Skip to main content
Πέμπτη 27 Μαρτίου 2025
Αντιγόνη απ' τα Λιντλ

«Την ώρα που σκάει το πρώτο φως στον ουρανό και ξεκινάει να ξεχωρίζει μόλις η μαύρη απ’ τη λευκή κλωστή οι άνθρωποι τη λένε αυγή» (σ. 15). 

Έτσι ανοίγει το μυθιστόρημα της Μαρίας Σκιαδαρέση (Αθήνα, 1956). Μια παύση μετά τις εναρκτήριες προτάσεις των μυθιστορημάτων προσφέρεται για να αφουγκραστεί κανείς τι έπεται. Είναι καθοριστικό, ειδικά για το μυθιστόρημα, όταν αποπειράται ο συγγραφέας να φορτίσει την έναρξή του με τρόπο που να προοικονομεί το όλον. Η πρώτη πρόταση αποκτά όμως ειδικό βάρος όταν τη διαβάζουμε ξανά στο τέλος, αφού έχει ολοκληρωθεί η ανάγνωση. Τι αντιλαμβάνεται όμως κανείς από τη συγκεκριμένη; Η σύνταξη, η “μετρική”, η εικόνα που στήνει την αναλογία: «μαύρη», «λευκή», «κλωστή», «αυγή»· όλα υποδηλώνουν τη συνέχεια. 

Κανένα μυθιστόρημα δεν κρίνεται όμως από το εναρκτήριο λάκτισμά του, αν και κάλλιστα μπορεί κανείς να αρνηθεί να το διαβάσει εξαιτίας του. Ομολογώ ότι διάβασα το βιβλίο από καθαρή περιέργεια, αποδελτιώνοντας τις αστοχίες του, νιώθοντας όμως παράλληλα και άβολα, γιατί ήταν τόσο προφανείς. Δεν έχω διαβάσει κάτι άλλο από το έργο της συγγραφέως –μυθιστορήματα, συλλογές διηγημάτων, προσωπογραφίες–, δεν είχα επομένως καμία αίσθηση τι να περιμένω – οι διθύραμβοι των κριτικών είναι σχεδόν πάντα δεδομένοι.   

Η Σκιαδαρέση δεν ακκίζεται. Δεν παριστάνει την έξυπνη. Θα έλεγα ότι οι αστοχίες του μυθιστορήματος είναι απότοκες μιας ιδιότυπης αθωότητας που πηγάζει από το “ταλέντο” της αφήγησης. Η συγγραφέας γράφει, παρασύρεται, χωρίς να έχει ακριβώς συναίσθηση πού την πάει ο μύθος της. Επινοεί δηλαδή στο πόδι ό,τι απαιτείται για να περάσει από το ένα επεισόδιο στο άλλο. Ομολογουμένως αυτό τείνει να μην λειτουργεί. Θα αναφέρω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: ο μύθος ενέχει προσχηματική αστυνομική πλοκή – εικάζω ηθελημένα. Η πρόθεση της Σκιαδαρέση δεν ήταν να γράψει αστυνομικό μυθιστόρημα. Το βιβλίο είναι αμιγώς “υπαρξιακό”. Αυτό όμως δεν της δίνει το «ελευθέρας» να λέει ό,τι επιθυμεί επί του αστυνομικού. Τι εννοώ; Λίγο πριν το τέλος, συνένοχος σε παλιά, ανεξιχνίαστη δολοφονία ομολογεί την εμπλοκή του, επειδή τον επισκέφτηκε ο αστυνόμος και του έκανε μερικές ερωτήσεις. 

«[...] [Τ]α εγκλήματα κρύβονται μα δε θάβονται, είναι κανόνας της ζωής κι έρχεται μια στιγμή που κάποιος ή κάποιοι θα πληρώσουν. [...] Έχω ισοπεδωθεί! Γι’ αυτό πρέπει κι εγώ επιτέλους να ανακατέψω τα νερά μήπως και καταφέρω να υπενθυμίσω και τη δική μου ύπαρξη» (σσ. 289-9), θα δηλώσει ο συνεργός και θα κελαηδήσει. Αυτά όμως δεν στέκουν. Αντιπαρέρχομαι το αποφθεγματικό ευχολόγιο. Ομολογεί κάποιος τη συμμετοχή του σε ένα φόνο, δεκάξι χρόνια μετά το συμβάν, επειδή νιώθει εγκλωβισμένος στις συνθήκες μιας εύπορης ζωής; Όση διάθεση κι αν έχει ο αναγνώστης να αναστείλει τη δυσπιστία του, υπάρχει όριο. Και, δυστυχώς, η Σκιαδαρέση θα το ξεπεράσει ουκ ολίγες φορές. 

Ας περάσουμε όμως στην ουσία, πίσω από την έωλη αστυνομική πλοκή που θα στηθεί και θα κλείσει διεκπεραιωτικά. Τι μας ζητά η συγγραφέας; Για αρχή, να δεχτούμε ότι τρεις Ινδοί μιλούν άψογα ελληνικά – μας τους παρουσιάζει να μιλούν σε πρώτο και δεύτερο πρόσωπο. Τι κάνει η Σκιαδαρέση για να αντικρούσει εν τη γενέσει της την αντίρρησή μου; Παρουσιάζει τον ήρωα και θύμα ονόματι Χόντι αφενός να είναι δάσκαλος στην Ινδία, αφετέρου μέγας θαυμαστής του ελληνικού πολιτισμού. Έτσι φυτεύει στις καταβολές του την επιθυμία του να έρθει και να στερεώσει στην Ελλάδα. Ουδόλως πείθομαι ότι αυτό αρκεί, έστω και στοιχειωδώς, για το θέμα της γλώσσας. Το να διαβάζει βιβλία ή να κυκλοφορεί με μια Οδύσσεια ένας άνθρωπος που δουλεύει στα εξοντωτικά ωράρια του κάμπου, όσα χρόνια κι αν έχει ζήσει στην Ελλάδα, δεν συνιστά ικανή συνθήκη για να μάθει να μιλάει τα ελληνικά που μιλάει ο Χόντι. Ας πούμε όμως ότι το προσπερνάμε. Η Σκιαδαρέση επιθυμεί και ο κολλητός του Χόντι, ο Νισίθ, ένας «νταλίτ», ανέγγιχτος, από την κατώτερη κάστα, να μιλά εξίσου καλά ελληνικά. Γιατί; Ο Χόντι τον στήριξε και τον δίδαξε σαν αδερφό του. Ο Χόντι τυγχάνει να έχει και αδερφή, την Ανίλα, την Αντιγόνη του τίτλου, που επίσης μιλάει άπταιστα ελληνικά.

Παραθέτω απόσπασμα που μιλάει ο Νισίθ: 

«Περπάτησα όσο δεν είχα περπατήσει στη ζωή μου σ’ εκείνο το ταξίδι εξόδου από τη χώρα και περιπλάνησης στη μισή Ασία ωσότου φτάσω εδώ. [...] Τα πέλματά μου αργασμένα σαν το πετσί του χοίρου [...]» (σ. 47).

Η Ανίλα χρησιμοποιεί λέξεις όπως «αλαφροΐσκιωτη» (σ. 83), «υπερώριμη» (σ. 165), «ακάματη» (ό.π.) και «αναληφθεί» (ό.π.).  

«Αυτός χτυπάει εν ου παικτοίς [...]» (σ. 360) θα πει κάποια στιγμή ο Χόντι, αφού μόλις έχει ξεστομίσει «[...] εφαρμόζει τακτικές που φέρνουν στο μυαλό την παροιμία “Θύμωσε ο αγάς κι έκοψε τα αρχίδια του”» (ό.π). 

Και μπορεί να λέει μερικές γραμμές παρακάτω «αυτά του είπες με τα καλά ελληνικά σου» (σ. 361), αλλά αυτά ακριβώς είναι που δοκιμάζουν την ανοχή του αναγνώστη, που νιώθει ότι εμπαίζεται. 

Έτσι μιλούν στη Βοιωτία οι Ινδοί εργάτες; Έτσι μιλούν οι γηγενείς που τυγχάνει να μην είναι συγγραφείς; 

Ξεχάστε όμως όλες αυτές τις παρατηρήσεις. Ας υποθέσουμε ότι το πώς μιλάει ένας ήρωας σε ένα μυθιστόρημα δεν έχει καμία σημασία. Ας υποθέσουμε ότι είναι μαγικός ρεαλισμός. Πάλι, δυστυχώς, στη γλώσσα επιστρέφουμε, γιατί όλοι οι Ινδοί, όπως βέβαια και οι ιθαγενείς ήρωες, μιλούν περίπου με τον ίδιο τρόπο. Το να ενθέτει η συγγραφέας πραγματολογικά στοιχεία τοποθεσιών, θρησκειών, θεών και πρακτικών της ινδικής κουλτούρας δεν προσδίδει την απαιτούμενη αιχμή στον λόγο του κάθε ήρωα. Το να πετάει και καμιά βρισιά ο αφέντης/γαιοκτήμονας Πεκμετζής και οι γιοι του δεν τους καθιστά μοναδικούς. Δεν τους χαρακτηρίζει με το μέταλλο που θα τους αναγάγει σε προσωπικότητες με μυθοπλαστική αυτονομία. Η ειρωνεία εδώ εντοπίζεται στο ότι το μυθιστόρημα υποτίθεται ότι αρθρώνεται μέσα από τον συγκερασμό μιας πολυφωνίας διαφορετικών οπτικών γωνιών που, όμως, είναι τελικά μία φωνή: η συγγραφέας. 

Επιπρόσθετα, αναφέρω ότι η Σκιαδαρέση βάζει μέχρι και τον αστυνόμο του μύθου να μιλάει άπταιστα ελληνικά. Επειδή όμως ψυχανεμίζεται το πρόβλημα εφαρμόζει παραλλαγή της ίδιας τακτικής: άριστος μαθητής με πάθος για τη γλώσσα. Όλα αυτά, όμως, ακόμη κι αν μεμονωμένα δεν θα ήταν τόσο σημαντικά, λειτουργούν σωρευτικά όταν ο αναγνώστης δεν βρίσκει από πού να πιαστεί, γιατί η ιστορία είναι τετριμμένη. Ινδοί μετανάστες. Έχουν βρεθεί στη Βοιωτία, εργάτες στον μεγάλο γαιοκτήμονα Πεκμετζή που θα εκτιμήσει τον Χόντι και θα τον πάρει επιστάτη και ψυχογιό. Ο Χόντι θα δολοφονηθεί και θα ξεδιπλωθεί ο μύθος ανάμεσα στον ανεπρόκοπο γιο του Πεκμετζή, τη γυναίκα του, την αδελφή του Χόντι και έναν στενό κύκλο συγγενικών και φιλικών προσώπων από το παρόν και το παρελθόν. 

Ας περάσουμε όμως στον τίτλο. Κάθε γυναίκα που αψηφά τον νόμο στα έθιμα ταφής στην ευρύτερη περιοχή της Βοιωτίας δεν είναι απαραίτητα Αντιγόνη. Η Ανίλα/Αντιγόνη του μύθου, αδερφή του νεκρού Χόντι, επιθυμεί απλώς να κάψει τον αδερφό της στην πυρά, κατά το έθιμο της πατρίδας της. Ναι, ο Πεκμετζής θα της πει ότι αυτό απαγορεύεται, εκείνη όμως θα το κάνει, γιατί μόνο έτσι ο αδερφός της θα περάσει σε ανώτερη βαθμίδα στην επόμενη ζωή. Είναι δόκιμο το σημείο της αποτέφρωσης. Η Σκιαδαρέση το στήνει όμορφα· το προοικονομεί κιόλας. Το επεισόδιο όμως καταλαμβάνει πέντε σελίδες και η Ανίλα/Αντιγόνη πέφτει στα μαλακά, γιατί ο αστυνόμος είναι ερωτευμένος μαζί της. Θα περάσει μια βραδιά στο κρατητήριο και θα επιστρέψει στο σπίτι του Πεκμετζή, όπου εργάζεται ως μαγείρισσα. Δεν βλέπω χροιά Αντιγόνης. Μόνο Ανίλα υπάρχει που δεν σηκώνει το βάρος της υπόστασης που της αποδίδεται.  

Υπάρχουν όμως και δύο αδέρφια που φιλονικούν για τη γη, την εξουσία και την περιουσία του πατέρα τους. Προσπάθησα να ανακαλύψω κάποια σχέση με τους Ετεοκλή και Πολυνείκη. Δεν βρήκα κάτι.

Σε μια συνέντευξή της η Σκιαδαρέση είπε μάλιστα ότι επειδή το μυθιστόρημα έχει επτά κεφάλαια, που αναφέρονται στις επτά μέρες του τρύγου, αυτό «παραπέμπει» στο Επτά επί Θήβας

Λυπάμαι, αλλά αυτά δεν είναι σοβαρά πράγματα. Στο μυθιστόρημα, που ο ένας αδερφός σκοτώνει τον άλλο, υπάρχει και αναφορά στον Κάιν. Γιατί όχι Κάιν απ’ την Κωπαΐδα; την Τανάγρα; τη Λειβαδιά;

Τι άλλο διαβάζει όμως κανείς σε αυτό το μυθιστόρημα των σχεδόν 400 σελίδων, πέρα από την αστυνομική πλοκή; 

Καταρχάς, ουκ ολίγους κοινότοπους διδακτισμούς.

Μιλάει ο αστυνόμος:

«Είναι κι αυτό το αίσχος με τις επαναπροωθήσεις, ακούω από συναδέλφους κυρίως στα νησιά ότι εκεί κάτω επικρατεί τρομοκρατία, όποιο πλοιάριο φανεί γυρίζει πίσω με συνοδεία λιμενικού, πού να βρεθούν νέοι άνθρωποι να σκάψουνε τη γη; Την πάτησε η Ευρώπη με την πολιτική της, αν από την αρχή είχαν φροντίσει να απορροφάται αυτός ο κόσμος με σύστημα και τάξη –οργάνωση χρειάζεται, τίποτα παραπάνω– τώρα όλη η Δύση θα είχε χέρια εργατικά κι όλοι οι κατατρεγμένοι θα είχαν βρει, εκτός από ασφάλεια, και τρόπο αξιοπρεπή να ζουν και να δουλεύουν. Είναι όμως, δυστυχώς, στη φύση του ανθρώπου να κυριεύεται από φόβο και να κουμπώνεται μπροστά στον άλλον, αυτόν που φέρνει αλλαγές στον τρόπο της ζωής του» (σ. 106).

Μιλάει ο Πεκμετζής:

«Της είπα τότε ότι το κρεματόριο είναι εδώ κοντά, έβαλε η εκκλησία στο κρασί της λίγο νερό και έστερξε ν’ αποδεχτεί τουλάχιστον πως κάποιοι έχουν δικαίωμα να αποφασίζουν για το πώς θα αναχωρήσει το σαρκίο τους από τον κόσμο τούτο, κάποιοι, βρε αδερφέ, που απεχθάνονται κηδείες, τάφους και τρισάγια και επιθυμούν το σώμα τους να μπει ως στάχτη πια μέσα σ’ ένα δοχείο, ώστε μετά να γίνει ό,τι αντέχουν αυτοί που μένουν πίσω, άλλοτε άθυρμα του ανέμου, άλλοτε σύμβολο αγάπης, βαλμένο με αφοσίωση πάνω σε κάποιο έπιπλο, μα πάνω απ’ όλα επιλογή, τουλάχιστον αυτό· σε αντίθεση με τη ζωή που είναι συνήθως άκαμπτη, ο θάνατος ας είναι πιο ευέλικτος» (σ. 225).

Μιλάει ο Χόντι:

«Σας δίδαξε πολλά η υπέροχη γυναίκα, όπως να αγαπιέστε μεταξύ σας, δεν είναι πάντα αυτονόητη η αδερφική αγάπη, πολλά παίζουνε ρόλο, ο χαρακτήρας κυρίως, η ανατροφή και οικογένεια, η ατμόσφαιρα στο πατρικό το σπίτι κι άλλα που δεν μετριούνται, δεν είναι όλα τα αδέρφια αγαπημένα, υπάρχουν και αυτά που ανταγωνίζονται, αυτά που δεν μιλιούνται, αυτά που είναι αδιάφορα, υπάρχουν και εκείνα, σαν τα παιδιά του Πεκμετζή, που φτάνουν απ’ την ενόχληση ως το μίσος, εδώ κυρίως του μικρού για το μεγάλο, μα και την πίστη του μεγάλου στην ανεπάρκεια του μικρού και την ασπρόμαυρη επιμονή των δύο γονιών να βλέπουν στα παιδιά τους έναν θεό και έναν διάβολο. Ξεκίνησε με ζήλια και έγινε με τα χρόνια φθόνος, που οδήγησε στο μίσος, συναίσθημα χωρίς επιστροφή» (σ. 281).

Μιλάει η Ανίλα:

«Πόσα κοινά μπορεί να βρει κανείς χιλιάδες μίλια μακριά απ’ την πατρίδα του; Ελάχιστα, μα πάντα κάτι υπάρχει που παραπέμπει σε οικεία ήθη. Έτσι το σκέφτηκα κι εγώ και είπα ο άνθρωπος παντού μπορεί να ζήσει, αρκεί όπου βρεθεί να σεβαστεί όσα πιστεύουν και αγαπούν οι ντόπιοι να μάθει να μιλάει σωστά τη γλώσσα να αποδέχεται συνήθειες και έθιμα να αφήνεται στην αφομοίωση κατά το δυνατόν χωρίς να εγκαταλείπει τις αρχές του ή να ξεχνά τις ρίζες του. Όταν το μέρος όπου ζεις το βλέπεις ξένο, έτσι σε βλέπουν και οι άλλοι πάντα, ξένο» (σσ. 338-9)

Μιλάει ο Νισίθ:

«Οι άνθρωποι όταν πέφτουν με τα μούτρα σε έναν έρωτα που δείχνει ακατόρθωτος και επί καιρό τον κυνηγούν με επιμονή και πείσμα, μόλις ο άλλος ανταποκριθεί, αφοσιώνονται σώμα και ψυχή και αφήνουν φίλους, αδερφούς, ενδιαφέροντα» (σ. 350).

Παραθέτω σκόπιμα εκτενώς για να αντιληφθεί κανείς τη “μετρική” του κειμένου που υποτίθεται ότι «παραπέμπει» σε τραγωδία. Η αντίστιξη ρυθμού/περιεχομένου είναι, φοβάμαι, αποκαρδιωτική. Η Σκιαδαρέση πλατειάζει, εγκιβωτίζοντας άχρηστες πληροφορίες, υποβάλλοντας το κοινό στη μανιέρα των αναδιπλώσεων: επαναλήψεις σκηνών, από διαφορετικές οπτικές γωνίες, ώστε να χτίζεται η βεβαιότητα της αλήθειας. Ο αναγνώστης σταδιακά αποκοιμιέται. Δεν υπάρχουν πραγματικές εκπλήξεις· μόνο ελαφρές πτυχώσεις του αφηγηματικού καρουζέλ που, καθώς περιστρέφεται, ξεδιπλώνει μια λογοτεχνία επιτηδευμένης καλλιέπειας: 

«Ο ήλιος έχει γύρει και δεν καίει, ένα αεράκι δροσερό έρχεται από τη θάλασσα. Παρότι δεν τη βλέπουν, ξέρουν καλά πως βρίσκεται εκεί, κάπου ανάμεσα στο στρίφωμα των κάμπων και στα βουνά που ορθώνονται πάνω στο ραδινό κορμί της Εύβοιας» (σ. 178).

Κάθε στροφή και ευκαιρία για ένα ακόμη καλολογικό κρεσέντο:

«Οι κάμποι ξαπλωμένοι στο βάθος των πλαγιών, άτακτα πεταμένοι σε απέραντο καμβά, έδειχναν τόσο εύθραυστοι που, αν πέταγες μια πέτρα, θα έσχιζε το πανί και θα σε τράβαγε μαζί της στα τάρταρα της γης· αν πάλι τέντωνες το χέρι όσο μπορούσες, θα άγγιζες τον ορίζοντα ψυχρό και λείο σαν λαξεμένο μάρμαρο από τεχνίτη περιωπής» (σ. 199).

Ακόμα και μέσα στην υποτιθέμενη “τραγωδία”, ο αναγνώστης νιώθει πάντα ελλιμενισμένος στη σιγουριά του οικείου, με τις απαραίτητες βέβαια νότες εξωτισμού, ερωτισμού και ενσυναίσθησης: 

«Κένταγε το κορμί μου με το στόμα του, μ’ αυτά τα όμορφα καλογραμμένα χείλη, μικρές μικρές δαγκωματιές μού ξύπναγαν την αίσθηση ότι τό σώμα μου υπάρχει, αναπνέει, πάλλεται στον ερεθισμό, γλυκαίνεται με τη φροντίδα» (σ. 157).

Όπως και:

«Πέρασαν μέρες, εβδομάδες, μήνες, κι αυτός περίμενε να ξαναδεί στα μάτια της τη λάμψη εκείνη που είχε ερωτευτεί, έφυγε μπόλικος καιρός για να μπορέσει να διακρίνει στο ηττημένο βλέμμα της ξανά το χρώμα της ελπίδας, αυτή τη φλόγα που παιχνίδιζε πάντα στο καθαρό της βλέμμα, μια πράσινη μαρμαρυγή σαν ρίγος φύλλων αγγιγμένων απ’ τον άνεμο» (σ. 252). 

Η συγγραφέας παραδίδεται στον αφηγηματικό της οίστρο. Υπνωτισμένη από τη θάλπη της γραφής της, πλανεύεται και η ίδια από την επίπλαστη τάξη που έχει επιβάλλει στο σώμα των νοημάτων που διαφεντεύει. Όλα, όπως έχετε αντιληφθεί, εκβάλλουν στην καθησυχαστική υπερβολή του μελοδράματος. Η Σκιαδαρέση δεν θα αφήσει ούτε μια εκκρεμότητα στο καμπίσιο πέλαγος την νηνεμίας που κατασκευάζει. “Τραγωδία” του γλυκού νερού. Στο τέλος, αφού εμφανίσει από το πουθενά μια κρυφή ομοφυλοφιλία, θα δώσει το σύνθημα για την αυλαία με μια φεμινιστική κορώνα: 

«Όλα περνάνε από τα χέρια μας τα άξια, μην το ξεχνάς αυτό, μία γυναίκα κάνει θαύματα, αυτό μου δίδαξε η ζωή βλέποντας τη γιαγιά μου μα και τον ίδιο μου τον εαυτό. [...] Μία γυναίκα μπορεί τα ακατόρθωτα, φαντάσου εμείς που είμαστε δύο! [...] [Δ]εν χρειαζόμαστε άντρες για να τα φέρουμε εις πέρας, δεν έχουμε ανάγκη τη δανεική ενέργεια, καίμε από τη δική μας» (σ. 378).

Δεν υπάρχει επομένως τίποτα ενδιαφέρον; Υπάρχει η διαμερισματοποίηση του μύθου που ανέφερα. Πλειάδα φωνών και θεάσεων που απαρτίζουν το μυθιστόρημα και υποτίθεται ότι ανοίγουν δίοδο προς τα ψυχολογικά πορτρέτα και τις “τραγικές” συνδηλώσεις, που τόσο επιθυμεί η συγγραφέας. Ως σύλληψη θα μπορούσε να λειτουργήσει. Η Σκιαδαρέση όμως αδυνατεί να ελέγξει το υλικό της και για λόγους οικονομίας – πέρα από τις υφολογικές αστοχίες και την αδυναμία της να κατασκευάσει πειστικά διαφορετικές φωνές. Το μυθιστόρημα είναι οπισθοβαρές. Το τέλος έρχεται από το πουθενά, όχι ως δόκιμη ανατροπή αλλά ως λαγός από το καπέλο. Άλλο συγγραφέας όμως κι άλλο ταχυδακτυλουργός. Η κρυφή ομοφυλοφιλία δεν έχει προοικονομηθει. Ο αληθινός χαρακτήρας του δολοφονημένου μεγάλου αδελφού είναι επίσης μυθιστορηματικά αβάσιμος. Γιατί; Υπάρχει ένα όριο στο θέατρο που δύναται να παίζει κανείς στη ζωή του. Όταν επομένως η συγγραφέας εμφανίζει στο τέλος τα κρίσιμα κομμάτια που συμπληρώνουν το παζλ· τα κομμάτια που, τρόπον τινά, ερμηνεύουν τις συμπεριφορές και τα κίνητρα, είναι τόσο ακραίες οι αποκλίσεις από αυτά που μέχρι εκείνη τη στιγμή έχει αντιληφθεί ο αναγνώστης αλλά και, κυρίως, οι υπόλοιποι ήρωες, που το οικοδόμημα καταρρέει. 

Λέει κάποια στιγμή ο Χρίστος, ο μικρός αδερφός: «[...] τα μάτια λένε πιο πολλά από τις λέξεις, τα βλέμματά τους μπήγονταν στο δέρμα μου αγκάθια [...] (σ. 314)», αναφερόμενος στις νταντάδες που τον μεγάλωσαν.

Τα μάτια, επομένως, δεν γίνεται να «λένε πιο πολλά από τις λέξεις» μόνο εκεί που βολεύει τη Σκιαδαρέση. Ο αδερφός του Χρίστου, αλλά και ο ερωτευμένος ομοφυλόφιλος Νισίθ μπορεί να ήταν διπρόσωποι και υποκριτές αλλά το μέγεθος της νοσηρότητας και της υποκρισίας που τους προσάπτεται είναι τόσο υπερβολικό που το κείμενο χάνει την αξιοπιστία του. 

Αφού έχετε εκτεθεί στα αποσπάσματα που έχω παραθέσει, διαβάστε τώρα ξανά την πρόταση που ανοίγει το μυθιστόρημα.

— Μαρία Σκιαδαρέση, Αντιγόνη απ' το Πουσκάρ, Πατάκη: 2024, 392 σελίδες, ISBN: 9786180707908, τιμή: €18,80.