Skip to main content
Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2024
Από τ' άγραφα;

Αν σήμερα δεν μπορεί κάποιος να περιμένει πολλά από έναν συγγραφέα που εκδίδει το όγδοο βιβλίο του, βιβλίο που έχει μάλιστα βραβευτεί (Βραβείο Μυθιστορήματος 2022, περιοδικό «ο αναγνώστης»), δεν ξέρω από πού μπορεί να περιμένει αυτά τα «πολλά». Το λέω αυτό με πλήρη συναίσθηση της βαρύτητας μιας τέτοιας δήλωσης, γιατί θέλω να υπογραμμίσω τη θέση της λογοτεχνίας σε έναν κόσμο που στερείται μεταφυσικών ερεισμάτων. Από τον λογοτέχνη οφείλουμε να ζητάμε «τον ουρανό με τ’ άστρα». Το χιόνι των Αγράφων του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη ήταν ένα βιβλίο που το πήρα στα χέρια μου με εξαιρετικά μεγάλες προσδοκίες.   

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Η εμμονή των Ελλήνων συγγραφέων να γράφουν ξανά και ξανά μυθοπλασίες με θέμα τον Εμφύλιο θα μπορούσε να παραλληλιστεί με την εμμονή φτασμένων ηθοποιών να παίρνουν μέρος σε ταινίες με σκοπό μια «αρπαχτή», όπως λέμε. Μπορεί να ακούγεται σαν βεβήλωση μιας εκ των ιερών αγελάδων της ελληνικής πεζογραφίας –η άλλη είναι η εμμονή με τους γεννήτορες– αλλά η πεζογραφική ενασχόληση με τον Εμφύλιο μόνο έτσι μπορεί πλέον να ερμηνευθεί. Το λέω αυθόρμητα αυτό κάθε φορά που βλέπω σε δελτίο τύπου ή σε ράφι βιβλιοπωλείου ένα πεζογράφημα της συγκεκριμένης θεματικής. Κατόπιν σκέψεως βέβαια οφείλω να αναγνωρίσω ότι το τραύμα είναι βαθύ, οι αφορμές να ματώνει ξανά και ξανά ουκ ολίγες και η τέχνη ανεξάντλητη· συνεπώς, κάθε περίπτωση οφείλουμε να την κρίνουμε εκ νέου χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη μας τον συνωστισμό που έχει προηγηθεί. Έτσι, η ανάγνωση του μυθιστορήματος Το χιόνι των Αγράφων υπαγορεύτηκε πρωτίστως από τη βράβευσή του και δευτερευόντως από τις διθυραμβικές κριτικές που έχει λάβει. Επισημαίνω εδώ ότι η βράβευση του συγκεκριμένου βάζει και το λιθαράκι της για τη διαιώνιση της εμμονής για μυθοπλασίες πάνω στη συγκεκριμένη θεματική. Δεν μπορώ δηλαδή να φανταστώ νέο λογοτέχνη που να μην διαβάζει, έστω αχνά και υποσυνείδητα, σε αυτό το βραβείο τον συμβολισμό μιας ανακουφιστικής προσκόλλησης και των κριτικών στο συγκεκριμένο θέμα.   

Το βιβλίο του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη συνιστά χαρακτηριστική περίπτωση καλογραμμένου σπονδυλωτού μυθιστορήματος που όμως αδυνατεί να ξεφύγει από κοινοτοπίες αλλά και διεκπεραιωτικούς αυτοματισμούς, που τελικά δυναμιτίζουν τη λογοτεχνικότητά του. Ομολογώ ότι όταν το διάβασα πρώτη φορά μού φάνηκε πολύ καλύτερο από όταν το ξαναδιάβασα μετά από μόλις μια εβδομάδα. Το πιο δυνατό σημείο του είναι το κεφάλαιο «Χειμερινή Ολυμπιάδα» που στέκει με τον τρόπο του πιο μακριά από το χρονικό σημείο του Εμφυλίου και σκιαγραφεί την προσπάθεια του ήρωα, του Χαράλαμπου Σουρούτση, να κλείσει λογαριασμούς με το παρελθόν του, καθώς περισυλλέγει εμμονικά, για σχεδόν τριάντα χρόνια, οστά των νεκρών «της στρατιάς των αμάχων» που έχουν ξεμείνει στο βουνό θαμμένα στο χιόνι και τη λάσπη. Παρότι αυτό δεν αναφέρεται, ο συγγραφέας αφήνει τον αναγνώστη να καταλάβει ότι ο Χαράλαμπος, τα οστά αυτά τα θάβει στο κοιμητήριο της μονής όπου και διαμένει. Το συγκεκριμένο κεφάλαιο είναι πολύ σωστά χρονισμένο· επιπροσθέτως, αρχίζει όπως πρέπει και τελειώνει με τη σωστή δόση αμφισημίας. Τα υπόλοιπα κεφάλαια δεν διαθέτουν παρόμοια χάρη, αν και ομολογουμένως έχουν και αυτά τα καλά σημεία τους.  

Το Χιόνι των Αγράφων εμφορείται από τον χαρακτήρα του «αναστοχασμού» –ίδιον της αριστερής ιδεολογίας– μόνο και μόνο λόγω της οπτικής του γωνίας: είναι μια κριτική για τους ηττημένους του Εμφυλίου εκ των έσω, από τη σκοπιά δηλαδή των ηττημένων. Θυμίζω ότι αυτή είναι και η ματιά του εμβληματικού μυθιστορήματος του Άρη Αλεξάνδρου. Και μάλιστα, με τον δικό του τρόπο, ασκεί και ο Χατζημωυσιάδης κριτική στις αστοχίες τής αριστερής ιδεολογίας, και όχι μόνο. Το βιβλίο όμως είναι χαρακτηριστικά σύντομο (156 σελίδες) για τους στόχους που θέτει ο δημιουργός του. Η ανασύνθεση μιας εικόνας –της πορείας των αμάχων από τη Βράχα προς τη Μακεδονία– από διαφορετικές οπτικές γωνίες που σε αρκετά σημεία συγκλίνουν, μοιάζει διεκπεραιωτική. Και παρότι ο συγγραφέας δεν καταφεύγει σε εντυπωσιασμούς μέσω γλωσσικών ιδιωμάτων, αρκετές φορές αισθάνθηκα άβολα με την επιλογή φράσεων που έφταναν επικίνδυνα κοντά σε έναν υπερβάλλοντα λυρισμό. Πριν όμως εξηγήσω σε τι συνίσταται αυτό το «διεκπεραιωτική» ας αναφερθώ σε ένα άλλο πρόβλημα. Το βιβλίο ταλανίζεται από τη μορφή του Γιώργου Βοντίτσου - Γούσια, του αρχηγού της αποστολής, που συνιστά καρικατούρα ολκής. Ο Γούσιας παρουσιάζεται ως ένας εγωκεντρικός και αδιάφορος προς τους ανθρώπους του χαρακτήρας· μια μαριονέτα των ιδεολογικών του εμμονών που δεν ορρωδεί προ ουδενός για να πετύχει τον παράλογο στόχο του. Ο συγγραφέας τον σκιαγραφεί απόμακρο και του προσδίδει ιδιότητες –καλοπερασάκιας, δολοπλόκος, αδιάλλακτος, αχάριστος– αλλά και συλλογιστικές ικανότητες που θα ταίριαζαν περισσότερο σε έφηβο παρά σε αρχηγό στρατιάς. Ο χαρακτήρας του Γούσια συμπληρώνεται και από την εμπάθεια που εκδηλώνει προς τους ομοφυλόφιλους, που εμφανίζονται στο πρώτο κεφάλαιο, όσο και από τον σεξισμό και την παντελή αδιαφορία που επιδεικνύει προς το πρόσωπο της προσωπικής του βοηθού.    

Ο Χατζημωυσιάδης, ενώ σε πολλά σημεία βρίσκει την πολυπόθητη ισορροπία ανάμεσα στη διαφάνεια του λόγου που συνεπικουρεί το νόημα και αυτή τη σφιγγοειδή αινιγματικότητα που χαρίζει σε ένα κείμενο λογοτεχνικότητα, τελικά, χάνει στα σημεία γιατί η ίδια η ιστορία του, που εξακτινώνεται σε έξι αφηγηματικές ψηφίδες, παραμένει καθηλωμένη σε στερεότυπα που δεν ακολουθούν τις γλωσσικές ικανότητές του. Το έργο δυσκολεύεται να ανταπεξέλθει στις προθέσεις του συγγραφέα να επικαιροποιήσει το παρελθόν έτσι όπως το εμπλουτίζει με ακανθώδεις θεματικές του παρόντος. Η ελλειμματική φύση των καταστάσεων που φαίνονται να αναφύονται επικίνδυνα κοντά σε θεματολογίες που απασχολούν τη σύγχρονη καθημερινότητα στερεί στο κείμενο τη δυνατότητά του να ανέλθει, έστω για λίγο, σε αυτή τη βασιλεία της αξιακής αχρονίας που χαρακτηρίζει την πολύ καλή λογοτεχνία. Θα έλεγα ότι ο συγγραφέας, στην προσπάθειά του να καταδείξει ότι πολλές προβληματικές του σήμερα έχουν τις ρίζες τους στο παρελθόν λαϊκίζει εργαλειοποιώντας το αναβράζον θυμικό τού σήμερα για να διευκολύνει την ταύτιση των αναγνωστών με τους ήρωές του. Ο Χατζημωυσιάδης, παρά τις καλές προθέσεις του, γιατί φυσικά διακρίνονται και αυτές, δεν με πείθει, για παράδειγμα, ότι στο «Μονάχα Σωτήρης» η πατριαρχική φιγούρα που δυναστεύει τη Σωτηρία δεν εποφθαλμιά λίγο από το σύγχρονο «woke» μένος κατά του βδελυρού αρσενικού καρικατούρα που ουκ ολίγες φορές αιωρείται στον παραλογισμό της καθημερινότητας. Και με την ίδια λογική δεν με πείθει ο συγγραφέας ότι η εμπάθεια του Γούσια προς τις ομοφυλοφιλικές περιπτύξεις που υπαινίσσονται στο κεφάλαιο «Οι ασύρματοι» δεν εποφθαλμιά το ίδιο μένος προς την ομοφοβία και τους ομοφοβικούς που συναντάμε σήμερα – προς επίρρωση και πάλι της ταύτισης του αναγνώστη με τους ήρωές του. Επισημαίνω ότι στην καρδιά κάθε κεφαλαίου εντοπίζεται μια κοινωνική ομάδα που βάλλεται ακόμη και σήμερα: έτσι, στο πρώτο, όπως ανέφερα, συναντάμε ομοφυλόφιλους, στο δεύτερο εντοπίζουμε έναν σαλό, στο τρίτο και στο τέταρτο διακρίνουμε εκφάνσεις της πατριαρχίας και τις επιπτώσεις της στο πρόσωπο της γυναίκας, και στο πέμπτο διαβάζουμε τη θέση ενός πόντιου πρόσφυγα στην πορεία των αμάχων. 

Ας κοιτάξουμε όμως λίγο πιο προσεκτικά και το κείμενο του «Μονάχα Σωτήρης» (87-109) για να καταλάβετε τι εννοώ όταν λέω ότι η λογοτεχνικότητα του κειμένου δυναμιτίζεται από «διεκπεραιωτικούς αυτοματισμούς». Το «Μονάχα Σωτήρης» αναφέρεται στην περίπτωση ενός θεμελιακά κακοποιητικού πατέρα, μιας πατριαρχικής φιγούρας που κυριολεκτικά εμφανίζεται ως το απόλυτο τέρας: όχι μόνο κακοποιεί σεξουαλικά τη νεαρή κόρη του (σ. 97), αλλά, κακομεταχειρίζεται τη γυναίκα του (σ. 94), είναι μέθυσος και τζογαδόρος (σ. 91), άνανδρος στον τρόπο που πηγαίνει κυνήγι (σ. 100-101), διαπράττει θηριωδίες όταν βγαίνει παγανιά με τους «Σούρληδες» αλλά από συμφέρον βοηθάει και τους αντάρτες όταν βρίσκονται στην περιοχή (σ. 101), και, τέλος, βιώνει και μεγάλη ηδονή όταν γδέρνει τα ζωντανά που θηρεύει (σ. 102). Ο Χατζημωυσιάδης, αφού λοιπόν κατασκευάζει έναν τέτοιο χαρακτήρα, μετά, για να στήσει την πλοκή τού κεφαλαίου, τον βάζει, όταν του δίνεται η ευκαιρία με την εμφάνιση της στρατιάς των αμάχων που στρατολογούσε νέους και νέες, να διώξει την κόρη του τη Σωτηρία, και όχι τον δίδυμο αδελφό της τον Σωτήρη. Προσέξτε τι γράφει ο συγγραφέας για να δικαιολογήσει το σκεπτικό του πατέρα τέρατος: 

«Μαζί με το δικό του τέσσερα στόματα είχε να θρέψει. Καλύτερα να μείνουμε τα τρία, είπε ο πατέρας της, όταν ήρθαν στο χωριό αντάρτες ζητώντας από πόρτα σε πόρτα να στρατολογήσουν νέο αίμα για τη Μακεδονία. Είχε και κάπως τη φωλιά του λερωμένη στην Κατοχή, δεν ήθελε τώρα να τους φέρει αντίρρηση. Ήταν όμως καλό χέρι ο Σωτήρης στις δουλειές, μπορούσε να ‘χει ήσυχο το κεφάλι του κάθε φορά που πήγαινε στο καφενείο να παίξει πρέφα και να πιεί ούζα. Σαν να παραμεγάλωσε το θηλυκό, δεν ήταν πια στο χέρι του να τηνε κάνει ζάφτι. Τον είχε κιόλας προειδοποιήσει ο παπάς, η τσούπρα έλεγε παλαβωμάρες για την πάρτη του στην εξομολόγηση. Δεν χρειάστηκε πολύ μέχρι να αποφασίσει. Σωτήρη του ζητήσανε, την άλλη μέρα Σωτηρία έστειλε» (σ. 90-91). 

Πώς όμως θα γίνει πιστευτός ένας χαρακτήρας, όπως τον έχει κατασκευάσει ο Χατζημωυσιάδης, που προδίδει την καύλα του και επιλέγει να δώσει την κόρη του στους αντάρτες για να μη δίνει λαβές; Ποιο κτήνος θα άφηνε την κόρη του, την οποία εκμεταλλεύεται για γενετήσιες πράξεις, επειδή εκείνη λέει δυο κουβέντες στον παπά του χωριού και έχει μεγαλώσει λίγο παραπάνω; Απαντώ: κανένα κτήνος, έτσι όπως το έχει πλάσει ο συγγραφέας δεν θα επεδείκνυε τέτοια σύνεση. Η λύση αυτή απλώς εξυπηρετεί τον συγγραφέα για να διεκπεραιώσει τον μύθο του. Ο αναγνώστης καταπίνει τον αυτοματισμό ενός χαρακτήρα που αφενός έχει παρουσιαστεί ως τέρας, και αφετέρου εμφανίζεται ως σώφρων που αναλογίζεται τις μελλοντικές συνέπειες των πράξεων του, και, άρα «[δ]εν χρειάστηκε πολύ μέχρι να αποφασίσει». Αν ο πατέρας είχε την ικανότητα να σκεφτεί έτσι, δεν θα ήταν εξαρχής το τέρας που είναι. Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν, ότι είναι ο συγγραφέας που δεν χρειάστηκε πολύ για να αποφασίσει. Μας πετάει το ξεροκόμματο και πάει παρακάτω, χωρίς να το ζυγίσει. Φυσικά και δύναται να χτιστεί ένας χαρακτήρας ώστε να περιέχει τις μύριες όσες ακραίες αντιφάσεις τραβάει η καρδιά μας, απλώς, αυτό δεν γίνεται στην έκταση του συγκεκριμένου κεφαλαίου. Στη συνέχεια, για να δείτε ότι ενός αυτοματισμού μύριοι έπονται, ο Σωτήρης και η Σωτηρία, παρότι διακρίνουν τα σημάδια της αναξιοπιστίας του Γούσια, καθότι υποψιασμένοι από την ατιμία του πατέρα τους, «[τ]α βάζουν κάτω και τα σκέφτονται [...] ότι τίποτα δεν ισχύει [...]» (σ. 95), ότι όλα δηλαδή βαίνουν καλώς. Επιπροσθέτως, προς το τέλος του κεφαλαίου μαθαίνουμε τελικά ότι η Σωτηρία, πριν φύγει από το χωριό, πάνω σε μια ακόμη επίθεση από τον πατέρα της, τον έχει σκοτώσει με μαχαίρι και τον έχει γδάρει με τη σύμφωνη γνώμη της μητέρας της, αλλά ο συγγραφέας μάς την παρουσιάζει να βαδίζει μαζί με τη στρατιά των αμάχων προς έναν ελεύθερο, καλύτερο κόσμο όπου «[τ]ίποτα δεν μπορεί πια να τους σταθεί εμπόδιο» (σ. 95). Παρουσιάζεται δηλαδή η Σωτηρία να σκέφτεται τοιουτοτρόπως, ενώ έχει αφήσει πίσω το τομάρι του πατέρα της, γδαρμένο, να στραγγίζει στον στάβλο; Σίγουρα κάτι δεν πάει καλά εδώ με τον βαθμό αναστολής της δυσπιστίας που απαιτεί ο συγγραφέας από τον αναγνώστη. Και αυτό που μπερδεύει τον αναγνώστη είναι ότι το κεφάλαιο έχει καλά σημεία, όχι μόνο σε επίπεδο γλώσσας και συμβολισμών (βλ. σ. 97) αλλά και σε μια προσδοκία που χτίζει ο συγγραφέας με αυτή την επαναλαμβανόμενη αναφορά στον βήχα και τον πυρετό της Σωτηρίας που προοικονομεί τον θάνατό της, που όμως δεν επιβεβαιώνεται. Αυτό το «paraprosdokian» θα λειτουργούσε εξαιρετικά και θα οδηγούσε και πάλι σε ένα τέλος με τη σωστή δόση αμφισημίας αν το κεφάλαιο δεν ήταν ήδη λαβωμένο από τους διεκπεραιωτικούς αυτοματισμούς που τελικά ωθούν τον αναγνώστη να διερωτάται για τις προθέσεις του συγγραφέα. Το συγκεκριμένο κεφάλαιο εργαλειοποιεί λοιπόν μια ακραία κατάσταση για να βγάλει τι ακριβώς; Τον οίκτο και τη συμπάθεια του αναγνώστη προς την ηρωίδα; Τι πρέπει να διαβάσει ο αναγνώστης εδώ; Ότι η Σωτηρία αφήνει την κόλαση της οικογενειακής εστίας για να βρεθεί σε μια άλλη κόλαση της νέας αριστερής οικογένειάς της; Ότι αφήνει τη μία σφαγή για να πάει σε μια άλλη; Η αφηγηματική ψηφίδα «Μονάχα Σωτήρης», δηλαδή, τι συνεισφέρει στο βιβλίο; Γιατί εγώ δεν βλέπω εδώ κάποια ουσιαστική συνεισφορά προς το σύνολο του εγχειρήματος. Βλέπω μια αμφιβόλου ποιότητας απόπειρα συνδαυλισμού μοχθηρών συναισθημάτων του αναγνώστη προς το πρόσωπο του πατέρα/πατριάρχη με το πρόσχημα εμφυλιοπολεμικού πεζογραφήματος. 

Το καταληκτικό κεφάλαιο, το πιο πολιτικό, πραγματεύεται λογοτεχνικά, μέσω της περίπτωσης του Ταξίαρχου Γιώργου Γεωργιάδη τη στάση της αριστεράς στη φάση των εκκαθαρίσεων των δικών της ηρώων. Το συγκεκριμένο κεφάλαιο όμως και ειδικά το μυθοπλαστικό του κομμάτι, εκεί όπου ο Γεωργιάδης εμφανίζεται έγκλειστος στο κελί του πριν την εκτέλεσή του, εκεί, που «χωρίς θεό» αλλά και «χωρίς κόμμα» βρίσκεται αντιμέτωπος με την «υπαρξιακή αγωνία», κλείνει το βιβλίο απογοητευτικά. Ο συγγραφέας επιλέγει να παρουσιάσει έναν πραγματικά λαμπρό αξιωματικό του ΔΣΕ, έτσι όπως ανάμεσα στον ύπνο και στον ξύπνιο του αναλογίζεται το ένδοξο αλλά και επονείδιστο παρελθόν του· το δεύτερο, έτσι όπως επικεντρώνεται στη συμμετοχή του, επειδή τον κάλεσε το καθήκον, στη στρατιά των αμάχων. Ο Γεωργιάδης, ως επιτελάρχης του Γούσια θα εξιστορήσει, κάπως ανακεφαλαιωτικά, κομβικά σημεία των στρατηγικών αστοχιών τού Γούσια, της ανεπάρκειάς του σε κάθε επίπεδο, αλλά και της ιδεολογικής του τύφλωσης. Ο Χατζημωυσιάδης όμως εδώ σκιαγραφεί μια εικόνα του Ταξιάρχου, που, στην προσπάθεια του να δείξει πόσο γήινος είναι και να τον εξιλεώσει, τον βάζει, μεταξύ άλλων, να βιώνει την εικόνα αλλά και το επαναλαμβανόμενο όνειρο (με κάποιες παραλλαγές) της μητέρας του καθώς εκείνη έρχεται να τον σκεπάσει και να τον φιλήσει στο παιδικό του κρεβάτι. Τα σημεία αυτά, καθώς αντηχούν παρόμοιες σκέψεις και επιθυμίες των ηρώων του βιβλίου στα προηγούμενα κεφάλαια, μπορεί, από τη μία, να αναδεικνύουν την ταύτιση του Γεωργιάδη με τα ιδανικά του ΔΣΕ, που τα μοιράζονταν ακόμη και τα παιδιά –κυρίως τα παιδιά– που συμμετείχαν στη στρατιά, αλλά, από την άλλη, στο πρόσωπο του Ταξίαρχου έρχονται και προτάσσουν στον αναγνώστη ένα ανεπίτρεπτο μελόδραμα. Η εικόνα επιδεινώνεται όταν ο συγγραφέας περνάει στους εσωτερικούς μονολόγους του Ταξίαρχου, που καθώς αναλογίζεται τη συντριβή της στρατιάς των αμάχων συνειδητοποιεί και ο ίδιος την πλάνη του στο να πιστέψει ότι ένας καλύτερος κόσμος υπήρξε κάποια στιγμή δυνατός. Ο συγγραφέας τον βάζει να απεκδύεται, στις σκέψεις του, την εναλλακτική μιας μικροαστικής ζωής όπου θα μπορούσε να αποκτήσει οικογένεια με τη γυναίκα που του προξένευε η μητέρα του όταν φοιτούσε στη Σχολή Ευελπίδων, αν και εφόσον κατάφερνε να εγκαταλείψει την ιδεολογία του. Ο συλλογισμός αυτός, παρότι δόκιμος γενικά, φαντάζει αφελής και παιδιάστικος και επ’ ουδενί δεν συνάδει, ακόμη και σε αυτές τις «παρελθέτω απ' εμού το ποτήριον τούτο» στιγμές, με τον χαρακτήρα του Ταξίαρχου. Και το λέω αυτό γιατί τη δεύτερη φορά που διάβασα το βιβλίο μού κλώτσησαν τόσο έντονα, όχι γιατί περιείχαν κάτι που δεν θα μπορούσε να το πει κάποιος, αλλά γιατί συνιστούν έναν αισθητικό σολοικισμό ολκής απέναντι στη φωνή και το ύφος που θα επιθυμούσα να είχε προσδώσει ο συγγραφέας στον Ταξίαρχο. Οι σκέψεις του Γεωργιάδη δηλαδή μοιάζουν διεκπεραιωτικές· μοιάζουν περισσότερο με αυτά που θέλει ο Χατζημωυσιάδης να πει στον αναγνώστη επειδή τελειώνει το βιβλίο, παρά “αυθεντικές” σκέψεις που θα κατασκεύαζε ένας λογοτέχνης και που θα στέκονταν με αξιώσεις στο στόμα ενός χαρακτήρα με τις περγαμηνές Γεωργιάδη. Το κεφάλαιο αυτό με ταλαιπώρησε πολύ και μόνο όταν διάβασα κάποια σημεία του φωναχτά συνειδητοποίησα την “προδοσία” στο πρόσωπο του Γεωργιάδη, που τελικά φαντάζει φερέφωνο του συγγραφέα.                 

Επαναλαμβάνω, γιατί κάποιος μπορεί να με θεωρεί υπερβολικό, ο Χατζημωυσιάδης δεν είναι πρωτοεμφανιζόμενος, ούτε υποπίπτει στις κατηγορίες «Ισίδωρος Ζουργός» ή «Γιώργος Δενδρινός», και, εξάλλου, εδώ μιλάμε και για Βραβείο Μυθιστορήματος λογοτεχνικού περιοδικού που χαίρει εκτίμησης. Θέλω να πιστεύω ότι τουλάχιστον κάποιοι αναγνώστες αφιέρωσαν στο βιβλίο τον χρόνο που απαιτείται. Μου φαίνεται εξαιρετικά απίθανο κάποιος, έστω και ένας, από όλους αυτούς που το διάβασαν και έγραψαν διθυράμβους να μην κλώτσησε κάτι μέσα του, έστω και λίγο, απέναντι στα σημεία που αναφέρω.

Και διερωτώμαι: μήπως έχουμε πλέον εισέλθει σε μια φάση αλόγιστης εμπορευματοποίησης του τραύματος του εμφυλίου; Μήπως η όποια μυθοπλαστική στειρότητα –όχι τόσο στην περίπτωση του Χατζημωυσιάδη, αλλά σίγουρα λόγω του βραβείου του– βρίσκει διέξοδο στη λούπα των χιλιοπερπατημένων ατραπών της εμφύλιας σύρραξης που τώρα, στην περίπτωση του συγκεκριμένου έργου τα βλέπουμε με μια παραλλαγή που ενσωματώνει και στοιχεία πιο κοντά στις προβληματικές αλλά και στο θυμικό των ημερών; Μήπως δηλαδή ο Χατζημωυσιάδης, σε αυτή την απόπειρά του να καταδείξει την ιδιότυπη συγχρονία παθογενειών, ανοίγει τον ασκό του Αιόλου έτσι ώστε ο Εμφύλιος να αναδειχθεί εκ νέου σε «πεδίον δόξης λαμπρόν» για μηρυκασμό παλαιών ιστοριών υπό νέο φως; 
 

— Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης, Το χιόνι των Αγράφων, Κίχλη : 2022, 160 σελίδες, ISBN : 9786185461324, τιμή : €12.50.