Ειρωνεία: ενώ ο καθένας μας παραμένει ταμπουρωμένος στον δικό του κόσμο, στο μικροκλίμα των συνθηκών που διαμορφώνουν την καθημερινότητά του, όταν αποπειράται να διαβάσει ένα κείμενο μυθοπλασίας που για ποικίλους λόγους ο συγγραφέας του αποπνέει σοβαρότητα, δεν διαβάζει τελικά το κείμενο. Δεν το διαβάζει δηλαδή με το δικό του βλέμμα, χωρίς παρακαταθήκες. Προσπαθεί να ταιριάξει το έργο στις προκατασκευασμένες πεποιθήσεις που έχει για τον συγγραφέα. Αρνείται να διαβάσει αυτό που του προτείνει ο συγγραφέας και επιμένει να προσπαθεί να αποστάξει σοβαρότητα. Πού καταλήγει; Μα φυσικά στη σοβαροφάνεια.
Παράδειγμα: «Αρχίζει ένα άγριο παιχνίδι πάνω στα θρανία, με ουρλιαχτά και με το κοριτσίστικο σλιπάκι να πετιέται από χέρι σε χέρι. Κάποιο τζάμι σπάει. Ύστερα στην πόρτα παρουσιάζεται ο γυμνασιάρχης. Πίσω του, καθηγητές ξεσηκωμένοι από τον σαματά. Πριν καν καταλάβει τι τρέχει, ο γυμνασιάρχης νιώθει ένα κομμάτι πανί να τον χτυπάει στο πρόσωπο. Προλαβαίνει και το πιάνει πριν πέσει κάτω. Τα αφηνιασμένα αγόρια κοκαλώνουν. Έκπληκτος μέσα στη σιωπή τους ο γυμνασιάρχης διαπιστώνει τι κρατάει στα χέρια του. Με κάποια αμηχανία γυρίζει και το δείχνει στους άλλους πίσω του» (σελ. 114). Στο σημείο αυτό τελειώνει το υποκεφάλαιο· στην αρχή του επομένου διαβάζουμε: «Υποστολή σημαίας. Δύση του ήλιου. Οι τελευταίες ψυχρές ακτίνες ακροζυγιάζονται στην κορυφή του μαρμάρινου καμπαναριού της Μητρόπολης» (σελ. 115). Παρότι σας έχω ήδη προϊδεάσει, παρατηρείτε ότι το «κοριτσίστικο σλιπάκι» και το «ένα κομμάτι πανί» στέκουν συμβολικά/συμπληρωματικά απέναντι στη «σημαία»; Παρατηρείτε ότι ο Βαλτινός σηκώνει μπαϊράκι στην άτυπη επικράτεια των «αφηνιασμένων αγοριών» με σημαία το «κοριτσίστικο σλιπάκι»; Επιτρέπετε στον εαυτό σας να χαμογελάσει, ή στον Βαλτινό αναζητάτε μόνο υψηλά νοήματα;
Είναι το τελευταίο βιβλίο του Θανάση Βαλτινού «μια απ’ τα ίδια»; Είναι δηλαδή ένα ξεθυμασμένο αναμάσημα της θεματικής –«θάνατος και λαγνεία»– που διαπνέει όλο του το έργο; Ή είναι κάτι ρηξικέλευθο που θα ταράξει τα εκδοτικά δρώμενα; Η ειλικρινής απάντηση και στα δύο αυτά ερωτήματα είναι ένα στιβαρό «όχι». Το Νέα Σελήνη - Ημέρα πρώτη (εφεξής ΝΣ), για κάποιον που είναι ήδη εξοικειωμένος με τον συγγραφέα είναι μια ακόμη ψηφίδα που συμπληρώνει το έργο του αλλά και μια πρώτης τάξης εισαγωγή για κάποιον που δεν έχει διαβάσει ποτέ Βαλτινό. Ο Κωστής Δανόπουλος, που έχει κάνει και τη φιλολογική επιμέλεια, έχει γράψει μια κατατοπιστική ανάλυση (θα τη βρείτε εδώ). Παραλλαγές της συγκεκριμένης κυκλοφορούν και σε άλλα μέσα, από άλλους συντάκτες. Εγώ θα σας μεταφέρω μια ανάγνωση που αποκλίνει από τη συγκεκριμένη ανάλυση. Πρώτα όμως τα εισαγωγικά: Πού ανήκει ειδολογικά το συγκεκριμένο έργο; Είναι μυθιστόρημα; Νουβέλα; Μη μυθοπλαστικό μυθιστόρημα; Εγώ το διάβασα ως θραύσμα· μέρος της εκτεταμένης συλλογής θραυσμάτων που κατασκευάζει μεθοδικά ο Βαλτινός σε όλη του τη δημιουργική πορεία. Το ΝΣ είναι όμως ένα ιδιαίτερο θραύσμα. Σε σχέση με το πρώτο και πρωτόλειο βιβλίο κάποιου νεόκοπου συγγραφέα που έχει πλιατσικολογήσει όλη του τη ζωή για να παραγάγει ένα έργο μυθοπλασίας, το ΝΣ στέκει ακριβώς στον αντίποδα: είναι πέρα ως πέρα μια κατασκευή που εδράζεται στη σταχυολογημένη “πραγματικότητα” του δημιουργού, όπως εκείνος την έχει επιβάλλει τόσο στο αναγνωστικό και κριτικό κοινό του όσο και στον εαυτό του. Ο Βαλτινός είναι πρωτίστως τα μυθεύματά του: δεινός κατασκευαστής πολυσημιών, παρηχήσεων, αντηχήσεων, κατοπτρισμών αλλά και γνήσιων στοχασμών που αναφύονται μέσα στο έργο του με επώδυνη αμεσότητα, αλλά συνάμα με χάρη και αφοπλιστική φυσικότητα. Χάρη και φυσικότητα· το έργο του Βαλτινού συνιστά το λογοτεχνικό ισοδύναμο φυσικού φαινομένου: απολιθώματος ίσως, ή νέφους. Τι θέλω να πω; Το βαλτινό έργο χαρακτηρίζεται από τη στιβαρότητα του απολιθώματος, είναι κάτι σμιλεμένο και συμπυκνωμένο που αποτυπώνεται έκτυπα σαν πέτρωμα, αλλά είναι ταυτόχρονα και κάτι ελάσιμο, σε στιγμές πιθανώς και αέρινο, που διαθέτει και την ελαφράδα του σύννεφου, που μπορεί τώρα να σημαίνει αυτό και σε λίγο το άλλο. Επειδή όμως αυτού του είδους οι παρλάτες είναι φθηνές και εύκολα γλιστρούν στην αδολεσχία, θα περάσω στο κείμενο.
Ας το δούμε κινηματογραφικά· ο Βαλτινός εξάλλου είναι δεινός σεναριογράφος. Μια ταινία τρόμου αξιώσεων εργαλειοποιεί έναν ιδιότυπο μινιμαλισμό ερεθισμάτων που προσφέρονται στον θεατή με τέτοιο τρόπο ώστε να αφήνουν άπλετο νοητικό χώρο για να εναποθέσει ο θεατής, στα κενά τους και στους υπαινιγμούς τους, δικούς του φόβους. Τι επιτυγχάνεται έτσι; Ο θεατής ψυχαγωγείται αυθεντικά, τρομάζοντας κατά κάποιο τρόπο sur mesure: ακριβώς στα μέτρα του, γιατί του έχουν δοθεί τα υλικά να κατασκευάσει ο ίδιος τα σκιάχτρα του. Το ΝΣ εφαρμόζει παρόμοια τακτική. Το ΝΣ είναι περίτεχνα λιτό – εύκολα μπορώ να φανταστώ κάποιον να λέει ότι είναι κοινότοπο. Ο Βαλτινός γράφει με ελάχιστους επιθετικούς προσδιορισμούς εργαλειοποιώντας τα ρήματά του με τέτοιο τρόπο ώστε να υπαινίσσονται περισσότερα απ’ όσα σημαίνουν. «Η Γαλλίδα αναπτύσσει στον πίνακα τους χρόνους του ρήματος “vouloir”» (σελ. 13) – το «θέλω» της επιθυμίας ενεργοποιείται στην πρώτη παράγραφο του βιβλίου. Ακριβώς επειδή ο Βαλτινός γράφει με αυτό τον τρόπο, αφήνει χώρο στον αναγνώστη να μεγαλουργήσει· αφήνει χώρο στον αναγνώστη να προβάλει, όχι τις φοβίες του, αλλά τα δικά του φετίχ, τις δικές του λαγνείες. Ο Βαλτινός συναρμόζει στο έργο του, και ειδικά στο ΝΣ, την ιστορικότητα –τον εμφύλιο– με κάτι μύχια προσωπικό: μια ιστορία καύλας, για παράδειγμα. Μεταμορφώνει έτσι τον αναγνώστη όχι σε απλό συμμέτοχο –παθητικό αποδέκτη– της ιστορίας του, αλλά σε ενεργό συνένοχό του. Πώς; Ο Βαλτινός στο ΝΣ πραγματεύεται δομικές, πρωταρχικές έννοιες λαγνείας: η «Γαλλίδα», η «Αφρικάνα», το «πορνείο», το «τρίγωνο θανάτου ή ζωής», «[...] η ρόμπα της μισανοίγει κάθε τόσο από την κίνηση των γονάτων, αποκαλύπτοντας του ίσκιους των γυμνών της μηρών» (σελ. 27), «[μ]ια υπάλληλος πάνω σε σκάλα τεντώνεται να πάρει κάτι από τα ψηλά ράφια. [...] Το μάτι τους πέφτει στους μηρούς της κοπέλας, που μισοαποκαλύπτονται [...]» (σελ. 141)· όλα αυτά είναι σήμερα τόσο παρωχημένα, τόσο αδιάφορα που θα πίστευε κανείς ότι δεν δύναται ποτέ να λειτουργήσουν ως αληθινά ερεθίσματα. Κι όμως· έτσι όπως τα απογυμνώνει ο Βαλτινός λειτουργούν, γιατί συνιστούν προνεωτερικά δομικά στοιχεία των μύθων –μια αρχαιολογία ίμερου και λαγνείας–, που μετασχηματισμένα (τα ερεθίσματα) από τις προβολές του αναγνώστη, με τη διαμεσολάβηση του παγκοσμιοποιημένου ιστού, αποκρυσταλλώνονται και βρίσκουν τις παροντικές μετουσιώσεις τους ακόμη και ως anime ή manga, ή ό,τι άλλο χρησιμοποιεί ο αναγνώστης για να εξαγοράσει τη λαγνεία του. Η «Γαλλίδα» του ΝΣ όπως εξάλλου και η «Ρίτα Χέιγουορθ», που εμφανίζεται στο βιβλίο (σελ. 175), φωτογραφίζουν τις προνεωτερικές βάσεις του μηχανισμού μιας αλληλουχίας συμβόλων που παραδίδουν το ένα στο άλλο μια σκυτάλη λαγνείας. Έτσι, η «Γαλλίδα», που πέρασε από το στάδιο «Μάρθα Καραγιάννη» ή «Ζωή Λάσκαρη», εκπηγάζει σήμερα σε μια «Μόνικα Μπελούτσι», σε μια «Kylie Jenner» ή ακόμη και σε μια «Λάρα Κροφτ», όπως και σε ό,τι άλλο ορέγεται το πληθωριστικό παρόν των φαντασιώσεων του καθενός. Ο Βαλτινός βάζει τα υλικά και ο αναγνώστης μεγαλουργεί καθώς μεταγράφει τον μύθο του συγγραφέα στα δικά του, παροντικά μέτρα.
Το ΝΣ όμως εκτός από τον μινιμαλισμό των πρωταρχικών αυτών ερεθισμάτων χαρακτηρίζεται και από μια οικονομία που αφήνει τον αναγνώστη να περιπλανηθεί με χαρακτηριστική ευκολία τόσο στους χώρους και στους χρόνους που αυτό διαδραματίζεται όσο και στις θεματικές που το διαφεντεύουν. Έτσι, δεν είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς σημεία τα οποία φέρουν συμβολική βαρύτητα για το τι ακριβώς θα μπορούσε να πραγματεύεται το βιβλίο. Όταν ο φιλόλογος Βόγαρις, για παράδειγμα, εμφανίζεται μπροστά στους ήρωες και μαθητές του, Κοσμά και Νίκο, με ένα βιβλίο (την Eroica του Πολίτη) ανά χείρας και λέει, αναφερόμενος στο βιβλίο «[...] μερικά πράγματα τα ανακαλύπτουμε μόνο αφού έχουμε απομακρυνθεί πολύ από αυτά. Ας πούμε, η συνείδηση της εφηβείας…» (σελ. 145), ο αναγνώστης μπορεί εύκολα να εικάσει ότι και το ΝΣ κινείται σε αυτά τα λημέρια. Αλλά επειδή ο Βαλτινός δεν συνηθίζει να σερβίρει ακριβώς μασημένη τροφή, στις επόμενες γραμμές διαβάζουμε ότι ο Βόγαρις προβαίνει στην αποφθεγματική αυτή δήλωση χωρίς να έχει διαβάσει το βιβλίο που υποτίθεται ότι αναφέρεται σε αυτή τη συνείδηση της εφηβείας. Αντηχεί αυτό μια παρόμοια στάση και για το ΝΣ; Υπονοεί ο Βαλτινός ότι το έργο του φέρει μια αύρα που το καθορίζει πριν αυτό διαβαστεί; Υπονοεί ότι είναι τέτοια η φύση της ζωής που προτρέχει να βγάλει συμπεράσματα για το γεγονός πριν το γεγονός;
Ο Βαλτινός αναφέρεται στη συνείδηση της εφηβείας που γαντζώνεται στον δικό της ιστό, που κατασκευάζει τη δική της σκαλωσιά για να επιβιώσει, για να προετοιμαστεί για έναν κόσμο που διατείνεται ότι επιβιώνει άνευ βοηθημάτων. Ο Κοσμάς αγοράζει καινούργια παπούτσια για να καλλωπιστεί ενόψει της συνάντησης με τις δυο άγνωστες μαθήτριες, αλλά αμέσως μετά τη συζήτηση με τον Νίκο για την απογοήτευση που έχει βιώσει με το σκηνικό της λιποψυχίας και αποχώρησής τους από το σημείο της συνάντησης και λόγω του γράμματος που έχουν γράψει στην άγνωστη κοπέλα, αρχίζει να κουτσαίνει. Η χωλότητα αυτή του Κοσμά, που προφανώς σε μια πρώτη ανάγνωση προκαλείται από τα καινούργια υποδήματά του, έχει και συμβολική διάσταση: είναι και μια χωλότητα για τις αστοχίες της συνείδησης που εξετάζει κατόπιν εορτής τις πράξεις της και μονίμως εκπλήσσεται γιατί νιώθει ότι πέφτει λίγη: «Όμως τα έγραψα εγώ και το ξέρω αυτό. Και τα πίστευα, το καταλαβαίνεις; Και ξαφνικά δεν τα πιστεύω» (σ. 174), θα πει ο Νίκος, για τα λόγια που έγραψε (που έγραψαν) στο γράμμα προς την άγνωστη κοπέλα, με μια συγκινητική αμεσότητα που αντηχεί στον αναγνώστη τα λόγια που δύναται να πει κάποιος πριν, σε σχέση με το μετά μιας γενετήσιας πράξης· κι ας μην αναφέρεται ο Βαλτινός σε κάτι τέτοιο, γιατί αυτό που προσφέρει στον αναγνώστη ο συγγραφέας είναι τα πρωτόλεια λόγια ενός έφηβου προς μια άγνωστη· και αυτό αρκεί. «Το πρόβλημα είναι ότι εγώ ξέρω» (σελ. 173), θα πει ο Νίκος «σιβυλλικά», και αυτό αρκεί. Αρκεί, ναι.
— Θανάσης Βαλτινός, Νέα Σελήνη - Ημέρα πρώτη, Εστία: 2022, 208 σελίδες, ISBN: 978-960-05-1839-9, τιμή: €15,00.