Skip to main content
Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2024
Βυζαντινισμός

Φιλόδοξο, μαξιμαλιστικό (738 σελίδων), ιστορικό μυθιστόρημα τοποθετημένο στο Βυζάντιο των Κομνηνών που αναφέρεται στη ζωή και τα έργα του νοτάριου και αντιγραφέα Σταυράκιου Κλαδά. 

Ο Σταυράκιος στέκει ανάμεσα στα δύο μεγαλύτερα αδέλφια του: δεν έχει ούτε τις μωροφιλοδοξίες του αεικίνητου στρατιωτικού Θεοφύλακτου, αλλά ούτε και τον ακραίο αναχωρητισμό του μοναχού Ιωάννη. Ο Σταυράκιος μετουσιώνει, υποτίθεται, τη χρυσή μεσότητα που ο Ζουργός παλεύει να αναδείξει ως σκεπτόμενο εαυτό –εσωστρεφής και διστακτικός που πάσχει όμως «[...] από την ανίατη ασθένεια της αφιλοδοξίας [...]» (663), όπως χαρακτηριστικά λέει ο ίδιος– που πατάει και αντλεί τόσο από τα δεσμά της δράσης, όσο και από αυτά της εν ζωή θέωσης, δηλαδή από τις δύο πλευρές των αδελφών του. Το εγχείρημα, όμως, είναι ανοικονόμητο και γρήγορα, η στόχευση προς αυτή την αριστοτελική μεσότητα που έχει στο νου του ο Ζουργός, κακοφορμίζει σε μετριότητα.

Λέει ο Σταυράκιος, κάπου εκεί προς το τέλος: «Έχω καταλάβει ότι όλος ο αγώνας της ζωής μας είναι πώς θα βρούμε ένα κόσκινο που θα διαχωρίζει τα πρόσκαιρα και τα ευτελή από εκείνα που έχουν πραγματική αξία. Εκεί που νομίζεις πως έχεις βρει το σωστό κόσκινο και ενώ βλέπεις όλος χαρά το αλεύρι να πέφτει κάτω από τη σίτα πλούσιο στη σκάφη, όταν έρθει η ώρα να φας το ψωμί, νιώθεις στα δόντια σου πετραδάκια. Πού πήγε λοιπόν το ξεδιάλεγμα;» (669)

Πού πήγε αλήθεια το ξεδιάλεγμα; Το κείμενο παραμένει δέσμιο επιφανειακών, προσχηματικών διλημμάτων: Μοναστήρι ή ζωή; Στείρα τιμιότητα της ζωής του πνεύματος, ή μια ζωή στον κόσμο των φιλοδοξιών και της δράσης; Διαρκής πορεία προς το άγνωστο, ή μια ζωή στρωμένη και νοικοκυρεμένη; Πού είναι η ένταση ανάμεσα στην ελληνική θύραθεν παιδεία που έχει λαθραία λάβει ο Σταυράκιος ως αντιγραφέας, και στον λόγο του Θεού του Βυζαντίου των Κομνηνών; Τα αρχικώς ενδιαφέροντα εδάφια, εκεί που ο Ζουργός καταπιάνεται με την καθοριστική για τον ήρωά του προσωπικότητα του Μιχαήλ Ψελλού φτάνουν σε άδοξο τέλος όταν ο ήρωας θα κλέψει αδικαιολόγητα και χωρίς αυτό να συνάδει επουδενί με την προσωπικότητά του ένα πολύτιμο βιβλίο από τη Μονή Στουδίου όπου διδάσκεται την τέχνη του οξυγράφου/αντιγραφέα. Ενώ κατανοώ ότι ο Ζουργός επιθυμεί αυτή η κλοπή να συνιστά μικρό δείγμα των ικανοτήτων ποδηγέτησης που είχε εξασκήσει ο Ψελλός παρουσία αυτοκρατόρων, και που απέναντι σε ένα παιδί φαντάζουν παιχνιδάκι, αυτό τελικά δεν περνάει στον αναγνώστη. Η πράξη του Σταυράκιου δεν δικαιολογείται ούτε ως, αν αυτό επιθυμεί ο Ζουργός, άτυπη τελετή μύησης στην κοσμική ζωή του ψέματος έξω από τη Μονή. Ο αναγνώστης μένει με την απορία και την κρυολουσία, πριν αρχίσει σταδιακά να συνειδητοποιεί ότι το βιβλίο δεν είναι παρά ένα παστίς καταστάσεων· ένα συνονθύλευμα χαριτωμένων περιστατικών δράσης που τροφοδοτούν την εμμονή του Ζουργού να αφηγείται διαρκώς νέες περιπέτειες, λες και η ουσία βρίσκεται σε αυτό τον υπερπληθωρισμό που θυμίζει πάντρεμα πικαρέσκου με μυθιστόρημα ενηλικίωσης, χωρίς όμως, και αυτό είναι το πρόβλημα, τις σκαμπρόζικες χάρες του πρώτου αλλά και ούτε τις μεστές, παραγωγικά στοχαστικές στιγμές του δεύτερου.  

Άνευρο, βαθιά συντηρητικό, κουραστικά επεξηγηματικό, το κείμενο καταφεύγει ουκ ολίγες φορές σε έναν εκ του ασφαλούς διδακτισμό όπου ο συγγραφέας τοποθετεί σκέψεις και προβλέψεις για τα μελλούμενα στο στόμα των ηρώων του από την προνομιακή θέση που ο ίδιος στέκει σήμερα. Θα τα διαβάσει αυτά ο αναγνώστης και θα κουνήσει καταφατικά το κεφάλι του ως ένδειξη θαυμασμού για τη διορατικότητα των ηρώων που έχει πλάσει ο συγγραφέας; Μα ο Ζουργός δεν αφήνει ποτέ τον αναγνώστη να σηκώσει κεφάλι και να σκεφτεί για τον εαυτό του, παρά τον πομπώδη τίτλο του μυθιστορήματος και τους υπαινιγμούς για την παρουσία αυτής της ομιλούσας ψυχής που συγγράφει το έργο. Και όπου αυτό συμβαίνει –όπου ο αναγνώστης πάει να σκεφτεί– έρχεται ο συγγραφέας με τις έμπλεες ανακουφιστικών ιδιοτήτων κορώνες του και ξεριζώνει εν τη γενέσει του κάθε βλαστό σκέψης για να τον επαναφέρει –τον αναγνώστη– στη θαλπωρή καταιγιστικών εξελίξεων που μόνο κάποιος που αρέσκεται να κανακεύει τη φυγοπονία μπορεί να προσφέρει έτσι απλόχερα. Και αυτό ενέχει και βαθιά ειρωνεία, γιατί ο Ζουργός υποτίθεται ότι θέλει να αποτυπώσει την πορεία του ήρωά του από τη θέση του αντιγραφέα στη θέση του συγγραφέα· από τη θέση του μιμητή στη θέση του δημιουργού. Αυτό όμως τελικά όχι μόνο πνίγεται στις αφηγηματικές υπερβολές του συγγραφέα αλλά έχει και αντίκτυπο στον αναγνώστη. Ο Ζουργός δεν επιθυμεί αναγνώστες, αλλά πειθήνια παιδιά, μαθητές.

Ακόμη και τα σημεία στα οποία σκιαγραφείται ο Μιχαήλ Ψελλός νοσούν από κοινοτοπία. Ο Ζουργός, με τη σειρά του, μοιάζει με τον άριστο, μελετηρό μαθητή που αδημονεί να αποτυπώσει στο χαρτί τις γνώσεις που έχει αποκτήσει μέσω κοπιώδους ανάγνωσης –πώς αλλιώς να χαρακτηρίσει κάποιος τον συγγραφέα μυθιστορήματος, και μάλιστα του 10ου μυθιστορήματός του που στο τέλος του βιβλίου του παραθέτει επτασέλιδη λίστα βιβλιογραφίας!; Κατανοώ, προφανώς, την ανάγκη του συγγραφέα να κάνει έρευνα για την ιστορική περίοδο που γράφει αλλά δεν κατανοώ τι εξυπηρετεί η παράθεση των πηγών έναν συγγραφέα μυθιστορήματος. Αλλά και αυτό θα το προσπερνούσα αν το κείμενο στεκόταν στο ύψος των περιστάσεων. Ο Ζουργός, για να επιμείνω λίγο σε αυτό, πλάθει έναν Ψελλό όπως ακριβώς τον αναμένει ένας περιστασιακός αναγνώστης ιστορίας σαν και του λόγου μου, που δεν έχω καταφύγει στα διαβάσματα του Ζουργού. Δεν έχω παράλογες απαιτήσεις· δεν αναζητώ έναν Ψελλό στα χνάρια του Ψελλού που σκιαγραφεί ο Γιάννης Πάνου στο περίφημο «Ιστορία των Μεταμορφώσεων» (Καστανιώτης, 1998), αλλά η δημιουργικότητα του Ζουργού εξαντλείται σε αυτό το «δαίμονας» που του προσάπτει, που όμως δεν εξαργυρώνεται πουθενά. Θα νιώσει ο αναγνώστης κάτι επειδή ο Ψελλός εμφανίζεται γνώστης της ελληνικής γραμματείας; Θα εντυπωσιαστεί ο αναγνώστης επειδή ο Ψελλός δίνει στον Σταυράκιο κάποιες συμβουλές και του χαρίζει την εύνοιά του; Μα όλα αυτά είναι τόσο τετριμμένα και αναμενόμενα! Ο Ζουργός φτιάχνει έναν Ψελλό που ψελλίζει κοινοτοπίες που θα άκουγε κάποιος από τον πατέρα του ή τον παππού του ή οποιονδήποτε εχέφρονα άνθρωπο στην τρίτη ηλικία: «Αν έχεις δουλειά καλοπληρωμένη, συνετή γυναίκα, παιδιά, όλα αυτά είναι πάσσαλοι απαραίτητοι για μια ευτυχισμένη ζωή, εκτός αν γίνεις μοναχός» (σ. 173) και συνεχίζει λίγο παρακάτω «Υπάρχουν άραγε πάσσαλοι που δεν ξεριζώνονται ποτέ;» (σ. 174) ρωτάει ο νεαρός Σταυράκιος και λαμβάνει την απάντηση «Ναι, αυτοί της ρητορικής και της φιλοσοφίας. Ξεφλουδίζονται κάπως, αλλά ποτέ δεν ξεριζώνονται» (σ. 174). «Και ο Θεός υπέρτιμε;» ρωτάει στο τέλος ο Σταυράκιος για να λάβει την απάντηση «Ο Θεός είναι ένα πάπλωμα που ο καθένας το ράβει στα μέτρα του». Πουθενά σε αυτά τα σημεία δεν ερεθίζεται ο αναγνώστης από κάποιο στοιχείο της προσωπικότητάς ή της γενικότερης παρουσίας του Ψελλού. Έτσι, το γεγονός ότι εξωθεί τον νεαρό Σταυράκιο στην κλοπή του πολύτιμου βιβλίου από τη Μονή φαντάζει αδικαιολόγητο, γιατί ο Ζουργός αδυνατεί να βγάλει στο χαρτί τι εστί δαίμονας. Ο Ψελλός καταλήγει μια φιγούρα που εμπνέει αυτό το καζαντζακικό δέος απέναντι σε μια στιβαρή προσωπικότητα· δέος, όμως, που δεν υποστηρίζεται από συγγραφική πρωτοτυπία και δημιουργικότητα. Έτσι, ο «υπέρτιμος» φαντάζει ενός λόγιος γέροντας που ενώ αρχικά υπόσχεται ταξίδι πολλών λευγών, στο τέλος, κανακεύει και διασκεδάζει την ατροφική διαίσθηση των αναγνωστών με μια βαρκάδα γύρω από το απάγκιο λιμάνι της κοινοτοπίας.

Τι μένει λοιπόν; Ο καλός και αγαθός Σταυράκιος που εμφορείται από ήθος και αξίες και που πάντα καθίσταται προσφιλής σε ανθρώπους που βρίσκονται σε θέσεις ισχύος. Πολλές φορές ένιωσα ότι ο Ζουργός γλιστράει σε μια καζαντζακική μανιέρα, χωρίς όμως τις όποιες αρετές του Καζαντζάκη, αλλά με αυτή την κατ’ εξοχήν καζαντζακική απορία για τις δυνατότητες συγκερασμού ζωής και Θεού αλλά και με τον υποδόριο θαυμασμό προς τους ισχυρούς της κάθε εποχής που διαφεντεύουν τις μοίρες των απλών ανθρώπων. Πού καταλήγουμε; Ο Ζουργός χαρίζει μια αφήγηση που σε κομβικά σημεία λίγο απέχει από παλιά ελληνική ταινία τού «πτωχού πλην τίμιου νέου» που πασχίζει να βρει τον εαυτό του και τη θέση του στην κοινωνία· που ανθίσταται στις υποσχέσεις γρήγορου πλουτισμού και εύκολης ζωής, γιατί θέλει να είναι κύριος του εαυτού του· που αντιστέκεται στους πειρασμούς και στους γάμους συμφέροντος, γιατί επιθυμεί να νυμφευθεί την καλή της καρδιάς του την όποια έχει ερωτευτεί από μια φράση (και από τον γραφικό χαρακτήρα της) στα marginalia μια διαθήκης που τυγχάνει να έχει αντιγράψει! Όπου καταλήγει, ο Σταυράκιος, στο συμπέρασμα ότι είναι ένας απλός άνθρωπος, που όμως μόνο ως απλός δεν συμπεριφέρεται αφού διαρκώς ανακαλύπτει πρωτοφανή αποθέματα σθένους για να αφήνει πίσω του δασκάλους και προστάτες και να συνεχίζει την πορεία του προς μια κάποια αυτογνωσία· όπου οι χαρακτήρες είναι εύπλαστοι και λησμονούν τα προσωπικά δράματά τους, γιατί μετέχουν κοινωνίας Θεού και ανθρώπων που επουλώνει την ψυχή τους· όπου η οικογένεια είναι η αφετηρία αλλά και το αποκούμπι του τέλους του καθένα μας (σ. 509) και η αγάπη για τον Θεό η βαθύτερη αλήθεια (μέχρι και το άκτιστο φως συναντά, μέσω του αδελφού του, ο ήρωας)· όπου οι χαρακτήρες είναι καρικατούρες των ανθρώπων που θα μπορούσαν να είναι.

Μόνο για ορκισμένους οπαδούς του συγγραφέα, που, καταπώς φαίνεται, είναι πολλοί.   


 

— Ισίδωρος Ζουργός, Περί της Εαυτού Ψυχής, Πατάκης 2021, σελ. 752, τιμή: € 22,20, ISBN: 9789601698007.