ήταν οικεία σε όλους. Κι όταν λέω τον γνώρισα, αυτό εννοώ, τον πρωτοσυνάντησα, είτε σε κάποια παρέα είτε στην μπάρα να πίνει μόνος. Ήταν από εκείνες τις γοητευτικές μορφές που τις αναζητάς με το βλέμμα σου, καθώς η παρουσία τους στον χώρο σού φαίνεται αυτονόητη, σχεδόν απαραίτητη. Κάθε παρέα, σε κάθε πόλη και σε κάθε εποχή, έχει να μνημονεύσει έναν άγιο πότη, έναν καταραμένο πλάνητα των μπαρ, και ο Αμερικάνος είναι ο δικός μας» (σ. 97).
Όπως ίσως θα παρατηρεί ο έμπειρος αναγνώστης το ξεκίνημα είναι μπουνάτσα εφηβικών σκέψεων· πριν όμως κακοφορμίσει για τα καλά η ιστορία, γίνεται καλύτερη.
«Του άρεσαν τα κουστούμια και μύριζε πάντα κολόνια ή άφτερ σέιβ. Θύμιζε υπερβολικά τον Λέοναρντ Κοέν και αναρωτιόμουν αν το γνώριζε ή το αγνοούσε, αν το επεδίωκε ή του ήταν αδιάφορο. [...] Κερνούσε γενναιόδωρα από τα τσιγάρα του, Lucky Strike, ή Luckies, όπως τα έλεγε, και μόνο τότε πρόσεχες πως τα χέρια του έτρεμαν· λιγάκι, σχεδόν ανεπαίσθητα. [...] [Ο]ι ώμοι του Αμερικάνου είχαν κυρτώσει από τις ώρες που είχε περάσει σκυμμένος πάνω στις μπάρες. Εκείνο που με γοήτευε περισσότερο ήταν η μοναχικότητά του. Του άρεσε να κάθεται αποτραβηγμένος [...]. [...] Διάλεγε μια γωνιά κι η καρέκλα του έμοιαζε κάθε φορά να έχει μπει σφήνα· παρών και αποστασιοποιημένος ταυτόχρονα». [...] Ήταν μεσοβδόμαδα, μάλλον Τετάρτη. [...] “Θα σε πείραζε να κάτσω για λίγο μαζί σου, Λευτέρη;” ρώτησε. [...] Ήταν, μου αποκάλυψε με αναστεναγμό, κάποιος στον οποίο χρωστούσε πεντακόσια δολάρια. [...] “Τον γνώρισα στα δεκαεννιά, στο πρώτο μου μπάρκο.” [...] “Όποιος βρέθηκε στη θάλασσα είναι γιατί προσπαθεί να ξεφύγει. Αυτή είναι η αλήθεια. [...] Κάπως έτσι, ένα συνηθισμένο απόγευμα, το οποίο θα τελείωνε στη σκοτεινή αίθουσα ενός κινηματογράφου, έγινε μαγικό ταξίδι στους δρόμους της Αθήνας. Η πόλη ξαφνικά έμοιαζε με θάλασσα κι εμείς τολμηροί εξερευνητές. [...] Στην Κυψέλη γνωρίσαμε την Ιωάννα, την Έλενα, τον Νεοκλή, τον Αντρέα, και τον Τεύκρο. Στα Εξάρχεια τον Μιχάλη, τον Γιάννη, την Τίνα, τον Σωκράτη και τον Γιώργο [...]. Στην πορεία προστέθηκαν αρκετοί στη συντροφιά μας. Κάποιοι μας ακολούθησαν μέχρι τέλος, άλλοι μας εγκατέλειψαν. Ευτυχώς, η Ευτυχία έμεινε μαζί μας. Τη γνωρίσαμε σ’ ένα τζαζ μπαρ. Μπορεί στο Κολωνάκι, μπορεί στη Λουιζιάνα. Τα old fashioned είχαν ήδη θολώσει το μυαλό μου, αλλά ήταν η ομορφιά της που με μέθυσε. Ένα κοντραμπάσο κρατούσε τον ρυθμό, η απαλή μελωδία κάποιας τρομπέτας θρηνούσε έναν έρωτα και η φωνή του Αμερικάνου μπλέχτηκε με τη φωνούλα στο κεφάλι μου. Ο Μισισιπής ξεχείλισε στην Ακαδημίας και η Σκουφά έγινε η γαλλική συνοικία της Νέας Ορλεάνης. [...] Δεν θυμάμαι πότε, μάλλον συνέβη σταδιακά, αλλά ο Αμερικάνος, μεταμορφώθηκε στον Αχαάβ και η σκιά που κυνηγούσαμε σε μια τεράστια φάλαινα που παραμόνευε κάτω από το οδόστρωμα της Αθήνας. Κι εγώ ποιος ήμουν; Μπορεί, τώρα που γράφω, η απάντηση να φαίνεται προφανής, εκείνο το βράδυ όμως δεν ένιωθα σαν τον Ισμαήλ, αλλά περισσότερο σαν τον Κουίκουεγκ, τον κανίβαλο που εγκατέλειψε το νησί του για να γνωρίσει τον κόσμο. [...] Τους υπόλοιπους τους απασχολούσε περισσότερο πότε δάνεισε ο Δήμος τα πεντακόσια δολάρια στον Αμερικάνο. Αυτό, τουλάχιστον, ρωτούσαν. Κι εκείνος μπορεί να τους απάντησε, δεν είμαι σίγουρος [...] είχα στο νου μου και την Ευτυχία. [...] Αυτό το σημείο το ‘χα χάσει, γιατί έψαχνα ευκαιρία να πιαστώ απ’ το μπράτσο της Ευτυχίας. [...] Εγώ βρήκα την ευκαιρία και φίλησα την Ευτυχία. [...] Απόψε συμπληρώνονται δέκα χρόνια από εκείνη τη νύχτα. [...] Κάποια μέρα εξαφανίστηκε από τα μπαρ της Αθήνας. Αθόρυβα και διακριτικά, ακριβώς όπως εμφανίστηκε κι όπως συμβαίνει με όλους τους άγιους πότες, τους καταραμένους πλάνητες σε κάθε πόλη και σε κάθε εποχή. [...] Σε εκείνη την περιπλάνηση γεννήθηκαν φιλίες, συνεργασίες και ζευγάρια. Κι εγώ βρήκα την Ευτυχία μου. [...] Φέτος, για πρώτη φορά, η Ευτυχία δεν ήρθε μαζί μας. Είναι έγκυος. Με περίμενε μισοκοιμισμένη στον καναπέ. Γλίστρησα στην αγκαλιά της όπως τότε» (σσ. 97-106, οι υπογραμμίσεις δικές μου).
Παρέκβαση: όποιος βγαίνει νύχτα και γυρίζει πρωί, και έχει κυκλοφορήσει σε μπαρ για ικανά χρονικά διαστήματα θα πρέπει να είναι κοινωνός μιας αλήθειας: το μπαρ συνιστά νόθα διασκέδαση που δεν χαίρει στιγμών διαρκείας. Το μπαρ είναι σπουδή στο φευγαλέο: βλεμμάτων, τσιγάρων, αρωμάτων, γεύσεων, αγγιγμάτων, εντάσεων και σιωπών. Μια βραδιά σε μπαρ, όταν τα πράγματα έχουν πάει «κατ’ ευχήν», δεν θα πρέπει να είναι σε θέση να την ανασυνθέσει κάποιος σε μια αφήγηση –πόσο μάλλον σε ιστορία– με αρχή, μέση, και τέλος, όχι γιατί θα έχει μεθύσει –αυτό είναι παιδαριώδες– αλλά γιατί θα έχει καταστεί κάτοχος μιας εμπειρίας που πολύ δύσκολα μεταφέρεται σε κείμενο χωρίς να φαίνεται ψεύτικη και διεκπεραιωτική. Ο μπαρόβιος μαθαίνει εξάλλου ότι η νύχτα είναι κουκούλι θωπειών –πολλές φορές χωρίς την αφή– και αναστεναγμών – τις περισσότερες φορές άλαλων και ενδοσκοπικών. Ο μπαρόβιος μαθαίνει, αργά ή γρήγορα, ότι μετά τη δεκαετία των είκοσι, βγαίνει μόνος του, ακόμη και όταν βγαίνει με παρέα, γιατί μια νύχτα σε μπαρ δεν είναι τσάι με κουλουράκια, σταυροβελονιά, και κουβεντούλα· είναι πάντα και μια διαπραγμάτευση αποστάσεων: μόνο σε ένα μπαρ, τη σωστή νύχτα, την κατάλληλη στιγμή, θα περάσεις τη χωροχρονική «σκουληκότρυπα» που θα σε μεταφέρει αλλού – για δευτερόλεπτα ή για πάντα. Ας σοβαρευτούμε όμως. Κανείς εχέφρων άνθρωπος δεν πιστεύει τέτοια πράγματα. Σταχυολογώ, εκ του προχείρου, καθώς πίνω σκέτο καφέ, τις εκφάνσεις μερικών σκέψεων που αναζήτησα αλλά δεν συνάντησα στο «Πεντακόσια δολάρια».
Ποια είναι όμως τα προβλήματα εδώ; Η αναφορά στον Μόμπι Ντικ, όπως και γενικά οι διακειμενικές ή όποιες αναφορές, είναι πάντα δίκοπο μαχαίρι για τον συγγραφέα: αν ο αναγνώστης γνωρίζει για τι μιλάς –και εδώ έχουμε να κάνουμε σχεδόν με κοινοκτημοσύνη, ακόμη και ανάμεσα σε ερασιτέχνες του είδους– απαιτεί πάντα κάτι που να ξεφεύγει από τα τετριμμένα, κάτι που να χρειάζεται την ενάργεια ενός νοητικού κλικ που στιγμιαία θα ζορίσει, και μετά θα ανταμείψει, για να ζωντανέψει το μεγάλο θηλαστικό της λογοτεχνικότητας. Αν, από την άλλη, ο αναγνώστης δεν γνωρίζει την αναφορά στον Μόμπι Ντικ, ακόμη και οι επεξηγήσεις που φροντίζει να προσφέρει ο συγγραφέας δεν επαρκούν. Ποιος διάολος είναι ο Αχαάβ; Τι είναι ο Κουίκουεγκ; Τι γυρεύει η φάλαινα; Αυτό που θέλω να πω είναι ότι αυτά που προτάσσει ως ευρήματα ο Δανέλλης, που τον νιώθει κάποιος να πασχίζει να τα συναρμόσει περίτεχνα, ώστε να χαρίσει έστω και στιγμιαία την πολυπόθητη αναγνωστική μέθεξη, δεν αρκούν. Η δύναμη του συγγραφέα αποκαλύπτεται από κάτι τέτοιες λεπτομέρειες που είτε φανερώνονται φάντης μπαστούνι, γιατί αποτελούν απολήξεις της σκευής και του ταλέντου του να κατασκευάζει ύφος είτε δεν βγαίνουν, απλά. Αυτά όμως είναι πταίσματα μπροστά σε αυτό που έχει διαπράξει εδώ ο Δανέλλης. Γιατί; Και αυτό ήταν κάτι που με παίδεψε γιατί ήταν μπροστά στα μάτια μου. Απαντώ: το νουάρ ύφος τού διηγήματος, το έχει κάψει ο συγγραφέας στις πομφόλυγες του φλερτ που επιδίδεται ο ήρωας του με την Ευτυχία. Είναι το φλερτ, που υποσκάπτει το άχθος και τον ζόφο που κομίζει σιωπηλά, μέσα από τη μοναχικότητά του, ο Αμερικάνος. Είναι αυτή η προοικονομία για το χάπι-εντ που ανταγωνίζεται το ίδιο το διήγημα. Ο Αμερικάνος, που μεταμορφώνεται σε Αχαάβ, ο ήρωας που νιώθει Κουίκουεγκ και όχι Ισμαήλ, αλλά εποφθαλμιά την Ευτυχία που του κάνει τα γλυκά μάτια. «Ευτυχώς, η Ευτυχία έμεινε μαζί μας» (σ. 102) θα πει ο αφηγητής. Δυστυχώς για εμάς, θα πω εγώ. Ο ήρωας, υποσυνείδητα, επιλέγει να κλειστεί στην ιδιωτική φούσκα των ερωτοτροπιών του που εξουδετερώνουν την όποια ατμόσφαιρα προσπαθούν να στηρίξουν τα υπόλοιπα συστατικά του μύθου. Διαβάζουμε: «Ήμουν στην οδό Μασσαλίας ή στη γαλλική Ριβιέρα; Κι ήταν ο Αμερικάνος που το αφηγούνταν ή έβλεπα έναν Λιβεριανό ναύτη να σφάζει έναν Ισπανό για ένα ποτήρι παστίς και μια γυναίκα; Ήταν δύο αυτοκίνητα που τράκαραν στα στενά των Εξαρχείων και γέμισαν το οδόστρωμα γυαλιά και λάδια, ή ένα γκαζάδικο που συγκρούστηκε μ’ ένα φορτηγό στα στενά του Μαγγελάνου και γέμισε τη θάλασσα μαζούτ και ζάχαρη; Δεν μπορούσα να πω με σιγουριά» (σ. 103). Ναι, δεν μπορούσε ο ήρωας να πει με σιγουριά γιατί το μυαλό του ήταν στην Ευτυχία και στη μικροαστική ευτυχία που είχε πουλήσει στον εαυτό του. Στην Ευτυχία, που τρεις γραμμές πριν το τέλος του διηγήματος, στην κομβική υποτίθεται ερώτηση, τον «[...] χάιδεψε στο μάγουλο και ρώτησε» (σ. 107). Να τη βράσουμε την ερώτηση, κύριε Λευτέρη, αφηγητή τού νουάρ διηγήματος, όταν μας έχεις πνίξει, στο υποβόσκον μελόδραμα του φλερτ, και μοιάζουμε κι εμείς, οι αναγνώστες, να ακολουθούμε την τύχη του δύσμοιρου πληρώματος του Πίκουοντ. Γιατί θυμήσου, Λευτέρη, δεν είσαι καν Ισμαήλ, να ζήσεις να μας διηγηθείς, αλλά Κουίκουεγκ: ο «[...] κανίβαλο[ς] που εγκατέλειψε το νησί του για να γνωρίσει τον κόσμο». Το διήγημα, έτσι, καταντάει μια παρεΐστικη, γλυκανάλατη αφήγηση με χάπι-εντ, όπου το νουάρ ύφος του έχει βυθιστεί, αύτανδρο, στον μικροαστισμό τού καναπέ της εγκυμονούσας Ευτυχίας και ευτυχίας που τον περιμένει.
Θα κλείσω με μια αναφορά στο «Ο άνθρωπος που έχασε τον εαυτό». Ο ήρωας, που τυγχάνει και θείος, εμπλέκεται σε μια ιστορία με παράλληλα σύμπαντα όπου διασταυρώνεται διαρκώς με διαφορετικές εκδοχές του εαυτού του. Σε μια από αυτές, θα συναντήσει και την ανιψιά του που φυσικά δεν τον αναγνωρίζει. Εκεί, συνειδητοποιεί ότι τελικά, παρά την επίμονη προσπάθειά του και την υπομονή του, δεν είχε συντελέσει και τόσο πολύ στην πνευματική διάπλασή της. «Η ανιψιά μου όμως πώς είχε γίνει η κοπέλα που γνώριζα χωρίς την παρουσία μου; [...] Πάντως τελείωνε κανονικά το μεταπτυχιακό της στη λογοτεχνία, διάβαζε τους συγγραφείς που ήξερα πως της άρεσαν, χρησιμοποιούσε επιχειρήματα που είχαν προκύψει από τις συζητήσεις μας· τουλάχιστον αυτό πίστευα μέχρι τότε. Δεν θα σας πω ψέματα, εδώ που βρίσκομαι δεν υπάρχει λόγος να προσποιούμαι, δεν χάρηκα για εκείνη, απελπίστηκα περισσότερο για μένα. Δεν είχα χάσει μόνο τη ζωή μου, συνειδητοποίησα ότι ακόμα κι όταν τη ζούσα, το αποτύπωμά της δεν ήταν τόσο βαθύ όσο πίστευα» (σ. 86). Επιλέγω να διαβάσω αυτό το απόσπασμα παράλληλα με το εξομολογητικό, καταληκτικό κεφάλαιο στο οποίο ο Δανέλλης μάς περιγράφει μια ανάλογη σχέση με τη θεία του, Τιτίνα. Προσέξτε όμως και τι άλλο μάς λέει: «Η ζωή της Τιτίνας ήταν γεμάτη βιβλία. Έγραφε και τα δικά της. Δεν θα σου μιλήσω [θυμίζω, απευθύνεται στον αναγνώστη του] εδώ γι’ αυτά, θα σου πρότεινα να τα αναζητήσεις. Περισσότερο όμως διάβαζε. Αν τη ρωτούσες, θεωρούσε τον εαυτό της πρώτα αναγνώστρια και μετά συγγραφέα. Διάβαζε ακούραστα, προσεκτικά, μεθοδικά. Σίγουρα είχε κάποια έμφυτη τάση, κυρίως όμως εκπαίδευε τον εαυτό της να διαβάζει πίσω από τις γραμμές, να παρατηρεί τις λεπτομέρειες στη γραφή, τη σκέψη, τις σιωπές. Γιατί η ανάγνωση είναι μια τέχνη κι εσύ το ξέρεις καλά. Μια τέχνη που, αν έπρεπε, θα την παρομοίαζα μ’ εκείνη του κλειδαρά. Χρειάζεται να σκύψεις πάνω από το αντικείμενο, να έχεις υπομονή και με λεπτές κινήσεις να ανακαλύψεις τα μυστικά του μηχανισμού που το θέτουν σε λειτουργία, πριν καταφέρεις να το πάρεις στον έλεγχό σου. Η Τιτίνα ξεκλείδωνε τα βιβλία και σου τα πρόσφερε σαν ανοιχτά κουτιά. Τα βιβλία είναι μαγικά κουτιά. [...] Αν μπορέσεις [...] να τα ξεκλειδώσεις, μέσα τους θα βρεις πολλά περισσότερα· καινούργια βιβλία και άλλα δώρα: περισσότερες ζωές. Μια άλλη μαγική τους ιδιότητα είναι ότι δεν κρύβουν μόνο όσα φύλαξε για σένα ο δημιουργός τους, αλλά ό,τι λαχταρά η ψυχή σου. [...] Η Τιτίνα λοιπόν ξεκλείδωνε τα βιβλία και σου τα πρόσφερε σαν ανοιχτά κουτιά, μαζί με άλλα που είχαν καραμέλες και σοκολάτες και τα ‘βρισκες πάντα πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού της, δίπλα σε πορσελάνινα φλιτζάνια με μαύρο τσάι που άχνιζε» (σσ. 167-68, οι υπογραμμίσεις δικές μου).
Κατ’ εξαίρεση, επειδή ο Βασίλης Δανέλλης, στο καταληκτικό διήγημα/επίμετρο/απολογία απευθύνεται στον αναγνώστη του, θα τον μιμηθώ.
Αγαπητέ συγγραφέα
Επίτρεψέ μου να σου πω δυο κουβέντες. Η Τιτίνα Δανέλλη, με το να σου δίνει συστηματικά μασημένη τροφή, τα περίφημα «ανοιχτά κουτιά», πίστευε, για το καλό σου, ότι σε επηρέαζε. Σε καλώ όμως να σε αφουγκραστείς και να διδαχθείς από την ίδια σου την αφήγηση, για να μην χάσεις κι εσύ τον εαυτό σου απέναντι στη σαγήνη της θείας σου. Η μεταφυσική τού κειμένου σου, αγαπητέ συγγραφέα, έχει αποφανθεί: το αποτύπωμα του θείου ήταν μηδαμινό στην ανιψιά του – ουδέν κρυπτόν υπό την μυθοπλασίαν.
— Βασίλης Δανέλλης, Ο άνθρωπος που έχασε τον εαυτό του, Καστανιώτης: 2022, 194 σελίδες, ISBN: 9789600369977, τιμή: €15.00.