Skip to main content
Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2025
«BASTA»

«[...] [Σ]τις 26 Ιανουαρίου 1952, αγανακτισμένος ο λαός της Αιγύπτου από τις κτηνωδίες των Εγγλέζων στη Διώρυγα του Σουέζ έβαλε φωτιά στην πόλη. Παραδόξως, γλίτωσε το Cairo Palace» (σ. 13). 

Το Cairo Palace, όπως έχουμε πληροφορηθεί μερικές γραμμές παραπάνω, ήταν πολυτελής κινηματογράφος που είχε χτίσει, υπό τη διεύθυνση του Σπύρου Σκούρα, η 20th Century Fox. Μερικές γραμμές πιο κάτω διαβάζουμε: «Το Αττικόν και το Απόλλων ανήκαν στην οικογένεια Σκούρα» (ό.π.). 

Τα αποσπάσματα, από τον πρόλογο που υπογράφει ο Κώστας Φέρρης, προοικονομούν κομβικά στοιχεία της συλλογής που θα διαβάσουμε. Ούτε η χρήση του «αγανακτισμένος ο λαός» ούτε το «Παραδόξως, γλίτωσε το Cairo Palace» είναι τυχαία.

Ο Δημήτρης Χριστόπουλος γράφει είκοσι ένα διηγήματα για τους “δίδυμους” κινηματογράφους που, τη δωδέκατη Φεβρουαρίου του 2012, υπέστησαν «σοβαρά εγκαύματα πρώτου βαθμού» (σ. 15). 

Ο Χριστόπουλος εντυπωσιάζει, αρχικά, με την πληθώρα θεματικών παραλλαγών που συγκεράζουν τη θεματική του τίτλου. Στον πυρήνα κάθε διηγήματος εντοπίζεται το συμβάν που λαμβάνει χώρα τη δωδέκατη Φεβρουαρίου. Ο συγγραφέας χειρίζεται δόκιμα τόσο τους τίτλους των διηγημάτων, η συντριπτική πλειοψηφία είναι τίτλοι ταινιών, όσο και τις πλείστες όσες κινηματογραφικές αναφορές, που διανθίζουν τα διηγήματα με ευφάνταστους και απρόσμενους τρόπους – πάντα από και προς το μοιραίο συμβάν. Η συλλογή διακρίνεται για τη νοηματική συνοχή της, όπως και για την πολυφωνία των δεκάδων χαρακτήρων που σκιαγραφούνται. Ο Χριστόπουλος έχει εμφανώς δουλέψει εξαντλητικά ένα καλειδοσκόπιο καταστάσεων και προσώπων που, επιπροσθέτως, πρωτοτυπεί τρόπον τινά και ειδολογικά: «21 αφηγηματικές σεκάνς», διαβάζουμε στον υπότιτλο. Η συλλογή όμως δυσκολεύεται να κρατήσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Το πρόβλημα είναι υφολογικό και τρισυπόστατο. 

Πρώτον. Ο Χριστόπουλος εμφανίζεται υπέρ το δέον μελοδραματικός.  

«Η Δωδέκατη Φεβρουαρίου αισθάνεται την ανάγκη να ευχαριστήσει ειλικρινά τους [...]. Χωρίς τις γνώσεις και την ευαισθησία τους, το βιβλίο δεν θα ήταν αυτό που είναι τώρα», διαβάζουμε στις ευχαριστίες. Οι γνώσεις, πάντα πολύτιμες. Το πρόβλημα επικεντρώνεται στην αποτύπωση της ευαισθησίας. Το συναίσθημα στη λογοτεχνία είναι κάπως σαν τις σκηνές σεξ: αν υπερτονιστεί (όπως όταν τονίζεται η γλαφυρότητα στις σκηνές ερωτικών περιπτύξεων) όλα καταρρέουν. Στις σκηνές σεξ το αποτέλεσμα διολισθαίνει στο κωμικό· στην αποτύπωση της ευαισθησίας, στο μελόδραμα. Η δόκιμη αποτύπωση της ευαισθησίας, η απόπειρα δηλαδή μεταβίβασης του συναισθήματος στον αναγνώστη, ισορροπεί σε μια λεπτή γραμμή ανάμεσα στον υπαινιγμό και την ευθύτητα της αποκάλυψης. Όσο αποκαλύπτει κανείς, άλλο τόσο οφείλει να απαλείφει, να συσκοτίζει. Το συναίσθημα, όπως και το σεξ, είναι στοιχεία που κερδίζουν τον αναγνώστη, γιατί γεννούν το πιο θεμελιακό είδος ταύτισης. Εντάσσονται αμφότερα στην επικράτεια “φτηνών” λογοτεχνικών συνθηκών, γιατί βρίσκουν ερείσματα στην πιο παραγωγική χημεία του εγκεφάλου: στις ακούσιες εκκρίσεις του. Αν κάποιος προβληματίζεται με αυτές τις σκέψεις ας αναλογιστεί πόθεν οι μεταφορικές σημασιολογικές καταβολές των όρων «γλυκερό» και «πιπεράτο». Για αυτό λοιπόν και η χρήση συναισθήματος ή/και σεξ πρέπει να είναι λελογισμένη. Αν ο συγγραφέας σκοπεύει να χρησιμοποιήσει αφειδώς συναίσθημα (ή σεξ), γιατί πιστεύει ότι του είναι απαραίτητα, οφείλει να έχει επινοήσει και το αντίβαρό τους, ή ό,τι θα τα αναγάγει σε οργανικό κομμάτι του μύθου, που συνιστά και το ύψιστο αντίβαρο. Όπως ίσως καθίσταται κατανοητό, είναι εξαιρετικά δύσκολο να επιτευχθεί αισθητική αρτιότητα με γλυκερές διευκολύνσεις. 

Παραδείγματα:

«Μετά τις καταστροφές της 12ης Φεβρουαρίου, αχάραγα ακόμη το βλέμμα σου αντικρίζει, αν είσαι πολύ πρωινός διαβάτης, μια γυναικεία φιγούρα ψηλή και σκυφτή ν’ αφήνει ένα ματσάκι χρωματιστά αγριολούλουδα μπροστά στις λαμαρίνες, Σταδίου και Χρ. Λαδά γωνία, και να σταυροκοπιέται. Γίνεται κοχύλι και παραμιλά με λόγια άφθαρτα στα μεγάλα φυτά των αιθουσών, εκφράζοντας την ευγνωμοσύνη της για την αυταπάρνησή τους, μπας και της κάνουν σινιάλο από τον κάτω κόσμο. Κι εκείνα, τυλιγμένα στη μαύρη τους σιωπή, σημάδι δεν δίνουν. Σηκώνει τα μάτια στο ταβάνι τ’ ουρανού. Άδειος από πουλιά και σύννεφα. Και τις νύχτες ξαστεριά δεν κάνει. Άσπρο χιόνι πέφτει στην οθόνη. Άδεια και τα χέρια της. Δάφνη, μυρτιά κι αμάραντο πού να ’βρει για να πλέξει (σσ. 34-35). 

Το απόσπασμα είναι από το «Ελλάς, η χώρα των ονείρων», όπου σκιαγραφείται η συνεισφορά της Ζαφειρούλας, καθαρίστριας του Αττικόν, που με την αδυναμία της στα φυτά εσωτερικού χώρου έσωσε τις αίθουσες από ολοκληρωτική καταστροφή. 

Άλλο:

«Ο νεαρός φοιτητής αναρωτιέται τι να απέγιναν αυτοί που έπαιξαν με τη φωτιά και δεν γονάτισαν, που γαντζώθηκαν, άοπλοι και μόνοι, σ’ εκείνο τον Ιούλιο [του 1965], αυτοί που δεν άλλαξαν πορεία, οι ανένδοτοι κι αμετανόητοι που πήδησαν μια μέρα στο κενό, αυτοί που έμειναν άστεγοι από τα νιάτα τους ή τους έκαναν έξωση στα βαθιά γεράματα, αυτοί που ξέχασαν, αυτοί που δίστασαν κι έχτισαν ένα ένα τα δικά τους αδιέξοδα, αυτοί που δεν ξέρουν πού πάνε, αυτοί που δεν κατάφεραν να πνιγούν και οι άλλοι που πνίγηκαν στις ξέρες του πιο γερασμένου μέλλοντος ή μέσα στο σπίτι τους , αυτοί που σώθηκαν γιατί αρπάχτηκαν από τις λέξεις [...] (σ. 54).

Ο «νεαρός φοιτητής» είναι ο Σωτήρης Πέτρουλας, που στον μύθο του Χριστόπουλου «είναι ακόμη ζωντανός».

Από το ίδιο διήγημα: «Σκέφτεται: γιατί ο θάνατος χαμογελάει από το μέλλον· γιατί η αλήθεια δεν προβαίνει πλέον σε δηλώσεις· γιατί στο αγκίστρι του θανάτου το δόλωμα ήταν η ζωή» (σ. 58).

Συνεχίζω με αποσπάσματα από το εκτενές «Η πριμαντόνα των Εξαρχείων»: 

«Στο κοιμητήριο αυτό υπάρχει μια γωνιά για να θάβει η πόλη τους άστεγους, ανώνυμους κι αζήτητους. Αυτούς που σε κάμαρες δεν τους ξενυχτάνε μήτε γυναίκες τούς μοιρολογάνε μήτε στους ώμους τελευταία βόλτα τούς πάνε. [...] Κερί ή καντήλι ποτέ κανείς δεν θα σας ανάψει. Ούτε ράσο για τρισάγιο θα πλησιάσει. [...] Είναι τα πουλιά που πιάστηκαν στα ξόβεργα και που θρηνούν; Τα μαύρα πλήκτρα κάποιου πιάνου που ψάχνουν τα λευκά τους φιλαράκια;» (σσ. 88-89).

«Η νύχτα σκοτεινή, ένα λευκό σεντόνι κάλυπτε τον ναό. Πλησίασα από πίσω. Γυναικεία τακούνια ακούστηκαν στο πλακόστρωτο κι έσβησαν γρήγορα. Δεν είδα τίποτα. Μπήκα μέσα. Προσκύνησα την Παναγιά. Δακρυρροούσα» (σ. 92).

Άλλο παράδειγμα:

«Το μικρό μου αδεσποτάκι μού έσωσε τη ζωή εκείνα τα χρόνια που ήμουνα παιδί και πέρναγα μέρες ολόκληρες μόνος στο σπίτι, όταν οι μεγάλοι έλειπαν σε δουλειές. Τα παπούτσια του Χρήστου δεν τα εγκατέλειψε ποτέ. Μετακόμισε μάλιστα μόνιμα εκεί, από τότε που εκείνος ρίχτηκε στις φλόγες, όπως οι ναυαγοσώστες ρίχνονται στη φουρτουνιασμένη θάλασσα, για να σώσει τον δικό μου παράδεισο στο κέντρο της Αθήνας που λαμπάδιασε μια νύχτα του Φλεβάρη. Ανάλαφρος σαν το φτερό πέταξε μες στους καπνούς και ξέφυγε· κι έτσι έμεινε στον παράδεισο για πάντα» (σ. 117).

Από το διήγημα «Σινεμά, ο Παράδεισος», στο οποίο ο συγγραφέας εντάσσει τυφλό γατάκι και τον τραγικό θάνατο μέλους οικογένειας μεταναστών στη φωτιά των κινηματογράφων. 

Άλλο:

«Έμαθε, μου έλεγε, στο τέλος ν’ αναγνωρίζει τη φωνή σας μέσα στα δάκρυα που κυλούσαν στο χαρτί» (σ. 158). 

«Τελευταία λάμψη δειλινού. Σφαλίσαμε τα μάτια, να κλείσουμε μέσα μας την ομορφιά που με ψέμα μοιάζει» (σ. 164).

«Μια σκιά που τόση ώρα υποδυότανε το φως σηκώνει το χέρι και με αποχαιρετά, ανοίγει τα φτερά της και πετά στα ουράνια μ’ ένα σπαρακτικό φτεροκόπημα, αφήνοντας πίσω μια καύτρα που λάμπει σαν πυγολαμπίδα» (σ. 165).

Από το «Ραντεβού στα τυφλά», όπου ταχυδρόμος εμφανίζεται μετά θάνατον, έξω από το Αττικόν, σε συμφωνημένο προ πεντηκονταετίας ραντεβού με τον μεγάλο έρωτά του.

Παραθέτω σκόπιμα εκτενώς. Υποθέτω ότι αν κανείς μπορεί να κοιτάξει πίσω από το μελόδραμα, ίσως και να προσεγγίσει στη γραφή του Χριστόπουλου κάτι που εγώ αδυνατώ να διακρίνω. 

Δεύτερον. Οι πολιτικές παραφυάδες των διηγημάτων προτάσσονται άγαρμπα. Στο κείμενο μοιάζουν να συγκρούονται οι αισθητικές με τις πολιτικές προκείμενες. Δυστυχώς, το αποτέλεσμα χάνει σε λογοτεχνικότητα. Οι πολιτικές προκείμενες καθίστανται όχι απλώς διακριτές αλλά μοιάζουν σε σημεία επικολλημένες, καθώς, σε σημεία, κυριεύουν κάθε έκφανση αισθητικής μετριοπάθειας, δυναμιτίζοντας ακόμη και την ικμάδα της επινόησης. Η αντιπαραβολή, για παράδειγμα, στο «Ο λύκος της Wall Street», ανάμεσα στον ήρωα της ομώνυμης ταινίας Τζόρνταν Μπέλφορντ και στον ήρωα του διηγήματος, τον προβολατζή Ιορδάνη Παλαιολόγου, εκτροχιάζει τη ρότα του κειμένου, που εισέρχεται πλησίστια στα θολά νερά του λαϊκισμού. 

«Την ίδια χρονιά ο Τζόρνταν Μπέλφορντ βγάζει 49 εκατομμύρια δολάρια. Το περισσότερο δεν είναι ποτέ αρκετό γι’ αυτόν και τη συμμορία της Νέας Υόρκης. Το απόγευμα της 12ης Φεβρουαρίου 2012 ο Ιορδάνης βρίσκεται στον δρόμο για τη δουλειά του. Φλεβάρης μήνας, ψιλόβροχο κι οι δρόμοι γλιστρούν. Το μεσημέρι έφαγε με την οικογένειά του. Καλεσμένοι οι κουμπάροι του ζευγαριού με τα παιδιά τους. Η μικρή επιχείρηση του Σπύρου από τις πρώτες που έβαλε λουκέτο. Η Δέσποινα δουλεύει part time σ’ ένα κοντινό σουπερμάρκετ στο Περιστέρι. [...] Προτού φύγουν, σβήνουν τα πέντε κεράκια για τα πεντηκοστά γενέθλια του Ιορδάνη. Το “Και του χρόνου” δεν το ξεστομίζουν» (σ. 26).  

Επιπρόσθετα, η εμβόλιμη ολόκληρη σελίδα του αφηγητή στο «Ο Τελευταίος Μοϊκανός» εκτροχιάζει ένα διήγημα που μέχρι εκείνο το σημείο λειτουργεί πολύ καλά.

«Βαρέθηκα να βλέπουμε κάθε βράδυ τηλεόραση, να λένε για την κατάσταση, για τις ασύμμετρες απειλές, το κούρεμα και τα κάπιταλ κοντρόλ, την Τρόικα, την περεστρόικα, το ξελάσπωμα της χώρας χάρη στη γερμανική επέμβαση [...]. Βαρέθηκα και τον Βενιζέλο, τον Βαρουφάκη, τον Σόιμπλε και τη Μέρκελ, τους Προμηθείς κι Επιμηθείς ντε και καλά, τα σκάνδαλα, τους πολιτικούς που ντιλάρουν και κάνουν περιουσίες [...] βαρέθηκα κι εμένα τον ίδιο» (σ. 106).

Τρίτον. Στη συλλογή πέφτει βαριά μια σκιά νοσταλγίας. Ο Χριστόπουλος, σε σημεία, δεν σταχυολογεί απλώς εξωραϊσμένες εκφάνσεις του παρελθόντος –εκλάμψεις αισθητικής αρτιότητας– αλλά μεμψιμοιρεί για το τέλος μιας εποχής, που έτυχε να συμπέσει με το ξέσπασμα της κρίσης και την πυρκαγιά στους δύο κινηματογράφους. Το πιο δραματικό και ειρωνικά φορτισμένο στην συγκεκριμένη καταστροφή έγκειται στο ότι παρότι συγκυριακή, η πυρκαγιά επισπεύδει έναν ούτως ή άλλως αναπόφευκτο θάνατο. Εξωλογοτεχνική παρένθεση. Πουθενά στα άρθρα που καλύπτουν συζητήσεις και διαπραγματεύσεις για την αποκατάσταση των κινηματογράφων δεν γίνεται αναφορά στην ουσία. Ποιος ακριβώς θα συνεχίσει να επισκέπτεται τους συγκεκριμένους κινηματογράφους; Πόσοι, μετά την αρχική αισιοδοξία και τον ενθουσιασμό για την επαναλειτουργία τους, θα συνεχίσουν να επιλέγουν τις συγκεκριμένες αίθουσες για την ψυχαγωγία τους; Γιατί, εν τέλει, οι δύο κινηματογράφοι δεν θα έχουν τη μοίρα του Ιντεάλ; Κλείνει παρένθεση.

Αναφέρω όμως μια βαριά σκιά νοσταλγίας. Ο Χριστόπουλος, εμμέσως πλην σαφώς, θίγει «[...] το τραύμα της οικονομικής κρίσης [που] συμφύρεται με τη στάχτη από τα αποκαΐδια του πολιτισμού» (οπισθ.). Όλη η συλλογή εμφορείται από το πνεύμα αυτής της θέσης, όπως ίσως θα είναι διακριτό από τα αποσπάσματα που έχω παραθέσει. Το επιλογικό, προτελευταίο διήγημα/σεκάνς, με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Rest in Peace», χρήζει όμως ξεχωριστής αναφοράς, γιατί εκεί, η συλλογή αποσυντονίζεται πλήρως. 

Ο κινηματογράφος Αττικόν, σε πρώτο πρόσωπο, γράφει τη νεκρολογία του: 

«Τώρα δεν θέλω άλλο να υπάρχω. Στέκομαι μετέωρος μες στους καιρούς, γυμνός από τα πάθη που κάποτε φούντωσαν εδωμέσα. Δεν αξίζει να τη ζήσω άλλο τούτη τη ζωή. Δικαίωμά μου. Όχι, δεν παραδίδομαι αμαχητί. Ούτε άδεια ταφής ή ανάστασης εκλιπαρώ. Το παραδέχομαι, το χειρότερο δεν είναι να μην μπορείς. Το χειρότερο είναι να μη θέλεις. Με τη γνωμάτευση στα χέρια, δηλώ υπευθύνως, όταν καεί η ψυχή, όταν ξεθωριάζει η πατίνα της πόλης, τι σημασία έχει πια το σώμα φυλακισμένο σ’ ένα κελί σκοτεινό και κρύο. Ούτε να κλάψεις δεν μπορείς. Όλα έχουν ξοδευτεί. Η μυρωδιά του καμένου ποτίζει ώς το μεδούλι τα κόκκινα καθίσματα, τους πολυέλαιους και τους καθρέφτες, τα πλούσια υφάσματα, τα χαλιά και τις κουρτίνες, ενθύμιο ανεξίτηλο ενός ολοκαυτώματος όπως ο αριθμός στα μπράτσα των Εβραίων» (σ. 183). 

Αντιπαρέρχομαι την εξόφθαλμη αμετροέπεια του παραλληλισμού με το Ολοκαύτωμα και συνεχίζω:

«Τη Μεγάλη Εβδομάδα θα ακούτε με ευλάβεια τα Πάθη μου. Σταύρωσον και Σταύρωσον και Ω γλυκύ μου έαρ και Έαρ μικρό έαρ βαθύ έαρ συντετριμμένο. Θα νιώθετε τον πόνο από τα καρφιά που μπήγονται στο σώμα μου. Η Ανάσταση αναβάλλεται επ’ αόριστον, όσο θα χρειαζόμαστε Ιούδες και σταυρώσεις. Ο κόσμος σας δεν είναι τελικά όπως στο σινεμά. Δεν τον δέχομαι. Ο κόσμος σας λέει μεγάλα ψέματα που είναι μόνο ψέματα. Ο δικός μου, των 24 καρέ το δευτερόλεπτο, λέει ψέματα που είναι πολύ μεγάλες αλήθειες» (σ. 184). 

Θα ήθελα να πιστεύω ότι το Αττικόν που γνώρισα υπήρξε λιγότερο φλύαρο.

Θα κλείσω όπως ξεκίνησα. Με ένα απόσπασμα από τον πρόλογο του Κώστα Φέρρη:

«Όταν η ταινία ήταν βαρετή, στη Γαλλία φωνάζανε “Assez!”, στην Ιταλία “Basta!”. Κι όταν στο Φεστιβάλ Βενετίας παίχτηκε υπαίθρια μια ταινία με αγγελοπουλικούς ρυθμούς, μια παρέα σήκωσε ένα διάφανο πανό μπροστά στην καμπίνα προβολής, και στην οθόνη προβλήθηκε η λέξη BASTA» (σσ. 11-12).

— Δημήτρης Χριστόπουλος, Δωδεκάτη Φεβρουαρίου, Ποταμός: 2024, 192 σελίδες, ISBN: 9789605450809, τιμή: €15,90.