«Και ήταν γεμάτο και υπέροχα φορτωμένο, όλο το ψηλοτάβανο διαμέρισμα ήταν ασφυκτικά διακοσμημένο με όλα εκείνα τα πολύτιμα και καλαίσθητα της ζωγραφικής τέχνης, όλα «ατάκτως ερριμμένα», που είναι από μόνα τους χρήσιμα επειδή είναι από χρόνια εκεί, έτοιμα για τη στιγμή που θα τα χρειαστείς, ξέροντας πώς αυτή η στιγμή είναι κρυμμένη κάπου μέσα τους», (120).
Έτσι μας παρουσιάζει ο Αντώνης Κυριαζάνος το ατελιέ του Αλέκου Λεβίδη μέσα στο οποίο αναζητούσε έναν φορμαλισμό που είχε δει στην περίφημη φωτογραφία του Φράνσις Μπέικον: «Φανταζόμουν ότι και στο δικό του ατελιέ θα έβρισκα κάτι από την ατμόσφαιρα των «ατάκτως ερριμμένων» που απέπνεε το ατελιέ του Φράνσις Μπέικον, ξέρετε, σ’ αυτή τη φωτογραφία που όλα είναι άνω-κάτω με χιλιάδες ρηγμένα πράγματα εδώ κι εκεί, εκατοντάδες ζουληγμένα σωληνάρια παντού, ξεραμένα πινέλα, ακαθόριστα μικροαντικείμενα και πολλά άδεια μπουκάλια σαμπάνιας, φυσικά» (σ. 118)». Ο Κυριαζάνος σημειώνει ότι ενδεχομένως η φωτογραφία αυτή να ήταν ένα κατασκεύασμα, «[...] ώσπου κάποιος από αυτούς μου είπε ότι στην πραγματικότητα ο Μπέηκον είχε δίπλα σ’ αυτό της φωτογραφίας ένα άλλο ατελιέ σε πλήρη τάξη [...]» (118). Τόσο οι αναζητήσεις και οι σκέψεις του συγγραφέα, όσο και το περιστατικό αυτό με τις περιπτώσεις Μπέικον και Λεβίδη συνιστούν εξαιρετικά δείγματα από τα οποία δύναται κάποιος να διακρίνει τις ραφές του είδους που αποκαλείται «αυτομυθοπλασία».
Το ίδιο πράττει και ο Κυριαζάνος ίσως και χωρίς να το συνειδητοποιεί. Μέσα στο σώμα του κειμένου, εκτός από ατάκτως ερριμμένες σκέψεις –εξάλλου υπάρχει και κεφάλαιο που αποκαλείται «Σημειώσεις χωρίς ακριβές αντίκρισμα»– υπάρχει και ένα πιο τακτοποιημένο σύνολο σημειώσεων. Και τα δύο μαζί, συνδυαστικά, καθοδηγούν τον αναγνώστη να κατασκευάσει μια εικόνα, απόλυτος σκηνοθέτης της οποίας παραμένει ο ίδιος ο Κυριαζάνος. Οι τρεις επιστολές στην Ιφιγένεια του τίτλου προσδίδουν αυτό το ναΐφ στίγμα που αναδύεται σε τακτά χρονικά διαστήματα και διαπερνά όλο το βιβλίο. Η απεύθυνση σε ένα παιδί συνιστά εξαιρετικό εύρημα που επιτρέπει στον συγγραφέα να γίνεται διδακτικός, τόσο όσο, λειαίνοντας την αναπόφευκτα στείρα παράθεση πληροφοριών που υπαγορεύει η δομή της αυτομυθοπλασίας του. Θα επιμείνω λίγο σε αυτό το εύρημα γιατί είναι αυτό που επιτρέπει στον Κυριαζάνο να μιλήσει για πράγματα τόσο ασύνδετα αλλά και τελικά συναρμοσμένα στο όλον της προσωπικότητάς του. Μέρος της δυσκολίας στην αυτομυθοπλασία εντοπίζεται στην επινόηση του σωστού ύφους που θα επιτρέψει στον συγγραφέα να βαδίσει μια λεπτή γραμμή ανάμεσα στη σοβαρότητα και την ελαφράδα. Στη σοβαρότητα των προκλήσεων της εποχής που αναφέρεται –και κάθε εποχή είναι μια «ενδιαφέρουσα εποχή» και πρέπει να αποτυπωθεί αρκούντως έκτυπα– αλλά συνάμα και αμυδρά, ανάλαφρα, σαν αυτά τα σκιτσάκια που σκαρώνει διαρκώς ο Κυριαζάνος στα περιθώρια των βιβλίων και των τετραδίων του που ως λάιτ μοτίφ κατευθύνουν μια υποσυνείδητη έννοια σκέψης. Μέρος της δυσκολίας της αυτομυθοπλασίας εντοπίζεται στο ότι καλείται να αποτυπώσει το προσωπικό καταφύγιο του προσώπου: την επινόηση ενός ιδιωτικού κόσμου, που συντίθεται ως ένα ψηφιδωτό υποκειμενικών εμπειριών, που στιγματίζεται μέσα στη θύελλα κάθε εποχής από αντικειμενικά ιστορικά στοιχεία. Η αντίστιξη αυτή (υποκειμενικό-αντικειμενικό), που συναρμόζεται με το «ατάκτως ερριμμένο» και το ευτάκτως τοποθετημένο αναδεικνύει την αντίφαση που συνιστά το χωνευτήρι του ανθρώπινου, έτσι όπως ο δημιουργός καλείται να αποδελτιώσει και να επινοήσει, ούτε λίγο ούτε πολύ, τον εαυτό του. Ο Κυριαζάνος, που γράφει στην Ιφιγένεια, είναι σαν να μην απευθύνεται στον αναγνώστη αλλά σε ένα παιδί· έτσι, περνάει ανάλαφρα όχι μόνο τον όποιο διδακτισμό του αλλά και την κρίσιμη εποχή στην οποία συγγράφεται το βιβλίο (Σεπτέμβριος 2012 - Μάρτιος 2015) χωρίς να δίνει λαβές για μομφές απολιτικής στάσης. Ο συγγραφέας δηλαδή επιτυγχάνει δόκιμα να δείξει στον αναγνώστη ότι η φούσκα εντός της οποίας ενδημεί δεν είναι μαριαντουανετική κόνξα αλλά δομικό στοιχείο της προσωπικότητάς του.
Τη μανιέρα αυτή τη συναντάμε και στην περίπτωση του Λόρενς Ντάρελ στα «Ελληνικά Νησιά» (Μεταίχμιο 2007). Γράφει ο Κυριαζάνος: «[...] και μ’ άρεσε που μέσα στον πυρετό της [της διαφυγής από την Ελλάδα πριν τη γερμανική κατοχή], ο Ντάρρελ επιμένει να ζει τις παράλληλες σκέψεις του, να διατηρεί την ποιητική διάσταση της χώρας που αφήνει πίσω του τόσο βίαια» (151). Η διαφυγή του Ντάρελ επισκιάζεται από τα γεγονότα του πολέμου μόνο σε ένα σημείο, και ο αναγνώστης αποκομίζει την εντύπωση ότι παρά τις επερχόμενες σκοτεινές ημέρες, τα «[...] Ελληνικά νησιά τού Λώρενς Ντάρρελ είναι μόνο λουσμένα στον ήλιο και εντελώς ειρηνικά» (152). Τη μανιέρα αυτή τη συνάντησα πρόσφατα τόσο στην αυτομυθοπλασία του Νικήτα Σινιόσογλου (Ο Καρπός της Ασθενείας μου, Κίχλη 2021) στα σημεία που αναφέρεται στον Κλέωνα Παράσχο, αλλά και στην αυτομυθοπλασία του Βασίλη Δρόλια (Ταξίδια με Λάθος Ανθρώπους, Κέδρος 2021).
Ο Κυριαζάνος σκιαγραφεί μια όμορφη μυθολογία: «Στη δική μου προσωπική μυθολογία πάντως ο άνθρωπος είναι ένα βότσαλο που έπεσε από τον ουρανό στη γη, για την ακρίβεια σε μια λίμνη· και οι κύκλοι που σχηματίστηκαν στην επιφάνειά της έφτασαν μέχρι την ακτή» (σ. 86). Το μοτίβο του κύκλου το επαναλαμβάνει ξανά όταν μιλάει για τον Ζακ Λακαρριέρ: «[...] η σκέψη του απλώθηκε σαν τη σταγόνα νερού στο χαρτί, κυκλικά, προς κάθε κατεύθυνση [...]» (σ. 136).
Η μυθολογία αυτή των ομόκεντρων κύκλων βρίσκει τη σημασία της στην πεποίθηση του συγγραφέα για την έννοια μιας «Ιθάκης» που εντοπίζεται μόνο στην αφετηρία. Ο Κυριαζάνος διερωτάται και απορεί με αυτή την επιθυμία για επιστροφή, γιατί προκρίνει στη θέση τής επιστροφής μια αέναη πορεία μπροστά. «[...] να ξεκινάς γεμάτος από την Ιθάκη, να την ορίζεις ως αρχή στο ταξίδι σου και να την αφήνεις περιχαρής πίσω σου, αντί να τη νοσταλγείς, αντί να την αναζητάς για το τέλος σου (σ. 232)».
Ο Κυριαζάνος διηθείται μέσα από το έργο καθώς εκθέτει τις πηγές επηρεασμού του. Το πιο ενδιαφέρον κομμάτι του βιβλίου όμως εντοπίζεται στον επίλογο. Εκεί, ο συγγραφέας θα επισκεφθεί και θα αναστοχαστεί τη Σαλαμίνα των παιδικών του χρόνων –τόπο παραθερισμού αλλά και σημασιολογικό σημείο φυγής της προσωπικότητάς του. Μια γεωγραφική περιοχή που συνιστά όμως έναν «μη τόπο», που δεν είναι όμως άλλος από την «Ιθάκη» του· την Ιθάκη του όμως με την έννοια της αφετηρίας και μόνον. «Στη Σαλαμίνα έμαθα να χαίρομαι σ’ έναν τόπο που δεν ήταν δικός μου, που δεν του ανήκα και δεν μου ανήκε» (220). Ένα σώμα αναμνήσεων, βιωμάτων (315) που του έδωσε την καταγωγή του αλλά και την ώθηση να φύγει από εκεί, να απομακρυνθεί από τις ακτές της και να οδηγηθεί στο εδώ του, τη μόνη πραγματικότητα που, παρά τις αντιξοότητές της η πραγματικότητα αυτή, το παρόν, βαίνει ως «αέναη γιορτή» –με τη σημασία που αποκτά το Moveable Feast στο Παρίσι του Hemingway: ως ένας φορμαλισμός που τον φέρει μέσα του και που λειτουργεί ως ερμηνευτικό υπόμνημα ζωής.
Αλλά δεν γίνεται να μην αναφερθώ και σε κάτι που ρίχνει βαριά τη σκιά του στο βιβλίο. Ο αναγνώστης, αναπόφευκτα, θα παρατηρήσει κάποια στιγμή την πληθώρα των βιβλίων από τις εκδόσεις «Άγρα» που φιγουράρουν σε τόσες και τόσες σελίδες. Μέτρησα 58 βιβλία των εκδόσεων Άγρα! Αλλά και αναφορές που ξεφεύγουν από τη βιβλιογραφική παράθεση που συμπλέει με τον ειρμό και τη σημασία όσων εξιστορεί ο συγγραφέας· αναφορές που αρχίζουν να θυμίζουν δελτίο τύπου: «[...] στο ράφι συνορεύει με όλα τα βιβλία του Καββαδία από τις εκδόσεις Άγρα – τις ποιητικές του συλλογές, το μυθιστόρημα και τα διηγήματά του» (169), ή «Τα ποιήματα και λοιπά βιβλία του Εμπειρίκου είναι όλα από την Άγρα» (171), ή «[...] τον Διονύση Καψάλη, οι ποιητικές του συλλογές, τα δοκίμια, και οι μεταφράσεις του κυκλοφορούν κυρίως από την Άγρα [...]» (173), ή «[...] ας είναι καλά η Άγρα που μας εξοικείωσε με όλα αυτά» (173), ή «Εδώ και καιρό άρχισαν να κυκλοφορούν [τα βιβλία του Ζορζ Σιμενόν] επιτέλους συστηματικά, με τη γνωστή επιμέλεια και τα επίμετρα των εκδόσεων Άγρα» (182), ή «Τα ποιήματα του Έκτορα Κακναβάτου κυκλοφορούν πλέον από τις εκδόσεις Άγρα σε ξεχωριστές συλλογές και στη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα 1943-1987, 2010» (320). Διερωτώμαι γιατί ο συγγραφέας επέλεξε κάτι τέτοιο. Και επειδή δεν βρίσκομαι εδώ για να γίνομαι αρεστός ή να σας κοροϊδεύω, θα διατυπώσω και την απάντηση σε αυτή την απορία μου. Γιατί ίσως διαφορετικά το βιβλίο δεν θα είχε εκδοθεί; Προσέξτε ότι απαντάω στην απορία μου με ερώτηση καθότι δεν είμαι σε θέση να εισέλθω στο μυαλό συγγραφέα και εκδότη. Δεν κατανοεί όμως ο συγγραφέας ότι με την παράθεση τόσων βιβλίων από τις εκδόσεις «Άγρα» αφήνει εαυτόν βορά σε παρόμοιους συλλογισμούς; Δηλαδή, πώς γνωρίζουμε ότι ο ειρμός των σκέψεων αυτής της καλοφτιαγμένης αυτομυθοπλασίας δεν υπαγορεύτηκε από τις εκδόσεις «Άγρα»; Για να συνειδητοποιήσετε το ατόπημα του συγγραφέα θα ανασκευάσω το ερώτημα που ενέχει δύο σκέλη: Ο Κυριαζάνος συνέγραψε ένα βιβλίο που συμπωματικά περνάει από τα σημεία που σημάδεψαν οι εκδόσεις «Άγρα», ή οι εκδόσεις «Άγρα» σημάδεψαν τόσο πολύ τη σκέψη του Αντώνη Κυριαζάνου έτσι ώστε να του είναι αδύνατο να συγγράψει την αυτομυθοπλασία του χωρίς την πληθωρική παρουσία του συγκεκριμένου εκδοτικού οίκου; Νομίζω είναι διακριτό το πρόβλημα και ειλικρινά με λυπεί η διαπίστωση γιατί το βιβλίο χαρακτηρίζεται από πολλές αρετές που επισκιάζονται από αυτή την κατάχρηση. Γιατί άραγε ο συγγραφέας εκθέτει τον εαυτό του σε τέτοια μεταχείριση; Πού είναι η αγάπη και ο σεβασμός προς εαυτόν; Αγάπη και αυτοσεβασμός που θα έπρεπε να βρίσκονται στην καρδιά κάθε αυτομυθοπλασίας.
— Αντώνης Κυριαζάνος, Αγαπημένη μου Ιφιγένεια - Η Τριλογία των Νήσων, Άγρα 2021, σελ. 344, τιμή: € 18,00, ISBN: 9789605054731.