Skip to main content
Κυριακή 16 Μαρτίου 2025
«Ανάμεσα στα άστρα και στο τίποτε»

Η γλώσσα είναι πάντα το αποτέλεσμα μιας αφαίρεσης, μια κατασκευή. Αφαίρεση όμως από τι; Κατασκευή που χρησιμοποιεί ποια ακριβώς υλικά; Οι Άγνωστες λέξεις της Σοφίας Αυγερινού (Αθήνα, 1975) έρχονται από τον χώρο του άρρητου και απόλυτου. 

«Ο κόσμος δεν αποτελείται από λέξεις, όσους ουρανούς και αν ξηλώσετε για να ανακαλύψετε από τι είναι φτιαγμένοι, δεν θα βρείτε λέξεις, αλλά πράγματα. Οι λέξεις, αν μου επιτρέπετε, είναι σκέτη απάτη» (σ. 41).

Οι άγνωστες λέξεις έρχονται από τον χώρο των πραγμάτων που προηγούνται των λέξεων. Οι λέξεις που μας περιβάλλουν, μας υποστηρίζουν και μας εξυψώνουν με τον πιο θεμελιακό τρόπο –Εν αρχή ην ο λόγος–, αν κοιτάξουμε πιο προσεκτικά θα συνειδητοποιήσουμε ότι δεν είναι ακριβώς η «αρχή», αλλά δεν είναι και ακριβώς «σκέτη απάτη». Οι λέξεις τροφοδοτούνται από τις έννοιες που με τη σειρά τους αρδεύονται και αναδύονται μέσα από το γενεσιουργό μάγμα που μας περιβάλλει. 

Η ηρωίδα της Αυγερινού, μαία στο επάγγελμα, το μάγμα αυτό θα το περιγράψει με διάφορους τρόπους, έτσι όπως προσπαθεί να κατανοήσει την ξαφνική παραγωγή αγνώστων λέξεων από τον ξάδερφό της: «[...] [Ό]λη αυτή η ρημαγμένη ζούγκλα των παραλίγο νοημάτων δεν έμοιαζε να έχει κανένα κοινό παρονομαστή, κανένα συνδετικό κρίκο» (σ. 22, δική μου υπογράμμιση). Θα καταλήξει όμως σε δύο πιο περιεκτικούς όρους: «κενό» και «ωκεανός». Σκόπιμα, η συγγραφέας σπρώχνει τις διαισθήσεις του αναγνώστη σε μια ταύτιση του «ωκεανού» με τη γνώριμή μας θάλασσα. Αν και δόκιμη προς τον μύθο, η σύνδεση είναι παραπλανητική προς την ουσία του «ωκεανού». Μια εναλλακτική, για λόγους απλούστευσης, θα ήταν να διαβάσει κανείς σε αυτό τον ωκεανό κάτι που προσομοιάζει τον ζωογόνο ωκεανό του πλανήτη Σολάρις, από το ομώνυμο μυθιστόρημα του Λεμ. 

Οι άγνωστες λέξεις που ξαφνικά κατακλύζουν τον ξάδερφο της ηρωίδας –«απρόσπορος», «εμπρυφώ», «ιππόθαμπος» ή αυτό το επαναλαμβανόμενο «αστρατίποτε»– λέξεις που γράφει σε κίτρινα χαρτάκια και κολλάει παντού στο διαμέρισμα, λέξεις ανύπαρκτες, είναι θραύσματα από αυτό τον γενεσιουργό χώρο όπου όλα είναι δυνατά. Θραύσματα που αναμένουν, τον Θεό ή την τυχαιότητα, να τα καθυποτάξει σε ένα εύγλωττο, οριοθετημένο σύνολο – «[...] μοναχικά και αξιολυπητα θραύσματα μιας φύσης που υπό άλλες συνθήκες θα μπορούσε να έχει μεγαλουργήσει» (σ. 13). Για την ηρωίδα, για παράδειγμα, που έχει μάθει να κρύβεται πίσω από τους κανόνες και τη συνέπεια, έκφανση του συνόλου αυτού συνιστά ο τεμαχισμός του χρόνου σε φέτες: «Ο χρόνος είναι για μένα σαν ένα καρβέλι ζυμωτό ψωμί, απτό, ζεστό και στέρεο: Μπορείς να τον κόψεις φέτες, ίσες ή άνισες, μπορείς να τον κατα­ναλώσεις σε μικρές ή μεγάλες ποσότητες, ίσως στο τέλος της ζωής σου να ανακαλύψεις ότι υπήρχε η δυνατότητα να αλείψεις βούτυρο στο ψωμί σου, αλλά ο χρόνος υπάρχει, είναι αδιαμφισβήτητος και βρίσκεται στα χέρια μας» (σ. 17).

Ο ξάδερφος της ηρωίδας θα βυθιστεί σε αυτό τον χώρο προς άγραν της λέξης που θα του «[...] αλλάξει τη ζωή» (σ. 14). 

«Σκύβει και κάτι μου ψιθυρίζει στ’ αυτί. Δεν είναι λέξεις. Είναι ήχος. Ένα μακρόσυρτο σφύριγμα που το διακόπτουν ξεροί κρότοι, σαν σκουριασμένα ελατήρια που τεντώνονται και σπάνε το ένα μετά το άλλο» (σ. 44).

Τι συμβαίνει όμως εδώ; Τι κομίζουν αυτοί οι αλλόκοτοι ήχοι; Με ποιον ακριβώς χώρο επικοινωνεί ο ξάδερφος; 

Η καταβύθισή του είναι δισυπόστατη: είναι “σωτηριολογική”, αποζητά το θαύμα (τη λέξη που θα του αλλάξει τη ζωή, όπως ανέφερα) αλλά και την άλλη πλευρά του ίδιου νομίσματος: τον καταλύτη που θα τον διαλύσει στα εξ ων συνετέθη. Η Αυγερινού, ορθά, θα μιλήσει για αυτό τον γενεσιουργό ωκεανό μόνο με υπαινιγμούς: 

«Καταλαβαίνω [...] ότι αυτό που κάνω αυτή τη στιγμή, δηλαδή ότι γράφω την ιστορία, δεν έχει κανένα νόημα, όπως δεν έχει νόημα οτιδήποτε κι αν πούμε για τις πιο θεμελιώδεις, τις πιο ακραίες καταστάσεις της ζωής» (σ. 46).

Σε μια μεστή αποστροφή της, η ηρωίδα θα πει:

«Η σανίδα είναι μια λέξη για μένα, όχι όμως για εκείνον που πνίγεται. Η ανάγκη ακυρώνει τη λέξη και αφήνει το πράγμα γυμνό» (σ. 46, δική μου υπογράμμιση).

Στην αμέσως επόμενη παράγραφο διαβάζουμε:

«Όσα αντίκρισα στη συνέχεια εκείνης της ημέρας, όσα άκουσα [...] δεν περιγράφονται με λόγια, και αναρωτιέμαι αν θα μπορέσω ποτέ να σας δώσω έστω και μια μικρή ιδέα. Προτιμώ λοιπόν να συνεχίσω την ιστορία μου χωρίς να αναφερθώ σ’ αυτά τα πράγματα. Γιατί ήταν σκέτα πράγματα, χωρίς ονόματα. Εγώ τουλάχιστον έτσι τα ένιωσα. Σαν βίαια ρίγη. Κομμάτια τραχιάς, ακατέργαστης ύπαρξης, καταστάσεις που δεν θα έπρεπε κανένας να ρίχνεται μέσα τους και να προσπαθεί να επιβιώσει, βιώματα που θα έπρεπε κάποιος να μας σπλαχνίζεται και να μας γλιτώνει από αυτά. Κάποιος – ποιος. Έχει και η γραμματική τα όριά της. Και συμπίπτουν, αναγκαστικά, με τα δικά μου όρια» (ό.π., δική μου υπογράμμιση)

Θα προσπεράσω την έμμεση αναφορά στον Βιτγκενστάιν και θα εστιάσω στα σημεία που έχω υπογραμμίσει. Σημεία που, ευθέως ή πλαγίως, μιλούν για πνιγμό. Η Αυγερινού προτάσσει μια άκρως ενδιαφέρουσα σύνδεση του τραύματος με τη δημιουργία. Ο ξάδερφος, με τις άγνωστες λέξεις του και η ηρωίδα, με το ίδιο το κείμενο που διαβάζουμε. Αμφότεροι, διατείνεται η συγγραφέας, αναζητούν τη λύτρωση μέσα από λειτουργίες των λέξεων.

Η συγγραφέας εναποθέτει στην καρδιά του μυθιστορήματος έναν παραλίγο πνιγμό που λαμβάνει χώρα όταν οι δύο πρωταγωνιστές ήταν παιδιά. Τον ξάδερφο, επτάχρονο παιδί, τον είχε αρπάξει από το πόδι ένα χταπόδι πιασμένο σε έναν κιούρτο. Η δωδεκάχρονη ξαδέρφη, που τον είχε προτρέψει να καταδυθούν μαζί για να χαζέψουν τα φυλακισμένα χταπόδια, είχε σαστίσει στο θέαμα και δεν τον είχε βοηθήσει να απελευθερωθεί. Θα αποπειραθώ μια ερμηνεία: ο πνιγμός, όπως θα σας πιστοποιήσουν γιατροί και ναυαγοσώστες, είναι ένας ηδονικός θάνατος. Και οι ήρωες, λίγο πριν το συμβάν, τυγχάνει να έχουν βιώσει το απόγειο της ζωής τους – «[...] δεν θυμάμαι τίποτα άλλο πέρα από αυτή τη στιγμή της άτεγκτης τελειότητας που μας βρήκε πολύ νωρίς και μας άφησε πολύ νωρίς» (σσ. 68-9). Ο ξάδερφος, με την εμμονή στις άγνωστες λέξεις, επιστρέφει στο τραύμα του, που τον ηδονίζει, χωρίς όμως να το συνειδητοποιεί. Επιστρέφει στο τραύμα του για να γλείψει μια πληγή. Η κίνηση αυτή τον μεταμορφώνει σε έναν «[...] αλλόγλωσσο που επιθυμεί να εκφραστεί με οποιοδήποτε κόστος στην αφιλόξενη γλώσσα της επικρατείας που τον φιλοξενεί» (σ. 40). Η ηρωίδα, με τη σειρά της, στην απόπειρά της να εξηγήσει τις άγνωστες λέξεις στο μυθιστορηματικό παρόν, συναντά τη δική της πληγή στο παρελθόν.

Η δύναμη του μυθιστορήματος συμπυκνώνεται σε έναν ελιγμό. Η Αυγερινού θάβει το τραύμα των πρωταγωνιστών μέσα σε μια ιστορία στην οποία υπάρχει μια δυσλειτουργική οικογένεια με προβλήματα επικοινωνίας. Θάβει, πιο συγκεκριμένα, το τραύμα της ηρωίδας στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση που διαβάζουμε. Η αφηγήτρια σε πολλά σημεία αποδεικνύεται αναξιόπιστη. Μασκαρεύει το άχθος της ευθύνης για τη στιγμή της παιδικής αστοχίας της πίσω από φλυαρίες και θεωρίες. Μασκαρεύει, με τον ψυχαναγκασμό της για την καθαριότητα και την απαρέγκλιτη εβδομαδιαία επίσκεψη στο σπίτι του ξάδερφού και των θείων, τη λανθάνουσα μητρική σχέση που έχει αναπτύξει με τον ξάδερφό της. Όλα, όμως, συμπλέκονται στη βαθιά επιθυμία της να πει την ιστορία –«σανίδα σωτηρίας»– που διαβάζουμε. Ξανά, προφανώς, υπεκφεύγει: «Οι λέξεις [...] είναι σκέτη απάτη» μας λέει. 

Μέσα σε σχεδόν εκατό σελίδες, που επιτυγχάνουν να φαίνονται πληθωρικές και συνάμα απισχνασμένες, η Αυγερινού θα αποτυπώσει μια επώδυνη επιστροφή στην Εδέμ των παιδικών χρόνων για να συναντήσει η ηρωίδα τον επτάχρονο ξάδερφό της «[...] απλώνοντας πότε πότε το χέρι στο μέτωπο, διώχνοντας μια τούφα από τα μαλλιά του ή κάποια άλλη, αθέατη σ’ [εκείνη], μορφή ζωής» (σ. 95).

Διαβάζουμε, όχι μόνο από γνήσια περιέργεια για τον μύθο αλλά και γιατί, στην πορεία, η Αυγερινού μάς ωθεί σε απρόσμενες ατραπούς. Η συγγραφέας, αρχικά, υπογραμμίζει το οικογενειακό αδιέξοδο: οι εκ γενετής τυφλοί γονείς με την εμμονή να ζωγραφίζουν πορτρέτα και τοπία πλαισιώνουν το πρόβλημα του γιού τους. Οι άγνωστες λέξεις του στέκουν παράλληλα με τα εξαμβλωματικά έργα των γονιών. Είναι η διαιώνιση της κατάρρευσης επικοινωνίας με άλλα μέσα. Από την άλλη όμως, το εύρημα των λέξεων ανοίγει δίοδο σε πλειάδα ερμηνειών: λέξεις portmanteau/mots-valise, σύμβαση συμφωνίας ανάμεσα στο σημαίνον και το σημαινόμενο, όπως και καταβύθιση σε μεταφυσικές/υλιστικές θεωρίες για τον τρόπο κατασκευής του κόσμου μας, που αχνά σκιαγράφησα. 

Καμιά από αυτές τις ερμηνείες όμως δεν είναι προαπαιτούμενο για να απολαύσει ο αναγνώστης την εξαίσια χορογραφία που στήνει η Αυγερινού. Η κομβική σκηνή του χταποδιού που γραπώνει τον ξάδερφο βρίσκει, τριάντα χρόνια μετά, κατοπτρισμούς στη συμπεριφορά του πάνω στο σώμα της ξαδέρφης. 

«Κι όταν άπλωσα το χέρι να πάρω ένα χαρτί, άπλωσε κι εκείνος το δικό του έξω απ’ την κουβέρτα και με άρπαξε, τόσο γερά, που ήταν αδύνατο να ξεφύγω. [...] [Ά]νοιξα το στόμα να φωνάξω [...]. [...] Με κοίταξε δειλά, σαν παιδί που έχει κάνει σκανταλιά, μια λάμψη πέρασε από τα μάτια του, διαπέρασε τα τσίνορά του, χώθηκε κάπου πολύ βαθιά, σβήστηκε» (σ. 58).

Όπως και:

«Με έσφιγγε, μα δεν μίλησα, μέχρι που χαλάρωσε τη λαβή του [...] φαινόταν μικρός, μικρός, τόσο μικρός, κι όλο ζάρωνε μέσα στα τσαλακωμένα χαρτάκια. [...] [Κ]λοτσούσε τον αέρα κι ανοιγόκλεινε το στόμα, λες και προσπαθούσε ν’ ανασάνει» (σσ. 63-4).

Η Αυγερινού εργάζεται με σχεδόν ψυχαναγκαστική προσήλωση, όπως αντιλαμβάνεται κανείς από τις εμμονές της ηρωίδας της, που διαρκώς οριοθετεί τη ζωή και τον τρόπο σκέψης της, ενώ, παράλληλα, η αφήγησή της πλατειάζει, λοξοδρομεί, έτσι όπως εισέρχεται σιγά σιγά στο βαρυτικό πεδίο του μεγάλου αντιπάλου της τάξης: του γενεσιουργού ωκεανού, στον οποίο βρίσκεται εγκλωβισμένος ο ξάδερφός της. Ωκεανού από τον οποίο όλα εκπορεύονται και στον οποίο όλα επιστρέφουν, όπως συμβαίνει με κάθε κενό που ενέχει τα πάντα.    

«Το χαρτάκι στο πάτωμα έγραφε αχαριστώ» (σ. 25, υπογράμμιση στο πρωτότυπο). Μόνο αφού έχουμε διαβάσει το βιβλίο κατανοούμε το “νόημα” της λέξης. 

— Σοφία Αυγερινού, Άγνωστες λέξεις, Πόλις: 2025, 104 σελίδες, ISBN: 9789604358908, τιμή: €14,00.