«Αν δεν πάθεις δεν θα μάθεις», λέει ο θυμόσοφος λαός. Το πάθημα είναι προϋπόθεση του μαθήματος. Το πάθημα δηλαδή συνιστά αναπόσπαστο στοιχείο γνωσιολογίας. Στο μυθιστόρημα του Θόδωρου Φέστα (Αθήνα, 1959) το γνωμικό προσφέρεται και για μια ενδιαφέρουσα αντιστροφή/επέκταση. Ο ήρωάς του, Παύλος Σαρηγιάννης, θα συνειδητοποιήσει ότι αν δεν μάθεις, δεν θα πάθεις – για να μάθεις ξανά κάτι νέο. Με την αντιστροφή και επέκταση του γνωμικού το πάθημα καθίσταται και ενάρετο. Προσέξτε όμως ότι τώρα, προαπαιτούμενο και αντίτιμό του είναι η γνώση. Πρέπει δηλαδή να έρθεις σε επαφή με ένα πεδίο της πραγματικότητας για να αξιωθείς ξανά το νέο σου πάθημα. Η γνώση, δηλαδή, τείνει, σε αυτόν τον αυτοτροφοδοτούμενο κύκλο, να μορφοποιεί τον κόσμο μας με ποικίλους και αναπάντεχους τρόπους μέσω παθημάτων που καθίστανται μαθήματα που επιφέρουν ξανά ενάρετα παθήματα μέχρι τέλους. Ενάρετα, γιατί από τα παθήματα αξιωνόμαστε νέες θεάσεις του κόσμου και με αυτόν τον τρόπο δυνάμεθα να προσεγγίσουμε μια κάποια έννοια προόδου. Μπορεί λοιπόν να μοιραζόμαστε με μια ομάδα ανθρώπων την ίδια γεωγραφική περιοχή, σε μια δεδομένη χρονική περίοδο, αλλά αυτό ουδόλως σημαίνει ότι διαβιούμε και στην ίδια γνωσιακή περιοχή. Ας δούμε όμως πώς ακριβώς η γνώση καθορίζει τον κόσμο μας και τα παθήματά μας.
Παραθέτω: «“Έχεις πολύ ωραία χέρια” της είπε και πράγματι είχε, με μακριά και λεπτά ευλύγιστα δάχτυλα, φτιαγμένα για πιανίστα. “Κι εσύ το ίδιο” του απάντησε αναπάντεχα κι αυτή, που είχε τη συνήθεια να κοιτάζει πάντα τα χέρια και τα δάχτυλα των άλλων από έναν συνδυασμό παρατηρητικότητας και επαγγελματικής διαστροφής. Αυτής που κάνει τους οδοντογιατρούς να καρφώνουν το βλέμμα στο στόμα όσων συναντούν, σκανάροντάς το με λεπτομέρειες πανοραμικής ακτινογραφίας και τις κομμώτριες να αντιλαμβάνονται αμέσως το χρώμα των μαλλιών με ακρίβεια φασματογράφου» (σ.36).
Σημειώστε ότι ο ίδιος ο Φέστας «[...] εργάζεται ως οδοντίατρος στο ΕΣΥ», όπως διαβάζουμε στο βιογραφικό του. Η παρατήρηση του αφηγητή του έχει επομένως μια δόση βιωματικής αξιοπιστίας που βρίσκει ερείσματα απευθείας στον συγγραφέα. Μια βιωματική αξιοπιστία σαν αυτήν ακριβώς που θα αποκτήσει ο ήρωάς του και που αν δεν την είχε κατακτήσει –ή μάθει– δεν θα τον οδηγούσε ποτέ σε αξιόλογα παθήματα.
Ο Παύλος Σαρηγιάννης, παιδί της δεκαετίας του ‘60, θα βρεθεί να σπουδάζει οικονομικά στη Ρουμανία του Τσαουσέσκου. Αριστερών πεποιθήσεων, γέννημα θρέμμα Πετραλώνων, θα αρχίσει να συνειδητοποιεί ότι ο υπαρκτός σοσιαλισμός δεν είναι ακριβώς αυτό που είχε διαβάσει και είχε φανταστεί: «Τον σόκαρε [...] το μέγεθος της υποκρισίας. [...] ο κόσμος ζούσε μέσα σε μια γκρίζα πραγματικότητα σε αντίθεση με την κρατική και κομματική γραφειοκρατία που απολάμβανε προνόμια» (σ. 41). Παρά τις διαβεβαιώσεις του πολιτικού πρόσφυγα και παιδικού φίλου του πατέρα του ότι «[...] επρόκειτο για δυσλειτουργίες που στο μέλλον το σοσιαλιστικό καθεστώς θα κατάφερνε να αντιμετωπίσει αποφασιστικά» (σ.41), ο Παύλος, το καλοκαίρι του ‘82, μετά τα καταιγιστικά γεγονότα που θα τον αναγκάσουν να επιστρέψει στην Ελλάδα, δηλώνει ότι «[...] δεν τον άγγιζαν πια οι σοσιαλισμοί με τις θεωρίες τους “που θα μάθουν σε μια μαγείρισσα να διοικεί το κράτος” και άλλα υψιπετή, για τα οποία είχε αρχίσει πια να πιστεύει ότι κρύβουν στο σπέρμα τους καινούργιες ανισότητες» (σσ. 72-73).
Δεν επιμένω τυχαία στη γνώση. Το μυθιστόρημα εξάλλου τιτλοφορείται Ξέρω. Τι ακριβώς όμως ξέρει ο ήρωας και τι θέλει να υπαινιχθεί ο συγγραφέας με αυτό το ρουμάνικο Stiu; Η λέξη προφέρεται δύο φορές στο βιβλίο. Την πρώτη, για να σηματοδοτήσει την προδοσία και τη δεύτερη, για να επιφέρει τη συγχώρεση και τη συνακόλουθη κάθαρση. Ανάμεσα στα δύο «ξέρω» ο ήρωας θα γνωρίσει τον εαυτό του από την καλή και την ανάποδη. Μόνο που θα καταλάβει ότι η γραμμή ανάμεσα στο προσωπικό και το πολιτικό δεν είναι ακριβώς διακριτή.
«Είχε κάνει όμως το λάθος να μπλέξει το προσωπικό με το πολιτικό. Τα είχε κάνει ένα κουβάρι με αποτέλεσμα να μην έχει καθαρή ματιά ούτε για το ένα ούτε για το άλλο. Θα τον οδηγούσε πολύ μακριά και θα τον έκανε άλλον άνθρωπο» (σ. 71). Όπως και προς το τέλος «Πριν φύγει, έκατσε μια ώρα στο καφέ, αναλογιζόμενος τη σχέση του έρωτα με την επανάσταση ή τη μεταρρύθμιση…» (σ. 178) αλλά και «“Φαίνεται ότι όχι μόνο η οικονομία αλλά και τα προσωπικά και τα ερωτικά ακολουθούν τη θεωρία κυμάτων του μεγάλου Ρώσου οικονομολόγου Νικολάι Ντιμίτριεβιτς Κοντράτιεφ”, σκέφτηκε και άρχισε να χαμογελάει χαζά» (σ. 189). Το πεδίο των γνώσεων του ήρωα μετασχηματίζει διαρκώς το περιβάλλον του και καθορίζει τα παθήματά του.
Στα θετικά του βιβλίου προσμετράται η εργαλειοποίηση του ερωτικού στοιχείου για την κατανόηση πολιτικών/ιδεολογικών/κοινωνικών αλλά και βαθύτερων υπαρξιακών αδιεξόδων. Ο Παύλος, θα συνειδητοποιήσει τα ατοπήματα του υπαρκτού σοσιαλισμού με αφορμή τον τρόπο που θα του συμπεριφερθεί η ερωμένη του. Θα μάθει –τον έρωτα– για να πάθει και να μάθει ξανά. Αντιστρόφως, όταν μετά από χρόνια, και αφού θα έχει περάσει στην απέναντι πλευρά, της ελεύθερης αγοράς –και θα έχει μάθει να είναι ένας στυγνός επαγγελματίας–, θα γνωρίσει τη συντριβή και θα χρειαστεί και πάλι τα εχέγγυα της ερωτικής “επιμόρφωσης” για να ξαναβρεί νέα ισορροπία μακριά από την ασυδοσία του οικονομικού φιλελευθερισμού.
Ο Φέστας επιτυγχάνει να εγγράψει τη σημασία κατάκτησης της «συναισθηματικής νοημοσύνης» (σ. 45) και της πρωτοκαθεδρίας που αποκτά, προς το τέλος της ζωής κάποιου, το «υπαρξιακό επίπεδο» (ό.π) σε αντίθεση με το πολιτικό/ιδεολογικό.
Ο Παύλος θα βρει στον παλιό του εαυτό, τον επαναστάτη αριστερό, κάποια ψήγματα μετριοπάθειας. Θα καταλάβει ότι ο άνθρωπος δεν είναι μόνο ένα πράγμα, αλλά συνισταμένη πολλών παραγόντων. Όλα αυτά διατυπώνονται εύστοχα και με μεθοδικότητα. Ο συγγραφέας πουθενά δεν καταφεύγει σε ακκισμούς και αυτό είναι που ικανοποιεί τον αναγνώστη σε ένα πρώτο επίπεδο. Το μυθιστόρημα όμως, ειδικά από τη μέση και μετά, σε ελάχιστα σημεία ξεφεύγει από το αναμενόμενο και το, ας το πω, ελεγχόμενα κοινότοπο. Στα σημεία που ο συγγραφέας πάει να υπαινιχθεί βαθύτερες ποιότητες και να πραγματευτεί πιο απαιτητικά πεδία, κάπως διστάζει και γρήγορα επιστρέφει στην επιφάνεια. Η διαχείριση των συναισθημάτων του ήρωα, για παράδειγμα, ενώ συνιστά εξαίρετη πύλη εισόδου προς μια βαθύτερη αποτύπωση του παρασκηνίου της ψυχολογίας του, παραμένει, αν όχι ανεκμετάλλευτη, προσχηματική.
«Δεν θα ξεχνούσε σε όλη του τη ζωή ότι τον πρόδωσε κάποια που είχε αγαπήσει και μέσα στο θυμό του διάλεξε να το ξεπεράσει με έναν χυδαία υλιστικό τρόπο σκέψης, απαξιώνοντας τα συναισθήματα ως αναγκαίες φαντασιώσεις που εξυπηρετούν την αναπαραγωγή του γελοίου είδους μας, ή μια χημική λειτουργία του εγκεφάλου που η εξήγησή της βρίσκεται καλά κρυμμένη στον περιοδικό πίνακα των στοιχείων και πουθενά αλλού» (σ. 73), διαβάζουμε και μπορεί αυτό να συνάδει νοηματικά με την μεταστροφή του ήρωα σε οπαδό της «χυδαία υλιστικής» ελεύθερης αγοράς, αλλά δεν φαίνεται να βρίσκει αντίκρισμα στη συνέχεια.
Από μια άποψη όμως κατανοώ τον συγγραφέα. Η κατάδυση στις ατραπούς του εαυτού ενέχει πάντα μεγάλο συγγραφικό ρίσκο. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να μεταγράψει ο συγγραφέας το προσωπικό βίωμα του ήρωά του σε κοινά κατανοητές προσλαμβάνουσες και, ταυτόχρονα, να μην διαταράξει την αφηγηματική ροή. Ο χαρακτήρας –ο αυθεντικός χαρακτήρας– κοστίζει πάντοτε, μυθοπλαστικά, πολύ περισσότερο από όσο ίσως είναι άμεσα διακριτό. Αν ο συγγραφέας δεν αντέχει ή δεν προτίθεται να δοκιμάσει θραυσματικές ή πιο ελλειπτικές μεθόδους παράθεσης του μύθου του θα πρέπει να συμβιβαστεί και με τις συνέπειες. Έτσι, από την ιδιαιτέρα του Παύλου, τη "μιά Σύνθια", το «ζωντανό έπιπλο» όπως την αποκαλεί, με την οποία συντηρεί έναν προσχηματικό ερωτικό δεσμό που μοιάζει με εμπορική συναλλαγή, μέχρι τη ζωή σπατάλης, πολυτέλειας, αλόγιστου ρίσκου, αλλά και μετά με την απόλυσή του όταν η κρίση οδηγεί την εταιρεία της οποίας ήταν οικονομικός διευθυντής σε περικοπές προσωπικού, όλα φαντάζουν κάπως αναμενόμενα. Όλα ξεδιπλώνονται προγραμματικά και ο ήρωας μετακομίζει από την τριώροφη μονοκατοικία στην Πεντέλη στο πατρικό του και αρχίζει να ζει, στα πενήντα πέντε του, με τη μάνα του από το ταμείο ανεργίας. Ο Φέστας περιγράφει ποικίλα περιστατικά από τις ουρές στον ΟΑΕΔ, τις περιπλανήσεις του Παύλου στα παλιά στέκια όπου ανακαλύπτει ξανά την αξία της συντροφιάς των παλιών φίλων και το καταφύγιο του αλκοόλ και των λεξοτανίλ. Η σταδιακή εγκατάλειψη στην ακηδία, ο πόνος και το αδιέξοδό του μεταφέρονται μεν με σαφήνεια, αλλά αυτό πληρώνεται σε κοινοτοπία που φτάνει στο όριο της πορνογραφίας της μιζέριας.
«Ο δικός του χρόνος όμως τελείωνε. Σε λίγο το επίδομα ανεργίας θα σταματούσε και μάνα να παίρνει τη σύνταξη δεν υπήρχε πια [...]. [...] Αν δεν γινόταν κάτι, φοβόταν μήπως καταλήξει κι αυτός στα συσσίτια της εκκλησίας. [...] Το έλεγαν άλλωστε μερικοί με μια δόση υπερβολής, ότι ζούμε μια νέα Κατοχή. [...] Κάποια νύχτα πετάχτηκε απ’ τον ύπνο του ταραγμένος, μες στον ιδρώτα. Είχε δει καρέ καρέ τον εαυτό του κλοσάρ, παρέα με μια ομάδα λουμπενάριους πλάνητες, να γυρίζει νυχτιάτικα στην Ομόνοια και στην Κεντρική Αγορά φορώντας μποτάκια Tod’s των εξακοσίων ευρώ. Σκονισμένα βέβαια. Από παλιά τον τραβούσε ο σουρεαλισμός στα όνειρά του, αλλά τώρα είχε γίνει κάπως εφιαλτικός» (σ. 144).
Θα κλείσω διατυπώνοντας και μια παρατήρηση για το ιδιότυπο της μυθοπλαστικής πραγμάτευσης της κρίσης. Η ιστορία του Φέστα κεφαλαιοποιεί, ειδικά από τη μέση και μετά, και ένα βιωματικό, προσωπικό στοιχείο στο σώμα της αφήγησής του. Εκεί που ο ήρωας θα γνωρίσει τη συντριβή, από το 2008 και μετά, υπεισέρχεται στο κείμενο, για τους περισσότερους αναγνώστες, και μια αίσθηση προσωπικής ανάμειξης. Όλοι, λίγο πολύ, ακόμη κι αν δεν γνωρίσαμε τη μετεωρική άνοδο και την ελεύθερη πτώση του πρωταγωνιστή, βιώσαμε την επώδυνη εμπειρία της απομυθοποίησης μιας ολόκληρης εποχής στην οποία η συντριπτική πλειοψηφία πίστευε ότι τα πράγματα θα μπορούσαν, στη χειρότερη, να παραμείνουν για κάποια χρόνια στάσιμα. Αυτό ενσταλάζει στον αναγνώστη αφενός έντονη συναισθηματική συνάφεια και –γιατί όχι;– μια δόση προκατάληψης υπέρ του βιβλίου, αλλά, από την άλλη, κάνει τη μυθοπλασία να φαντάζει και πιθανώς να είναι άβολα κοντά σε μια δημοσιογραφική αποτύπωση της πραγματικότητας. Η γραφή του Φέστα δεν είναι δημοσιογραφική· η συγκεκριμένη περίοδος όμως στέκει τόσο κοντά που η δημοσιογραφική μανιέρα παρεισφρέει άθελά του στο κείμενο. Το μυθιστόρημα αντηχεί καταστάσεις και σκηνικά που έχουμε βιώσει στο πρόσφατο παρελθόν μας. Διαβάζεις εξάλλου για κάτι που αν δεν σε επηρέασε άμεσα, επηρέασε δικούς σου ανθρώπους, και αυτό όσο κι αν προσφέρει ένα επιπλέον κίνητρο –πάντα θέλγεσαι να διαβάζεις μια ακόμη ιστορία για την κρίση, μια ιστορία που φέρνει στο προσκήνιο το άλγος της θύμησης και σε κάνει να ξύνεις μια πληγή– δεν λειτουργεί με τον καλύτερο τρόπο.
Το μυθιστόρημα, μπορεί μέχρι ενός σημείου να διασκεδάζει αλλά το αισιόδοξο τέλος του έρχεται απλοϊκά και αφήνει πικρή γεύση.
— Θόδωρος Φέστας, Stiu [Ξέρω], Άγρα: 2023, 200 σελίδες, ISBN: 9789605055929, τιμή: €15.90.