Αναλογιζόμαστε, τουλάχιστον κάποιοι από εμάς, σε κουβέντες με φίλους και ερωτικούς συντρόφους τις δυσκολίες και την απιθανότητα που ενέχει κάθε είδους ουσιαστική συνάντηση μεταξύ δύο ανθρώπων. Ο Ευάγγελος Αυδίκος (Πρέβεζα, 1951) κατασκευάζει ένα μυθιστόρημα όπου όχι μόνο δύο αλλά έξι άτομα –τρία ζευγάρια– θα διασταυρωθούν σε συγκεκριμένα κομβικά γεωγραφικά σημεία, σε διαφορετικές περιόδους της ζωής τους, εντελώς τυχαία, θα συναντηθούν όλοι, ξανά τυχαία, και τελικά θα βρεθούν μπλεγμένοι σε έναν μύθο που θα τους καθορίσει. Οι συμπτώσεις είναι πάντα ένα βαρίδι στα μυθιστορήματα. Βλέπετε, στην πραγματικότητα, όλα, ή σχεδόν όλα, είναι πιθανά αλλά στη μυθοπλασία οι συμπτώσεις κάνουν τον αναγνώστη να νιώθει άβολα. Όχι μόνο επειδή υπογραμμίζουν όσο λίγα πράγματα τη μυθοπλαστική συνθήκη –η σύμπτωση στο μυθιστόρημα λειτουργεί κάπως σαν τον ελέφαντα στο δωμάτιο: όλοι τον βλέπουν και όλοι παριστάνουν ότι δεν βρίσκεται εκεί– αλλά και επειδή αποπροσανατολίζουν από βαθύτερες απαιτήσεις στην κατασκευή του μύθου. Το μυθιστόρημα του Αυδίκου, αν και εφόσον ο αναγνώστης αγνοήσει τις συμπτώσεις, καταφέρνει να κρατήσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη στο επίπεδο της πλοκής. Διαβάζεις επειδή διερωτάσαι τι θα συμβεί στη συνέχεια. Αυτό όμως αποδεικνύεται ταυτοχρόνως και το αδύνατο σημείο του. Πίσω από τη διερώτηση για την εξέλιξη της πλοκής, που συνιστά κινητήρια δύναμη της ανάγνωσης, ο συγγραφέας δεν καταφέρνει να στήσει το πιο απαιτητικό υπόστρωμα των παραμέτρων που θα βάλουν τον αναγνώστη στο παιχνίδι της αφήγησης που κινείται όχι γεγονοτικά αλλά υπαρξιακά. Αν όμως είναι σχετικά εύκολο να αντιληφθεί ο αναγνώστης ποια είναι η γεγονοτική αφήγηση, η υπαρξιακή ίσως και να χρειάζεται διευκρινίσεις. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα υπαρξιακής αφήγησης εντοπίζεται στην άτυπη κατηγορία που χονδροειδώς και άκομψα αποκαλώ «βιβλία στα οποία δεν συμβαίνει τίποτα». «Βιβλία στα οποία δεν συμβαίνει τίποτα» είναι αυτά όπου η δράση των ηρώων περνάει σε δεύτερη μοίρα καθώς ο μύθος επικεντρώνεται σε μικρά χρονικά διαστήματα που όμως, υπό το βλέμμα του συγγραφέα, τείνουν να διαστέλλονται αξιακά και σημασιολογικά. Οι συγγραφείς γνωρίζουν καλά ότι πίσω από αυτή την κατηγορία κρύβεται συνήθως ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας, ο οποίος, υπό το πρίσμα που επιλέγει να τον εξετάσει ο δημιουργός αποκτά διαστάσεις που τον χρίζουν ήρωα που αξίζει να αποτυπωθεί σε μυθιστόρημα. Χαρακτηριστικά και εξαίρετα παραδείγματα της συγκεκριμένης κατηγορίας, τουλάχιστον από βιβλία που διάβασα πρόσφατα είναι το Συγκάτοικος του Βασίλη Τσιμπούκη (Loggia: 2022) και το Εννέα του Κυριάκου Μαργαρίτη (Ίκαρος: 2021).
Ο Αυδίκος αποπειράται να συναρμόσει τα δύο είδη αφήγησης. Το γεγονοτικό, αν κάποιος προσπεράσει τις συμπτώσεις που ανέφερα λειτουργεί· το υπαρξιακό, από την άλλη, αντιμετωπίζει δυσκολίες.
Ο συγγραφέας, ενώ συνθέτει ένα περίτεχνο παζλ πλοκής που επιτυγχάνει με τις μετακινήσεις στον χρόνο αλλά και με τις θεάσεις των ίδιων προσώπων σε διαφορετικές χρονικές περιόδους της ζωής τους να περάσει στον αναγνώστη μια δόκιμη αποτύπωση της μορφοποίησης μιας προσωπικότητας, τελικά, δεν καταφέρνει την περίφημη σημασιολογική διαστολή της πραγματικότητας των ηρώων του. Ο Αυδίκος στήνει τη διαδικασία υπαρξιακής αναζήτησης των ηρώων του με σοβαρότητα. Επινοεί το Δρολάπι –τη «βρόχινη λαίλαπα»– ως λάιτ-μοτίφ, που θα συνοδεύσει τις υπαρξιακές ατραπούς, που θα διέλθουν οι ήρωές του και συμβολίζει τον ενάρετο αποπροσανατολισμό που υποτίθεται ότι προηγείται της διαύγειας, που οδηγεί σε καθοριστικές αποφάσεις. Το πρόβλημα είναι ότι ο αναγνώστης παρακολουθεί τα τεκταινόμενα από απόσταση, και κατά συνέπεια δεν συμπαρασύρεται στο περίφημο «δρολάπι» του τίτλου.
Έτσι, ενώ, για παράδειγμα, τα κομμάτια που αναφέρονται στο ζευγάρι Αρσινόη/Λυσίμαχος –το ζευγάρι που μετά από ένα αυτοκινητικό δυστύχημα προσπαθεί να ξεπεράσει τόσο τα σωματικά τραύματα όσο και την αμνησία που τους υποχρεώνει σε μια επανεπινόηση της ζωής τους– παρουσιάζουν ευφάνταστες σκιαγραφήσεις του τι σημαίνει να πασχίζει κανείς να επινοήσει τον εαυτό του χωρίς να δύναται να συνυπολογίζει το παρελθόν του, αυτό γίνεται με τέτοιο τρόπο που διαρκώς αφήνει τον αναγνώστη εκτός νυμφώνος. «Της συνέβαινε με πολλά από αυτά που άκουγε ή έβλεπε, νόμιζε πως τα ήξερε, όμως όσο άπλωνε το χέρι της, τόσο απομακρύνονταν από κοντά της, δεν αρκεί η απλή αίσθηση, χρειάζεται να ανακαλύψει πάλι τον κόσμο. Να ξαναγεννηθεί. Και αυτό την κούραζε. [...] ακόμη κι αν δεν έγιναν έτσι τα πράγματα οι ιστορίες είναι αυτές που φλογίζουν τις επιθυμίες» (σ. 22), διαβάζουμε για την Αρσινόη και ενώ περιμένουμε με κάποιο τρόπο αυτές οι «ιστορίες» να μας εισαγάγουν κι εμάς στον μύθο, αυτό δεν συμβαίνει. Οι απορίες της Αρσινόης φαντάζουν από τη μία πρωτόλειες: «Αλλά γιατί να μισήσει τον άνθρωπο η φύση; μήπως για την αλαζονεία του; να τον εκδικηθεί που γίνεται υπερφίαλος, νομίζει πως η ευτυχία διαρκεί συνεχώς, κι αναβάλλει διαρκώς να ζήσει τη ζωή» (σσ. 16-17). Από την άλλη, η μέθοδος που χρησιμοποιεί ο Αυδίκος για να επανεκπαιδεύσει την ηρωίδα του στην ίδια της τη ζωή αρχίζει να γέρνει προς τον διδακτισμό: «Πόντιον οίδμα, βρήκε τη λέξη σ’ ένα βιβλίο για την ερωτική ποίηση, σ’ έναν ύμνο για τη θεά Αφροδίτη, της άρεσε πολύ. Θαλασσινό κύμα μετέφραζε ο μεταφραστής, αναζήτησε στο λεξικό τη ρίζα της λέξης κι ανακάλυψε πως προερχόταν από το ρήμα οιδέω, πρήζομαι και φουσκώνω δηλαδή. Και από εκεί άρχισε να ψάχνει πληροφορίες για τον Οιδίποδα, θα μπορούσαν να τον λένε Πρηξιματόποδο, θα ‘τανε ίδιος όμως; Μπορεί το όνομα ενός προσώπου να μεταβάλει τον τρόπο που το βλέπουμε; Διάβασε αποσπάσματα από το έργο, η αρχαία τραγωδία έγινε ένα μέρος της καθημερινότητάς τους. Δανείστηκε τον Οιδίποδα επί Κολωνώ από τη βιβλιοθήκη της πόλης και του διάβαζε» (σ. 25). Η μομφή που προσάπτω στον συγγραφέα είναι ομολογουμένως πολύ λεπτή αλλά προσπαθώ να αποτυπώσω γιατί το μυθιστόρημα αφήνει στο τέλος τον αναγνώστη ανικανοποίητο.
Επιπροσθέτως, τα κομμάτια που περιγράφουν τις ζωές του Κώστα, της Ρήνας, της Μίκας και του Κριστ φαντάζουν σε αρκετά σημεία κοινότοπα. Ο Κώστας, για παράδειγμα, είναι δικηγόρος που έχει μείνει άνεργος λόγω της κρίσης που ξεσπά το ‘10· από την ανεργία εξαναγκάζεται σε αστεγία και από εκεί, την ημέρα των διαδηλώσεων για την ψήφιση του πρώτου μνημονίου, και αφού θα βρεθεί, έκπληκτος και ο ίδιος από τις αντιδράσεις του, να φωνάζει στους υπαλλήλους της Μαρφίν «[...] να καείτε» (σ. 76) θα συναντήσει τη Ρήνα που θα του δώσει τη δύναμη να συνεχίσει τη ζωή του μαζί της υπό άλλες συνθήκες. Παρά όμως τις όποιες κοινοτοπίες τους, τα σημεία αυτά ως αφηγήσεις δεν χωλαίνουν τόσο ώστε να πει κανείς ότι χάνει το ενδιαφέρον του. Ο αναγνώστης συνεχίζει να διαβάζει –ας μην λησμονούμε ότι η πλοκή παραμένει κινητήριος δύναμη– αλλά η απόστασή του από το έργο μεγαλώνει. Το μυθιστόρημα χάνει εντελώς τη δυναμική του προς το τέλος όταν αρχίζουν οι αποκαλύψεις που φέρνουν στο φως νέες πληροφορίες τόσο για τους ήρωες όσο και για τον αναγνώστη. Οι αποκαλύψεις επιταχύνουν τις εξελίξεις. Έρχονται στην επιφάνεια κι άλλα πραγματολογικά στοιχεία που κάνουν τον αναγνώστη να δυσκολεύεται να συνεχίσει να παραβλέπει όλα όσα ο συγγραφέας του ζητάει να πιστέψει: δύο άνθρωποι ενεπλάκησαν σε ένα δυστύχημα, εξαφανίστηκαν από τις προηγούμενες ζωές τους αλλά κανένας από αυτές τις ζωές δεν τους αναζήτησε. Ο συγγραφέας δίνει μια εξήγηση –ότι το ζευγάρι με τις επιλογές του είχε εξοργίσει τόσο την τοπική κοινωνία που μόλις χάθηκαν από την εικόνα επέλεξαν όλοι να τους λησμονήσουν;!– που όμως ουδόλως πείθει. Σαν να μην έφταναν αυτά, λίγο πριν το τέλος, ο συγγραφέας βάζει τη Μίκα να συναντάει τυχαία τον Βραζιλιάνο περιβαλλοντικό ακτιβιστή ξάδερφό της στα Γιάννενα! «Ο Βραζιλιάνος είναι ξάδερφός μου [...]. Εκπροσωπεί μια τεράστια οργάνωση. Δεν ήξερε ότι ήμουν στην πόλη, αγνοούσα ότι θα ερχόταν, έχω πάνω από έναν χρόνο να επικοινωνήσω μαζί του» (σ. 268). Επιμένω όμως ότι αν ο Αυδίκος με είχε πείσει για την υπαρξιακή διάσταση των ηρώων του, και, συνακόλουθα, με είχε συμπαρασύρει στο μυθοπλαστικό «δρολάπι», όλες αυτές οι παρατηρήσεις, παρά το βάρος και τη σημασία τους, θα περνούσαν σε δεύτερη μοίρα. Παραμένω επομένως εξαιρετικά αμφίθυμος και πολύ φοβάμαι, χωρίς να έχω ουδόλως την πρόθεση να αδικήσω τον συγγραφέα που ενορχηστρώνει και ενσωματώνει μεγάλο εύρος ετερόκλητων στοιχείων στο έργο –πιθανώς να συντείνει και αυτό στο πρόβλημα–, ότι τον προδίδει μια αδυναμία να κατασκευάσει δόκιμους φορμαλισμούς, τόσο γλωσσικά όσο και νοηματικά, που θα σηκώσουν το βάρος της έμπνευσής του. Ο Αυδίκος, στο τέλος, επιλέγει τον θρίαμβο της αγάπης: «Ο όμορφος είν’ όμορφος όσο μπροστά σου στέκει. Μα ο αγαθός είν’ όμορφος κι αργότερα και πάντα» (σσ. 22-23). Το σαπφικό απόσπασμα συνιστά το κλειδί για την ερμηνεία της τελικής επιλογής της Αρσινόης. Αυτό, από μόνο του, συντείνει και πάλι στην αποστασιοποίηση του αναγνώστη από τον μύθο καθώς οι επιλογές και οι πράξεις της ηρωίδας σε πολλά σημεία υπαινίσσονται άλλες πιο σκανδαλιστικές επιλογές. Προς αποφυγήν παρανοήσεων, ο θρίαμβος της αγάπης παραμένει η σκανδαλιστικότερη των επιλογών, αρκεί, προφανώς, κάτι τέτοιο να υποστηρίζεται από τον προς εξέταση μύθο. Το μυθιστόρημα, όπως έχω γράψει αλλού, είναι το μόνο είδος στο οποίο θάλλει μια ιδιαίτερη δυναμική που συνοψίζεται ως εξής: ελάχιστες ζωές αξίζουν να αποτυπωθούν στο χαρτί, αλλά, από την άλλη, ελάχιστες ζωές δεν το αξίζουν. Ο Αυδίκος με τις επιλογές του υποσκάπτει αυτή τη θέση.
— Ευάγγελος Αυδίκος, Δρολάπι, Εστία: 2023, 296 σελίδες, ISBN: 9789600518870, τιμή: €16.00.