Η Τζούλια Γκανάσου στήνει ένα σκηνικό που από την πρώτη σελίδα της νουβέλας της εισάγει τον αναγνώστη σε έναν πολλά υποσχόμενο φορμαλισμό: ο ήρωάς της έχει βρεθεί τραυματισμένος δίπλα σε έναν νεκρό «στο πεζοδρόμιο», και τώρα, στο νοσοκομείο σε κωματώδη κατάσταση, αρχίζει να διερευνά τις συνθήκες που τον οδήγησαν εκεί. Οι «γόνιμες μέρες» του τίτλου είναι ακριβώς αυτό: το διάστημα που ο πρωταγωνιστής, σε πρώτο πρόσωπο, ανακαλύπτει ποιος είναι.
Η Γκανάσου αφήνεται, όχι αδικαιολόγητα όπως θα εξηγήσω παρακάτω, σε έναν δημιουργικό οίστρο που όμως χάνει το μέτρο. Πλάθει έναν άνθρωπο της διπλανής πόρτας –έναν φύλακα αρχαιολογικής ανασκαφής– με φιλοσοφικές και υπαρξιακές ανησυχίες συγγραφέα. Πώς να το εξηγήσω; Μπορείς πάντα να κατασκευάσεις φαινομενικά ενδιαφέροντες χαρακτήρες όταν καταφεύγεις σε μια λογική όπου το υποκείμενό σου εμφορείται όχι μόνο από παράταιρες μεταξύ τους ιδιότητες, αλλά διαλεγμένες με τέτοιο τρόπο ώστε να βγάζουν τις μεγαλύτερες δυνατές αντιθέσεις. Έτσι, σκοράρεις μεν πόντους εντυπωσιασμού αλλά χάνεις σε αληθοφάνεια, ειδικά όταν ξεδιπλώνεις μια τόσο πληθωρική και πολυσχιδή προσωπικότητα που δεν έχει χτιστεί μεθοδικά. Η δυσκολία λοιπόν έγκειται στο να βγάλει κάποιος εντάσεις στο πλαίσιο μιας προσωπικότητας που να κάνει όμως κάπως διακριτές τις καταβολές της. Να χαρακτηρίζεται δηλαδή από συνέπεια έτσι ώστε ο συγγραφέας να θέτει αξιώσεις και σε μια έστω σχετική αληθοφάνεια του δημιουργήματός του. Ο ήρωας της Γκανάσου πολύ καλά κάνει και επιδεικνύει μπεργκμανικές, ιψενικές, αλλά και τηλεοπτικές (από διαφήμιση μπύρας) αναφορές, αλλά αυτά, στο στενό πλαίσιο της νουβέλας, έρχονται ουρανοκατέβατα με αποτέλεσμα να φέρνουν τον αναγνώστη σε αδιέξοδο: απολαμβάνει μεν τον φορμαλισμό των εναλλαγών πολλών φωνών, που ενσωματώνονται επιτυχώς στο κείμενο, αλλά στέκεται ανίκανος να αναστείλει τη δυσπιστία του στα λεγόμενα του πρωταγωνιστή.
Ακόμη όμως κι αν κάνουμε ότι δεν δίνουμε και τόση σημασία σε αυτό, και πούμε δηλαδή ότι το προσπερνάμε, τι θα έχουμε πετύχει; Γιατί πάλι κάτι δεν πάει καθόλου καλά; Γιατί πέρα από το εύρημα τού εγκλωβισμού του ήρωα, τελικά, συνειδητοποιεί κανείς μόλις προσεγγίσει το κείμενο για δεύτερη φορά ότι ο συλλογισμός του, έτσι όπως βγαίνει μέσα από αυτόν τον μονόλογό του, είναι ένα παστίς γλυκανάλατων σκέψεων που κινούνται κάπου ανάμεσα στο συναισθηματικό μελό, τη φιλοσοφική κοινοτοπία, και έναν αφελή διδακτισμό που σε σημεία φέρνει προς προκήρυξη επαναστατικής οργάνωσης. Η συγγραφέας ζητάει από τον ήρωά της να ανακαλύψει τόσο πολλά σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα –δεν είναι μόνο οι σελίδες της νουβέλας λίγες αλλά είναι και ο αφηγηματικός χρόνος των σαράντα οκτώ ωρών (και κάτι)– που κάνουν τον αναγνώστη να σαστίζει. Προσέξτε όμως τώρα. Στην προσπάθεια μου να σώσω το βιβλίο σκέφτηκα ότι έτσι όπως το θέτω έχω κι εγώ φέρει τον εαυτό μου σε ένα αδιέξοδο: γιατί θα μπορούσε ένας φύλακας αρχαιολογικής ανασκαφής, έτσι όπως τον έχει πλάσει η Γκανάσου, να εμφορείται ακριβώς από τις ιδέες που εγώ του προσάπτω ως παράταιρες και αντιφατικές. Άρα, έσφαλα, και η Γκανάσου έχει δίκιο στην κατασκευή του χαρακτήρα, οι απόψεις του οποίου κάλλιστα θα μπορούσαν να έχουν μπολιαστεί από ημιμάθεια και γερές δόσεις λαϊκισμού (που εγώ διαβάζω ως φιλοσοφικές κοινοτοπίες και αφελείς διδακτισμούς). Ο ήρωάς της εξάλλου βγάζει περισσότερο νόημα ως αμετροεπής παρά ως κάποιος που έχει πέσει θύμα μιας οικογενειακής σκευωρίας. Αλλά δυστυχώς δεν έχουν έτσι τα πράγματα. Αφενός η Γκανάσου δεν επιθυμεί μια τέτοια ανάγνωση, αφετέρου υπάρχει πάλι πρόβλημα, γιατί μπορεί οι «γόνιμες μέρες» να έφεραν αυτή την επιφοίτηση στον ήρωα σε επίπεδο ιδεών και στοχασμών αλλά δύσκολα μπορούμε να φανταστούμε και μια παρόμοια επιφοίτηση, μια τόσο εντυπωσιακή γονιμότητα, στον χειρισμό της γλώσσας και στην επιλογή του λεξιλογίου. Εξηγούμαι: Ένας φύλακας αρχαιολογικού χώρου όπου εκτός από τα μέλη της άμεσης του παρέας του, που τους έδεναν οι «[...] οι άδειες τσέπες, τα γεμάτα ποτήρια [...]» (σ.14) και τον κοινωνικό του περίγυρο –θαμώνας καφενείου με παρέα έναν οικοδόμο και έναν υδραυλικό (ναι, υπάρχει και ένας μουσικός)– που η συγγραφέας δεν μας τον παρουσιάζει να έχει κάποιες ανησυχίες πέρα από το ποδόσφαιρο και το μπαρμπούτι, ένας φύλακας λοιπόν που από τις ασχολίες του δεν τεκμαίρεται κάπου ότι έχει κάποιο πάθος με την ανάγνωση, ή κάποια άλλη πηγή γνώσεων, είναι λίγο δύσκολο να μιλάει με φράσεις όπως: «Βουλιάζω σε έναν απύθμενο, ιλεώδη πολτό ενοχών, θλίψης, ντροπής…» (σ. 78). Ή «[...] συμμορίες που εκμεταλλεύονται την ανάγκη των πενήτων [...]» (σ. 111). Και άντε να δεχτούμε ότι ο φύλακας του αρχαιολογικού χώρου με κάποιο τρόπο γνωρίζει τη λέξη «κτερίσματα» (σ. 88), αλλά να πιστέψουμε κιόλας ότι μπορεί να σκέφτεται και να διατυπώνει απορίες όπως «Πώς θα αποδείξουμε ότι υπήρξαμε εντέλει; Πώς θα αποδείξουμε ότι ζούμε σε αυτή τη χώρα, τη συγκεκριμένη εποχή, με την έννοια της δολοφονίας ως αρνητική, με το πρότυπο της φιλοδοξίας, της ιδιοκτησίας, της κοινωνικής ανέλιξης ως θεμιτό, με την επέμβαση του Θεού ως αμφιλεγόμενη και όχι, σε κάποιο άλλο μέρος του σύμπαντος την ίδια στιγμή;»; (σ. 88). Ή «Καταθέτουν τα αληθινά γεγονότα όσοι καταγράφουν τα περασμένα ή πρόκειται για ιστοριογραφικές προσεγγίσεις βάσει έθνους, φύλου, φυλής, τόπου, χρώματος, εποχής, ενοχής, κοινωνιολογικής ή γεωπολιτικής σκοπιάς, στόχου…»; Ή «Καθωσπρεπισμός: κατασκεύασμα. Κομφορμισμός: κατασκεύασμα. Χριστιανισμός, Ισλαμισμός, Βουδισμός: κατασκεύασμα. Ελιτισμός, σνομπισμός, ρατσισμός: κατασκεύασμα. Εθελοντισμός; Παραδειγματισμός; Μιθριδατισμός;»; (σ. 105).
Η Γκανάσου, στήνει μεν έναν έξυπνο φορμαλισμό, και ξεδιπλώνει επιτυχώς μια αφήγηση, ζητάει όμως υπερβολικά πολλά από τον ήρωά της ο οποίος λυγίζει υπό το βάρος της διανοητικής σκευής που του προσάπτει. Είναι λοιπόν η θεμελιώδης ασυμφωνία –αντιληπτική αλλά και νοητική– ανάμεσα στο πώς φαίνεται ο ήρωας να έχει φτάσει στο σημείο στο οποίο διαδραματίζεται το βιβλίο και στο πώς αναστοχάζεται τα πράγματα, που κάνει τον αναγνώστη να ανασκουμπώνεται.
Η Γκανάσου αφήνει έτσι να πάει χαμένη μια εξαιρετική ευκαιρία να προσδώσει στο κείμενό της τη δυνατότητα για ένα βαθύτερο επίπεδο ανάγνωσης. Η ακινησία του ήρωά της, και η συνακόλουθη ομφαλοσκόπησή του, θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως εξισορροπητικές δυνάμεις στην “αρετή” της διαρκούς κίνησης που ενώ υποτίθεται ότι προστατεύει τη δημιουργικότητα και γενικά εξασφαλίζει ζωές που δεν «χορταριάζουν», καταντάει τελικά ανούσια σπασμωδική υπερκινητικότητα, διάσπαση προσοχής, και βίαιος κατακερματισμός της προσωπικότητας στο πλαίσιο του παγκοσμιοποιημένου ιστού της ζωής που βιώνει ο ήρωάς της καθώς προσπαθεί να τα φέρει βόλτα. Είναι κρίμα που η συγγραφέας βάδισε τελικά χωρίς βοήθεια στο επίπεδο της επιμέλειας του κειμένου της. Είναι κρίμα που κανένας δεν μπόρεσε να την καθοδηγήσει στην πορεία προς την έκδοση του βιβλίου. Για παράδειγμα, εγώ προσωπικά θα ήμουν ικανοποιημένος και θα θεωρούσα τον ήρωα πιο αληθοφανή αν η Γκανάσου τον έβαζε να έχει μια αναγνωστική εμμονή με τον Καζαντζάκη. Θα ήθελα με κάποιο τρόπο να μπορούσε να γίνει πιστευτός ο προσχηματικός πλούτος που επιδεικνύει ξαφνικά ο ήρωας σε επίπεδο ιδεών γιατί τότε όλο το οικοδόμημα θα μπορούσε κάπως να σταθεί. Θα ήθελα κάποιος να είχε προσέξει τα προβλήματα σε επίπεδο λεξιλογίου και να την είχε πείσει να θέσει τον μονόλογο σε πιο ρεαλιστικούς λεκτικούς (και όχι μόνο) όρους. Επιπροσθέτως, οι «θύμησες», που καθίστανται λόγω συνθηκών προσβάσιμες στον ήρωα, θα μπορούσαν να συνιστούν και δομικά στοιχεία της προσωπικότητάς του καθώς αυτός εισέρχεται σε μια αναγκαστική στάση που ανάγεται σε αφορμή επανεπινόησης του εαυτού του. Τέλος, το ρίσκο της τελικής απόφασης που ταλανίζει την οικογένεια του ήρωα (ένα ρίσκο, πραγματολογικά, ουδόλως πειστικό) θα μπορούσε να κατοπτρίζει το εγγενές ρίσκο κάθε ζωής που αποπειράται να σηκωθεί πάνω από το μη αυθεντικό, –«[...] ποιος είναι τελικά ο νεκρός…» (σ. 61), διερωτάται με νόημα ο ήρωας– μιας ζωής που πιθανώς λοξοδρόμησε στον βωμό της πολυπαραγοντικότητας των σχέσεων που καλούμαστε να διαπραγματευτούμε.
— Τζούλια Γκανάσου, Γόνιμες μέρες, Γκοβόστης : 2021, 144 σελίδες, ISBN : 9789606061714, τιμή : €10.00.