"Well, here we are, Mr. Pilgrim, trapped in the amber of the moment. There is no why.”
― Kurt Vonnegut, Slaughterhouse-Five, 1969.
«Μυρωδιά βαριά αποσμητικού αυτοκινήτου, το χάρτινο έλατο σε διάφορα χρώματα άλλα με πιο φρουτώδη οσμή άλλα με πιο ρητινώδη. Έχω μια αδυναμία στις ρητίνες. Και στα κωνοφόρα. Οι κώνοι, τα κουκουνάρια, τα κυπαρισσόμηλα… έχουν κάτι το ερμητικό σχεδόν απόκρυφο. Νομίζω πως αναγνωρίζω κάτι το ζωώδες σε αυτά. Σα φολίδες ερπετού ή καύκαλο χελώνας. Όλα αυτά τα πρωτογνώρισα μαζί και είναι αδύνατον να τα ξεχωρίσω έκτοτε. Γιατί μια φορά πρωτογνωρίζεις τα πράγματα και τους ανθρώπους.
Η μυρωδιά ρετσινιού, νεφτιού, η κοκκώδης επιφάνεια των κόμμεων, τα κεχριμπάρια, οι βελόνες τους, τα γεωμετρικά μοτίβα της κόμης τους, η ανάπτυξη των κλώνων τους. Τα κωνοφόρα είναι σκοτεινά και αειθαλή… Με σιωπηλό αναστεναγμό το διατυπώνω αυτό» (σ. 151, δική μου υπογράμμιση).
Εφιστώ την προσοχή στη σημασία που έχει αυτό το «μια φορά πρωτογνωρίζεις τα πράγματα και τους ανθρώπους». Όχι μόνο γιατί συνάδει με το παράθεμα από τον Βόνεγκατ, που αναφέρει το «amber of this moment». Η θέση μας, από απόσταση, προσομοιάζει τα έντομα που ενίοτε αιχμαλωτίζονται στο κεχριμπάρι. Η εικόνα αυτή, με τη σειρά της, προοικονομείται από την κολλώδη υφή των ρητινών, στις οποίες η Γεωργία Συριοπούλου τρέφει αδυναμία. Κολλώδη υφή, που υποδηλώνει τον άρρητο ντετερμινισμό της σημασίας που ενέχουν οι πρώτες φορές, γιατί μας σημαδεύουν για πάντα.
Η συγγραφέας αποδελτιώνει το περιβάλλον της για να ξορκίσει ακριβώς αυτή την αναπόδραστη αλληλουχία καταστάσεων στην οποία συνίσταται η ζωή. Ζωή, που τείνει να υπαγορεύεται από τη συγκυρία του «[ό]λα αυτά τα πρωτογνώρισα μαζί και είναι αδύνατον να τα ξεχωρίσω έκτοτε»: «Γεννήθηκα στην πόλη, δεν έμαθα πώς είναι ο ορίζοντας όταν είναι ευθεία, κάμπος ή θάλασσα» (σ. 13) θα πει αλλού. Και είναι «σκοτεινά και αειθαλή» τα κωνοφόρα. Κάτι που υπαινίσσεται το δυσοίωνο του πράγματος, που την αναγκάζει σε «σιωπηλό αναστεναγμό». Το αειθαλές θα βρει απαντήσεις και θραυσματικές, αφηγηματικές αντιστηρίξεις σε άλλα, ευφάνταστα σημεία:
«Είχα χαθεί από ώρα συλλέγοντας εικόνες από το δίκτυο των εξωτερικών σωληνώσεων, υδρορροών, και οπών. Κυρίως οπών και ρωγμών» (σ. 123). Η Συριοπούλου βρίσκει αποκούμπι σε διαπιστώσεις που θρυμματίζουν το αειθαλές: «[...] [Τ]α τσιμέντα στις πολυκατοικίες της Αθήνας διαβρώνονται και γεμίζουν ρωγμές και φουσκώματα αλλά δεν το χωράει ο νους πολλών ανθρώπων ότι το τσιμέντο διαβρώνεται γιατί κάποτε το τσιμέντο διαφημίστηκε σαν αιώνιο υλικό [...]» (σ. 54). «Οι δρόμοι, η γειτονιά, τα κτίρια παρήκμασαν πριν από μένα. Μια νίκη επί του τσιμέντου» (σ. 127).
Η συγγραφέας, απελευθερωμένη από το άχθος επιβολής καθολικού νοήματος, επιδίδεται, μέσα από εξήντα σύντομα διηγήματα, σε μια υποβλητική παράθεση περιστατικών, καταστάσεων και στιγμών, δομημένων από τα πιο αλλόκοτα υλικά. Η εικαστικός και μουσικός Συριοπούλου μεταγράφει σε λέξεις τις πιο ετερόκλητες πρώτες ύλες για να αποτυπώσει μια βαθιά συμμετρία: την πληθωρικότητα των αισθήσεων, που καθρεφτίζεται στις ποικίλες και απρόσμενες πτυχώσεις της ροής του χωροχρόνου.
Στο διήγημα, «Ασυμμετρία», που ανοίγει τη συλλογή, διαβάζουμε:
«[...] [Ο] άνθρωπος δε θέλει τη συμμετρία, τρομάζει βαθιά από την αμφισημία της συμμετρίας και το σώμα του αποφασίζει να βαδίσει με ισχυρό και ασθενές όπως στη μουσική μετράμε ένα ισχυρό/δύο ασθενές και όπως τονίζουμε τις λέξεις. Αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι όποιος δεν αντέχει την αμφισημία νοητικά, ή ψάχνει πάντα μια ιεράρχηση ανάμεσα στα δύο, αργά ή γρήγορα θα αποκτήσει μυοσκελετικά προβλήματα και θα του φάνε τα λεφτά οι ορθοπεδικοί και οι χειροπράκτες» (σσ. 9-10).
Το σύνολο τείνει, σε σημεία, να μοιάζει με μια πολυαισθητηριακή performance. Έτσι, θα συναντήσει κανείς εκφάνσεις της «υπεροσμίας» της, που στο ομώνυμο διήγημα φαίνεται να ανταγωνίζεται τις ίδιες τις λέξεις: «Όλα αυτά πρέπει να μην τα σκέφτομαι όμως μέσα στην ημέρα. Γιατί στην αρχή βρίσκονται τα Λόγια» (σ. 16). Αλλού, θα εστιάσει στον «ήχο από τον αέρα που συμπιέζεται και αναρροφάται από την πίεση ανάμεσα στο μηρό [...] και την πλαστική κνήμη» (σ. 140) του άντρα με το προσθετικό μέλος, που περπατά στην άμμο σε μια παραλία της Ανατολικής Αττικής. Ή στα άλατα οστών των Περσών που αναλογίζεται ότι ενδεχομένως, στο πέρασμα των αιώνων, έχουν εμπλουτίσει τον υδροφόρο ορίζοντα της παραλίας του Μαραθώνα (σ. 133).
Το σύνολο των υλικών που ενορχηστρώνονται εντυπωσιάζει. Η Συριοπούλου αναδεικνύεται δεινή παρατηρητής της καθημερινότητας. Πλοκή δεν υπάρχει σχεδόν πουθενά, ή είναι εντελώς προσχηματική. Εξάλλου, το «Bagatelles» του τίτλου, όπως διαβάζει κανείς στο οπισθόφυλλο, απαλλάσσει τον αναγνώστη από τις συνήθεις αναζητήσεις: «Η Bagatelle είναι μια μουσική φόρμα μικρή, χωρίς κάποια αυστηρή δομή, ελαφριά, ενίοτε παιγνιώδης ή ακόμη και απλοϊκή». Αν το επιθυμεί κανείς, μπορεί κάλλιστα να αφεθεί στην επιφάνεια του αφηγηματικού ρυθμού. Από την άλλη βέβαια, η συγγραφέας αφήνει, σε σημεία, σημάδια που δύνανται να λειτουργήσουν ως ερμηνευτικά κλειδιά:
«Η σύνθεση έφερνε προς το διφορούμενο αλλά αγκύρωσα δυο τρία σημεία έτσι ώστε να μπορεί να σταθεί κάποιος σε μια πέτρα από αυτές που είναι μέσα στο χώμα θεμελιωμένες και είναι εμφανές ένα μικρό στρογγυλό, λειασμένο τμήμα τους, εκτεθειμένο στον ήλιο και τη βροχή, που δεν υποψιάζει για το μέγεθός τους ούτε για την ιδιότητά τους να είναι κάποια ακραία όρια υπεδάφους. [...] Σε αυτά τα σημεία, όταν σταθεί κάποιος πιστεύοντας στην προσωρινή σταθερότητα του υπεδάφους, η σύνθεση φαίνεται να ερμηνεύεται παρ’ όλη τη γριφώδη της δομή» (σ. 25).
Τα αυτοτελή κείμενα μοιράζονται συγκεκριμένες γεωγραφικές συντεταγμένες. Το κέντρο της Αθήνας, τα πέριξ της οδού Αλκαμένους στα Πατήσια, την πλατεία Βικτωρίας και τη «Βαβυλώνα της Αχαρνών» (σ. 63), ή, όπως αναφέρθηκε, τα παράλια της Ανατολικής Αττικής.
Στο «Πάρε τα χνάρια μου» η συγγραφέας, στην παραλία, αφήνεται σε μια διερεύνηση: «Γυρίζοντας από τη διαδρομή προσπάθησα να αναγνωρίσω τα ίχνη του ξυπόλυτου πέλματός μου καθώς ερχόμουν από την αντίθετη κατεύθυνση στην βρεμένη άμμο λίγο πάνω από τη γραμμή που σκάει το κύμα. Δεν μπόρεσα. Σταμάτησα να κοιτάξω τα αμέσως προηγούμενα βήματά μου ώστε να δω τη μορφή που έχουν τα ίχνη μου. Με λίγο έκπληξη και φόβο είδα ότι δεν αφήνω ίχνη. Προσπάθησα να το εξηγήσω ορθολογικά με ψευτοαιτιάσεις του τύπου περπατάω πολύ ελαφριά, ή είμαι ελαφριά και το πέλμα μου μεγάλο και η πίεση είναι μικρή κάνοντας υπολογισμούς με τον τύπο της πίεσης σε σχέση με το βάρος και την επιφάνεια και άλλα ακόμη πιο περίπλοκα σχήματα. [...] Η σύγχυση παρέμεινε» (σ. 149).
Προσφέρω μια απάντηση από αλλού:
«Περπατάς ξυπόλητη στην υγρή άμμο. Μη-νευτώνειο υγρό, η ταχύτητα παραμόρφωσής της δεν είναι ανάλογη της δύναμης που υφίσταται. Κάποιες φορές, όταν ένα μυτερό αντικείμενο πιέζει πάνω της με δύναμη, η υγρή άμμος συμπεριφέρεται σαν στερεό, ενώ όταν την ακουμπά απαλά μια μεγαλύτερη επιφάνεια συμπεριφέρεται σαν υγρό. [...] Οι ουτοπίες μοιάζουν σαν κάστρα χτισμένα στην άμμο. Ίσως αν μαθαίναμε να τις αγγίζουμε διαφορετικά, να συμπεριφέρονταν κι αυτές διαφορετικά» (Μαρία Κακογιάννη, Μεθυσμένο τοπίο, Κείμενα 2023, σσ. 49-50).
Τα διηγήματα της Συριοπούλου, παρότι αυτοτελή, σε μια δεύτερη ανάγνωση, εμφανίζονται ρευστά και πορώδη. Τα όριά τους καθίστανται δυσδιάκριτα καθώς το πρωτοπρόσωπο στοχαστικό και εξομολογητικό ύφος τους τα κάνει να διαχέονται το ένα μέσα στο άλλο, κάπως σαν τη «μπακλαβαδωτή κυματιστή επιφάνεια » (σ. 29) της θάλασσας στο «Cross Sea», προσδίδοντάς τους τη γονιμότητα ενός «Δέλτα» ποταμού: «Εκεί λοιπόν συνυπάρχουν τα θρυμματισμένα λεπτόκοκκα υλικά του παλιού βράχου, το γλυκό νερό που κατεβαίνει υπόγεια και υπέργεια από άλλα καινούργια βουνά και το αλμυρό νερό της θάλασσας» (σσ. 67-68).
Οι προσμείξεις αυτές βρίσκουν ερείσματα και στην πολυπολιτισμικότητα της γειτονιάς της. «Οι γλώσσες που ακούγονται καλύπτουν όλη την έκταση από το Μπαγκλαντές μέχρι το Μαρόκο και από το Αφγανιστάν μέχρι τη Σομαλία» (σ. 63). Αλλά οι γλώσσες δεν συνιστούν όριο. «Αρχετυπικός ήχος πάρτι η καραμούζα αυτή, είναι και στο ιμότζι “πάρτι”. [...] [Ο] ακάλυπτός μου έχει ήχους τζαζ από μια μουσική σχολή εδώ γύρω, έχει κραυγές νυχτερινές κάθε είδους, ερωτικές, υστερικές, πόνου, “βοήθεια”, άγριους καυγάδες [...]» (σ. 50). Όλα: χώρος, χρόνος, ήχοι, μυρωδιές συμφύρονται αλλά και συνδιαλέγονται γόνιμα με απρόσμενα γήινους τρόπους:
«Μέσα στον συρμό τα παράθυρα ανοιχτά κατεβασμένα μέχρι τη μέση. Η ταχύτητα δημιουργεί ρεύμα αέρα, μπαίνει με ορμή μέσα στα βαγόνια. Στις σήραγγες μέσα είναι δροσερός. Ο αέρας της σήραγγας φυσάει σα δροσερή αύρα ανοιξιάτικη. Δεν μ’ ενδιαφέρει αν είναι ψευδαίσθηση, φυσάει μια ανοιξιάτικη αύρα. [...] Η αλήθεια είναι ότι το υβριδικό σήμερα είναι μια έννοια πολύ δυναμική. [...] Όπως ήταν παλιά το ηλεκτρικό, το ηλεκτρονικό, το ψηφιακό, τώρα είναι το υβριδικό. Δίνει μια μεγάλη μάχη με το καθαρόαιμο και το αυθεντικό. Ίσως μας προετοιμάζει και για κάτι. Ίσως γίνουμε υβριδικοί στο μέλλον και εμείς. Υβρίδια εαυτού και κάτι άλλου» (σσ. 69-70).
Όμως και:
«Οι καιροί που ζούμε είναι περίεργοι. Έχουμε συνηθίσει τόσο πολύ όλες τις αλλεπάλληλες επιστρώσεις του εσωτερικού μας κόσμου καθώς και του τρόπου που επικοινωνούμε με τους άλλους που δεν έχουμε πια πρόσβαση στον κεντρικό πυρήνα, στο κουκούτσι των αιτιών και των κινήτρων. Το κέντρο των νοημάτων είναι πάντα κενό. Δοχείο» (σ. 40).
Στο καταληκτικό «Τι κι άντρας που είμαι φοβάμαι φοβάμαι», διαβάζουμε:
«Τι θέλεις να κάνω. Γιάννης Πάριος. Το άκουσα σε χασαποταβέρνα στη Χασιά. Δεκαετία του ’70. Φτάσαμε παίρνοντας το λεωφορείο που είχε αφετηρία κάτω από το σπίτι μου στην οδό Σουρμελή. Εισπράκτορας και καθίσματα από κόντρα πλακέ θαλάσσης καμπυλωμένα αλλά σκληρά, στις λακούβες πονούσαν τον κοκαλιάρικο παιδικό σου κώλο. Περπάτημα στη ρεματιά και μετά χασαποταβέρνα, παϊδάκια, γιαούρτι με πέτσα και μέλι. Τι θέλεις να κάνω;» (σ. 154).
Είναι το πρώτο της βιβλίο. Προτείνω να το διαβάσετε.
— Γεωργία Συριοπούλου, Bagatelles της οδού Αλκαμένους, Μετρονόμος: 2024, 162 σελίδες, ISBN: 9786185748418, τιμή: €14,84.