«Αληθινά χαρούμενος είναι όποιος περιφρονεί τις μελαγχολικές νοθείες της τωρινής χαράς του, γιατί προσδοκά τη μεγαλύτερη χαρά που είναι σίγουρος πως θα δοκιμάσει έπειτα. Αντίο, πόλεις των τροφείων και των τροφίμων, επιβίβαση με προορισμό την Αρχιπελαγική Πόλη» (σ. 170).
Είναι εξαιρετικά δύσκολο να μιλήσει κανείς για ουτοπίες και τα αδιέξοδά τους. Ο Άγης Πετάλας (Αθήνα, 1978), όχι μόνο καταπιάνεται με το ακανθώδες θέμα αλλά επιτυγχάνει, και με το παραπάνω, να ψυχαγωγήσει τον αναγνώστη.
Η Κυμύλη του τίτλου δεν στέκει απλώς συμβολικά αλλά και ως πραγματικός τόπος: το αιγαιοπελαγίτικο νησί –εξαίρεση– με την οργιώδη βλάστηση, τόπο καταγωγής του ήρωα, Μιράντολους Χωλ – παρωνύμιο, βέβαια, στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση του πρωταγωνιστή. Μιας «ακαδημαϊκής μετριοφυΐας» (σ. 16), όπως ορίζει ο ίδιος τον εαυτό του, που βρίσκεται σε ένα «συνέδριο νησιωτικής κοινωνικής γεωγραφίας καταμεσής της τοσκανικής υπαίθρου» (σα. 12-13). Ο ήρωας θα αφηγηθεί την πορεία του προς το συνέδριο. Πορεία τόσο συμβολική όσο και πραγματική, καθώς θα περιηγηθεί στην Ιταλία για να συναντήσει έναν παλιό φίλο στην Μπολόνια, να επισκεφτεί αξιοθέατα, αξιοπερίεργα και να γνωρίσει μέχρι και την αγάπη – γλιτώνοντας εαυτόν από το άχθος του έρωτα, που τα δεσμά του «γρήγορα σκεβρώνουν και σκουριάζουν» (σ. 84). Παράλληλα, δεν παραλείπει να μας εκθέσει και τις καταστατικές αρχές της εισήγησής του. Θα διαβάσουμε, για παράδειγμα, στο εκτενές κεφάλαιο «Vita historica» τις τέσσερις βασικές πηγές του στις όποιες γίνεται αναφορά στην Κυμύλη.
Ο Πετάλας κατασκευάζει, τρόπον τινά, ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα στο οποίο ξεχωρίζει το εύρος της επινοητικότητάς του. Δεν είναι μόνο η παράθεση των τεσσάρων πηγών –τέσσερις ιστορίες στις οποίες γίνεται ρητή αναφορά στην περιώνυμη νήσο–, που ξεχωρίζουν για την ενάργεια των καταστάσεων στις οποίες εκτίθεται ο αναγνώστης. Είναι και το ύφος του συγγραφέα που μετουσιώνει την προσωπικότητα του Χωλ.
Παραθέτω, ενδεικτικά, ένα μικρό απόσπασμα από την τέταρτη ιστορία, «The Boat», στην οποία διαβάζουμε για τον Κεν Φόγκερτυ και τη δημιουργία της εταιρείας του, που θα μπορούσε να είναι η Apple.
«Ο κάτασπρος λεπτός υπολογιστής της Boat ήταν μια πολυλειτουργική μηχανή και ταυτόχρονα ένα ονειρώδες λευκό κενό, στο οποίο θα μπορούσε να ξαποστάσει το μάτι του χρήστη μετά από μερικές ώρες εργασίας. Η εργασία αναδυόταν από τούτη τη μηχανή και επέστρεφε σε αυτήν, ο πυρετός της δουλειάς συνομιλούσε με την ακινησία του λευκού αντικειμένου και με τη γεωμετρία του. Ο χρόνος επιταχυνόταν όταν έγραφες στον επεξεργαστή κειμένου, κι έπειτα, όταν έκλεινες το καπάκι του λάπτοπ και αντίκρυζες το πάλλευκο του χρώμα, ο χρόνος ακινητούσε, αδρανούσε, κατάπινε στη δίνη του τα ανθρώπινα έργα που αρχειοθετούνταν μέσα σε εικονικούς φακέλους. Ήταν cool αντικείμενα. Συνδύαζαν τη χαλαρωτική ψυχρότητα μιας βιομηχανικής κατασκευής, την απεραντοσύνη του άδειου, την αυστηρότητα του χάρακα και τη χρηστικότητα μιας πάνσοφης υπερμηχανής. Έμοιαζαν με γλυπτά της κλασικής εποχής, από τα οποία έχει αποξεστεί κάθε πολύχρωμο επίχρισμα, για να αποκαλυφθεί ένα στιλπνό, λευκό τίποτα: ένας εναγκαλισμός θεάς Αθηνάς και Βούδα» (σ. 168).
Είναι λοιπόν το ύφος της πρόζας του Πετάλα που προσφέρει στον αναγνώστη μυθιστορηματική ευωχία. Εφιστώ την προσοχή στην κατασκευή της περσόνας του Μιράντολους Χωλ. Ο Πετάλας επινοεί το απόλυτο προσωπείο για να επιδοθεί σε νοητικές/φιλοσοφικές ακροβασίες, βερμπαλισμούς και κάθε είδους αμετροέπεια, χωρίς ποτέ ο αναγνώστης να μπορεί να του προσάψει το παραμικρό. Κάθε ακκισμός υπογραμμίζει την «ακαδημαϊκή μετριοφυΐα» του ήρωά του. Είναι εξάλλου η μετριότητα του Χωλ, που τον κάνει να αναλώνεται σε επώδυνες ταλαντώσεις ανάμεσα στο υψηλό και το χθαμαλό, καθώς αδυνατεί να βρει την πολυπόθητη ισορροπία στη μεσότητα.
Δεν βρήκα επομένως ουδόλως τυχαίο ότι, σε σημεία, η περιήγηση –και η αφήγηση– του Χωλ θυμίζουν τις αντίστοιχες στα μυθιστορήματα του Μαξ Ζέμπαλντ:
«Παρά τα αρχικά μου σχέδια, φτάνοντας σε μια συννεφιασμένη Ρώμη, γεμάτη θερινή υγρασία που σου μάγκωνε την ανάσα, ανακάλυψα ότι τελικά δεν είχα καμιά διάθεση να σταθώ στις τεράστιες ουρές που σχημάτιζαν οι τουρίστες στη Βίλα Μποργκέζε, στο Κολοσσαίο ή στον Άγιο Πέτρο. Μου αρκούσε το γενναιόδωρο ερ κοντισιον στο δωμάτιο και το ξεφύλλισμα ενός κατατοπιστικού ταξιδιωτικού οδηγού στο κρεβάτι» (σ. 23)
Ή ότι, σε άλλα σημεία, η αφήγηση φέρνει προς το χαρακτηριστικό ύφος του Τόμας Μπέρνχαρντ:
«Ήμασταν όσο κοντά μπορούν να βρεθούν δύο ψυχές γυμνές από ελπίδα, δύο απελπισμένες ψυχές. Μα η διαφορά ήταν πως εκείνη έπαιζε ενώ εγώ άκουγα, εκείνη ήταν ενεργητική και εγώ παθητικός, εκείνη ήταν υποχρεωμένη να παίζει κι εγώ ήμουν καταδικασμένος να ακούω, επομένως μπορεί να ήμασταν δυο κοντινές ψυχές, διότι εκείνη έπαιζε ενώ εγώ άκουγα, και αυτό είναι πολύ διαφορετικό, πολύ διαφορετικό, ακόμη κι αν μας ένωνε η νοσοκομειακή μουσική που εκείνη έπαιζε κι εγώ άκουγα» (σ. 64).
Το μόνο σημείο στο οποίο ο Πετάλας, ως συγγραφέας, υποσκάπτει τη συνέπεια της περσόνας του Χωλ, είναι όταν ”απεργάζεται” τη βαθιά ειρωνεία που διατρέχει το κείμενο. Όσο ο Χωλ καθίσταται είρων τόσο οι ακκισμοί του φαντάζουν παράταιροι, καθώς η ειρωνεία λειτουργεί και ως τροχοπέδη.
«“Από επαγγελματική περιέργεια, μπορείς να μου πεις την πλοκή του;” κι εκείνη, ξαφνιασμένη, του απάντησε πως το βιβλίο της είχε την πλοκή που θα ανέμενε κανείς από μια οποιαδήποτε ζωή δίχως πλοκή, μια ζωή στην οποία δεν έχουν απομείνει παρά μόνο τα καρκινικά πλοκάμια θλιβερών εξαμβλωμάτων μιας ραγισμένης μνήμης (ή έτσι τουλάχιστον θα απαντούσε η συγγραφέας που διάβαζε, μέσα από το στόμα της ηρωίδας της, μιας καθηγήτριας δημιουργικής γραφής σε αναζήτηση του εαυτού της, ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων) [...]» (σ. 247).
Τα εξηγεί όμως και ο ίδιος ο Χωλ αυτά:
«[...] [Δ]ίχως τη σάτιρά της ακόμη κι η πιο ανόθευτη ηδονή είναι μοιραίο να παράξει ένα τρομερό υπόλειμμα μελαγχολίας. Η σάτιρα συντηρεί τη χαρά, μετατρέποντάς τη σε ατέρμονο γέλιο. “Θυμήσου την Ειρωνεία”: αυτή η επιγραφή είναι χαραγμένη σε όλα τα κρεβάτια των εραστών της Αρχιπελαγικής Πόλης» (σ. 174).
Ξεχωρίζω όμως το κεφάλαιο «Vita contemporanea», στο οποίο ο Πετάλας προσφέρει μια εξαιρετική αποτύπωση ενός «underdog»: «μια λέξη αμφίσημη, που μπορεί να σημαίνει το συμπαθές αουτσάιντερ που παλεύει να νικήσει κόντρα στα προγνωστικά ή απλώς τον φουκαρά loser, και έλκει την καταγωγή της από τις εγγλέζικες κυνομαχίες του 19ου αιώνα. Το υπέρσκυλο, ο νικητής της κυνομαχίας, κατέβαλλε το υπόσκυλο, το ηττημένο, γδαρμένο, ματωμένο πλάσμα, το καβαλούσε, το δάγκωνε στα πλευρά και στον λαιμό, το ποδοπατούσε. Το υπόσκυλο: ένα κουτσό ον με ραγισμένα πόδια, με μια τεράστια, φεγγαρίσια, αιμάσσουσα πληγή στη ράχη του, εκεί όπου κάποτε υπήρχε στιλπνό τρίχωμα» (σσ. 207-208).
Είναι αυτό το «υπόσκυλο», που θα παίξει καθοριστικό ρόλο στον μύθο. Η ζωή του παρατίθεται έκτυπα, αφήνοντας υπαινιγμούς για το πώς η ιδεολογία του είναι προϊόν της. Πως χαρακτηρίζεται, δηλαδή, από «μια καθαρά βιωματική βάση»:
«Ξέρεις, τελικά κανένας δεν ακολουθεί μια ιδεολογία, αν δεν ανακαλύψει σε αυτήν ένα δικό του βιωματικό υπόστρωμα. Δίχως αυτό το υπόστρωμα, η ιδεολογία είναι μια καθαρά θεωρητική κατάσταση, άψυχη, διανοητική. Αν όμως ανακαλύψεις τον βιωματικό κρίκο που σε συνδέει με τα διδάγματά της, τότε έχεις τις μεγαλύτερες πιθανότητες να παραμείνεις ένας συνεπής, πιστός ιδεολόγος» (σ. 44).
Ο Πετάλας, όμως, δεν αρκείται μόνο στην απλή παράθεση της μικροαστικής ζωής του «υπόσκυλου», που θα ορίσει τη μοίρα της Κυμύλης. Το κείμενο πισωπατά, παίρνει αποστάσεις από την αφήγηση και αναστοχάζεται δόκιμα, διατηρώντας τον απόλυτο έλεγχο της μυθιστορηματικής συνθήκης, καθώς στον χαρακτήρα μιας «ακαδημαϊκής μετριοφυΐας» επιτρέπονται κάθε είδους παρεκβάσεις και σχολιασμοί:
«Ένα υπόσκυλο δεν αντιλαμβάνεται ποτέ τις προσβολές που του απευθύνουν στη δημόσια συζήτηση, ακριβώς διότι προϋπόθεση της σχετικής δημόσιας συζήτησης είναι να μην μετέχει σε αυτήν το υπόσκυλο και να μην μπορεί να την κατανοήσει» (σ. 212).
Στο τέλος, ο Χωλ, χωρίς να το συνειδητοποιεί θα πραγματοποιήσει μια κίνηση που δυνητικά θα μπορούσε να τον οδηγήσει στην υπέρβαση της «μετριοφυΐας» του. Θα μιλήσει για κάτι το οποίο δεν υπάρχει πια. Ενώ δηλαδή η συμβολική αδυνατότητα της ουτοπίας, που έχει πραγματευτεί από ποικιλία οπτικών γωνιών, εδράζεται πλέον και στην πραγματικότητα, καθώς το δάσος της Κυμύλης έχει καεί, ο ήρωας θα αποφασίσει να προχωρήσει στην εισήγησή του:
«Σκέφτομαι πως οφείλω να κατέβω από το βήμα και να αποσυρθώ. Όμως, για κάποιο λόγο, πειθώ τον εαυτό μου πως πρέπει να κάνω ακριβώς το αντίθετο. Και συνεχίζω» (σ. 267).
Αυτός ο «κάποιος λόγος», όμως, έχει καταστεί σαφής μέσα από το μυθιστόρημα που έχουμε διαβάσει. Είναι ακριβώς η συνθήκη της καταστροφής της Κυμύλης, που τη μεταγράφει ως γνήσια «νήσο των δυνατοτήτων». Είναι ο αφανισμός του πραγματικού, που επιτρέπει τη «φυσική» ανάδυση του ιδεατού.
«“Τέλος πάντων, αυτό που ήθελα να πω εξαρχής είναι ότι, για να καταπολεμήσουμε με την Αρετή, τη Λογική και την Ηθική τα βίτσια και τις διαστροφές που μας επέβαλαν η απουσία Αρετής, η συντριβή της Λογικής και η κατάπτωση της Ηθικής, οπωσδήποτε χρειάζεται κάποιου είδους επιθετική ορμή, που μπορούμε να την αντλήσουμε ακριβώς από την άγρια πλευρά του εαυτού μας.” [...] “Όταν διαβάζεις τους φιλοσόφους, για παράδειγμα, δεν νιώθεις την οργή για τους εκμεταλλευτές του λαού να βγαίνει με φυσικό τρόπο από το στήθος σου; Με λίγα λόγια, δεν χρησιμοποιείς την οργή ως μέσον. Απλώς την αισθάνεσαι ως φυσική απόρροια της πίστης στο λογικό σου. Μοιάζει παράδοξο. Έτσι δεν είναι;”» (σσ. 132-3, δική μου υπογράμμιση).
Πρώτης τάξεως ψυχαγωγία.
— Άγης Πετάλας, Κυμύλη ή η νήσος των δυνατοτήτων, Εστία: 2024, 272 σελίδες, ISBN: 9789600519280, τιμή: €15,00.