«“Νόμιζα ότι τέτοια πράγματα γίνονταν μόνο στις ταινίες. Ξαφνικά όμως είχαν συμβεί στη ζωή μου”» (σ. 140).
Ο Μίνως Ευσταθιάδης (1967) προτάσσει μια ιστορία –δύο για την ακρίβεια– που αν δεν ήταν βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα θα συνιστούσε κακογραμμένο μυθιστόρημα. Η έννοια «κακογραμμένη πραγματικότητα» όμως δεν υφίσταται, και αυτό ενίοτε σκανδαλίζει αλλά και αποπροσανατολίζει τους συγγραφείς. Η πραγματικότητα μπορεί να είναι εξαιρετικά στενάχωρη, ή να τη χαρακτηρίζει μέχρι και ευδαιμονία, αλλά σπάνια επιδέχεται αμφισβητήσεις ή αξιολογικές κρίσεις για τα καταστατικά στοιχεία της (βλ., για παράδειγμα, ψευδαισθήσεις). Η πραγματικότητα, με άλλα λόγια, συνιστά μια “υπερκατηγορία” που ουδεμία σχέση έχει με τη μυθοπλασία, κι ας την περιλαμβάνει εξ ορισμού στην επικράτειά της. Αυτό όμως που μας ενδιαφέρει εδώ, είναι ότι η πραγματικότητα, ειδικά στο μη μυθοπλαστικό μυθιστόρημα, δεν ενδείκνυται ως σύμβουλος για τη μυθοπλασία. Το αξιοσημείωτο στη μυθοπλασία δεν έχει να κάνει συνήθως με τα γεγονότα, αλλά, αντιθέτως, σχεδόν αποκλειστικά με ό,τι δεν έχει συμβεί. Η μυθοπλασία εξάλλου συνίσταται σε αναλήθειες καθολικής ισχύος. Το ενδιαφέρον στα μη μυθοπλαστικά μυθιστορήματα είναι ότι αποτυπώνουν τρόπους μέσω των οποίων αυτές οι αναλήθειες αρδεύουν την πραγματικότητα.
Το εκτενές πρώτο μέρος είναι μια εξιστόρηση των γεγονότων της πολύκροτης υπόθεσης του «φόνου στο πάρκινγκ»: τη δολοφονία της Σαρλότε Μπέρινγκερ στο Μόναχο, στις 15 Μαΐου 2006. Η εξιστόρηση διανθίζεται από υπαινιγμούς –νοηματικά ψήγματα– που σταδιακά στοιχειοθετούν τις τρεις κομβικές ιδέες που διέπουν το μυθιστόρημα. Ποια είναι η πρώτη ιδέα; Η καφκικότητα, όχι μόνο της συγκεκριμένης υπόθεσης αλλά και της δεύτερης, που θα δούμε παρακάτω. Ο Φρέντερικ Τάλας λοιπόν, ανιψιός της Μπέρινγκερ, θα καταδικαστεί σε ισόβια κάθειρξη.
«Ισόβια; Με τέτοιον τρόπο; Μ’ αυτά τα στοιχεία; Δηλαδή χωρίς στοιχεία;» (ό.π.).
Η «καφκικότητα» όμως δεν είναι μόνο μια κοινοτοπία ολκής, που κάνει τον αναγνώστη να χάνει τον ενδιαφέρον του. Με όλο τον σεβασμό προς τον συγγραφέα, εν έτει 2025, η «καφκικότητα» δεν θα έπρεπε να εντοπίζεται παρά μόνο στο έργο του Κάφκα. Αν, παρ' όλ' αυτά, ο συγγραφέας τη θεωρεί αναγκαία θα πρέπει να την εισάγει ελλειπτικά, ανεπαίσθητα. Εδώ, δυστυχώς, μας την πετάει στα μούτρα.
Παραθέτω:
«Ακόμη και ο μέτριος φοιτητής νομικής γνωρίζει πως το “τεκμήριο της αθωότητας” αναφέρεται ρητά στην Οικουμενική Διακήρυξη για τα ανθρώπινα δικαιώματα [...]. Μιλάμε για τη “ραχοκοκαλιά” του ανθρωπισμού. Κυριολεκτικά. Το πρώτο και μάλλον το τελευταίο ανάχωμα, πριν μετατρέψουμε την πραγματικότητα σ’ ένα έξτρα κεφάλαιο της Δίκης του Κάφκα. Αν βέβαια, δεν το έχουμε ήδη κάνει» (σ. 115).
Ή
«Δεν ήταν όμως καθόλου παιδικό παιχνίδι, αλλά ένα από τα ψηλότερα τμήματα της φυλακής. Το σημείο απ’ όπου οι φρουροί πρόσεχαν τα πάντα. Ένα πανοπτικό του εικοστού πρώτου αιώνα. Ένας πύργος» (σ. 130).
Όπως και:
«Στις ολιγόλογες, αλλά κατά κανόνα ακριβείς, απαντήσεις του διατύπωνε συγκεκριμένες κάθε φορά απαιτήσεις και αναφερόταν στον “κρατούμενο Τ”. [...] Το γεγονός αυτό με είχε κάνει να υποθέσω πως κάθε πέρασμα πίσω από τα κάγκελα οδηγούσε και σε μια αυτοδίκαιη μεταβολή ονόματος. Εκεί μέσα πρέπει να κυκλοφορούσαν πλέον μόνο κεφαλαία γράμματα» (σ. 133).
Η δεύτερη ιστορία είναι επίσης εξιστόρηση έτερης πολύκροτης υπόθεσης στη Γερμανία: «Το κορίτσι στο κιβώτιο». Η απαγωγή και ο θάνατος της Ούρσουλα Χέρμαν, τον Σεπτέμβριο του 1981, που οδηγεί ξανά, αυτή τη φορά είκοσι επτά χρόνια μετά το συμβάν, σε “δικαστική πλάνη” και σε ακόμη μία ισόβια κάθειρξη.
Σε κάποιο σημείο διερωτήθηκα σε τι ακριβώς συνίσταται το μυθοπλαστικό κομμάτι του βιβλίου. Ο Ευσταθιάδης, στη μέση του μυθιστορήματος αφηγείται την επίσκεψή του, το 2022, σε φυλακή υψίστης ασφαλείας, όπου συναντάει τον Φρέντι Τάλας, τον άνθρωπο που καταδικάστηκε ισόβια για τη δολοφονία της Μπέρινγκερ. Τα σημεία της συνάντησης όμως, μυθοπλαστικά, είναι αδιάφορα. Η προσπάθεια του Ευσταθιάδη να προσεγγίσει τον Τάλας μοιάζει με μια τρύπα στο νερό. Τι αποκομίζει ο αναγνώστης, εκτός από την αδυναμία του συγγραφέα να επιβληθεί στη στιγμή και να θέσει τα ερωτήματά του; Η συνάντηση μοιάζει ως μη συνάντηση. Αυτό όμως είναι ένα κομβικό σημείο που μου κίνησε το ενδιαφέρον, γιατί ο συγγραφέας αποφεύγει εδώ τον σκόπελο του εντυπωσιασμού. Ο Ευσταθιάδης, τις στιγμές που συναντάει τον κατάδικο πιάνεται ο ίδιος όμηρος της πραγματικότητας. Αφήνει την πραγματικότητα να τον καθηλώσει σε έναν ορίζοντα χαμηλών προσδοκιών. Παραθέτω τις καταληκτικές γραμμές του συγκεκριμένου κεφαλαίου: «Ταυτόχρονα είχα οδηγηθεί και μπροστά σ’ ένα τελείως άγνωστο δάσος. Η νύχτα είχε πέσει. Κι εγώ ετοιμαζόμουν να χωθώ μέσα. Ή να χαθώ» (σ. 155). Αντιπαρέρχομαι την υφολογική υπερβολή. Εδώ, το βιβλίο μοιάζει, στιγμιαία, με μια εξαιρετική βάση για μια μυθοπλασία που δεν θα γραφτεί. Δεν είναι όμως έτσι.
Αναφέρθηκα στην αρχή σε τρεις κομβικές ιδέες που χαρακτηρίζουν το μυθιστόρημα. Εκτός από την καφκικότητα, ο Ευσταθιάδης παίζει και δύο ακόμη χαρτιά. Ένα είναι ότι δεν μιλάμε απλώς για δικαστική πλάνη –«Υπήρχε μια άλλη αιτία, βαθύτερη, για την καταδίκη του»– (σ. 146), διαβάζουμε για τον Τάλας. Κάτι αντίστοιχο υπάρχει και στο κεφάλαιο για την Ούρσουλα Χέρμαν: «Ίσως να διέκρινε πως ένα αόρατο αλλά παντοδύναμο χέρι προστάτευε εκείνους που είχαν απαγάγει και τελικά οδηγήσει στον θάνατο την Ούρσουλα Χέρμαν. Μα ήταν ποτέ δυνατόν να συμβαίνει κάτι τέτοιο; Για άλλη μια φορά, δεν ήταν θέμα μεταφυσικής. Αυτό το χέρι –αν πράγματι υπήρχε– ανήκε σε κάποιον που μπορούσε να κινεί πολλά και διαφορετικά νήματα, σύμφωνα με τις ορέξεις και τις προσταγές του» (σ. 207).
Ο συγγραφέας πριμοδοτεί μια συνωμοσιολογική ερμηνεία της πραγματικότητας, βασιζόμενος σε ένα και μόνο αμφίβολης ποιότητας στοιχείο, που φαίνεται να συνδέει τις δύο υποθέσεις. Δεν το αποκαλύπτω για εύλογους λόγους. Το χαρτί αυτό είναι ένα κατεξοχήν μυθοπλαστικό χαρτί. Κατά συνέπεια, ο Ευσταθιάδης έχει κάθε δικαίωμα να το παίξει. Παρατηρήστε όμως την ειρωνεία: Ο ίδιος χτίζει τον όποιο μύθο του πάνω στις αβλεψίες του δικαστικού συστήματος, που φαίνεται να καταδικάζει με έωλα επιχειρήματα, αλλά ωθεί τον αναγνώστη να φαντάζεται σκοτεινές συνωμοσίες, με εξίσου προσχηματικές στηρίξεις – «Υπήρχε μια βαθύτερη αιτία: Ο καταδικασμένος έπρεπε να είναι ο δολοφόνος. Τελεία και παύλα» (σ. 154).
Το τρίτο χαρτί που χρησιμοποιεί ο Ευσταθιάδης είναι ένας μεταφυσικός φορμαλισμός – ίσως η πιο ερεθιστική ιδέα που διατρέχει τον μύθο του και νοηματοδοτεί το μυθοπλαστικό μέρος του μυθιστορήματος, προσδίδοντάς του βάθος και συνοχή. Το βιβλίο ανοίγει με ένα ολιγοσέλιδο κεφάλαιο με τον αινιγματικό τίτλο «Τα τύμπανα». Τα τύμπανα που ακούνε ο ίδιος ο συγγραφέας και μια φίλη του, ένα βράδυ που έχουν σταθμεύσει με το αυτοκίνητο «[...] στην άκρη ενός τελευταίου ξέφωτου [...]. Ακριβώς μπροστά τους ξεπροβάλλει επιβλητικά ο συμπαγής όγκος από το δάσος του Λανγκβάιλερ» (σ. 13). Τα τύμπανα, ως σύμβολο, είναι νομίζω προφανές ότι κομίζουν κάτι αρχέγονο, κάτι απειλητικό, που κείται στο μεταίχμιο νόμου και αναρχίας.
«Κάθε έγκλημα δεν αποτελεί μια διασάλευση της τάξης αλλά μια επιβεβαίωση της αταξίας. Του χάους. Της φύσης. Της φύσης μας» (σ. 276).
Χωρίς ποτέ να προσδιοριστεί ακριβώς η φύση των τυμπάνων, σε μια εμβόλιμη αφήγηση που θα κινδυνεύσει ο γιος του συγγραφέα/ήρωα, θα σκιαγραφηθεί μια «επιφοίτηση»: «[...] πίστεψα ότι ήταν η βουή του κόσμου ή του εαυτού μου, κάτι που ποτέ πριν η ακοή μου δεν μου είχε επιτρέψει να ανιχνεύσω» (σ. 169).
Επιλέγω να διαβάσω σε αυτή τη «βουή του κόσμου» τον φόβο απέναντι σε καθετί που απειλεί τη συνοχή της κοινότητας. Με άλλα λόγια, τον φόβο απέναντι στα τύμπανα. Ο μύθος του Ευσταθιάδη ανοίγεται έτσι σε μια πιο βαθιά ανάγνωση: είναι άραγε και η ίδια η δύναμη μιας ιστορίας –κάθε ιστορίας– απαραίτητη στο συλλογικό θυμικό; Αν αποκαλύπτεται κάτι νοσηρό σε αυτή την εξιστόρηση των αστοχιών στη λειτουργία του δικαστικού συστήματος, που παρακολουθεί ο αναγνώστης σε ολόκληρο το μυθιστόρημα, είναι κατά πόσο η επίσημη εκδοχή της ιστορίας –η δικαστική απόφαση– κρίνεται τελικά απαραίτητη για την εύρυθμη συνέχεια της κοινότητας. Οι δύο υποθέσεις που εξετάζει ο Ευσταθιάδης υποδηλώνουν, μέσα από την αγωνία των άμεσα εμπλεκόμενων, τη βαθιά αδυναμία, σε συλλογικό και σε προσωπικό επίπεδο, να σταθούν οι υπόλοιποι απέναντι στα τύμπανα: στον φόβο και την αβεβαιότητα της αταξίας που χαρακτηρίζει τη φύση μας.
«Κάποιοι συνηθίζουν να περιγράφουν –κυρίως κατά τη διάρκεια πανηγυρικών λόγων μπροστά σε κάποιο κοινό, που θα χειροκροτήσει ούτως ή άλλως– τη Δικαιοσύνη ως άρμα λαμπρό. Στην πραγματικότητα, τις περισσότερες φορές θυμίζει αργόσυρτο τανκ χωρίς οδηγό. Στο τέλος θα περάσει από εκεί που θέλει» (σ. 248).
Είναι επομένως κάπως σαν όλοι, αρχές και πολίτες, να επιθυμούν μια τελετουργική διαδικασία ως επικύρωση, ξανά, της ύπαρξης εχέγγυων για τη συνέχεια της κοινότητας. Κι ας είναι σε σημεία έωλη η διαδικασία, διάτρητος ο συλλογισμός. Κι ας, και αυτό είναι το αποτρόπαιο, τιμωρείται τελικά ένας αθώος. Η αστοχία σε αυτό που εγγυώνται οι θεσμοί συνολικά, απλά, δεν είναι αποδεκτή. Η πίστη στους θεσμούς τούς μετασχηματίζει όχι σε απλούς θεματοφύλακες της αλήθειας αλλά και σε δυνητικούς, όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις, κατασκευαστές της.
«Σχεδόν ταυτόχρονα με την ανακοίνωση της ποινής, λένε πως ακούστηκε στην αίθουσα του δικαστηρίου μια εκπνοή. Θα μπορούσε να είναι ο ήχος της συλλογικής ανακούφισης. Είχε έρθει η ώρα να αποκατασταθεί η πίστη στην ασφάλεια» (σ. 231).
«Υπάρχει βέβαια και μια άλλη πιθανότητα, που δεν θες να την πιστέψεις. Γιατί πρόκειται για την πιο εφιαλτική υποψία: Πως κάτω από την κρούστα της νομιμοφάνειας υπάρχει ένας ολόκληρος μηχανισμός που λειτουργεί με διαφορετικούς όρους και εξυπηρετεί συγκεκριμένους σκοπούς. Κι αν αποφασίσει να σε πιάσει, η ετυμηγορία είναι γνωστή εκ των προτέρων: ένοχος» (σ. 275).
Ίσως τώρα να είναι πιο διακριτό γιατί, όπως ανέφερα στην αρχή, ενώ η μυθοπλασία δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα συνδέεται με αυτή μέσω αναληθειών καθολικής ισχύος. Με άλλα λόγια, η μυθοπλασία ενέχει πάντα και έναν βαθμό έκπτωσης –ένα βαθμό αποστροφής, αν θέλετε– απέναντι στην πραγματικότητα. Αν κάποιος επιμένει εδώ να δώσω ένα επιχείρημα γιατί συμβαίνει αυτό θα έλεγα ότι η πραγματικότητα καθίσταται, αν όχι απόλυτα κατανοητή, τουλάχιστον μερικώς προσβάσιμη μέσω μιας έκπτωσης που μετουσιώνεται σε μια ιστορία – στην ιστορία αυτή, ενίοτε, δύναται να ελλοχεύει και η «πιο εφιαλτική υποψία».
Στο Σου γράφω από την κοιλιά του κτήνους η ουσία εντοπίζεται επομένως στη δύναμη που κομίζει αυτό το «σου γράφω». Ο αναγνώστης όμως είναι εύκολο να εστιάσει σε πιο κοινότοπες ατραπούς και τελικά να απορροφηθεί περισσότερο από τα γεγονότα, τα μη μυθοπλαστικά στοιχεία – αυτά που μοιάζουν με κακογραμμένο μυθιστόρημα.
– Σχόλιο για το μη μυθοπλαστικό περιεχόμενο
Ο Ευσταθιάδης κάνει χρήση εκτενούς κειμένου (long read) του Xan Rice: «The girl in the box: the mysterious crime that shocked Germany» (The Guardian, 24/9/19). Πώς το ξέρω;
Παραθέτω από το άρθρο: «The shadows were lengthening but it was still light».
Από το βιβλίο: «Στο εντωμεταξύ, οι σκιές είχαν πάρει το πάνω χέρι μέσα στο δάσος, και τα απομεινάρια της μέρας υποχωρούσαν στον ορίζοντα» (σ. 163).
Δεν του προσάπτω όμως κάτι για αυτό. Το συγκεκριμένο άρθρο είναι μια από τις πηγές του συγγραφέα. Απόλυτα θεμιτό. Υπάρχουν πολλά άλλα στοιχεία που οδηγούν την ιστορία σχεδόν ως τις μέρες μας. Ο συγγραφέας συνεχίζει ως το τέλος να χτίζει πάνω στις τρεις βασικές ιδέες του μυθιστορήματος. Η εξιστόρηση, παρά τις όποιες, λίγες, στυλιστικές αστοχίες, είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, ειδικά για τον Έλληνα αναγνώστη που είναι απίθανο να θυμάται τις υποθέσεις.
Επειδή όμως μιλάμε για πραγματικά γεγονότα αναφέρω τα εξής: ο καταδικασμένος για τον φόνο της Μπέρινγκερ αποφυλακίστηκε τελικά στις 24 Απριλίου 2023. Ο καταδικασμένος για την απαγωγή και τον θάνατο της Χέρμαν αποφυλακίστηκε τον Ιούνιο του 2023. Κατά πάσα πιθανότητα, και οι δύο αποφυλακίσεις έλαβαν χώρα πριν ο Ευσταθιάδης ολοκληρώσει το μυθιστόρημα. Για μυθιστόρημα μιλάμε όμως. Ο συγγραφέας είναι ελεύθερος να πράξει ό,τι θέλει. Και μάλλον συμφωνώ με την επιλογή να αποσιωπήσει τις αποφυλακίσεις. Εξάλλου, η κοιλιά του κτήνους, μέσα από την οποία υποτίθεται ότι γράφει ο Φρέντερικ Τάλας το γράμμα που κλείνει το βιβλίο, κερδίζει πόντους ζόφου αν απαλειφθεί η παρωνυχίδα που ονομάζεται πραγματικότητα.
«“Μα αυτά είναι καλά νέα. Οι προετοιμασίες για την αποφυλάκισή σου. Πότε βγαίνεις;”
“Ίσως… ποτέ”» (σ. 138).
— Μίνως Ευσταθιάδης, Σου γράφω από την κοιλιά του κτήνους, Μεταίχμιο: 2024, 300 σελίδες, ISBN: 9786180342543, τιμή: €16,60.