“Little things comfort us because little things distress us.” (Blaise Pascal, Pensées and Other Writings, transl. Honor Levi, Oxford World’s Classics: 2008, p. 16) λέει ο Πασκάλ για να υπαινιχθεί κάτι μεγαλύτερο: η ανθρώπινη φύση τείνει να περιχαρακώνεται στην απλότητα των «μικρών πραγμάτων» – στην ανακούφιση που προσφέρουν τα υψίπεδα αλλά και τη δυσφορία που προκαλούν οι χαράδρες ενός διοράματος. Ο άνθρωπος διαβιοί υπό κλίμακα: όλα μάς προσφέρονται ως κλάσματα κάποιου αχαρτογράφητου και αδιευκρίνιστου συν-όλου που όσο μας συντηρεί άλλο τόσο μας εξοντώνει. Μπορεί, βλέπετε, να είμαστε το μόνο ζώο που διαθέτει την ικανότητα να αφουγκράζεται τα μεγάλα, αλλά οι ζωές μας παραμένουν καθηλωμένες στα μικρά. Ο Γιώργος Κουτσούκος (Αθήνα, 1975) δράττεται της ευκαιρίας να κατασκευάσει μια νουβέλα σε σαράντα σύντομα κείμενα που αποτυπώνουν και φορμαλιστικά τις μικρές αποστάσεις μιας ερωτικής ιστορίας. Ο Πέτρος Κατρίνης και η Κλεονίκη Μπάρνα βιώνουν τον έρωτα μέσα από τις ήδη στρωμένες ζωές τους. Ο Πέτρος είναι παντρεμένος και η Κλεονίκη έχει σχέση με έναν λογιστή με τον οποίο κάποια στιγμή αρχίζει να συζεί. Και οι δύο εισέρχονται σε αυτή την ερωτική συνθήκη με αφέλεια και αθωότητα καθώς αναλώνονται στα μικρά. Μέσα από τα μικρά εκδράμουν προς την επίφαση ζωής που έτσι όπως σκιαγραφείται φαντάζει πέρα από τις δυνατότητές τους. Οι μικρές αποστάσεις στέκουν αντιστικτικά προς τις μεγάλες αποστάσεις που, όπως ομολογεί ο ήρωας στο τέλος, «φοβηθήκαμε να διανύσουμε» (σ. 96).
«Την ημέρα που ο Βαρουφάκης, στη συνάντηση με τον Ντάισελμπλουμ, αναφωνούσε “Ουάου”, πρότεινα στην Κλεονίκη να συζήσουμε» (σ. 15). Το κεφάλαιο με τον τίτλο «Πολιτική» καταλήγει: «Οι λέξεις όμως είχαν οχυρωθεί μέσα στο δυσάρεστο νόημά τους και αρνούνταν να υποχωρήσουν. Κι έτσι άρχισαν οι διαπραγματεύσεις» (σ. 16). Ο Πέτρος, που είναι και ο αφηγητής, μπορεί να αναφέρεται στις διαπραγματεύσεις του με την Κλεονίκη, γιατί για εκείνον αυτό είναι το θέμα που τον καίει, αλλά το πλαίσιο αυτής της τετριμμένης διαπραγμάτευσης συμπλέκεται στιγμιαία και με τη διαπραγμάτευση της χώρας με τους «θεσμούς». Το περίφημο «Ουάου» του Βαρουφάκη στέκει έτσι και αυτό με τη σειρά του ως σημαίνον που «είχ[ε] οχυρωθεί μέσα στο δυσάρεστο νόημά του και αρνούνταν να υποχωρήσ[ει]». Ο Κουτσούκος σκιαγραφεί και αυτή τη «μικρή απόσταση» που ενίοτε διαχωρίζει τα κοινά από τα ιδιωτικά.
Στο κεφάλαιο «Μνήμη», στη δεύτερη παράγραφο, ο αναγνώστης διαβάζει: «Κοιτώ την οθόνη του υπολογιστή. Για χρόνια την έκλεινα νωρίς» (σ. 17). Η υποδόρια αναφορά στον Προυστ –«Για χρόνια πλάγιαζα νωρίς»– συνιστά ακόμη μια μικρή απόσταση, μια ποπ αναφορά στη διάσημη πρώτη πρόταση του μαξιμαλιστικού μυθιστορήματος –μια χαρακτηριστικά μεγάλη απόσταση– που τόσοι και τόσοι έχουν αποπειραθεί και τελικά έχουν φοβηθεί να διανύσουν. Ο Κουτσούκος, χαμηλόφωνα, σχεδιάζει μονόπρακτα όπου οι ήρωές του προσπαθούν να αφουγκραστούν τις ερωτικές απολήξεις των επιθυμιών τους. «Ήμασταν, λέει, με την Κλεονίκη σ’ ένα κακοφωτισμένο εστιατόριο και τρώγαμε αμίλητοι. Και ξέραμε και οι δύο πώς, όταν τελειώναμε το φαγητό, θα σκοτώναμε ο ένας τον άλλο», διαβάζουμε για το όνειρο του Πέτρου, Στο τέλος του μονοσέλιδου κεφαλαίου διακρίνουμε την αναφορά σε αυτά τα «[λ]όγια βγαλμένα από σιγαστήρα» (ό.π). Ο «σιγαστήρας» έρχεται και κουμπώνει αβίαστα με το «θα σκοτώναμε ο ένας τον άλλο». Η γραφή του Κουτσούκου βρίσκει ερείσματα σε λεπτά σημεία. Λεπτά, όπως η διακριτική μεταμυθοπλαστική συνθήκη που εποπτεύει το κεφάλαιο «Ζήλια»: «Ο πατέρας της. Όταν ήταν μικρή και αρρώσταινε, περνούσε όλο το βράδυ ξάγρυπνος δίπλα στο κρεβάτι της» (σ. 20), διαβάζουμε στην πρόταση που ανοίγει το κεφάλαιο. Η παρουσία του πατέρα και η επιρροή του στην υπό εξιστόρηση σχέση επισφραγίζεται, μεταμυθοπλαστικά, με την καταληκτική πρόταση του κεφαλαίου: «Στρογγυλοκαθισμένος στην αρχή του κεφαλαίου, απολαμβάνει τη θέα από ψηλά, απόλυτα βέβαιος ότι και στο τέλος, σαν είδωλο μέσα σε καθρέφτη, θα εμφανιζόταν ξανά η λέξη “πατέρας”» (σ. 21). Ένας πλήρης κύκλος. Παρότι ο Κουτσούκος δεν προτάσσει κάτι ρηξικέλευθο με αυτούς τους φορμαλισμούς, φορτίζει διακριτικά το κείμενο με λεκτικά σημεία κλειδιά που βάζουν τον αναγνώστη στον πειρασμό της βραδυπορίας· υποκινούν την περιέργειά του και τον καλούν να ξύσει κάτω από την επιφάνεια προς άγραν περισσοτέρων στοιχείων. Ο συγγραφέας υπαινίσσεται ότι και οι ερωτικές σχέσεις, καλούν, ή τουλάχιστον έτσι θα έπρεπε, τους αντισυμβαλλόμενους σε μια παρόμοια βραδυπορία μήπως και καταφέρουν να ξύσουν την επιφάνεια· μήπως και καταφέρουν να απεκδυθούν τον όρο «αντισυμβαλλόμενοι»: «Ένιωθα πια ξεκάθαρα ότι, όσο πιο βαθιά πήγαινα μέσα μου, τόσο πιο πολύ απομακρυνόμουν από τον εαυτό μου και πλησίαζα την Κλεονίκη. Φοβόμουν όμως να της το πω κι έτσι απομακρυνόμουν από την Κλεονίκη και πλησίαζα πάλι τον εαυτό μου» (σ. 69).
Το κείμενο διανθίζεται όμως και από ελλειπτικό, μαύρο χιούμορ που προτάσσει έναν αφελή μηδενισμό – αφελή, γιατί οι ερωτευμένοι μέσα στην αθωότητά τους συνιστούν κατεξοχήν πιστούς. Παραθέτω:
«“Θες να δεις κάτι;” με ρώτησε και χωρίς να περιμένει απάντηση έβγαλε το κινητό της και μου έδειξε μια φωτογραφία: Ο πατέρας της ζωσμένος μια γυναικεία ποδιά και η μάνα της δίπλα του με ένα τσιγάρο στο στόμα. Όρθιοι και αγκαλιασμένοι. “Είναι ερωτευμένοι από την πρώτη στιγμή που γνωρίστηκαν μέχρι και σήμερα”, είπε. Με μια απλή κίνηση της πήρα το κινητό από τα χέρια κι έκανα ζουμ στα πρόσωπα των γονιών της. Είχαν μια μυστήρια έκφραση, που δυσκολευόμουν να ονοματίσω. Τη ρώτησα αν ήξερε και άλλα ζευγάρια σαν τους γονείς της. Δίστασε για λίγο πριν απαντήσει αρνητικά. Η λύση του μυστηρίου εντωμεταξύ πλησίαζε. Ανακούφιση! Αυτό ήταν! Στο πρόσωπό τους ήταν ζωγραφισμένη η ανακούφιση των επιζώντων. Διότι κάθε σφαγή έχει τους επιζώντες της» (σσ. 18-19).
Ο Κουτσούκος κατασκευάζει μια συνθήκη όπου οι ήρωες αδυνατούν να πράξουν με τη δέουσα σοβαρότητα για λόγους που μυθοπλαστικά, ορθά, παραμένουν αδιευκρίνιστοι: «Το πρόβλημα είναι ότι δεν παίρνουμε στα σοβαρά τα σοβαρά πράγματα» (σ. 23). Αυτή η ελαφρότητα όμως συνιστά τόσο ίδιον της ζωής όσο και της φόρμας του βιβλίου που την καθρεφτίζει. Πουθενά ο Κουτσούκος δεν γλιστράει στη σοβαροφάνεια. Παραμένει σοβαρός· παραδόξως, κάπως σαν να γνωρίζει ότι συνιστά ευτύχημα το ό,τι οι ήρωές του αρνούνται να πάρουν τα πράγματα στα σοβαρά.
Έτσι, παράλληλα με τους πρωταγωνιστές, που δοκιμάζονται στις μικρές αποστάσεις, το ίδιο πράττει και ο αναγνώστης που ειδικά σε μια δεύτερη ανάγνωση εκτιμά την προσήνεια των προθέσεων του συγγραφέα. Το βιβλίο διαβάζεται τόσο εύκολα που μπορεί κανείς να το προσπεράσει ως τετριμμένο. Καλώ λοιπόν τον αναγνώστη να του αφιερώσει λίγο περισσότερο χρόνο, γιατί οι αρετές του δεν γίνονται άμεσα αντιληπτές. Δεν δύναμαι να γνωρίζω τι ακριβώς θα σήμαιναν στο συγκείμενο οι μεγάλες αποστάσεις αλλά ίσως και αυτό να μην είναι καν το ζητούμενο. Οι μεγάλες αποστάσεις «που φοβηθήκαμε να διανύσουμε» στέκουν τις περισσότερες φορές όχι μόνο ως αδόκιμο μέτρο σύγκρισης για τις αποτυχίες μας αλλά και ως δόκιμη υπενθύμιση για την εγγενή αξία των μικρών. Ο Πασκάλ έχει δίκιο: δεν είμαστε παρά δρομείς μικρών αποστάσεων.
— Γιώργος Κουτσούκος, Μικρές αποστάσεις, Κίχλη: 2023, 104 σελίδες, ISBN: 9786185461584, τιμή: €11.59.