Skip to main content
Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024
«Αντίφαση εν τοις όροις»

Ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος (Αθήνα, 1959) κατασκευάζει ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα που δύναται να διαβαστεί και ως συλλογή διηγημάτων. Εξηγούμαι: τα πρώτα έντεκα κεφάλαια διαβάζονται και ως διηγήματα. Το δωδέκατο όμως –το μεγαλύτερο σε έκταση– είναι μια αυτοβιογραφική ιστορία του συγγραφέα των υπόλοιπων έντεκα που τυγχάνει να μην είναι ο Ραπτόπουλος. «Οι δώδεκα ιστορίες μου είναι αυθύπαρκτες και παντελώς ανεξάρτητες μεταξύ τους, εκ πρώτης όψεως. Εκτός από την παρούσα, την ομώνυμη, την αυτοβιογραφική, που σκέπει τις άλλες έντεκα και τις ενοποιεί κάτω από τις φτερούγες της. Και μόνο εξαιτίας του γεγονότος ότι εύκολα ανακαλύπτει κανείς πόσο μοιάζουν διάφορα στοιχεία της κάθε ιστορίας με τη ζωή μου, όπως την αφηγούμαι εδώ» (σ. 285).

Η φωνή του Ραπτόπουλου αποκτά έτσι εντελώς διαφορετική χροιά: δεν μιλάει πλέον ο παντεπόπτης αφηγητής –όπου μιλάει, γιατί κάποια κεφάλαια είναι πρωτοπρόσωπα– που ο καθένας δύναται να αποδώσει–αυθαίρετα μεν υποσυνείδητα δε– στον Ραπτόπουλο, αλλά ο Ηλίας Μιχαηλίδης –γραφίστας, κομίστας και όπως καθίσταται προφανές νεόκοπος συγγραφέας– που μας αφηγείται τη ζωή του μέσα από το πρίσμα του έρωτα για μια γυναίκα. 

Συνιστά επομένως πλεονέκτημα και μειονέκτημα ότι ο ίδιος ο συγγραφέας –ο Ηλίας Μιχαηλίδης– επεξηγεί στην καταληκτική ιστορία/κεφάλαιο το βαθύτερο νόημα των αφηγήσεων που έχουμε διαβάσει. Πλεονέκτημα, γιατί μας προσφέρεται ένα επεξηγηματικό υπόβαθρο των προθέσεων του συγγραφέα και μειονέκτημα ακριβώς για τον ίδιο λόγο. Ο αναγνώστης –ή τουλάχιστον κάποιος αναγνώστης– ενδέχεται να νιώσει εγκλωβισμένος σε αυτή την συγκεκριμενοποίηση του νοήματος έτσι όπως νιώθει την κατάρρευση –ή τουλάχιστον τις ρωγμές– της καμπύλης της πολυσημίας των διηγημάτων. Περαιτέρω σκέψη βέβαια δύναται να οδηγήσει τον αναγνώστη σε γόνιμες μεταμυθοπλαστικές ατραπούς, γιατί ο Ραπτόπουλος, ως Ηλίας Μιχαηλίδης, έχει κατασκευάσει μια χαρτογράφηση του τρόπου με τον οποίο διηθούνται και εξακτινώνονται τα αυτοβιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα μέσα στο έργο του. Το αξιοσημείωτο εδώ, λόγω της προσθήκης του ευρήματος της περσόνας του Μιχαηλίδη, είναι ότι ο Ραπτόπουλος δεν καλείται να συμπεριφερθεί σαν να ομολογεί “πραγματικές” αυτοβιογραφικές καταστάσεις αλλά εμφανώς επινοεί τα αυτοβιογραφικά στοιχεία και επιλέγει τον τρόπο που αυτά θα περάσουν στη μυθοπλασία του συγγραφέα του. Ο Ραπτόπουλος κατασκευάζει δηλαδή, εν είδει μυθιστορήματος, μια απεικόνιση μιας πλευράς της ίδιας της συγγραφικής λειτουργίας που είθισται να κατέχει προνομιακή θέση στη διαδικασία πρόσληψης του βιβλίου. Δεν μας λέει λοιπόν, μυθιστορηματικά, μόνο πώς έχει γραφτεί το βιβλίο αλλά υποδεικνύει και ένα τρόπο ανάγνωσης. 

Μέσω αυτής της μεταμυθοπλαστικής συνθήκης τίποτα δεν στέκεται εμπόδιο στο να διακρίνουμε και το πόσο δόκιμα έχει επινοηθεί ο Μιχαηλίδης. Καταρχάς, ως νεόκοπος συγγραφέας χαρακτηρίζεται από την αφέλεια να υποπίπτει στο ατόπημα να εξηγήσει το έργο του. Αυτό, με τη σειρά του, αντί να λειτουργεί αρνητικά τον καθιστά πιο ρεαλιστικό αλλά και πιο συμπαθή. Η αφέλειά του διαχέεται και σε άλλες εκφάνσεις της προσωπικότητάς του και κατά συνέπεια υποστηρίζει την αγνότητα των συναισθημάτων του, που αναδεικνύουν την αυθεντικότητα του έρωτά του προς τη Θάλεια. Δεν είναι όμως μόνο αυτό. Ο Μιχαηλίδης χαρακτηρίζεται, μέσα σε αυτή την εξομολογητική διάθεση του πρωτάρη, που τείνει να στρέφει την προσοχή του στον εαυτό του, σε ιδεολογικές αποκαλύψεις που επιτυγχάνουν κάτι πολύ ενδιαφέρον: επιδεικνύουν τις υπόγειες διαδρομές μέσα από τις οποίες η λαγνεία στέκεται ως «[...] αντίβαρο στη θρησκευτική ευσέβεια (στη θέση της οποίας εγώ τοποθετώ κάθε άλλη ευσέβεια, ιδεολογική ή κοινωνική)» (σ. 282). Παραθέτω: «Ο επαρκής αναγνώστης ίσως ανακαλύψει μια ισχυρή επιρροή πίσω από όλες αυτές τις [...] απόψεις. Ίσως ανακαλύψει ένα μέρος της κοσμοθεωρίας ενός μείζονα λογοτέχνη, με τον οποίο ήταν ξετρελαμένη η Θάλεια, και στη συνέχεια εγώ, του νομπελίστα Ισαάκ Μπασέβις Σίνγκερ. [...] Σε γενικές γραμμές, πίστευα ανέκαθεν ότι οι καλλιτέχνες είναι δύο ειδών: διακοσμητές ή επαναστάτες. Όμως οι γενικεύσεις είναι πάντα άδικες, και η ζωή πολύ δύσκολα χωράει σε ασπρόμαυρα καλούπια. Ποιος ακριβώς είναι και ποιος δεν είναι επαναστάτης; Ποιος έχει το κοπιράιτ της επαναστατικότητας και την αποκλειστικότητά της; Ο Σίνγκερ είναι από πολλές πλευρές συντηρητικός και σίγουρα αντιτίθεται στις αριστερές ιδέες. Ταυτόχρονα όμως η αποθέωση του δαίμονα της λαγνείας μέσα στο έργο του τον καθιστά εξ ορισμού ανατρεπτικό, και μόνο ένας μύωψ θα τον κατέτασσε, και αυτόν και το έργο του, στον χώρο της διακοσμητικής τέχνης» (σσ. 282-283).         

Με τα διαπιστευτήρια του Σίνγκερ ανά χείρας, ο Ραπτόπουλος, ως Μιχαηλίδης, επιτυγχάνει να περάσει στον αναγνώστη τη καταλυτική διάσταση της λαγνείας και του έρωτα όχι μόνο σε επίπεδο περιεχομένου που εκμεταλλεύεται στοιχεία δύο κόσμων «[...] προς αποτροπιασμό των ειδικών, θα έλεγα ότι είναι κάτι ανάμεσα σε Τσέχωφ και Στίβεν Κινγκ» (σ. 285), αλλά και φορμαλιστικά καθώς δεν ορρωδεί μπροστά στη χρήση ενός εξαιρετικά ζυγισμένου γλωσσικού μίγματος που αποδίδει άρτια τις ερωτικές σκηνές. Σκόπιμα δεν θα παραθέσω παραδείγματα καθώς εκτός συγκείμενου τείνουν να παραπλανούν και να οδηγούν τον αναγνώστη σε λανθασμένα συμπεράσματα. Ο Ραπτόπουλος όμως ακουμπάει κάτι πολύ βαθύτερο: συμπλέκει τη λαγνεία με τις βαθύτερες προεκτάσεις της, καθώς η λαγνεία οφείλει να εκπηγάζει από τη σφριγηλότητα του πνεύματος, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που οι λειτουργίες και οι δεξιότητες της νόησης οφείλουν να αφορμώνται από την πλέον αφηρημένη και θεωρητική διάσταση της σάρκας. Ειδική μνεία αξίζει το θάρρος του συγγραφέα να μην υποκύπτει στις επιταγές της πολιτικής ορθότητας. Δεν διστάζει έτσι να παρουσιάσει την ερωτική σχέση της σαραντάχρονης μητριάς του δεκαπεντάχρονου Στάθη στο «Η μητριά» αλλά και τις ερωτικές σκέψεις που αποτυπώνονται στην επιθυμία της Ματούλας προς τον ανιψιό της τον Χρήστο στο «Μία είναι η πληγή». Όπως δεν διστάζει να διαποτίσει ουκ ολίγα σημεία του έργου με σαρκαστικό χιούμορ. Εφιστώ την προσοχή στο «Ο θάνατος θα μας χωρίσει» αλλά και το «Ο ορισμός της απιστίας» που δύσκολα δεν θα κάνουν και τον σοβαρότερο αναγνώστη να χαμογελάσει.

Δεν θα πλατειάσω. Κλείνοντας θα επισημάνω ότι η επιλογή της περσόνας του κομίστα –και μάλιστα με αδυναμία στον Μίλο Μανάρα– να μεταγράψει τα κόμικ σε διηγήματα –αρχικά υποτίθεται ότι τα διηγήματα ήταν κόμικ– προσφέρει στον αναγνώστη μια σαφή συγγραφική οδηγία πρόσληψης του έργου. Ο έμμεσος και περίτεχνος αυτός τρόπος να επιβάλλει ο Ραπτόπουλος, έστω και σε συγκεκριμένα σημεία, την αισθητική του στον αναγνώστη συνιστά εύρημα που προσδίδει στο βιβλίο ακριβώς τη διάσταση που συνάδει με τις προθέσεις του για λειτουργικό συγκερασμό του παλπ με τη “σοβαρή” λογοτεχνία, αυτή την «αντίφαση εν τοις όροις» (σ. 285) όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο συγγραφέας.

Να το διαβάσετε· συνιστά γνήσια αναγνωστική έκπληξη.

— Βαγγέλης Ραπτόπουλος, Έρωτες, έρωτες, έρωτες, Κέδρος: 2023, 288 σελίδες, ISBN: 9789600453683, τιμή: €15.00.