Skip to main content
Σάββατο 03 Μαΐου 2025
Δίαυλος

Η ανάλυση/ερμηνεία του λογοτεχνικού κειμένου δεν είναι ποτέ αυτοσκοπός στην κριτική. Ανάλυση εξάλλου δεν σημαίνει έτσι απλά κριτική. Η ανάλυση πρέπει να είναι ένδειξη της θερμοκρασίας του κειμένου: νοηματικές και γλωσσικές προσμείξεις που αναδεικνύουν το ύφος. Η ανάλυση οφείλει να στέκει ως αφανής προκείμενη σε “επιχείρημα” που θα στηρίξει (ή θα υποσκάψει) την αξία του κειμένου, κάπως σαν τις αναλύσεις στις οποίες επιδίδεται ο ήρωας του πρωτοεμφανιζόμενου Κώστα Μίντζηρα, καθώς αποπειράται να στηρίξει τον εαυτό του.

Η νουβέλα ανοίγει με έναν στίχο του Francis Ponge: «Μιλώ και με ακούς, άρα υπάρχουμε». 

Ο στίχος κεφαλαιοποιεί τη γνωστή ρήση: «Σκέφτομαι, άρα υπάρχω». 

Ο στίχος του Ponge, έτσι ξεκομμένος από το συγκείμενο προϊδεάζει για κάτι διαφορετικό από αυτό που υποδηλώνει τελικά ο Μίντζηρας. Η βάση του διαλόγου που προτάσσει ο Ponge, με τον συνακόλουθο πληθυντικό τού «υπάρχουμε» υπονοούν επικοινωνία, επαφή. Ο Μίντζηρας αφήνει όμως ανοιχτό κι ένα άλλο ενδεχόμενο: ο διάλογος να εκτυλίσσεται τρόπον τινά εν κενώ, έτσι όπως ο ήρωας μιλάει στον εαυτό του. Συνίσταται άραγε κάποια έκπτωση στην ύπαρξη, αν συζητά κανείς διεξοδικά με τον εαυτό του και όχι με κάποιον άλλο; Είναι προϋπόθεση της ύπαρξης ο άλλος; Ο στίχος του Ponge όμως, με αυτό το «υπάρχουμε», όπως τον χρησιμοποιεί ο Μίντζηρας ως μότο, εγκολπώνεται κι έναν βασικό ρόλο του μυθιστορήματος: «Μιλώ και με ακούς», αλλά επειδή όλο αυτό εντάσσεται στο παιχνίδι της λογοτεχνίας, το «υπάρχουμε» δένει τον συγγραφέα με τους αναγνώστες του. 

Ανέφερα όμως ότι ο ήρωας μιλάει στον εαυτό του. Τι συμβαίνει σε αυτή την πρωτοπρόσωπη αφήγηση; Εδώ δεν έχουμε απλώς τη συνειδησιακή ροή του ήρωα, που μετά το εγκεφαλικό έχει υποστεί βαρύ, αν και επιλεκτικό πλήγμα. Ο ήρωας “μιλάει”, συνδιαλέγεται με τον εαυτό του, αλλά ως αφηγητής του μυθιστορήματος ασκεί και επαυξημένη εποπτεία στην πραγματικότητα που βιώνει. Μας λέει, για παράδειγμα, ότι οι απόπειρές του να μιλήσει, τουλάχιστον αρχικά, αποτυγχάνουν: 

«[...] “Μπαμπά”. Χτυπάνε την πόρτα μου. Δεν μπορώ να κουνηθώ. “Μπαμπά, μέσα είσαι;” (Μπαμπά;) Δεν καταλαβαίνω ποιος μιλάει, αλλά θέλω να πω “Ναι”. Αμ δε. Δεν βγαίνει φωνή, μόνο αέρας και σάλια» (σ. 13).

Ο ήρωας αντιλαμβάνεται μεν, αλλά αδυνατεί να μιλήσει. Παρατηρήστε πόσο άμεσα αλλά και ελλειπτικά αποτυπώνει ο συγγραφέας τη νέα συνθήκη: αυτό το «(Μπαμπά;)», ειδικά στην παρένθεση, ανοίγει την πόρτα για να περάσει ο ήρωας στη νέα πραγματικότητά του.

«“Μην περιμένετε απάντηση, δυσκολεύεται να μιλάει καταλαβαίνετε”» (σ. 96).

Ο Μίντζηρας αναπλάθει με εξαίρετη ευστοχία τη συνηθισμένη αυτή διαπίστωση για θύματα εγκεφαλικού που τυγχάνει να έχουν απολέσει την ομιλία τους. Μας τη μεταφέρει όμως από την πλευρά του ασθενούς. Το μυθοπλαστικό μέρος δηλαδή, εκτός από τα τεκταινόμενα, ενέχει και μια ολότελα επινοημένη οπτική. Ο συγγραφέας όμως πείθει για την αληθοφάνειά της. Πείθει, γιατί ο τρόπος που ο ήρωας αποτυγχάνει, καθώς βυθίζεται στο ιδιότυπο αδιέξοδό του, παρουσιάζεται με ενάργεια και λεπτή ειρωνεία. Η επιθυμία να επιβιώσει ο εαυτός, το πρόσωπο –με τη φιλοσοφική έννοια–, είναι καταστατικό στοιχείο του είδους μας, μια βαθιά ριζωμένη δεξιότητα με, ουκ ολίγες φορές, ιλαροτραγικές συνέπειες.

Η νουβέλα ανοίγει με το σκηνικό της πτώσης του ήρωα, τη στιγμή του εγκεφαλικού, στην πόρτα του σπιτιού του. Παρότι θα παρακολουθήσουμε τη διακομιδή και νοσηλεία στο νοσοκομείο, καθώς και τη μεταφορά του σε κέντρο αποκατάστασης, όπου και λαμβάνει χώρα το μεγαλύτερο μέρος του μύθου, ο τίτλος της νουβέλας στέκει διασταλτικά για να υπογραμμίσει τη νέα συνθήκη: ο ήρωας έχει εξωθηθεί στα όρια της ύπαρξης. 

«Η κατάσταση είναι όπως όταν βυθίζονται τα πόδια στη λάσπη. Καταλαβαίνεις στην αρχή πού πατάς· “Σε λίγο θα φτιάξει”, λες. Όσο προχωράς, τα πόδια βουλιάζουν πιο βαθιά. Ο βούρκος καλύπτει σιγά σιγά τα παπούτσια, φτάνει στους αστραγάλους κι ανεβαίνει. Στο σημείο αυτό, δεν ξέρεις αν είσαι πιο κοντά στην αρχή ή το τέλος. Ποιο τέλος, ακριβώς; Γυρίζεις ή συνεχίζεις; Ώσπου να επιλέξεις, μένεις ακίνητος· είναι πιο ασφαλές (αν δεν βυθιστείς βέβαια)» (σ. 90).

Ο ήρωας έπεσε στην πόρτα κι έμεινε εκεί. Περιμένει σε αυτό το μεσοδιάστημα· παραμένει όμως ζωντανός. 

«Ο τοίχος γύρω μου, ο τόσο ψηλός, έχει μετατραπεί σε κουρτίνα από χάντρες ή λεπτά κορδόνια που κρέμονται στις πόρτες των εξοχικών σπιτιών για να ’χουν δροσιά και να εμποδίσουν τις μύγες να μπουν μέσα. Με το παραμικρό θρόισμα ανοίγουν να περάσει όποιος θέλει και να κάνει ό,τι έχει στο μυαλό του. Δεν είναι καν όπως οι ξύλινες πόρτες επαναφοράς στα σαλούν που, όσο να ’ναι, δίνουν μία προστασία. Μπάτε σκύλοι αλέστε» (σ. 96).

Από τη μία κοιτάζει προς το παρελθόν, το οποίο φαίνεται να εισβάλλει πια ανενόχλητο στην καθημερινότητα –πιστεύει ότι στο διπλανό κρεβάτι του θαλάμου κοιμάται ο πατέρας του– αν και ο ίδιος δεν θυμάται ούτε τα παιδιά του ούτε ποιος ακριβώς είναι· από την άλλη επικεντρώνεται σε ένα ιδιότυπα διεσταλμένο παρόν, στο οποίο καταλαμβάνουν κυρίαρχο ρόλο τυχαία ερεθίσματα αλλά και αισθήματα φόβου και ανασφάλειας. 

«Γυρίζω κι εγώ το βλέμμα και παρατηρώ για πρώτη φορά ότι από τον βαρύ επίχρυσο πολυέλαιο λείπουν αρκετά κρυσταλλάκια και δύο από τις πέντε λάμπες φλογίτσες. Οι πλαστικές θήκες όπου βιδώνουν είναι υπόλευκες κι είμαι σίγουρος πως έχουν στην άκρη τους απομίμηση από σταγόνες λιωμένου κεριού» (σ. 63).

Όπως και:

«Όλο και περισσότερο φοβάμαι, χωρίς να ξέρω τι. Η διάθεση αλλάζει με ανεξέλεγκτο τρόπο. Μοιάζει πολύ με την αλλαγή των καναλιών με τηλεκοντρόλ. Στην περίπτωσή μου, ωστόσο, κάποιος άλλος το κρατάει στα χέρια του» (σ. 95). 

Ο Μίντζηρας θα μας δώσει αρκετά στοιχεία για το παρελθόν του ήρωα αλλά ο χαρακτήρας του θα παραμείνει απροσδιόριστος. Σαν κάπως να έχει απολέσει πια το κρίσιμο εκείνο στοιχείο που τον ξεχώριζε από το πλήθος:

«Είναι καταστάσεις που κάνουν συχνά τους ανθρώπους να μοιάζουν, και το επιβεβαίωσα. Η αρρώστια είναι μία από αυτές» (σ. 26).

Η αδυναμία του ήρωα να θυμηθεί μεταξύ άλλων και το όνομά του, σε αντιδιαστολή με την αναλυτική παραγωγικότητά του διευκολύνουν την κίνηση του μύθου προς απρόσμενα σημεία.

«Ανέκαθεν είχα ανούσια ροπή για θεωρητικολογία. Πώς το λένε; Λάδι λάδι κι από τηγανίτα τίποτα» (σ. 77). 

Ο νέος κόσμος του φαίνεται έτσι να κατασκευάζεται αυτόματα, ως ανακλαστικό στα νέα δεδομένα. Ένας κόσμος που συρρικνώνει τη μακροσκοπική υφή της πραγματικότητας για να αναδείξει την επικυριαρχία του κοντινού και εφήμερου. Η αντίθεση αυτή, μέσα από τη νέα προσωπικότητα του ήρωα που σταδιακά αναδύεται, ενόσω βουλιάζει στο τέλμα του, οδηγεί υποδειγματικά τον αναγνώστη σε διερωτήσεις για το κατά πόσο διαφέρει αυτός ο κόσμος από τον πρότερο, τον κόσμο της “υγείας”. Η γραφή υποβάλλει τον ρυθμό. Όλα σκεπάζονται από ένα δυσοίωνο πέπλο χαμηλών προσδοκιών. Χαμηλών βέβαια για τον εξωτερικό παρατηρητή, για το υποκείμενο που έχει το προνόμιο της σύγκρισης, γιατί ο ήρωας τείνει να βρίσκει στον νέο κόσμο του μέχρι και πλεονεκτήματα. Όταν κάποια στιγμή προς το τέλος θα ανακτήσει ξανά τη δυνατότητα να λέει «ναι» και «όχι», θα σχολιάσει:

«Μόνος, όπως ήμουν, και αυτεξούσιος, δεν είχα κανένα ζήτημα. Κι ας σκεφτόμουν από μέσα μου ό,τι ήθελα. Κανείς δεν αξίωνε να τα πω, να τα εκφράσω, να τα εξηγήσω, να ξεκαθαρίσω τη θέση μου, τις ανησυχίες, τις σκέψεις μου. Τα είχα βρει για τα καλά με τις τελευταίες, χωρίς να πρέπει να βρω δικαιολογίες και τεκμήρια. Δεν υπήρχε λόγος για καμία εξήγηση. Σε κανέναν· και για τίποτα. Βρισκόμουν εκτός παιγνιδιού. [...] Ξεφάντωμα κεφιού, ελευθερίας» (σσ. 96-7).

Οι περίτεχνες αυτές επιχειρηματολογίες που επινοεί όσο η μνήμη του σφάλλει όλο και πιο συχνά, όπως παλεύει να την αναπληρώσει με τη δύναμη μιας λαβωμένης λογικής, κορυφώνονται σε εκλάμψεις διαύγειας που ελάχιστα απέχουν από το παραλήρημα:

«Εννιά στις δέκα φορές, για να μην απογοητευτείς με την αποτυχία σου να βρεις έστω κάτι απ’ όσα ψάχνεις, προχωράς εφευρίσκοντας, επινοώντας για την ακρίβεια λόγους ή αιτίες για να πεις πως κατάλαβες. Το ίδιο πάνω κάτω που γίνεται και με τη συγχώρεση. Πορεία γεμάτη δολώματα. Για να φτάσεις στην εκ των προτέρων γνωστή κατάληξη, να καταγγείλεις τον εαυτό σου· τον δεδομένο και εύκολα αντιληπτό διώκτη σου. Και να περάσεις την υπόλοιπη ζωή προσπαθώντας να τον συγχωρήσεις· να τον φροντίσεις. Σαν να προσφεύγεις για παρηγοριά σε έναν παλιό έρωτα» (σσ. 113-4).

Οι θεωρίες και οι αναλύσεις οφείλουν πάντα να εξαργυρώνονται στην πόρτα, στο πέρασμα προς κάτι καινούργιο. Περιμένω τη συνέχεια. 

— Κώστας Μίντζηρας, στην πόρτα, Ποταμός: 2024, 120 σελίδες, ISBN: 9789605451226, τιμή: €12,90.