Skip to main content
Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2024
Αυτοαναφορικότητα

— Αφιερώνω αυτό το κείμενο σε όλους τους κριτικούς που δεν τόλμησαν να αφιερώσουν την κριτική τους στον εαυτό τους.

 

Διακρίνετε ίσως το πρόβλημα: συνιστά αφιέρωση και σε μένα το κείμενο που θα διαβάσετε ή όχι; Το βιβλίο της Ιωάννας Καρυστιάνη (Χανιά, 1952), που δεν φέρει αφιέρωση, κάλλιστα θα μπορούσε να λειτουργεί κάπως έτσι. Ο παντεπόπτης αφηγητής του μυθιστορήματος ουκ ολίγες φορές, ένιωσα, ειδικά προς το τέλος, ότι πλησίαζε εξαιρετικά κοντά στη συγγραφέα. Γράφει η Καρυστιάνη για κάτι βαθιά βιωματικό, κάτι βαθιά προσωπικό καθώς σκιαγραφεί αυτό τον ήρωα και τη ζωή του; Την κάνει η θεματική της να χάνει τη συγγραφική αμεροληψία της; 

«Στην πραγματικότητα, παρά το 1,88 του ο Μιχάλης Τσιούλης ήταν ένας μικροσκοπικός άνθρωπος [...]» (σ. 304), γράφει στις τελευταίες σελίδες τού μυθιστορήματός της η συγγραφέας. Η ζωή του μικροσκοπικού αυτού ανθρώπου εξιστορείται άλλοτε από τον παντεπόπτη αφηγητή και άλλοτε πρωτοπρόσωπα· μια ζωή που αναφέρεται σε αυτά τα «ψιλά γράμματα» του τίτλου. «Ψιλά γράμματα» που υποτίθεται κανείς δεν προσέχει και δεν διαβάζει. Η Καρυστιάνη θα κατασκευάσει μια ιστορία και θα αποπειραθεί όχι μόνο να πραγματευτεί τι ακριβώς σημαίνει «ψιλά γράμματα», αλλά και να μας τα διαβάσει. Θα στήσει τη ζωή ενός ήρωα που υποτίθεται ότι χαρακτηρίζεται από μια βαθιά –σχεδόν εγγενή– σοφία στην πιο δύσκολη απ’ όλες τις δεξιότητες: να είναι κανείς άνθρωπος. Και αυτό προφανώς, ή ίσως όχι και τόσο, είναι κάτι σχεδόν άπιαστο ακριβώς επειδή η ανθρωπινότητα (sic) απαιτεί και μια αέναη επανεπινόηση των στοιχείων που της προσδίδουν την ταυτότητά της. Άπιαστο ή όχι πάντως, είναι κατ’ εξοχήν δουλειά της λογοτεχνίας να καταπιάνεται με τέτοιες θεματικές. Ο ήρωας, που φαινομενικά αρκείται στα λίγα «[...] επειδή δεν χρειάζομαι πολλά λεφτά, ούτε πολλή χαρά, ούτε πολλή αγάπη [...]» (σ. 238) μετουσιώνει μια χρυσή μεσότητα. Το γιατί τελικά η Καρυστιάνη αφήνει αυτή τη μεσότητα να υποπέσει στη μετριότητα θα το δούμε στην πορεία. Παραθέτω ενδεικτικά πώς παρουσιάζεται ο Μιχάλης Τσιούλης για να κατατοπιστείτε: 

«Από έφηβος δεν ήθελε να ρωτάει και να συμβουλεύεται τη μαμά, τον μπαμπά, τον παπά, τον καθηγητή, ακούγοντας λαθραία και παρατηρώντας επίμονα, μόνος του μάθαινε εμπειρικά τα βασικά, τουλάχιστον μερικά, πως δίνουμε τόπο στην οργή, πως άνετα καμαρώνουμε έναν νεκρό αφού έχει βγει από τη μέση, πως σίγουρα υπάρχει σοβαρός λόγος όταν μια μάνα τα κάνει θάλασσα, πως δεν ρωτάμε για κάτι που ξέρομε ότι δεν θέλουν να μας το απαντήσουν, πως απαιτώντας ανταλλάγματα γινόμαστε εκβιαστές, πως θα είναι ωραίο αν αγαπάμε απλόχερα και χουβαρντάδικα, μόνο και μόνο για ν’ αγαπάμε, αν θυμόμαστε μερικά μόνο για να μην τα ξεχάσομε» (σ. 34). 

Αρέσει δεν αρέσει το πώς ακούγονται αυτά, αν δηλαδή κάποιος ήδη παίρνει ένα στίγμα για το πώς θα κυλήσει η αφήγηση, δεν έχει και τόση σημασία. Η βασική ιδέα του βιβλίου είναι πολύ καλή. Ο Μιχάλης Τσιούλης είναι μια φιγούρα σχεδόν καμική –ένας ιδιότυπος Ξένος– που θυσιάζεται λίγο λίγο χωρίς καν να το συνειδητοποιεί – που και όταν το συνειδητοποιεί, γιατί συμβαίνει και αυτό, συνειδητοποιεί για λόγους που άπτονται της ψυχοσύνθεσής του ότι μάλλον δεν είχε άλλη επιλογή. Ο Μιχάλης Τσιούλης θυσιάζεται γιατί δεν επιθυμεί να συμβιβαστεί, τουλάχιστον σε τίποτα λιγότερο από αυτό το ιδανικό της ελευθερίας που έχει βιώσει σε μια στιγμή, ούτε λίγο ούτε πολύ, αποκαλυπτική: 

«Όταν συμβαίνει κάτι τόσο απόκοσμο που οι άνθρωποι αναρωτιούνται εάν είναι αληθινό, εάν όντως το ζουν, τότε νιώθουν για πρώτη φορά τόσα μαζεμένα συναισθήματα, όλα τα συναισθήματα χωρίς απουσίες, και εν μια νυκτί γίνονται πιο εύστροφοι, οπότε οι κεραίες του μυαλού και της καρδιάς τους του λοιπού δεν θα αφήνουν τίποτε να πάει χαμένο, θα ψαρεύουν στον αέρα και τα αδέσποτα δεινά και θα πονούν πολύ, καταλαβαίνοντας» (σ. 231). 

Η στιγμή της αποκάλυψης για τον ήρωα της Καρυστιάνη είναι η εξέγερση του Πολυτεχνείου, την οποία, όμως, πιστός στον χαρακτήρα του, γιατί ο Τσιούλης είναι πάνω απ’ όλα αφανής και αθόρυβος τη βιώνει κάπως ξώφαλτσα, αλλά, πέραν πάσης αμφιβολίας, αποκαλυπτικά. Η συγγραφέας τον βάζει, μαζί με αυτό το ιδανικό της ελευθερίας, να συναντά στα γεγονότα του Πολυτεχνείου και την Πόπη, τον ανεκπλήρωτο μεγάλο έρωτά του, που θα τον δεσμεύσει για παραπάνω από τριάντα χρόνια σε μια αναζήτηση χωρίς αντίκρισμα. Βλέπετε, η ελευθερία, είναι τελικά κάτι εξαιρετικά δεσμευτικό όταν πάει κάποιος να την εφαρμόσει σωστά. Η Καρυστιάνη, αν κάποιος αρέσκεται να διαβάζει συμβολισμούς, προσφέρει εδώ κάτι πολύ εύστοχο: ο Τσιούλης αναζητά τον έρωτα και την ελευθερία στον επιτάφιο· στην περιφορά του οποίου αναζητά την Πόπη, επειδή την είχε συναντήσει εκείνη την πρώτη καθοριστική φορά, το σημαδιακό 1973, στη χορωδία ενός επιτάφιου. Με μια κίνηση, σε αυτή τη διπλή εικόνα  –έρωτας/επιτάφιος– η Καρυστιάνη προοικονομεί το αδιέξοδο αυτής της ζωής που αποζητά σωτηρία σε έναν επιτάφιο – σε μια κηδεία. 

Παραμένω αμφίθυμος αναφορικά με τη χρησιμότητα της όχι και τόσο λανθάνουσας ομοφυλοφιλίας του ήρωα, που τόσο αδρά αλλά και τόσο καίρια σκιαγραφεί η Καρυστιάνη. Ενώ ανοίγει το μυθιστόρημα με την κομβική ερώτηση του πατέρα του ήρωα, «Είσαι πούστης, γιε μου;» (σ. 7), η συγγραφέας αφήνει το ερώτημα αναπάντητο. Και παραμένω αμφίθυμος, γιατί υπάρχει η δυνατότητα να διαβαστεί με δύο διαφορετικούς τρόπους το πώς ακριβώς διαχειρίζεται το χαρτί αυτό η Καρυστιάνη. Ο πρώτος, υιοθετείται από τον αναγνώστη που αναζητά επιχειρήματα για να στηρίξει τη συγγραφέα. Τι σημαίνει λοιπόν αυτή η σαφής νύξη, που όμως πουθενά δεν λαμβάνει ξεκάθαρη απάντηση; Ο Τσιούλης, ακόμη και στον σεξουαλικό προσανατολισμό του, παραμένει κάπου στη μέση, αναποφάσιστος, αιωρούμενος. Με τον ίδιο τρόπο που δεν κατάφερε ο ίδιος να αιωρηθεί στην πραγματικότητα. Γιατί το όνειρο του να γίνει ιπτάμενος δεν θα πραγματοποιηθεί. Ο Τσιούλης δεν θα πετάξει ποτέ αλλά θα γίνει μηχανικός αεροσκαφών στην ΕΑΒ· θα παραμείνει ψυχαναγκαστικός εραστής της έννοιας της πτήσης και των πέριξ αυτής «ψιλών γραμμάτων», με τον ίδιο τρόπο που θα παραμείνει εραστής της αποκαλυπτικής ελευθερίας που έζησε εκείνη τη στιγμή στην εξέγερση του Πολυτεχνείου – ελευθερία που όμως είναι άρρηκτα δεμένη με τον έρωτά του, την εμμονή του για την άπιαστη Πόπη. «Γιατί κάτι επιτέλους θα έπρεπε να αγαπήσει πολύ, αλλιώς πώς θα τα έβγαζε πέρα στη ζωή;» (σ. 35) διαβάζουμε στην αρχή, όταν ο ήρωας καλείται να αποφασίσει την επαγγελματική κλίση του. Παρατηρήστε ότι λέω κάτι αντιφατικό, γιατί η κλίση δεν αποφασίζεται· η κλίση είναι έμφυτη, σε διαλέγει, κι εσύ, αν έχεις τα κότσια, την ακολουθείς. Η κλίση αυτή όμως, στην περίπτωση Τσιούλη, είναι και ο σεξουαλικός προσανατολισμός του. Ο Τσιούλης λοιπόν στέκει με μια εσωτερική συνέπεια στη ζωή του: είναι ήδη καταδικασμένος, καθότι η αεροπορία, όπως και ο έρωτάς του για την Πόπη, είναι απλώς κελύφη: προπέτασμα για την αλήθεια που θα τον κατατρύχει μια ζωή καθώς κυνηγάει το άπιαστο – και στα δύο πεδία.

Ο δεύτερος τώρα τρόπος ανάγνωσης του πώς διαχειρίζεται η Καρυστιάνη την ομοφυλοφιλία του ήρωα, προσφέρει επιχειρήματα στην πλευρά που θέλει να αναδείξει τα αρνητικά του βιβλίου. Εξηγούμαι: παραμένει ανεξήγητο γιατί ένας άνθρωπος που δεν επιθυμεί να παίξει ένα παιχνίδι συμβιβασμών και ισοπεδωτικού μικροαστισμού να μην επιθυμεί επίσης να εξερευνήσει και αυτή την πλευρά του, που η συγγραφέας κάνει διακριτή (βλ. σ. 38, 111, 133, 139). Δηλαδή, δεν γίνεται να συνιστά αρετή του Τσιούλη η δειλία του και στην περίπτωση της σεξουαλικότητάς του. Αναγνωρίζω και σέβομαι πλήρως την επιθυμία της Καρυστιάνη να κατασκευάσει έναν ήρωα που δεν θέλει με κανέναν τρόπο να ενοχλεί και να επιβαρύνει τη συντηρητική οικογένειά του και τον περιορισμένο κύκλο των συναναστροφών του –ο Τσιούλης εξάλλου απεικονίζεται να έχει εμμονή με τα ελικοφόρα, γιατί αυτά του ταιριάζουν ως πιο αργά και «αθόρυβα»· ο Τσιούλης, για να το πω περιπαικτικά, είναι υποηχητικός χαρακτήρας– αλλά από αυτό, στο να καταντάει σαν αμοιβάδα, κάτι που τελικά λειτουργεί υπονομευτικά τόσο για την εγγενή αξία του ως ήρωα όσο και για το μυθιστόρημα, η απόσταση είναι μάλλον εξαιρετικά μικρή. Δεν νομίζω δηλαδή ότι είναι δόκιμο το χαρτί της ομοφυλοφιλίας του ήρωα να εμφανίζεται στον μύθο για να επινοηθεί ένα ακόμη πεδίο που θα αναδεικνύει την καταστατική ανημπόρια που τον χαρακτηρίζει. Υπάρχει ένα όριο λελογισμένης αναβλητικότητας που ομοιάζει με σύνεση· ένα όριο παθητικότητας που ομοιάζει με υπομονή, και ένα όριο μειλιχιότητας στον συμπεριφορικό κώδικα του ήρωα, που του προσδίδει αρετές και τον εντάσσει σε αυτό το ιερό σύνολο των ανθρώπων «ψιλά γράμματα». Από ένα σημείο και πέρα όμως ο αναγνώστης παύει να συμπάσχει και να τον συμμερίζεται και προσπαθεί να τον καταλαβει, χωρίς, στη δική μου περίπτωση τουλάχιστον, αποτέλεσμα.                           

Παραμένω λοιπόν αναποφάσιστος για το ποια ανάγνωση από τις δύο κυριαρχεί, και, ομολογουμένως, σε αρκετά σημεία πριμοδοτούσα την πρώτη, ενώ σε άλλα, όταν με θύμωνε η απραξία του Τσιούλη, τη δεύτερη. Η λογοτεχνία όμως δεν καταλαβαίνει από ισολογισμούς· το μυθιστόρημα δεν είναι να βάλουμε κάτω τα κουκιά να τα μετρήσουμε και να το ισοσκελίσουμε το ρημάδι. «[...] [Δ]ιπλωμάτες συν τω χρόνω προσγειωμένοι στην πίστα του ρεαλισμού, δηλαδή της παγιοποίησης των διενέξεων, της συμφέρουσας παράτασης έως και διαιώνισης του άλυτου λογής-λογής συγκρούσεων» (σ. 150), διαβάζουμε για το ποιόν των καλεσμένων σε μια δεξίωση για την παρουσίαση του βιβλίου που έχει συγγράψει ο πετυχημένος αδελφός του Μιχάλη Τσιούλη, Κίμωνας, που κάνει καριέρα στο διπλωματικό σώμα. Η Καρυστιάνη μάς προσφέρει ουκ ολίγες παραλλαγές αυτής «της παγιοποίησης των διενέξεων», καθώς ο ήρωας προσπαθεί διαρκώς να απεκδυθεί αυτή «την πίστα του ρεαλισμού» υποτονθορύζοντας, χωρίς αποτέλεσμα, «το ποίημα [της ελευθερίας που] δεν σώθηκε» (σ. 261). 

Ο ήρωας βαραίνει και αρχίζει να ξεφτίζει επικίνδυνα από τη σελίδα 226 και μετά μέσα από μια ξαφνική αγωνία για την κατάσταση της μνήμης του. Σημειώνω εδώ ότι στο σημείο αυτό είναι μόνο πενήντα τριών ετών – κάτι που σημειώνει βέβαια και ο ίδιος. Η αγωνία του αυτή, που τον οδηγεί να κατασκευάζει μνημονικές ασκήσεις, που επικεντρώνονται στα «ψιλά γράμματα», ενώ παράλληλα βασανίζεται από τις μνήμες του, φαντάζει και είναι διεκπεραιωτική. Και είναι διεκπεραιωτική ειδικά όταν βλέπουμε να συναρμόζεται με ψευδοφιλοσοφικές κοινοτοπίες περί μνήμης –«Ίσως όμως είναι προτιμότερο να αφήνει κανείς το μυαλό του απεριποίητο, με στόχο να πάψει επιτέλους να θυμάται. Υπάρχουν μήπως και ασκήσεις από την ανάποδη, ώστε να επιταχύνεται μια ολοκληρωμένη λήθη;» (σ. 212)–  αλλά και με υποψίες για την εχεμύθεια και την τιμιότητά του στην εργασία του στην ΕΑΒ. Θέλει η συγγραφέας να περάσει κάποιο μήνυμα για τη θυματοποίηση ακόμη και αυτού του αμνού του θεού, που οδεύει προς τον δικό του επιτάφιο; Το μήνυμα είναι φτηνό, ειδικά όταν προς το τέλος η Καρυστιάνη αφήνεται σε μελοδραματισμούς που ωθούν τον αναγνώστη εκτός κειμένου. Διαβάζουμε: «Τι άλλο θέλω; ρώτησε τον εαυτό του, τίποτε, του απάντησε, και σωστά, μια χλιαρή γλύκα στα μέλη του, ένας τέλειος καρδιακός παλμός, το στήθος του πάνω κάτω σαν κυματάκι του ενός μποφόρ [...]» (σ. 241-2). Λίγες γραμμές παρακάτω, ο Τσιούλης, που έχει καταφύγει κάπου στην Κινέτα, σε μια ερημική παραλία, θα γίνει μάρτυρας μιας βουτιάς ενός ηλικιωμένου ζευγαριού:

«Στο νερό μπήκαν πιασμένοι χέρι-χέρι, φανερά αλληλοϋποβασταζόμενοι από φόβο μη γλιστρήσουν στα βότσαλα. [...] μετά από τέσσερα πέντε μέτρα στα ρηχά, βούτηξαν βαθιά και επιδόθηκαν σε ολόιδιες κινήσεις, τα κεφάλια μέσα, τα κεφάλια έξω, τώρα περιστροφή σώματος αριστερά, μετά δεξιά, τα χέρια πίσω σαν φτερωτή ανεμόμυλου και πάντα σε απόσταση το πολύ ενός μέτρου ο ένας από τον άλλο. Σίγουρα κάτι τέτοιο δεν ήταν προσχεδιασμένο νούμερο ούτε προπόνηση συντονισμού, συνέβαινε φυσικά, αυθόρμητα, και καθόλου συνειδητά, με την εναρμόνιση που αναθρέφει ένας πολυετής δεσμός. [...] Το θέαμα θα μπορούσε να του προκαλέσει ένα σωρό σκέψεις, αλλά δεν θα χαράμιζε ούτε δευτερόλεπτο, άφησε τα μάτια και την καρδιά του να χαζεύουν απερίσπαστα. Θα του ξανατύχαινε τέτοιο λαχείο;» (σ. 242-3).

Σημειώνω εδώ ότι η Ιωάννα Καρυστιάνη έχει τιμηθεί, μεταξύ άλλων, με δύο Κρατικά Βραβεία Μυθιστορήματος (1998, 2007) και ένα Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών (2001). Θαρρώ, ο αναγνώστης περιμένει, ειδικά όταν η κεντρική ιδέα που πραγματεύεται η συγγραφέας είναι καλή, κάτι περισσότερο από ένα τέτοιο ξέσπασμα μελοδράματος. Και βέβαια δεν είναι μόνο αυτό το σημείο που χωλαίνει. Η Καρυστιάνη, καθώς το μυθιστόρημα πλησιάζει προς το τέλος του, διολισθαίνει σε ακόμη μεγαλύτερες ελευθερίες που φέρνουν πιο έντονα στο προσκήνιο τη θεματική της χαμένης προοπτικής του τι σήμαινε η γενιά του Πολυτεχνείου. Ο Τσιούλης συνεχίζει τη μοναχική πορεία του και δεν παραλείπει, πάντα από μέσα του, να παραληρεί μεμφόμενος: «[...] εσείς που χαλβαδιάζετε βατραχανθρώπους και πεζοναύτες, που δεν χαμπαριάζετε από τέλειες βόμβες, που πιπιλάτε μεν πως ο χρόνος είναι χρήμα, όμως σιγά σιγά αποδεχτήκατε πως και η γενέτειρα, και οι αναμνήσεις, και οι σχέσεις, και τα συναισθήματα και όλα μπήκαν σε τιμοκατάλογο, πως τελικά τσέπη-τσίπα 3-0, πονέστε, πονέστε να σας χαρώ, πονέστε όσους πονούν, πονέστε αγνώστους σε άγνωστα μέρη, πονέστε αυτούς που η αγάπη δεν έκανε σεφτέ [...] (σ. 299). Επίσης, ουδόλως με πείθει η εργαλειοποίηση του βομβαρδισμού τού «[...] Τσάρνο, ισοπεδωμένο από τα καθέτου εφορμήσεως Helldiver [...] (σ. 299) επειδή ο Τσιούλης τυγχάνει εμμονικός με την αεροπορία, ή, μεταξύ άλλων, το «Παρελθόν οι γενιές που πονούσανε την Παλαιστίνη [...]» (σ. 261). Λυπάμαι.  

«Άραγε, ήμουν εκ γενετής ή κατέληξα να γίνω ένας αμυδρός άνθρωπος [...]» (σ. 288), διαβάζουμε προς το τέλος αλλά εκεί το παιχνίδι έχει χαθεί. Το βαθύτερο διακύβευμα του βιβλίου θα έπρεπε να έχει να κάνει με αυτό ακριβώς το ερώτημα: η ιερή μειοψηφία στην οποία εντάσσεται ο Τσιούλης έρχεται στη ζωή ως επιλογή ή ως ανάγκη; Το ερώτημα αυτό όμως σταδιακά υποβαθμίζεται και μαζί του υποσκάπτεται και η όποια λογοτεχνικότητα του κειμένου καθώς, νιώθω, ότι η συγγραφέας έρχεται όλο και πιο έντονα στο προσκήνιο και αναμασά περισσότερο συνθήματα και ευχολόγια παρά τις δόκιμες σκέψεις του ήρωά της. Γι’ αυτό και άνοιξα το παρόν κείμενο με αυτή την ιδιότυπη αφιέρωση: η συγγραφέας και τα πιστεύω της πήραν το πάνω χέρι. Είναι ή δεν είναι λοιπόν το μυθιστόρημα αφιερωμένο στον εαυτό της; Αλλά, για να είμαστε και σοβαροί, πώς είναι δυνατόν η πολυβραβευμένη Ιωάννα Καρυστιάνη να φέρνει σε έναν Μιχάλη Τσιούλη; 

— Ιωάννα Καρυστιάνη, Ψιλά γράμματα, Καστανιώτης: 2022, 322 σελίδες, ISBN: 9789600370690, τιμή: €18.00.