Skip to main content
Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2024
Αποκαθήλωση

«Για πρώτη φορά κατάλαβα ότι αυτό που ήταν μπροστά μου δεν ήταν το μόνο που υπήρχε» (σ. 28).

Το μόλις ογδόντα πέντε σελίδων βιβλίο του Βρασίδα Καραλή (Κρέστενα, 1960) είναι ειδολογικά ένα αίνιγμα, κι ας φέρει από τον εκδότη την ετικέτα «testimonia». Βιογραφία, αυτομυθοπλασία, συλλογή διηγημάτων με κοινή θεματική, σπονδυλωτό μυθιστόρημα; Θα απαντήσω στο τέλος του κειμένου. Το Σφερδούκλια στο κεφάλι χαρακτηρίζεται από μια αντίφαση. Από τη μία, αποτυπώνει τον προνεωτερικό κόσμο των παιδικών χρόνων του συγγραφέα, μέσα από τις αφηγήσεις –τα «ιστορήματα»– της γιαγιάς του Διονυσίας. Αποτυπώνει δηλαδή έναν κόσμο μαγικό, την «[...] παραμυθιακή διάσταση της ζωής που στάλαξε μέσα η γιαγιά μου» (σ. 81), όπου δίπλα στην καθημερινότητα, «[...] μέσα από τον κόσμο της σύγχυσης και της ταραχής, αναδυόταν ένα απρόοπτο σύμπαν με αλλόκοτα πνεύματα, μυστικές γλώσσες και απόκρυφες συστοιχίες» (ό.π.). Από την άλλη, ο Καραλής, ακριβώς επειδή μεταγράφει αυτό τον κόσμο σε κείμενο, τον απομαγεύει. 

Διαβάζουμε στην «Απόπειρα εισαγωγής»: «Τα λόγια της, όπως προσπάθησα να τα ανασυγκροτήσω εδώ, δεν συνιστούν λαογραφικές ασκήσεις, δεν χαριεντίζονται σε νοσταλγικές αποδράσεις, ούτε διατυμπανίζουν προνεωτερικούς εξωτισμούς» (σσ. 10-11). Ο Καραλής δίνει μια απάντηση: «Αν κάνουν κάτι [τα λόγια της], είναι να λυτρώνουν από τον τρόμο του αγνώστου» (σ. 10).

Επαναλαμβάνω: ο Καραλής απομαγεύει τον κόσμο που μας περιγράφει, πιθανώς και παρά τη θέλησή του, αν και θα επιχειρήσω να δώσω και μια εξήγηση γιατί συμβαίνει κάτι τέτοιο. Η απομάγευση λαμβάνει χώρα τόσο φανερά όσο και συγκαλυμμένα. 

«Άρχισα τότε κι εγώ να καταλαβαίνω. Η δική μου καλοτυχία υπήρχε μέσα στη δυστυχία ενός άλλου ανθρώπου» (σ. 16).

Ο Καραλής αντιλαμβάνεται την τύχη του σε αντιδιαστολή με τη δυστυχία της Διονυσίας, που λίγο πολύ διαβιοί σε μια φυλακή. Φυλακή όχι μόνο λόγω φτώχειας, θανάτων και ενός γάμου που δεν επιθυμούσε –«Θα τον πάρεις, μου φώναζε. Και μου τον παντρέψανε χωρίς να τον θέλω, κι έγινε όλη μου η ζωή ένα ρείπιο» (σ. 16)–, αλλά και επειδή ο πλούτος του «παραμυθιακού» της σύμπαντος ερίδεται στην αμορφωσιά της. «Δεν μπόρεσα να μάθω γράμματα, παραπονιότανε. Γεννήθηκα το 1899. Ξεσπάσανε οι Βαλκανικοί, ο αδερφός μου δεν μ’ άφηκε να γραφτώ στο σχολείο, για να φροντίζω τα ζωντανά του σπιτιού» (σ. 14). 

Η Διονυσία είναι αιχμάλωτη της αμορφωσιάς και της δεισιδαιμονίας που την κατατρύχουν. Τα ιστορήματα είναι η άμυνά της – το μαργαριτάρι που πλάθει γύρω από το αγκάθι που έχει καρφωθεί στα σωθικά της. Μαζί με τη μαγεία του κόσμου της όμως, που ο Καραλής τη συναισθάνεται απόλυτα, η Διονυσία κληροδοτεί στον νεαρό Βρασίδα και εκφάνσεις του πόνου της. Ο Καραλής νιώθει λοιπόν ότι έχει γαλουχηθεί από το υστέρημά της. Η συγγραφή του βιβλίου, όμως, επικοινωνεί περισσότερο με το κομμάτι του πόνου και για αυτό συνιστά απομάγευση της Διονυσίας και του κόσμου της.

Ο Καραλής προτάσσει τριάντα σύντομα «ιστορήματα», παρακαταθήκη της οικογενειακής του μυθολογίας. Το βλέμμα του, παρά τις εύστοχες και ευφάνταστες αποτυπώσεις του μυστηριακού/παγανιστικού στοιχείου, είναι βαθιά υποκειμενικό, συναισθηματικά προκατειλημμένο. Αναμφίβολα πολύτιμο για τον ίδιο τον συγγραφέα, αλλά για τον αναγνώστη είναι, φοβάμαι, αδιάφορο, αν όχι, σε σημεία, ενοχλητικό. Εκτός κι αν κοιτάξει κανείς πιο προσεκτικά. Αν αρχίσει να ξύνει λίγο την επιφάνεια των πραγμάτων. 

Παραθέτω ενδεικτικά:

«Τραγουδούσε και για τον Άη Γιώργη, που βγαίνει το βράδυ από το εικόνισμα και αρπάζει τα παιδιά που δεν κοιμούνται. Τα δένει πάνω στο άλογό του και τα δίνει στον Κατωθεό. Εμείς ακούγαμε τριπόδισμα αλόγου στο σκοτάδι και νομίζαμε ότι ήταν οι τελευταίες μας στιγμές. Κλείσε σφιχτά τα μάτια σου, έλεγε η αδελφή μου η Αιμιλία. Να νομίσει πως κοιμόμαστε. Όταν ξεμάκραινε το άλογο στο καλντερίμι, ουφ λέγαμε, τη γλυτώσαμε κι απόψε» (σσ. 18-19).

«Το πρόσφορο που έφαγες θα σου φανεί φαρμάκι, αν δεν σ’ αγνίσουμε. Ήτανε να το φάνε οι πεθαμένοι, και τους άφηκες νηστικούς. Θέλουνε κι αυτοί θροφή για ν’ ακουστούνε. [...] Πάρε ετούτο το ρόιδι και κοίταξε να φας όλα τα σπειριά του. Ειδάλλως, μετρημένες οι μέρες σου, κακόμοιρο. Τα σπερνά σου θα κάνουμε με δαύτα. [...] Άκου να κλέψεις την ψίχα των νεκρών» (σσ. 27-28). 

«Μετά γύρισε σε μένα και, με οργή που δεν είχα ξαναδεί στο πρόσωπό της, φώναξε: Είσαι κακόψυχο. Τι σού ’κανε το ζωντανό, τόση ομορφιά, τόση γλύκα, κι εσύ το τέλειωσες, χωρίς λόγο, άσπλαχνο πλάσμα. Θα το βρεις μπροστά σου, το φονικό. Είχα μείνει άφωνος. Το πήρε το πουλάκι και το έθαψε κάπου στο τούμπι. [...] Άκου εδώ. Μην τα βάνεις με την ομορφιά του κόσμου. Θα κρουσταλλιάζεις στη φωτιά, θα καίγεσαι στο χιόνι. Θα σε πατήσει το σκοτάδι. Όλος ο νους σου θα γίνει μαυρίλα, τάφος. [...] Το γράφω σήμερα, αιώνες μετά, κι ακόμα ταράζομαι» (σσ. 32-33).

Το βιβλίο εδράζεται πάνω σε ένα αξίωμα: «Δεν έχουμε εαυτό αν δεν μιλήσουμε για όσους μάς αγάπησαν» (σ. 9), που είναι και η περίοδος που ανοίγει την εξιστόρηση. Στην επόμενη σελίδα, διαβάζουμε: «Μόνο όσοι μας αγάπησαν είδαν τον πραγματικό μας εαυτό. Σκοπός κάθε γραφής είναι να αποκαταστήσει το πρόσωπό μας όπως το είδαν εκείνοι» (σ. 10). 

«Μα γιατί δεν τα κάνεις βιβλίο; πρότεινε ο Θάνος; Αυτό λοιπόν έπρεπε να γίνει. Να τα αρτιώσω σε ισορροπημένη αφήγηση. Κάθισα κάτω, μέσα σε θλίψη και αδημονία, και τα ιστορήματα της Διονυσίας αρχίσανε να αποκτούν την οδυνηρή τους, πιο ουσιαστική, σημασία» (σ. 81), διαβάζουμε στον επίλογο. 

Εφιστώ την προσοχή στο «οδυνηρή».

Προς το τέλος, διαβάζουμε: 

«Ήτανε κι εγώ να πεθάνω γιατί μου έλειπε ένα ένζυμο από το αίμα. Μου το έβαζαν κάθε μέρα με ένεση για δυο ολόκληρα χρόνια. Από τότε φοβάμαι τις σύριγγες και τις βελόνες. Γιατί ήρθες αφού θα φύγεις τόσο νωρίς; έκλαιγε η Διονυσία. Άγιε μου Γιώργη μου φονιά, κι αφέντη καβαλάρη, αρματωμένε με σπαθί και με πικρό κοντάρι. Κάνε αγάπη, άγιε μου, κάνε μας κολεγάντζα, δώσε χάρη στο μικρό κορμί. 

Μίλαγε μαζί με τον άγιο κάθε μέρα. Και τον έψεγε και τον κογιόναρε.

Παιδί δεν έκανες, αφέντη μου, να ξέρεις πώς πονάει…

Μου τα έλεγε αργότερα, σαν γιατρεύτηκα, και αναστέναζε. 

Πώς γλίτωσες, κακόμοιρο; Πώς γλίτωσες εσύ και άρπαξαν το παιδί μου; Να μου το θυμάσαι. Τη ζήση που σου έδωκε ο άγιος την πήρε από το σπλάχνο μου. Μετάνιωσε για το κακό που ‘κανε, είδε τον πόνο μας, και θέλησε να το διορθώσει.

Πώς άραγε υπάρχεις όταν σου λένε πως η ζωή σου είναι δανεική;» (σ. 68), διερωτάται ο Καραλής στην τελευταία πρόταση. 

Υπάρχεις γιατί φτάνει ένα σημείο, μια εποχή, που όλα αυτά που ακούς από όσους σε αγάπησαν, ευτυχώς, σώνονται, τελειώνουν. Η ίδια η συγγραφή, δεν έχει ως σκοπό μόνο «να αποκαταστήσει το πρόσωπό μας όπως το είδαν εκείνοι». Είναι και απόδειξη ότι το βλέμμα τους έχει πια θολώσει, γιατί έχει οριοθετηθεί. Το πλήρωμα του χρόνου έχει φτάσει. Η συγγραφή είναι και η αποκαθήλωσή τους. Ο Καραλής, εδώ, τρόπον τινά, τακτοποιεί με πολλή τρυφερότητα και τους λογαριασμούς του με τη Διονυσία. Κάθε ρητή δήλωση αγάπης ενέχει εξάλλου και την αρχή του τέλους της. Το σθένος που προϋποθέτει η έκφρασή της –πόσο μάλλον η μεταγραφή της σε λογοτεχνικό κείμενο– χαρτογραφεί και την απόσταση που έχει εδραιώσει το υποκείμενο απέναντι στο “αντικείμενο” της αγάπης του.

Η αγάπη τείνει να παραμένει άρρητη και άρα, κατά κάποιο τρόπο, εξωλογοτεχνική. Ναι, ακόμη και προς γονείς, και προς παππούδες και γιαγιάδες. Ο πακτωλός μυθιστορημάτων που έχουν γραφτεί τα τελευταία χρόνια για ανιόντες συγγενείς είναι στην καλύτερη περίπτωση, όπως εδώ, περίτεχνη τακτοποίηση λογαριασμών.  

Δεν αμφισβητώ λοιπόν την όποια ιστοριογραφική ή ηθογραφική αξία δύναται να έχει το εγχείρημα. Αξία, αν όχι αδιάφορη, σίγουρα ήσσονος σημασίας αναφορικά με την αισθητική αξία του κειμένου. Τι λογοτεχνική αξία έχει λοιπόν ένα σύντομο κείμενο που ισορροπεί κάπου ανάμεσα σε εξομολόγηση, βιογραφία και αυτομυθοπλασία;

Το πλεονέκτημα αλλά και το μειονέκτημα του εγχειρήματος εντοπίζεται στην έκτασή του. Πλεονέκτημα, γιατί το θέμα είναι σε σημεία τετριμμένο, οπότε η έκτασή του προσφέρει μια δόση –τόση όση– ώστε ο αναγνώστης να αποκομίσει μια εύγλωττη αποτύπωση της «προφορικής συλλογικής μνήμης που αντιμετωπίζει τα πάντα με όρους συνέχειας» (σ. 10). Μειονέκτημα, γιατί η έκταση δεν επιτρέπει την κατασκευή ενός συνεκτικού ιστού. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει μύθος που να ερεθίζει τον αναγνώστη, να τον ξεκουνάει από τη θεματική κοινοτοπία της οικογενειακής μυθολογίας. Τι μένει επομένως; Πρωτίστως, η μεταγραφή της προφορικότητας, μέσω ντοπιολαλιάς, που είναι πέρα ως πέρα δόκιμη. Ορθά η έκδοση δεν περιλαμβάνει γλωσσάρι. Ο συγγραφέας εγκιβωτίζει τις ερμηνείες στην πλοκή, προσδίδοντας στο σώμα του κειμένου λογοτεχνικότητα. Τι άλλο μένει; Αυτή η παλίνδρομη κίνηση: μάγευση/απομάγευση, που έρχεται ως απότοκος του άλγους, που, από αγάπη, μετακύλησε η Διονυσία στον νεαρό Βρασίδα. Ο Καραλής νιώθει την ανάγκη να μεταγράψει ως «μαρτυρία» τον κόσμο της Διονυσίας. Πεποίθησή μου, όπως προσπάθησα να δείξω, είναι ότι γράφει ένα μυθιστόρημα φόρο τιμής/τακτοποίηση λογαριασμών. Άθελά του, υποσυνείδητα, η μεταγραφή αποκαθηλώνει τη Διονυσία και απομαγεύει τον κόσμο της. Ουδόλως μικρό κατόρθωμα. 

«Να με θυμάσαι σαν θά' χουνε φυτρώσει σφερδούκλια [ασφόδελοι] στο κεφάλι μου, έλεγε πριν πεθάνει η Διονυσία» (σ. 82).

— Βρασίδας Καραλής, Σφερδούκλια στο κεφάλι, Δώμα: 2024, 88 σελίδες, ISBN: 9786185598358, τιμή: €11,00.