Ο Ιάκωβος Ανυφαντάκης (Ηράκλειο, 1983) θέτει στην καρδιά αυτής της χαμηλόφωνης νουβέλας το χάσμα δύο κόσμων. Ο αναλογικός, του πατέρα και της μητέρας του και ο ψηφιακός, του σήμερα. Ο Ηλίας, ο ήρωάς του στέκει ανάμεσά τους. Ο σαρανταπεντάχρονος επιχειρηματίας θα αποπειραθεί με αφορμή τον θάνατο του πατέρα του να συνειδητοποιήσει τι ακριβώς έχει λάβει χώρα στη ζωή του τα τελευταία σαράντα χρόνια. Πώς ο κόσμος έχει μετασχηματιστεί, πώς ο κόσμος έχει συσταλεί αλλά, ταυτοχρόνως, έχει χάσει και την προσήνειά του. Πώς ο «πατέρας» έγινε και «μπαμπάς», πώς όλα τα υλικά αγαθά που πασχίζει να προσφέρει σήμερα στον γιο του τον κάνουν να νιώθει τύψεις ή ενοχές, πώς έφτασε στο σημείο, αφού παράτησε την οικογένειά του για μια νεότερη γυναίκα να μην γνωρίζει πλέον σχεδόν τίποτα για τον γιό του. Εκείνος, όπως είπα, στέκει στη μέση. Μεγάλωσε στην αναλογικότητα ενός κόσμου που μπορούσε να σκεφτεί απαντήσεις, να βγάλει συμπεράσματα, να τροφοδοτήσει τους ανθρώπους με όνειρα, ιδεολογίες, ακόμη και ουτοπίες, που όσο κι αν δεν πραγματώθηκαν, ή πραγματώθηκαν λανθασμένα, συνιστούσαν αδιαπραγμάτευτες φαντασιακές σταθερές. Μέχρι όλα αυτά να κατακερματιστούν στην ψηφιακότητα του σήμερα που, μαζί με τους αυτοματισμούς, την ευκολία και την “πρόοδο”, φέρνει και ένα πασιφανές έλλειμμα νοήματος.
Τρεις ήρωες λοιπόν: παππούς, γιός, εγγονός. Ο Ηλίας είναι ο γιός. Στον δρόμο για την κηδεία του πατέρα του, στο «[...] Range Rover των εκατόν εξήντα χιλιάδων» (σ. 113), συνοδεία του γιού του θα προσπαθήσει να συγκεράσει τον αναλογικό κόσμο του παρελθόντος με τον ψηφιακό του σήμερα. Θα προσπαθήσει να συγκεράσει το «ραδιοκασετόφωνο» μιας άτεγκτης αλλά προσηνούς πραγματικότητας με τον νέο κόσμο των κατακερματισμένων, αενάως ανανοηματοδοτημένων εμπειριών.
Ο αναλογικός ήταν ένας κόσμος στιβαρότητας αλλά και προσήνειας – «[έ]τσι ήταν όλα τα πράγματα τότε. Χάλια, αλλά άντεχαν» (σ. 53). Ένας κόσμος που υπό τον φόβο και τη σαγήνη θρησκείας ή/και ιδεολογίας, πανίσχυρων δηλαδή μηχανισμών επιβολής συνήθειας και παραδόσεων, διευκόλυνε και διαιώνιζε πάγιες συνθήκες διαχείρισης της καθημερινότητας με κύριο πάντα γνώμονα την επιβίωση.
«Και αυτούς που είχαν κατέβει [από το χωριό], κάπως δεν τους ξαναείδε ποτέ. Τότε δεν υπήρχαν Facebook, μέιλ, κινητά. Άλλαζες διεύθυνση, άλλαζες τηλέφωνο και δεν ξανάβλεπες τον άλλο ποτέ. Δεν το θεωρούσε κανείς παράξενο» (σ. 44).
Ο αναλογικός κόσμος ήταν ένας κόσμος που αναγνώριζε την πρωτοκαθεδρία της αντοχής. Έτσι ερμηνεύεται η επιλογή του πατέρα του Ηλία, του Δημήτρη, να μείνει σε έναν τελειωμένο γάμο για χάρη του γιού του. Έτσι ερμηνεύεται και η στρατηγική επιλογή της Μαρίνας, της μητέρας του Ηλία, να επιμείνει να τον στείλει μαζί με τον πατέρα του σε ένα ιατρικό συνέδριο στο Ηράκλειο, γνωρίζοντας ότι το παιδί θα λειτουργήσει ως ζωντανή υπόμνηση του τι ακριβώς διακυβευόταν αν ο Δημήτρης επέλεγε να ενδώσει στον έρωτά του για τη νεαρή νοσηλεύτρια. Έτσι ερμηνεύεται και γιατί η μητέρα του τον στήριξε για να πετύχει στη ζωή, παραμένοντας κι εκείνη στο ίδιο τέλμα με τον πατέρα του. Επαναλαμβάνω: «[έ]τσι ήταν όλα τα πράγματα τότε. Χάλια, αλλά άντεχαν». Ο αναλογικός κόσμος μπορεί να διέθετε στρατηγικές και τακτικές για τη διαιώνισή του αλλά ήταν ένας κόσμος που δεν αναγνώριζε την έννοια της ευτυχίας. Το «χάλια» διαβάζεται ως απουσία ευτυχίας.
«“Ραδιόφωνο ή κασετόφωνο. Αυτό έπαιζε και κασέτες. Να” είπε και πάτησε το κουμπί για να ανοίξει το πορτάκι. Ήταν άδειο. “Τις κασέτες τις πουλούσαν στα δισκάδικα, όπως τα CD και τους δίσκους” –ήλπιζε να μην χρειαστεί να εξηγήσει τι είναι τα CD, οι δίσκοι ή τα δισκάδικα–, “αλλά εμείς κυρίως τις γράφαμε από το ραδιόφωνο”.
“Ήταν καλύτερα τότε;”
“Ξέρω γω; Μάλλον όχι. Αλλά δεν ξέραμε τι θα ερχόταν μετά. Δηλαδή και που το είχαμε αυτό μάς φαινόταν καταπληκτικό. Άκουγες όμως μόνο ό,τι έπιανε το ραδιόφωνο ή ό,τι είχες στο σπίτι. Και, κάπως ήσουν ευχαριστημένος. Δεν είχες επιλογή”» (σ. 52).
Ο ψηφιακός κόσμος, αντιθέτως, είναι ένας κόσμος που δίνει σημασία στην ευτυχία. Πώς γίνεται αυτό; Μέσα από πληθώρα ερεθισμάτων και μηχανισμών που καθιστούν δυνατή την έκθεση σε αυτά μέσω αλγοριθμικών επιλογών διάδρασης. Ο ψηφιακός κόσμος προσφέρει ελευθερία –ή τουλάχιστον επίφαση ελευθερίας– μέσα από πληθώρα επιλογών. Βασικό χαρακτηριστικό της ελευθερίας, ο αναπόδραστος αποπροσανατολισμός. Ποτέ άλλοτε δεν ήταν πιο απλό να επικοινωνήσει κανείς με τον οποιοδήποτε με τόση αμεσότητα. Πότε άλλοτε όμως δεν ήταν πιο εύκολο να βιώσει κανείς την απομόνωση, που ελλοχεύει πάντα πίσω από τη βάσανο της ελευθερίας επιλογών.
Ο Ανυφαντάκης προτάσσει, στο πρόσωπο του Ηλία, έναν άνδρα που πληρώνει το τίμημα των επιλογών και της ελευθερίας. Το ενδιαφέρον για τον αναγνώστη εντοπίζεται στο ότι ο πατέρας και η μητέρα του στέκονται ακριβώς στον αντίποδα: πλήρωσαν το τίμημα της απουσίας επιλογών και της έλλειψης ελευθερίας.
Τι άλλαξε επομένως με τη μετάβαση από τον ένα κόσμο στον άλλο; Τι είδους πρόοδος έλαβε χώρα αν πατέρας (και μητέρα) και γιός παρέμειναν εγκλωβισμένοι στον εαυτό τους και τα αδιέξοδά τους. Για να το πω απλά: πέρα από την τεχνολογική πρόοδο, πού αλλού συντελέστηκε πρόοδος; Ο Ανυφαντάκης διαθέτει την σωφροσύνη να μην δίνει ξεκάθαρες απαντήσεις. Ο Ηλίας έτυχε να ζήσει σε έναν κόσμο χωρίς τη βαριά σκιά τεκτονικών ιστορικών γεγονότων, που είχαν ως αποτέλεσμα την εκμηδένιση του ατόμου προς όφελος ιδεολογιών που λειτουργούσαν, σε επίπεδο συνόλου, αντισταθμιστικά. Είτε μας αρέσει είτε όχι, η αναλογική πραγματικότητα του παρελθόντος γινόταν ανεκτή επειδή ο κόσμος πίστευε σε ένα καλύτερο αύριο. Η ζωή του σαρανταπεντάχρονου Ηλία, που το σπουδαιότερο ιστορικό γεγονός που βίωσε ήταν η πτώση του τείχους, είναι κενή και ελλειμματική. Όπως βέβαια κενή και ελλειμματική ήταν και η ζωή του πατέρα του. Ο Ηλίας, «[σ]ε όλη του τη ζωή ήταν εύκολο να παίρνει αποφάσεις – απλώς διάλεγε ό,τι δεν θα έκανε ο πατέρας του» (σσ. 104-105). Η αστοχία της δημοφιλούς τακτικής του “αντιπαραδείγματος” υπαινίσσεται την ανυπαρξία απλών, μηχανιστικών, κανόνων λήψης αποφάσεων. Η αγωνία του Ηλία δεν ήταν να σπουδάσει αλλά να βγάλει λεφτά εκμεταλλευόμενος την πατρική περιουσία με τρόπους που ο πατέρας του δεν ενέκρινε – «[...] απλώς διάλεγε ό,τι δεν θα έκανε ο πατέρας του». Η επίφαση της δύναμης που του έδωσε η, λίγο ή πολύ, συγκυριακή επιτυχία του στον χώρο της εστίασης –ο Ηλίας έχει τρία μαγαζιά στο Ηράκλειο– τον έκανε να πιστεύει ότι του άξιζε κάτι διαφορετικό από τη τύχη του πατέρα και της μητέρας του.
«Είχε τόση τύχη –χρήματα, υγεία, σχετική νεότητα, μην ξεχνιόμαστε, χρήματα–, ώστε ένιωθε πως σίγουρα υπήρχε κι ένα υψηλότερο επίπεδο απόλαυσης, απρόσιτο στους πολλούς» (σσ. 35-36).
Το «απρόσιτο επίπεδο απόλαυσης» ο Ηλίας πιστεύει ότι θα το βρει στον έρωτα. Θα στραφεί προς το πρόσωπο μιας γυναίκας, είκοσι χρόνια νεότερής του, χορεύτριας, που έτυχε να γνωρίσει στο Instagram. Ο Ανυφαντάκης, εδώ, αποτυπώνει ένα πολύ ισχυρό στερεότυπο. Ο Ηλίας θα ήταν κωμική περσόνα αν δεν είχαμε βάσιμες υποψίες να πιστεύουμε ότι δεν συνιστά μοναδική περίπτωση. Ο συγγραφέας σκιαγραφεί και εντάσσει στον μύθο του και τη δομική αλλαγή στις πρακτικές του φλερτ και των σχέσεων, με τρόπο που δυσκολεύονται να πράξουν πολλοί σύγχρονοι λογοτέχνες, καθώς παραμένουν, αισθητικά, καθηλωμένοι στην επίπλαστη αναλογικότητα του παλαιού κόσμου των αμιγώς δια ζώσης γνωριμιών:
«Έπειτα, λίγους μήνες αργότερα, ένας τακτικός πελάτης στο Hall of Fame τού έδειξε στο Instagram μια ντόπια δασκάλα μπαλέτου, “δεκάρι”, κι αυτός πάτησε λάικ σε μια δυο φωτογραφίες κι ακολούθησε το προφίλ της, χωρίς να σκεφτεί ότι έκανε κάτι ιδιαίτερο. Την επόμενη εβδομάδα ξαναπάτησε λάικ, όταν εκείνη ανέβασε μια φωτογραφία όπου φορούσε μόνο το κάτω μέρος του μαγιό. Δεν το κατάλαβε πώς έγινε, αλλά σύντομα άρχισε να παρακολουθεί με δίψα τα stories της και μετά να μπαίνει στο προφίλ της, πρώτα πέντε, ύστερα είκοσι, τελικά εκατό φορές τη μέρα, και τότε ξαφνικά συνειδητοποίησε πως ό,τι του έλειπε ήταν ακριβώς η Νικόλ. Τι νόημα είχε η ζωή του αν δεν άγγιζε το δέρμα της;» (σσ. 36-37).
Όπως και:
«Γιατί έτσι κι αλλιώς του είχε διαλύσει τη ζωή, από την πρώτη φωτογραφία της που είχε δει και δεν είχε καταφέρει να ξεχάσει όσο κι αν προσπαθούσε, δεν χρειαζόταν να κοιμηθούν μαζί κι εκείνη να κλάψει [...] του αρκούσε που την παρακολουθούσε έναν χρόνο στο Instagram χωρίς να της μιλάει, και μετά την παρακαλούσε άλλον έναν να περάσει από το Casa del Vino, αν όχι μόνη, τότε με μια φίλη της, έστω με τον φίλο της, φτάνει να κατάφερνε να τη δει από κοντά. Κι όταν τελικά την είδε από κοντά, αρκούσε ένα γεύμα σε μια ψαροταβέρνα στην Αμμουδάρα για να τον καλέσει αμέσως η Νικόλ σπίτι της. Γι’ αυτό κατέστρεψε τη δική του ζωή, και της Φωτεινής, και του Μαρίνου, και του πατέρα του που έπρεπε να λέει σε όλο το χωριό ότι ο γιος του είχε χωρίσει για μια δασκάλα μπαλέτου. Και ο Ηλίας δεν μετανιωνε καθόλου» (σ. 31).
Αλλά και:
«Η Νικόλ δεν ήταν όμορφη. Μόνο εκείνος την είχε γνωρίσει αρκετά για να το ξέρει. Κι εκείνη. Και γι’ αυτό ακριβώς την αγαπούσε, γιατί μπορούσε να δει μια Νικόλ άγνωστη στους 4.217 ακόλουθούς της στο Instagram –τελευταία καταμέτρηση πριν από μία ώρα, όταν χτύπησε το τηλέφωνο για τον πατέρα του–, που είχαν αφήσει πάνω από 17 αδιάβαστα μηνύματα στο ίνμποξ της – τελευταίος έλεγχος την τελευταία φορά που έψαξε το κινητό της, μισή ώρα πριν τον αφήσει» (σ. 29).
Αντιρρήσεις. Ο Ανυφαντάκης υποσκάπτει τόσο πολύ την περσόνα του Ηλία που χάνεται η ισορροπία ανάμεσα σε αυτόν και τον πατέρα του. Ο νεκρός πατέρας, παρά το γεγονός ότι και εκείνος, όντας παντρεμένος, ερωτεύτηκε μια γυναίκα, –δεν εγκατέλειψε όμως την οικογένειά του– φαντάζει πολύ πιο συγκροτημένος από τον γιό του – «“Το να ‘σαι καλός είναι καλύτερο από το να είσαι καλά”» (σ. 115) θα πει, αφοριστικά, θυσιάζοντας αυτοστιγμεί κάθε δυνατότητα προσωπικής ευτυχίας. Ο μύθος θα καθίστατο πιο απολαυστικός αν πατέρας και γιος επεδείκνυαν παρόμοιες επιπολαιότητες και τελικά δυστυχούσαν αμφότεροι, σε δύο διαφορετικούς κόσμους, γιατί έτσι θα αναδεικνυόταν παραστατικά το φευγαλέο της έννοιας «ευτυχία». Έτσι όπως στήνεται η ιστορία όμως ο Ηλίας παρουσιάζεται τόσο επιφανειακός, τόσο επιπόλαιος, τόσο απορροφημένος στον εαυτό του, που ό,τι παθαίνει μοιάζει να του αξίζει. Αν ο Ανυφαντάκης θέλησε να γράψει για τη δύναμη του έρωτα και τις αναταράξεις που φέρνει στη ζωή κάποιου, κάτι που θα μπορούσε να υποστηρίξει τις επιλογές του ήρωά του, αυτό δεν αποτυπώνεται εύγλωττα. Εγώ διάβασα μια ιστορία που πραγματεύεται την αστοχία δύο κόσμων –αναλογικού/ψηφιακού– μέσα από τα πεπραγμένα δύο ανδρών, και τι αυτοί προκαλούν στις γυναίκες της ιστορίας με τις επιλογές τους.
Ο Ανυφαντάκης, εικάζω, ενώ επιθυμεί να σκιαγραφήσει εκφάνσεις του υπαρξιακού αδιεξόδου που δύναται να βιώσει κανείς σε κάθε εποχή, τελικά, υπογραμμίζει τα παραστρατήματα ενός υπερφίαλου, εγωκεντρικού και παραδόπιστου άνδρα που ερωτεύεται μια νέα γυναίκα, παρατάει τη σύζυγο και το παιδί του και μετά διερωτάται ποιος φταίει και τι έκανε λάθος. Διευκρινίζω: το τι κάνει κανείς λάθος είναι πολύ βαθύτερο και πιο πολύπλοκο ερώτημα να απαντηθεί. Τα ατοπήματα του χαρακτήρα του Ηλία δεν εξαντλούνται στο ότι έτυχε να ερωτευτεί μια νεότερη γυναίκα όντας παντρεμένος. Μια ζωή πάει στράφι για πολλούς και δυσπρόσιτους λόγους και αυτό, έτσι όπως παρουσιάζει τον Ηλία ο συγγραφέας, περνάει σε δεύτερη μοίρα. Ο Ανυφαντάκης, επομένως, στήνει έναν σκανδαλιστικό μύθο και μετά τον δυναμιτίζει κάνοντάς τον να γέρνει τόσο πολύ εις βάρος του Ηλία που χάνεται η δόκιμη αντίστιξη ανάμεσα στους δύο άνδρες. Ο πατέρας του, παρά τις όποιες αστοχίες του χαρακτήρα του φαντάζει και τελικά είναι πιο συνετός απέναντι στην αμετροέπεια του Ηλία. Ο Ανυφαντάκης οδηγεί έτσι τον αναγνώστη στο άβολο, και λίαν συντηρητικό, συμπέρασμα ότι ο παλιός, αναλογικός κόσμος ήταν πιο “συγκροτημένος” από την ψηφιακή πραγματικότητα του σήμερα. Δεν είμαι πεπεισμένος ότι αυτή ήταν η πρόθεσή του.
Τέλος, στα θετικά προσμετρώ και την ίδια την κατασκευή της νουβέλας που κατοπτρίζει τη διάσταση και διάδραση αναλογικού/ψηφιακού κόσμου. Που στέκει, φορμαλιστικά, κάπου ανάμεσα σε μια προσηνή, ευθύγραμμη αφήγηση αλλά ανταποκρίνεται και στα όποια κελεύσματα του “μοντερνισμού” με λελογισμένη χρήση ελλειπτικότητας.
— Ιάκωβος Ανυφαντάκης, Ραδιοκασετόφωνο, Πατάκη: 2023, 126 σελίδες, ISBN: 9789601654553, τιμή: €7.90.