Skip to main content
Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2024
Αιώνια επιστροφή

Το μυθιστόρημα του Αλέξη Πανσέληνου (Αθήνα, 1943) το διάβασα σε δυο καθισιές. Μετά το ξαναδιάβασα. Είναι ένα από τα ελάχιστα βιβλία, που έχω διαβάσει πρόσφατα, που στη δεύτερη ανάγνωση αποδείχθηκε καλύτερο. 

Tο βιβλίο είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο. Ο ήρωας, ο Σπύρος, μας αφηγείται τη ζωή του. Βρίσκεται χρονικά κάπου κοντά στο ιστορικό παρόν και, στο πρώτο μέρος, μας διηγείται καταστάσεις που έλαβαν χώρα το καλοκαίρι του 1966, ενώ, στο δεύτερο μέρος, καταστάσεις που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της Χούντας των Συνταγματαρχών και στη Μεταπολίτευση. Μια παρατήρηση: η χρήση της πρωτοπρόσωπης αφήγησης ενέχει κάποιες ιδιαιτερότητες: κάνει τον συγγραφέα χαρακτηριστικά απόντα. Ανοίγει παρένθεση. Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, τον κάνει πιο απόντα από τις περιπτώσεις της τριτοπρόσωπης όπου είθισται να εμφανίζεται παντεπόπτης αφηγητής, όπου είθισται να συγχέεται με τον συγγραφέα, όπου φυσικά και δεν είναι – ακόμη κι αν ο ίδιος τρέφει τέτοιες αυταπάτες. Κλείνει παρένθεση. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση προσφέρει στον συγγραφέα μια ιδιότυπη ασυλία –ένα άτυπο ακαταλόγιστο–, γιατί τα όποια λάθη του εύκολα μπορούν να μετακυλισθούν στον ήρωά του και ο συγγραφέας να τη βγάλει καθαρή. Επομένως απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή έτσι ώστε να μπορεί ο αναγνώστης να αντιλαμβάνεται τι ακριβώς συμβαίνει σε αυτή τη λεπτή συνθήκη. Ο συγγραφέας ποιείν την νήσσαν ή πραγματικά επιθυμεί ο αφηγητής του να εμφανίζεται ελλειμματικός, ή έστω ιδιοσυγκρασιακός; Στην περίπτωση του συγκεκριμένου μυθιστορήματος δεν χωράει αμφιβολία· ο Πανσέληνος κατανοεί αυτές τις αποχρώσεις, και έχει τους λόγους του να παρουσιάζει μια ανισορροπία ανάμεσα στα δύο μέρη του. Ποια ακριβώς είναι αυτή η ανισορροπία και τι εξυπηρετεί θα το δούμε παρακάτω.          

Ο Πανσέληνος ζωγραφίζει μια ιστορία αφοπλιστικής απλότητας. Ο Σπύρος, πρωτοετής φοιτητής στην Καλών Τεχνών, αφηγείται τις διακοπές του στο νησί, φιλοξενούμενος του Φαίδωνα Καραλή, καταξιωμένου ζωγράφου, συμπατριώτη και παλιού φίλου του πατέρα του. Ο συγγραφέας όμως δεν ζωγραφίζει αυτή την ιστορία μόνο μεταφορικά, με την έννοια του «σκιαγραφώ» ή «αποτυπώνω». Η αθωότητα του καλοκαιριού του 1966 που μας περιγράφει ο Σπύρος κατοπτρίζεται και στη φόρμα της γραφής του Πανσέληνου που λειτουργεί σαν «λάδι σε καμβά». Και μάλιστα, καταφέρνει ο συγγραφέας, κυρίως με αυτά που δεν λέει, να βγάζει στο κείμενο αυτή τη διαστολή του χρόνου, το βραδυφλεγές ίδιον της τεχνοτροπίας καθώς το «λάδι» αργεί να στεγνώσει. 

«Ξαναφάνηκε μπροστά μας η θάλασσα, τη διακρίναμε στο βάθος μιας πεδιάδας γεμάτης λόφους απαλούς, είδαμε ξανά έναν μεγάλο ελαιώνα, κυπαρίσσια ψιλόλιγνα εδώ κι εκεί που το σκούρο πράσινο χρώμα τους έκανε την πιο όμορφη αντίθεση πάνω στο σκοτωμένο ασημοπράσινο της ελιάς, ίσαμε το τέλος όπου ξεχώριζαν οι κόκκινες στέγες των σπιτιών, στην αγκαλιά ενός κόλπου πλαισιωμένου από δύο ακρωτήρια. Είχαμε φτάσει στο Λιβάδι» (σ. 24). 

Ο συγγραφέας αποτυπώνει στο χαρτί ένα παιχνίδι βλεμμάτων και χρωμάτων, ένα αλισβερίσι κινήσεων και συγκυριών έτσι όπως ο Σπύρος εντάσσεται στο μικροκλίμα του νησιού και εμπλέκεται σε ένα ερωτικό γαϊτανάκι με τις δύο αδελφές της οικογένειας Καραλή: την κατά δύο χρόνια μεγαλύτερή του Ειρήνη, και τη Γωγώ, τη δωδεκάχρονη που θα αποτελέσει και τον καταλύτη της μετέπειτα ματαίωσής του. Ο αναγνώστης όμως αρχικά παρατηρεί και θαυμάζει «[...] τη δεξιοτεχνία, τη διάχυση του φωτός από τον πίνακα προς τα έξω, λες και η πηγή του φωτός [είναι] κάπου πίσω από τον καμβά και όχι το αντίθετο» (σ. 28). Ο Πανσέληνος προσφέρει ένα αποστεωμένο, έμπλεο υπαινιγμών κείμενο που θα αποπλανήσει τον αναγνώστη στην πορεία του προς στα ενδότερα, πίσω από την αθωότητα του νεανικού κάλλους που, στην ύψιστη σοφία του, αρνείται πεισματικά να κοιτάξει κάτω από την επιφάνεια. Δεν θα μπω σε λεπτομέρειες της πλοκής. Θα πω μόνο ότι ο Σπύρος θα αφεθεί σε μια αναμενόμενη και δήθεν αθώα προδοσία προς την έφηβη Γωγώ· όπως επίσης και ότι οι σελίδες του πρώτου μέρους είναι ύπουλα απλοϊκές. Πολλά από τα συμπεράσματα στα οποία οδηγείται αρχικά, λίγο πολύ αβασάνιστα, ο αναγνώστης θα διαψευστούν, γιατί ο Πανσέληνος προτάσσει κάτι πολύ πιο εκλεπτυσμένο: μια σχεδόν ιδεαλιστική εικόνα, σε ένα αιγαιοπελαγίτικο νησί που δεν κατονομάζεται, με καταστάσεις που έχουν συμβεί πλειστάκις και εύκολα θα μπορούσαν να συμβούν ξανά. Θέλω να επιμείνω λίγο σε αυτό το «ιδεαλιστικό». Όλη η εικονοποιία που προτάσσει ο συγγραφέας σε αυτό το πρώτο μέρος λειτουργεί αφαιρετικά –το «Λιβάδι», το «Κάστρο», ο «έρωτας», κλπ– έτσι ώστε να ωθήσει τον αναγνώστη σε εύκολες προβολές και ταυτίσεις.       

Όταν λοιπόν φτάνουμε σε αυτό το «Θα σ’ αγαπώ για πάντα. Θα σ’ αγαπώ ακόμα κι όταν σε ξεχάσω και με ξεχάσεις κι εσύ κάποια μέρα. Πάντα θα σ’ αγαπώ. Να το ξέρεις. Και να το θυμάσαι» (σ. 122) που ξεστομίζει ο Σπύρος στη Γωγώ, έχει συντελεστεί κάτι αξιοθαύμαστο. Ο Πανσέληνος έχει καταφέρει να αναπαραστήσει το απόγειο της αθωότητας. Όταν ο αναγνώστης φτάνει σε αυτά τα λόγια του Σπύρου και τα διαβάζει αβίαστα, σαν να είναι το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο, συνειδητοποιεί μόλις εκείνη τη στιγμή, αναδρομικά, τη δύναμη των σελίδων που έχουν προηγηθεί· συνειδητοποιεί τη δύναμη αυτής της ιδεαλιστικής εικόνας που έχει κατασκευαστεί. Είναι η εδεμική αθωότητα που χτίζεται υπόρρητα –ο Σπύρος που θα εγκαταλείψει το νησί σαν κυνηγημένος γιατί τα έχει σκατώσει με τις δύο αδελφές, νιώθει «[...] διωγμένος σαν Πρωτόπλαστος» (σ. 139)–, η εδεμική αθωότητα που χτίζεται με ανεπαίσθητες πινελιές σε όλες αυτές τις σελίδες, και κάνει ακόμη και κάποιον σαν και του λόγου μου –που κυκλοφορώ με μια καρφίτσα για να εξαερώνω, εν ριπή οφθαλμού, τις φούσκες κάθε μελοδράματος– να τη διαβάζει και να στέκεται έκπληκτος που δεν του κλότσησε. Ο Πανσέληνος, όπως γίνεται διακριτό στις σελίδες που ακολουθούν το συγκεκριμένο απόσπασμα, καταγράφει έκτυπα μια επιπλέον ιδιότητα αυτής της αθωότητας. Έτσι όπως διαβάζουμε για αυτό το τηλεφώνημα του πατέρα του Σπύρου από την Αθήνα, που τον προσγειώνει «στη σκληρή πραγματικότητα» (σ. 125) καθώς του θυμίζει ότι οι διακοπές του στο νησί φτάνουν στο τέλος τους, βιώνουμε κι εμείς για δύο σελίδες μια στιγμιαία παύση της ροής του χρόνου. Μια παύση –μια συγκοπή– που, τώρα το συνειδητοποιούμε, έχει ξεκινήσει το μυθιστόρημα με τη φράση «Τότε ακόμη τα καλοκαίρια είχαν τη γεύση της αιωνιότητας» (σ. 9) όταν την αναφέρει ο συγγραφέας και μας κάνει, στην αρχή, να χαμογελάμε κατάτι ειρωνικά. Τώρα όμως μας έχει πείσει. Όταν ο Καραλής που φιλοξενεί τον Σπύρο τού λέει για το δυσεύρετο εισιτήριο «[μ]η σε νοιάζει [...] θα το κλείσω εγώ και θα σου πω» (σ. 125), ο αναγνώστης νιώθει τη σύμπνοια της νεότητας με αυτό το «μη σε νοιάζει»· της νεότητάς που επιθυμεί να επικεντρώνεται εις εαυτόν· στο διαρκές, άχρονο παρόν που λες και υπάρχει για να υπηρετεί, αδιαμεσολάβητες, μόνο τις αισθήσεις. Διόλου τυχαία, η δραματοποίηση αρτιώνεται καθώς αυτό το απόγειο της αθωότητας εντοπίζεται ακριβώς λίγο πριν το τέλος του πρώτου μέρους. Θα μεσολαβήσουν περίπου δέκα σελίδες και ο Σπύρος θα βρεθεί στο «[έ]ναν χρόνο αργότερα όλα είχαν αλλάξει» (σ. 155)· θα βρεθεί στο καλοκαίρι του 1967.

Το μυθιστόρημα, εκ πρώτης όψεως, φαντάζει εμπροσθοβαρές. Το πρώτο κομμάτι έχει όλη τη χάρη μιας αναγνωστικής εμπειρίας που αρχικά σε ξενίζει με την απλότητά της, μετά, σε οδηγεί στη συνειδητοποίηση της βαθύτερης αρχιτεκτονικής της, και τέλος, λίγο πριν το πέρασμα στο δεύτερο μέρος, σου χαρίζει μια στιγμή απόλαυσης που σχεδόν ακυρώνει τα δεσμά του χρόνου. Το βιβλίο όμως είναι σκόπιμα εμπροσθοβαρές για να αναιρέσει το άχθος της ματαίωσης που ακολουθεί. Ας μην λησμονούμε ότι διαβάζουμε την ιδιοσυγκρασιακή, πρωτοπρόσωπη αφήγηση του ήρωα, που δίνει περισσότερη σημασία σε αυτά που θέλει να θυμάται και λιγότερη σε αυτά που θέλει να ξεχάσει. Διαβάζουμε: «Όσα ζούμε στις καλοκαιρινές διακοπές επιβιώνουν πολύ αχνά τυλιγμένα σε ένα πέπλο θαμπό, τίποτα δεν ξεχωρίζει εύκολα από τη γενική εικόνα, οι αναμνήσεις απλώνουν αραιωμένες σαν τα χρώματα της ακουαρέλας στο υγρό χαρτί. Μόνο τα τραύματα διατηρούνται ολοζώντανα. Η μνήμη μας έχει μια μεγάλη αίθουσα όπου στοιβάζονται οι ευτυχισμένες αναμνήσεις μαζεύοντας σκόνη· αλλά τις ατυχίες, τις πληγές και τις απογοητεύσεις τις στήνει πάνω σε βάθρο ή τις κρεμά στους πιο καλά φωτισμένους τοίχους της αίθουσας. Και κάποτε, αναπάντεχα, βρίσκονται πάλι μπροστά μας»  (σ. 148-9). Σε πλήρη αντιστροφή αυτής της λειτουργίας της μνήμης, ο Σπύρος ανασυστήνει τις αναμνήσεις και αποκαθηλώνει τα τραύματα. Γι’ αυτό και το δεύτερο μέρος, που αναφέρεται στην περίοδο της χούντας, φαντάζει πιεσμένο και λειψό· φαντάζει διεκπεραιωτικό και βεβιασμένο, γιατί τελεί σε πλήρη στοίχιση με την αποκαθήλωση που επιθυμεί ο αφηγητής. Ο Σπύρος, στο δεύτερο μέρος ζει τη ματαίωση μιας ζωής που μέχρι εκείνη τη στιγμή έμοιαζε, και, για πολλούς λόγους, ήταν ανείπωτης ευτυχίας.

«Η τέχνη, σκεφτόμουν, πρέπει να καταγγέλλει και το νόημα να προβάλλει κάτω από την επιφάνεια των πραγμάτων», θα πει ο Σπύρος σε μια αντιφατική δήλωση, πολύ αργότερα, το 1981, σε μια έκθεση ζωγραφικής παλαιών συμφοιτητών του. Και λέω αντιφατική γιατί ο Σπύρος έχει χάσει πλέον το έρμα του στην τέχνη. Καθώς κοιτάζει τα εκθέματα συμφωνεί με το σχόλιο της αδαούς συνοδού του «ότι δεν θα κρεμούσε στον τοίχο της έναν πίνακα με μια μπουγάδα ή ένα φορτηγό με εργάτες που πάνε να δουλέψουν» (σ. 198). Ο κύβος έχει ριφθεί. Ο Σπύρος είναι πλέον μια καρικατούρα του παλιού του εαυτού: κάποιος, ένας πρώην ζωγράφος, που αξιολογεί την τέχνη με το αν θα την κρεμούσε στον τοίχο του! Εμφανίζεται προσηλωμένος στον έρωτά του για τη συγκεκριμένη γυναίκα, και, κατά κάποιο τρόπο, αφήνεται να παρασυρθεί από τα βεβιασμένα συναισθήματά του χωρίς να προτάσσει κάποια συγκροτημένη άποψη για την παλιά του τέχνη που πλέον τον έχει ξεπεράσει. «Ήμουν πάντως δοσμένος στον έρωτα μου για τη Στέλλα και θα συμφωνούσα μαζί της και στο πεδίο της αισθητικής – ας ήταν άσχετη με την τέχνη. Ήθελα να είμαι μαζί της σε όλα» (σ. 198), θα πει προσυπογράφοντας την ένδειά του. Έχοντας απωλέσει κάθε ικμάδα δημιουργικότητας, ακόμη και στο πιο βασικό επίπεδο: του αισθητικού κριτηρίου. Από άνθρωπος της τέχνης, της αισθητικής, έχει καταστεί άνθρωπος των ερεθισμάτων – των αισθήσεων, καθώς περιφέρει το αποψιλωμένο από κάθε νοηματική γονιμότητα σαρκίο του. Ο συγγραφέας, μάλιστα, σε μια σκηνή που με προβλημάτισε αρκετά τον βάζει να παρακολουθεί τη Στέλλα, στον δρόμο για μια απρογραμμάτιστη συνάντησή τους, καθώς την πετυχαίνει να περπατάει με έναν άλλο άντρα με τον οποίο φαίνεται να διατηρεί ερωτική σχέση. Η αδυναμία του Σπύρου να μην την ακολουθήσει –να σπάσει τα δεσμά του ερεθίσματος– διαβάζεται και ως ένδειξη της ματαίωσής του. Θα έπρεπε να είχε το σθένος, ως προσωπικότητα, να απαγκιστρωθεί από το ερέθισμα χωρίς δεύτερες σκέψεις, αλλά ο Σπύρος είναι ήδη χαμένος. Ποιος ξέρει; ίσως αυτή του η ένδεια να είναι και η αιτία για την αστοχία τού έρωτα στον οποίο κάπως βεβιασμένα φαίνεται να εξωθεί τον εαυτό του για να ολοκληρώσει το μικροαστικό του τέλμα.     

Το βιβλίο όμως, εκεί λίγο πριν το τέλος, κρύβει μια έκπληξη: μια παραδοχή του Σπύρου που μέσα στη ματαίωσή του ανακαλύπτει ακόμη κάποια ψήγματα ακεραιότητας. Ο Σπύρος μπορεί να βυθίστηκε σε ένα τέλμα λόγω «της οικονομικής ανάγκης» και του άγχους της «βιωτής», αλλά δεν είναι αυτοί οι βαθύτεροι λόγοι που τον κράτησαν μακριά από τη ζωγραφική. Ο Σπύρος έχασε την πίστη στον εαυτό του, όπως θα ομολογήσει χαρακτηριστικά, και η αιτία υπήρξε η προδοσία του απέναντι στη Γωγώ. Ο Σπύρος δεν μπόρεσε ποτέ να ανανήψει από εκείνο το καλοκαίρι ακριβώς επειδή βεβήλωσε την αγνότητά του. Η ματαίωση του Σπύρου, που αρχικά μου φάνηκε κάπως βεβιασμένη και υπερβολική, είναι τόσο απόλυτη γιατί ο Σπύρος πέφτει από πολύ ψηλά. Ομολογώ ότι στην πρώτη ανάγνωση του βιβλίου βρήκα αστείο τον λόγο, αλλά αυτό τελικά είχε να κάνει με τα δικά μου ελλείμματα και όχι του μυθιστορήματος. Εικάζω ότι ο Πανσέληνος, εδώ, υποδηλώνει ότι η αυθεντική καλλιτεχνική φύση προσλαμβάνει τον κόσμο μέσα από εντελώς διαφορετικά αισθητήρια που δεν επιδέχονται εκπτώσεις. Η προσήλωση, δεν είναι ποτέ, όσο εργατικός κι αν προτίθεται να γίνει κάποιος, ικανή να σηκώσει το βάρος της δημιουργίας όταν ο καλλιτέχνης έχει εκπέσει του βάθρου του – του παραδείσου του. Η πτώση του Σπύρου έχει λάβει ήδη χώρα το εδεμικό καλοκαίρι του ‘66, πριν τα ιστορικά γεγονότα που του προσφέρουν μιας πρώτης τάξης δικαιολογία για να εγκαταλείψει τη ζωγραφική. Το ότι ομολογεί την πτώση του, τον εξιλεώνει, και για μένα τον εξυψώνει εκ νέου: «Αλλά ένας καλλιτέχνης πρέπει να είναι και να νιώθει αγνός για να δημιουργήσει – να διατηρεί μέσα του το μικρό παιδί που υπήρξε, αλλιώς η ζωή του και η τέχνη του τρέχουν σε λάθος ράγες. Δεν θα άντεχα να ζωγραφίζω τις τύψεις μου για τις αποτυχίες και το σκοτάδι μέσα μου. [...] Αν δεν έχεις φως να προσφέρεις τότε κάνεις κακή τέχνη. Άλλοι ίσως αντέχουν να το κάνουν. Εγώ δεν θα άντεχα. Προτίμησα να σβήσω, να υποχωρήσω και να σωπάσω» (σ. 204).

Οι τελευταίες σελίδες του βιβλίου, παρότι σκοτεινές, στέκουν με σθένος και κοιτάζουν κατάματα τα γεγονότα. Αν κάποιος προβληματίζεται κατά πόσο η ματαίωση του Σπύρου είναι σκληρή ή απόλυτη, γιατί λόγω νεότητας δεν του δόθηκαν περιθώρια αντίδρασης, θα μπορούσε να αναζητήσει μια πιθανή απάντηση σε ένα άλλο μυθιστόρημα: Η ζωή, όπως λέει χαρακτηριστικά ο Μίλαν Κούντερα στην Αβάσταχτη ελαφρότητα της ύπαρξης δεν έχει πρόβες πριν τη μεγάλη παράσταση. Είναι ένα και μόνο πέρασμα· δίχως οδηγίες και δίχως κατευθύνσεις. Στις πρώτες σελίδες τής Αβάσταχτης Ελαφρότητας σχολιάζει ο Κούντερα τη νιτσεϊκή έννοια της «αιώνιας επιστροφής» και αναφέρει αυτό το περίφημο ότι όλα σε αυτόν τον κόσμο, για εμάς, έχουν αυτή την ελαφρότητα της μιας φοράς. Δεν ζήσαμε, δεν ζούμε, και δεν θα ζήσουμε τίποτα ξανά, γιατί όλα πέρασαν και περνούν και θα περάσουν σαν μία και μοναδική παράσταση που τη βιώνουμε χωρίς πρόβα και χωρίς επανάληψη. Ο Κούντερα προσφέρει μια ερμηνεία της κρυπτικής νιτσεϊκής έννοιας που λειτουργεί εν είδει νοητικής άσκησης και μεταμορφώνει την επανάληψη σε έναν ιδιότυπο μηχανισμό στοχασμού: πώς θα ήταν, αλήθεια, να τα ζούσαμε όλα αυτά ξανά και ξανά; Τι θα σήμαινε αυτό; Τι ηθικό βάρος θα κουβαλούσε μια τέτοια επανάληψη όταν όλα στις ζωές μας θα παίζονταν ξανά και ξανά, στον αιώνα τον άπαντα. Η λογική συνέπεια εδώ εντοπίζεται στη λεπτοδουλειά που απαιτείται τελικά ώστε οι ζωές μας, που χαρακτηρίζονται από αυτή την ελαφρότητα, να μπορούν να ιδωθούν μέσα από το πρίσμα της επανάληψης: «αν ζούσα για πάντα, θα ήμουν ικανοποιημένος αυτή η ιστορία να επαναλαμβάνεται για πάντα;» Αυτό είναι το κομβικό ερώτημα. Και αυτό είναι και το ερώτημα που απαντά ο Σπύρος αρνητικά στο τέλος του βιβλίου. Αυτό που βιώνουμε μπορεί να μην ενέχει πραγματικά την επανάληψη αλλά οι νοητικές δεξιότητές μας προσφέρουν, συνεπικουρούμενες από την εποπτεία της ιστορικής μνήμης, τη δυνατότητα να βιώνουμε μια γνωστική λούπα χάριν της οποίας αντισταθμίζεται η εγγενής ελαφράδα μας. Έτσι, ενώ η ζωή ενέχει αναμφισβήτητα την ελαφρότητα, καθότι όλοι είμαστε πρωτάρηδες σε αυτό το γραμμικό παιχνίδι, από αρχής μέχρι τέλους, ο κατασκευασμένος χρόνος μας χαρακτηρίζεται από διαρκείς επαναλήψεις – υπενθυμίσεις μιας διαφορετικής τάξης πραγμάτων: ημέρες, εβδομάδες, μήνες, εποχές, γιορτές. «[...] [Μ]ετρούσα τη ζωή μου με τα καλοκαίρια» (σ. 181) θα πει ο Σπύρος. Όλα επαναλαμβάνονται, ξανά και ξανά, αντιστικτικά προς αυτή την αδυσώπητη γραμμικότητα της μιας φοράς σα να θέλουν να μας ενσταλάξουν τον φορμαλισμό και τις ηθικές προεκτάσεις μιας αιωνιότητας. Με μια τέτοια αιωνιότητα, σαν της αιώνιας επιστροφής, που όμως, φευ, καλεί για αποφάσεις, ανοίγει το μυθιστόρημά του ο Αλέξης Πανσέληνος, και το κλείνει με τη ματαίωση της πτώσης.    

— Αλέξης Πανσέληνος, Λάδι σε καμβά, Μεταίχμιο : 2022, 224 σελίδες, ISBN : 978-618-03-2983-4, τιμή : €13.30.