Ο Χρήστος Χρηστίδης (1953) κατασκευάζει μια ιστορία για τη συγγραφή. Για τη σημασία που έχει για κάποιους ανθρώπους η συγγραφή. «Την περασμένη εβδομάδα με ρώτησε η γυναίκα μου γιατί είμαι εμμονικός με τη γραφή. Γράφω, της απάντησα, γιατί εξακολουθώ να έχω τις ίδιες απορίες εξήντα πέντε χρόνια μετά την κηδεία του παππού μου» (σ. 192), θα πει μερικές σελίδες πριν το τέλος ο ήρωας συγγραφέας. Δεν είναι όμως μόνο αυτή η δήλωση που υποστηρίζει τη θέση μου. Ολόκληρο το μυθιστόρημα εδράζεται στη δύναμη των ιστοριών. Με προβλημάτισε αρχικά ο τίτλος. Δυσκολεύτηκα, ειλικρινά, να διακρίνω γιατί ο Χρηστίδης δίνει στο βιβλίο το όνομα της συζύγου του ήρωα συγγραφέα του, γιατί σε μια πρώτη ανάγνωση δεν είναι διακριτό. Υπάρχει βέβαια πάντα και το ενδεχόμενο το «Αυγή» του τίτλου να αναφέρεται στο «ξημέρωμα» και να μου διέφυγε. Διάβασα το βιβλίο δύο φορές με απόσταση δύο εβδομάδων ανάμεσα στις αναγνώσεις. Η βασική ηρωίδα είναι η Λία. Μια γυναίκα που ζει μόνη της, έγκλειστη από δική της επιλογή σε ένα διαμέρισμα, μετά τον θάνατο της μητέρας της. Ο Χρηστίδης αποτυπώνει το πέρασμα της ηρωίδας του στην παράνοια. Χωρίζει το μυθιστόρημα σε πέντε ενότητες. Κάθε ενότητα αποτελείται από τρεις μέρες: Μία «νεκρώσιμη», μία «εν τάφω» και μία «αναστάσιμη». Οι επαναλήψεις αποδελτιώνουν την τυπολογία της απόκλισης της ηρωίδας με τακτές αναφορές λέξεων, όπως, για παράδειγμα, στις «νεκρώσιμες»: «μπάνιο», «κουζίνα», «καθρέφτης», «πολυκατοικίες», «γειτόνισσα», «κηπουρός», «διαδίκτυο», «κρόσσια στο χαλί». Οι λέξεις εγγραφούν τις εμμονικές κινήσεις της Λίας μέσα στην κάθε μέρα. Κινήσεις που καταλήγουν πάντα στη σημασία της αφήγησης ιστοριών: «[...] [Γ]ιατί ήξερε ότι, όσο ήταν σε θέση να διηγείται ιστορίες, υπήρχε μέσα της πνοή» (σ. 87), ή «[...] μήπως έσπασαν τα αφηγηματικά μου φρένα επειδή είμαι νεκρή;» (σ. 90), αλλά και «[...] η LCnature δείχνει να αγχώνεται όλο και περισσότερο, καθώς συνειδητοποιεί από τη μαρτυρία του λευκού λαγού ότι η φήμη της ως storyteller αυξάνεται με γεωμετρική πρόοδο, ημέρα με την ημέρα, λεπτό το λεπτό, και πλέον είναι υποχρεωμένη να ξεφύγει από τους κανόνες της κλασικής πρόζας και να προχωρήσει σε ασύντακτη αφήγηση [...]» (σ. 97). Σε κάποιο σημείο μάλιστα, η Λία, θα πει χαρακτηριστικά: «είμαι σκέτες λέξεις».
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Ο Χρηστίδης έρχεται αντιμέτωπος με μια πολύ απαιτητική συνθήκη. Παραθέτω την αφιέρωση του βιβλίου: «Στη μνήμη της Λίας, της αγέννητης κόρης μου…». Δεν θα έκανα κανένα σχόλιο, καθώς η αφιέρωση κείται στον χώρο που αναφέρεται στον συγγραφέα ως φυσικό πρόσωπο, αλλά η Λία, όπως ανέφερα, τυγχάνει ηρωίδα του βιβλίου. Ηρωίδα που φέρει επίσης το παρωνύμιο LCnature, που εικάζω προέρχεται από τον διαδικτυακό χώρο τον οποίο επισκέπτεται καθημερινά. Τι άραγε να κρύβεται πίσω από το «LC» του ονόματος αν όχι το «Lia Christidis»; Ο Χρηστίδης λοιπόν σε αυτή τη «φυγόκεντρη και πολυφωνική αφήγηση» στήνει ένα αλλοπρόσαλλο, ιδιαιτέρως απαιτητικό, για τον αναγνώστη σκηνικό που ξομπλιάζεται από εκφάνσεις και θεάσεις που αντλούν από το βίωμά του. Γιατί το λέω αυτό; Ο συγγραφέας ήρωας, που «βιογραφεί και αυτοβιογραφείται», θα πει προς το τέλος: «Με την Αυγή ζήσαμε τρυφερά και ευτυχισμένα χρόνια, αν και η περίοδος της κλιμακτηρίου της, αρκετό καιρό μετά την αποβολή της πενταμηνίτικης κόρης μας, ήταν μια δοκιμασία για τη συμβίωσή μας [...]» (σ. 190). Δεν είναι λοιπόν αδόκιμο να υποθέσει ο αναγνώστης ότι ο Χρηστίδης, μερικώς, συγγράφει και μια αυτομυθοπλασία. Το εγχείρημα εμπλέκει επομένως τον συγγραφέα και ως φυσικό πρόσωπο. Για αυτό είπα ότι το σκηνικό είναι ιδιαιτέρως απαιτητικό για τον αναγνώστη. Απαιτητικό όμως γιατί; Γιατί ο Χρηστίδης έχει θέσει το βίωμά του στο επίκεντρο του μύθου σχεδόν απροκάλυπτα. Στέκομαι με υπέρμετρη συμπάθεια απέναντι στο τραύμα του συγγραφέα ως φυσικό πρόσωπο αλλά θαρρώ ότι έχει διαπράξει ένα δομικό λάθος, που, παρότι αποπειράται στο τέλος να το εξηγήσει, και μερικώς επιτυγχάνει, δεν πείθομαι ότι αυτό δεν ασκεί στον αναγνώστη μια μορφή συναισθηματικού εκβιασμού. Θα επαναλάβω ότι τέχνη, μεταξύ άλλων, σημαίνει και αποστασιοποίηση από το προσωπικό βίωμα – ειδικά το τραυματικό βίωμα.
Πού συνίσταται όμως το λάθος; Ενώ, προφανώς, για τον συγγραφέα τα θραύσματα της αφήγησης που εγκιβωτίζονται στον μύθο κομίζουν ειδικό συναισθηματικό βάρος, ο αναγνώστης αδυνατεί, αρχικά, να το διακρίνει. Ο αναγνώστης αδυνατεί, αρχικά, να επιβάλλει κάποιο νόημα στο σύνολο του συγγραφικού εγχειρήματος, γιατί το κείμενο αποτυγχάνει σε ένα πρώτο επίπεδο να βγάλει συναίσθημα. Και αποτυγχάνει, διατείνομαι, γιατί ο Χρηστίδης στέκει, όπως ομολογεί μέσω της αφιέρωσης του, εξαιρετικά κοντά σε αυτά που αφηγείται. Υπάρχει ένα σημείο πέρα από το οποίο η ελλειπτικότητα και η θραυσματικότητα ακυρώνουν τον όποιο ρόλο τους ως γρανάζια του μύθου, γιατί αποτυγχάνουν να λειτουργήσουν είτε, στην προκειμένη περίπτωση, ως δόκιμες απεικονίσεις ενός νου που νοσεί είτε, γενικότερα, ως ερεθίσματα ανοικείωσης που συνθέτουν τις ψηφίδες ενός μύθου. Υπάρχουν σημεία παραληρηματικότητας των ηρώων που ξεβολεύουν τον αναγνώστη καθώς αδυνατεί τόσο να αφεθεί στη σαγήνη τους όσο και να κατανοήσει τον ρόλο τους. Αναφέρω ενδεικτικά ένα παράδειγμα:
«Παρήγγειλα δύο τυλιχτά με χοιρινό μια μερίδα γύρο με τραγανές πατάτες, ενώ η λιτοδίαιτη γυναίκα μου αρκέστηκε σε δύο καλαμάκια με κοτόπουλο και μια πράσινη σαλάτα. Κι εκεί που καθόμαστε ωραία και καλά, γυρίζω το κεφάλι μου, και τι νομίζετε ότι βλέπω; Τρία στρουμπουλά γουρουνάκια να δειπνούν στο διπλανό τραπέζι φορώντας λιβρέα και παπιγιόν. Χρησιμοποιούν επάργυρα μαχαιροπήρουνα, λευκές λινές πετσέτες, πίνουν Syrah από κρυστάλλινα ποτήρια, ενώ δοκιμάζουν pork chops με baby carrots σε λάδι μαύρης τρούφας» (σ. 60).
«Συναισθήματα, όνειρα, παραληρήματα, εφιαλτικά θραύσματα μνήμης, αλλά κυρίως παραισθήσεις απότοκες της φαρμακευτικής αγωγής της. Τα περισσότερα από αυτά τα παραθέτω εδώ χωρίς να προσπαθώ να τα εκλογικεύσω, αντίθετα μπαίνω στον πειρασμό να εισέλθω στον διαταραγμένο κόσμο της Λίας και να ακολουθήσω τη δική της νοητική ακολουθία και τις ασύντακτες σκέψεις της» (σ. 177).
Παρατηρήστε ότι η λειτουργία του συγκεκριμένου αποσπάσματος, που έρχεται λίγο πριν το τέλος, είναι κάπως προβληματική. Ο Χρηστίδης, αφού έχει σχεδόν ολοκληρώσει την κατασκευή του, αμφιβάλλει και ο ίδιος και αισθάνεται την ανάγκη να δικαιολογηθεί μέσα από τον ήρωά του. Αν η έλλειψη και το θραύσμα είχαν βρει δόκιμα τη θέση τους στο μυθιστόρημα, μια τέτοια εξήγηση θα συνιστούσε πλεονασμό.
Επίσης, όταν το έμβρυο, στους μονόλογούς του, λέει «[...] Το δέρμα μου ρυτιδιασμένο. Δεν έχω δόντια, δεν έχω μαλλιά. Γεννιέμαι ή πεθαίνω; ή μήπως γεννιέμαι για να πεθάνω; [...]» (σ. 94), ή «Σε λίγες μέρες τελειώνουν όλα. Κι εγώ μαζί τους. Θα με τραβήξουν έξω. Θα με ξεριζώσουν από το σπίτι μου. Τη ζεστασιά του εαυτού μου. Τη θέρμη της μήτρας. Και μετά θα έχω έναν μόνιμο χτύπο ρολογιού στα αυτιά μου. Επικείμενος θάνατος. Θα με πετάξουν γυμνό στο πλήθος των άλλων. Στα ανακριτικά τους βλέμματα. Στο τραχύ τους άγγιγμα. Στις βαριές φωνές τους. Στις ξινές μυρωδιές τους. Έξοδος στο φως ή μήπως είσοδος στον θάνατο…» (σ. 129), νιώθουμε απογοητευμένοι από την κοινοτοπία, που δεν συνάδει με τις γενικότερες προθέσεις του συγγραφέα όπως διαφαίνονται στη συνέχεια.
Στο επιλογικό κεφάλαιο όμως υπάρχουν αρκετά σημεία που προσφέρουν στον αναγνώστη τη δυνατότητα να διακρίνει τις βαθύτερες στοχεύσεις του συγγραφέα. Σημεία που επιτρέπουν τόσο την προσέγγιση του μύθου όσο και τη βαθύτερη κατανόηση της εμπλοκής του ίδιου του Χρηστίδη στο έργο. Επίσης, η αφήγηση εδώ αποκτά μεγαλύτερη σαφήνεια και φέρνει στο προσκήνιο και τους λόγους που το μυθιστόρημα τιτλοφορείται Αυγή. Γιατί είναι εδώ που τελικά συνειδητοποιεί ο αναγνώστης ότι όταν ο συγγραφέας/ήρωας μιλάει για τη Λία, αναφέρεται κατά βάθος στη σύζυγό του, την Αυγή. Η Λία έχει υπάρξει, εξάλλου, ως έμβρυο, ως η αγέννητη κόρη της αφιέρωσης του μυθιστορήματος, αναπόσπαστο κομμάτι της συζύγου που ακρωτηριάζεται με την αποβολή της. Και εδώ ο Χρηστίδης επιδεικνύει αρκετές αρετές:
Θα παραθέσω ένα εκτενές απόσπασμα, γιατί θεωρώ ότι είναι καθοριστικό για την ερμηνεία του μυθιστορήματος:
«Χθες είδα ένα όνειρο σαν εκείνα που έβλεπα πριν γίνω χορτοφάγος. Βρισκόμουν σε ένα σκοτεινό δάσος. Είχα χάσει τον προσανατολισμό μου. Προχωρούσα και ακίδες τρυπούσαν τα ρούχα και το δέρμα μου. Προς στιγμήν φοβήθηκα μήπως ήταν τίποτα τεράστια έντομα ή κάποια επιθετικά πουλιά, όμως όχι, ήταν αγκάθια από κελύφη κάστανων σε ένα δάσος με αλλόκοτα δέντρα. Οι ογκώδεις κορμοί τους ήταν τραχείς σαν ροζιασμένα γλυπτά και μέσα τους δέσποζαν σκοτεινές κουφάλες. Έμοιαζαν με θεόρατες ελιές, μόνο που τα κλαδιά τους ήταν παράταιρα· από τα χαμηλότερα ξεφύτρωναν κάστανα, λίγο πιο πάνω μήλα, πιο ψηλά λωτοί, ενώ από την κορυφή τους ξεπηδούσε ένα αμπέλι με μαύρα σταφύλια, λες και είχες πάρει ένα κούτσουρο και το είχες μπολιάσει με τον κήπο της Εδέμ.
Περπατώντας ανάμεσα στα δέντρα είχες την εντύπωση ότι φύονταν άναρχα, χωρίς συγκεκριμένο σχέδιο, όσο όμως εισχωρούσες βαθύτερα στον κόσμο τους, καταλάβαινες ότι το καθένα τους ήταν και ένα ιδεόγραμμα, μετατρέποντας έτσι το δάσος σε έναν αρχέγονο γιγάντιο πάπυρο που περιείχε την ιστορία της δημιουργίας του πλανήτη μας προλέγοντας ίσως και το τέλος του.
Αν και φοβισμένη, προχώρησα ακόμα πιο βαθιά σε αυτό τον απόκοσμο δρυμό. Κάπου άναβε μια φωτιά. Πλησίασα επιφυλακτικά. Διέκρινα μια παρέα τριών κυνηγών, που κάθονταν σκυφτοί δίπλα στις φλόγες. Όλοι τους μεγαλόσωμοι με μακριές γενειάδες. Φορούσαν στρατιωτικές φόρμες παραλλαγής. Είχαν κάτι άξεστο, πρωτόγονο στην εμφάνισή τους. Οι καραμπίνες, τα δίκαννα και οι ζώνες με τα φυσίγγια ήταν αραδιασμένα σε έναν σωρό δίπλα τους. Πάνω από τις φλόγες έψηναν, περασμένα σε μια βέργα, τρία μικρά κομμάτια κρέας με παράξενο σχήμα. Δεν ήταν πουλιά, δεν φαίνονταν όμως ούτε για θηράματα, έμοιαζαν περισσότερο με παχουλούς υπερμεγέθεις βατράχους. Ένας από αυτούς, ο πιο σωματώδης, με κάλεσε με βαριά προφορά, Μη φοβάσαι, δεν πειράζουμε κορίτσια. Έλα να κάτσεις, να φας μαζί μας. Η φωνή του ήταν καθησυχαστική και έπειθε για τις αγαθές του προθέσεις.
Κάθισα σε έναν βράχο κάπως πιο μακριά από τον κύκλο τους, προσπαθώντας να διακρίνω το κυνήγι στη σούβλα. Το λίπος από τα σφαχτά τσιτσίριζε καθώς έσταζε πάνω στη θράκα.
Ο άντρας σηκώθηκε, ήρθε προς το μέρος μου και είπε,
Τέλειωσαν τα θηράματα στο δάσος, δώσε μου το χέρι σου, και τότε μόνο πρόσεξα τις ματωμένες γάζες στους ορφανούς καρπούς των τριών αντρών και τις τρεις παλάμες που αργοψήνονταν στη φωτιά» (σ. 190).
Πριν όμως σχολιάσω το απόσπασμα παραθέτω ένα ακόμη κομβικό σημείο:
«[...] γιατί το βλέμμα αυτής της νέας γυναίκας αιχμαλωτίζεται από τη μορφή, όμως είναι η λεπτομέρεια που αντανακλά το έσω [...] καθότι είναι η ερμηνεία αυτή που τελικά προσδίδει βάρος και όγκο στα γεγονότα και όχι τα ίδια τα γεγονότα [...]» (σ. 92).
Για να δώσω λοιπόν κι εγώ βάρος στα γεγονότα θα αποπειραθώ μια ερμηνεία. Το «σκοτεινό δάσος» που εισέρχεται η ηρωίδα είναι το δάσος της δημιουργίας – ο «κήπος της Εδέμ». Είναι το τερέν που προσφέρεται ως πηγή έμπνευσης για τον δημιουργό. Είναι, με άλλα λόγια, το αχανές μαυσωλείο της τέχνης. Παρατηρήστε ότι τα δέντρα με τα «παράταιρα κλαδιά», στα οποία φυτρώνουν κάστανα, μήλα, λωτοί και μαύρα σταφύλια, κατοπτρίζουν την ανομοιογένεια και την ποικιλομορφία των ερεθισμάτων που ενδημούν στον χώρο της δημιουργίας. Το γεγονός ότι οι διαφορετικοί καρποί φύονται στο ίδιο δέντρο στέκει ως σύμβολο των δυνατοτήτων της τέχνης· όλα είναι δυνατά, γιατί όλα, εδώ, εκπηγάζουν από τη φαντασία. «Όσο όμως εισχωρούσες βαθύτερα στον κόσμο τους, καταλάβαινες ότι το καθένα τους ήταν και ένα ιδεόγραμμα, μετατρέποντας έτσι το δάσος σε έναν αρχέγονο γιγάντιο πάπυρο που περιείχε την ιστορία της δημιουργίας του πλανήτη μας προλέγοντας ίσως και το τέλος του». Όσο καταδύεται κανείς σε αυτό το δάσος της δημιουργίας· όσο εντρυφεί στην τυπολογία της τέχνης, αντιλαμβάνεται όλο και περισσότερα. Αντιλαμβάνεται, θα μπορούσε να πει κανείς, ως εκεί που αντέχει: ακόμα και ως το τέλος του κόσμου. Μόνο στην κατακλείδα της αινιγματικής ιστορίας δύναται να διακρίνει ο αναγνώστης τι ακριβώς διακυβεύεται στο δάσος της δημιουργίας: όταν ο κυνηγός θα πει αυτό το «Τελείωσαν τα θηράματα στο δάσος, δώσε μου το χέρι σου» αντιλαμβάνεται κανείς ότι το δάσος της τέχνης απαιτεί από τον επισκέπτη του, τον επίδοξο δημιουργό, τίποτα λιγότερο από τον ακρωτηριασμό του. Και ο ακρωτηριασμός αυτός στέκει και ως σύμβολο για την αποβολή που βιώνει η Αυγή. Τα θηράματα έχουν τελειώσει και αν δεν δώσεις το χέρι σου δεν θα φας. Ο καλλιτέχνης καλείται λοιπόν να κανιβαλιστεί για να παραγάγει έργο. Ο Χρηστίδης, πιστός στον εφιάλτη του, όπως θα έλεγε και ένας Κόνραντ, έχει πράξει τοιουτοτρόπως. Και εδώ, σε αυτό το σημείο, οφείλω να του αναγνωρίσω ότι έχει μετουσιώσει το τραύμα του. Στέκει αρκούντως αποστασιοποιημένος από το βίωμά του και ψυχαγωγεί τον αναγνώστη αυθεντικά. Θυμίζω την πάγια επωδό μου: ο αναγνώστης είναι ένα κτήνος. Αν σε αυτό το δάσος δεν μπορείς να βρεις θηράματα –θα ψελλίσει αμέριμνος καθώς διαβάζει– δεν απαιτείται τίποτα λιγότερο από το να κόψεις το χέρι σου.
Ο Χρηστίδης είναι πολύ καλός στη μικρή φόρμα. Και αυτό είναι διακριτό τόσο στο συγκεκριμένο απόσπασμα που παρέθεσα όσο και σε ουκ ολίγα σημεία όπου με ποικίλες αφορμές διαβάζουμε ιστορίες και μικρά αποσπάσματα που ομοιάζουν με νησίδες σαφήνειας. Το μυθιστόρημα όμως δεν είναι συμπίλημα πολλών μικρών τμημάτων. Το μυθιστόρημα δεν είναι συνάρμοση διηγημάτων, ποιημάτων και λοιπών ψηφίδων. Σε πολλά σημεία, ειδικά στην αρχή, ένιωσα ότι ο μύθος, καρκινοβατεί. Τα αρχικά κεφάλαια είναι ακραία ελλειπτικά, σε σημείο ναυτίας. Μπορεί το βλέμμα του αναγνώστη να αιχμαλωτίζεται από τη μορφή, και εδώ η μορφή είναι αρκούντως ερεθιστική, αλλά το περιεχόμενο παραμένει ομιχλώδες και η ερμηνεία δυσπρόσιτη. Ο αναγνώστης δυσκολεύεται να αντιληφθεί το αληθινό βάρος και τον όγκο των γεγονότων και νιώθει ότι έχει αφεθεί στην τύχη του. Και αυτό όχι μόνο κουράζει αλλά κάνει τη δεύτερη ανάγνωση σχεδόν επιτακτική. Η επιβολή τάξης στο “εύτακτο” χάος του έργου που έρχεται στην κατάληξη. αφήνει μια αμφιθυμία. Οι καταληκτικές σελίδες, στις οποίες τρόπον τινά ερμηνεύεται και το τι σημαίνει το «nature» στο όνομα της Λίας, προτάσσουν μια υπερβατική “λύση”. Ο Χρηστίδης νιώθω ότι ζητάει υπερβολικά πολλά από τον αναγνώστη. Δεν μπορώ όμως να μην του αναγνωρίσω ότι επιδεικνύει θάρρος και ειλικρίνεια, στοιχεία που σπανίζουν στη μυθοπλασία.
«Τελείωσαν τα θηράματα στο δάσος, δώσε μου το χέρι σου [...]» (σ. 190).
— Χρήστος Χρηστίδης, Αυγή, Κίχλη: 2023, 216 σελίδες, ISBN: 9786185461652. τιμή: €15.50.