Η ακριβολογική ενάργεια του Άρη Αλεξανδρή (Αθήνα, 1991) είναι, σε σημεία, εντυπωσιακή. Τόσο εντυπωσιακή που, τελικά, κυριαρχεί εις βάρος της μυθοπλαστικής ικανότητάς του. Ομολογώ ότι βρήκα το μυθιστόρημα πιο ενδιαφέρον για την αναλυτική και περιγραφική δεινότητά του παρά για τον μύθο του, που δεν δρέπει ακριβώς δάφνες πρωτοτυπίας. Θα ήμουν άδικος όμως αν δεν επισήμαινα ότι η ακριβολογία του συγγραφέα ενορχηστρώνεται τελικά στις οργανικές ανάγκες της ιστορίας του.
Η ηρωίδα, η Άνι, από το Αναστασία, κλείνει τα τριάντα. Δεν νιώθει όμως ικανοποιημένη από τη ζωή της. Έχει βέβαια να διαχειριστεί πολλά. Πέρα από το εργασιακό παλεύει και με τη ανάμνηση του παιδικού φίλου της, Φίλιππου Κάππα, που σκοτώθηκε υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες στα δεκαέξι του. Οφείλει όμως να ξεκαθαρίσει και την περίεργη σχέση που έχει αναπτύξει με τη μητέρα του Φίλιππου, όπως και την προβληματική σχέση με τη μητέρα της. Συνοδοιπόροι της, ο Μπάντι και η Δάφνη, τα εναπομείναντα μέλη της αρχικής τετράδας παιδικών φίλων.
Ο Αλεξανδρής υποβάλλει τον αναγνώστη στην ιεροτελεστία της ατμόσφαιρας. Ο χαρακτήρας των ηρώων, ο περίγυρος τους, ο ορίζοντας των καταστάσεων που αντιμετωπίζουν, όλα αποτυπώνονται με εξαιρετική σαφήνεια.
«Έξω από το σπίτι, σε μια αυθαίρετη αυλή που τίποτα δεν τη διαχώριζε από την αυθαίρετη αυλή του διπλανού σπιτιού, εκτός από τα νοητά σύνορα πολλών ετών καλής γειτονίας, υπήρχε από παλιά ένα μικρό τραπέζι. Δίπλα του, είχε τώρα προστεθεί ακόμα ένα. Σκόρπιες καρέκλες γύρω γύρω δημιουργούσαν μια φαντασματική αίσθηση οικογενειακής θαλπωρής. Η Άνι είχε τόσο πολλές αναμνήσεις από την οικογένειά της καθισμένη σε αυτό το σημείο, που κατέληγε να μη θυμάται τίποτα: ό,τι είχε ζήσει, είχε μετατραπεί σε μία αξεδιάλυτη ομίχλη γεμάτη συναισθηματικά βάρη, αλλά χωρίς ιστορική πλοκή» (σσ. 217-218).
Περί τίνος πρόκειται όμως;
«“Είναι απίθανα τα χιλιόμετρα φλυαρίας που διανύουν οι άνθρωποι, για να παραδεχτούν αυτό που ξέρουν ήδη”» (σ. 268).
Σε μεγάλο βαθμό, σε αυτά τα «χιλιόμετρα φλυαρίας» συνίσταται και το μυθιστόρημα του Αλεξανδρή. Ο συγγραφέας ψηλαφεί και αποδελτιώνει μυθοπλαστικά τις πλάνες της ηρωίδας του και της παρέας της, στην πορεία τους να «παραδεχτούν αυτό που ξέρουν ήδη» για τις ζωές τους.
Ο Αλεξανδρής αναφέρει στο οπισθόφυλλο μια κατά τι κρυπτική φράση: «Αν τα φαντάσματα υπήρχαν, αυτή θα ήταν μια ιστορία φαντασμάτων». Ο μύθος του, ειδικά στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, εγκολπώνεται ακόμη και τη συνθήκη του μεταφυσικού, όχι για να το εναγκαλιστεί –ο Αλεξανδρής εξάλλου είναι άτεγκτος ορθολογιστής– αλλά για να το εργαλειοποιήσει. Η πορεία της Άνις προς την καθυστερημένη ενηλικίωσή της θα περάσει μέσα από την ταξινόμηση ποικίλων «φαντασματικών» καταστάσεων που μία προς μία θα καταρριφθούν και θα διευθετηθούν.
«Η απομυθοποίηση κομίζει σοφία, αλλά και ένα ισοπεδωτικό αίσθημα ανίας. Κάποια πράγματα καλό είναι να μένουν μυστηριώδη» (σ. 227).
Οι φοβίες και οι πεποιθήσεις της Άνις, η προσκόλλησή της στον Φίλιππο Κάππα, η νοσολαγνεία (sic) του Μπάντι, οι έωλες θεωρίες της κυρίας Κάππα –ένα αμάλγαμα Χαρδαβέλλα και Νικολούλη– για τον μυστηριώδη θάνατο του γιού της, ακόμη και οι μαριαντουανετικοί (sic) πειραματισμοί της Δάφνης. Ο Αλεξανδρής θα χτίσει τον μύθο του στη ζωογόνο επικράτεια του μυστηριακού. Θα αφήσει τους ήρωές του να περιπλανηθούν στον λαβύρινθο των δοξασιών τους και, σταδιακά, θα προσφέρει όχι ακριβώς λύσεις αλλά τις προϋποθέσεις ώστε τα μυστήρια να αρχίσουν να πνέουν τα λοίσθια, να καταστούν κενό γράμμα. Χαρακτηριστικά, ακόμη και η αποσαφήνιση του τίτλου, αυτό το Τρία επί ψυχής, θα δοθεί στην τελευταία σελίδα, ελλειπτικά και με την προσήκουσα ειρωνεία. «“Χμ, ενδιαφέρον” απάντησε η κυρία Κάππα, σαν να είχε ακούσει ένα απολύτως τεκμηριωμένο επιχείρημα πάνω σε μια λογική συζήτηση» (σ. 309).
Η σαγήνη του κειμένου μετατοπίζεται επομένως σε αυτή την ακριβολογική ενάργεια που ανέφερα στην αρχή. Η απομυθοποίηση, που ακυρώνει τα φαντάσματα που ποδηγετούν τους ήρωες, για να αποφύγει «ένα ισοπεδωτικό αίσθημα ανίας» αναπληρώνεται μέσα από την ακρίβεια των φορμαλισμών που συνθέτουν το μυθιστόρημα αλλά και που συνιστούν οργανικό μέρος της θεματικής του. Οι απαντήσεις εντοπίζονται πάντα στα γεγονότα και στη λογική ερμηνεία τους. Οι όποιες αβαρίες του ορθολογισμού αντισταθμίζονται από το ύφος του κειμένου.
Παραθέτω ενδεικτικά:
«Επιπλέον, παρά την ελάχιστη απόσταση που είχε διανύσει από την πόρτα του σπιτιού, αδυνατούσε να υπολογίσει πόσο μακριά βρισκόταν από αυτή· η λογική έλεγε ότι η πόρτα και το ίδιο το σπίτι βρίσκονταν πίσω της, αλλά το γεγονός ότι ο εγκέφαλός της είχε χάσει τα οπτικά του ερεθίσματα είχε απενεργοποιήσει τη νοερή της πυξίδα» (σ. 266).
Ή
«Το γάβγισμα που ακούστηκε δεν ήταν ακριβώς γάβγισμα· θα μπορούσε να χαρακτηριστεί γουργουρητό ή νάζι ή και ρόγχος οδύνης: ήταν ο ανεπεξέργαστος ήχος ενός ζώου που δεν έχει ακόμη προσδώσει νοήματα στις αντιδράσεις του, αλλά τις δοκιμάζει πειραματικά ενώ παράλληλα χαρτογραφεί τον νέο κόσμο που απλώνεται μπροστά του» (σ. 285).
Για αυτό και το βιβλίο, παρά τις όποιες αδυναμίες του, ψυχαγωγεί, χωρίς ο αναγνώστης να μπορεί να εντοπίσει άμεσα τον «αιτιώδη σύνδεσμο» αυτής της ψυχαγωγίας.
«Έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα όμως η Άνι ένιωθε ξεκρέμαστη και προδομένη από το σενάριο» (σ. 290).
Έτσι «ξεκρέμαστος» νιώθει όμως και ο αναγνώστης μετά από τριακόσιες σελίδες. Ξεκρέμαστος, αλλά ουδόλως απογοητευμένος. Ο Αλεξανδρής επιτυγχάνει να βάλει τον αναγνώστη σε μια τροχιά προσδοκιών μυστηρίου και φαντασμάτων, λίγο πολύ προσιδιάζοντας τη νοητική σκευή των ηρώων του. Επιπρόσθετα, παίζει και με τα ειδολογικά όρια του μυθιστορήματος, που σε σημεία μοιάζει άλλοτε με ιστορία μυστηρίου και άλλοτε με αστυνομικό. Όπως αποδεικνύεται, όμως, όλα έχουν λογικές λύσεις που απλώς απαιτούσαν «χιλιόμετρα φλυαρίας» για να αποκωδικοποιηθούν.
Το βιβλίο, σε σημεία, χάνει τον βηματισμό του. Η ακριβολογία ενίοτε ξεπερνάει τα δόκιμα όρια, όπως, για παράδειγμα, στο «[...] όμως οι λεπτομέρειες του ασαφούς διαβήματος εξατμίζονταν μέσα στον φαντασιακό βρασμό του ονείρου» (σ. 196), ή στο «[...] την ξανακάλεσε και τα λόγια της ξεπήδησαν από το στόμα της σαν εύγλωττος πίδακας υγρής αυτοπεποίθησης» (σ. 198). Επίσης, οι στιχομυθίες της Άνις με τον Ευάγγελο Πετρόπουλο, τον επονομαζόμενο και «Βαν Πίτερς», ιδιοκτήτη του φροντιστηρίου, δεν στέκουν με αξιώσεις. Η εμμονή της Λέγκως, στις σκηνές που διαδραματίζονται στο Ανατολικό, να επαναλαμβάνει αυτό το «εγώ τα πράγματα τα λέω όπως είναι», παρότι προτάσσεται ως στοιχείο της ιδιοσυγκρασίας της, φέρνει προς σχολικό σκετς και δοκιμάζει τα όρια ανοχής του αναγνώστη.
Το δεύτερο μυθιστόρημα του Άρη Αλεξανδρή μοιάζει να υστερεί απέναντι στην πληθωρικότητα του προηγούμενου. Σε πολλά σημεία ένιωσα ότι το Τρία επί ψυχής θα μπορούσε να έχει προηγηθεί. Δεν είναι μόνο ότι ο Ιγνάτιος Καραθοδωρής είχε το πλεονέκτημα της ανηθικότητας –ο χαρακτήρας του παρά τις όποιες αστοχίες ήταν εξαιρετικά αβανταδόρικος–, ήταν και η θεματική του βιβλίου πιο φρέσκια καθώς διέθετε νοσηρή αιχμή. Το Τρία επί ψυχής, ενώ είναι πιο ώριμο –ο Αλεξανδρής συναρμόζει περίτεχνα φόρμα και περιεχόμενο ενώ αποφεύγει και αρκετές αμετροέπειες–, όταν ο μύθος αποψιλωθεί από τις στυλιστικές αρετές του, μοιάζει σχεδόν εφηβικός, μοιάζει σαν να έχουν εμφιλοχωρήσει στο μυθιστόρημα θεματικές που είχαν απασχολήσει τον συγγραφέα πριν το πρώτο του βιβλίο. Ακόμη και ηλικιακά, οι ήρωες των δύο μυθιστορημάτων μοιάζουν τρόπον τινά αντεστραμμένοι: ο Ιγνάτιος, παρότι εικοσάρης, καλείται να αντιμετωπίσει ακραίες καταστάσεις, ενώ η Άνι, παρότι τριαντάρα, μέσα στην (ταξική) αφέλειά της, μοιάζει με προσκοπίνα.
Το μυθιστόρημα συνιστά όμως απτή απόδειξη της σημασίας αλλά και της δύναμης που διαθέτει ένα κείμενο μόνο και μόνο επειδή ο συγγραφέας του έχει το ταλέντο της αφήγησης. Σε αυτό το ταλέντο ποντάρω και αναμένω τη συνέχεια.
— Άρης Αλεξανδρής, Τρία επί ψυχής, Μεταίχμιο: 2024, 320 σελίδες, ISBN: 9786180342000, τιμή: €16,60.