«Ο Αχιλλέας III γεννήθηκε στην Καβάλα, στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα, το 1979, το 1998 και το 2002, αντίστοιχα» διαβάζουμε στο βιογραφικό του συγγραφέα. Η αλήθεια είναι ότι το βιογραφικό είναι εξωλογοτεχνικό στοιχείο και επομένως δεν θα έπρεπε να υπόκειται σε κριτική αξιολόγηση. Αλήθεια όμως συνιστά και το ότι το σώμα του βιβλίου, που κρατά στα χέρια του ο αναγνώστης, τείνει έμμεσα να επηρεάζει την κρίση του. Ακόμα και τα τυπικά και συνήθως τυποποιημένα στοιχεία της έκδοσης έχουν τη σημασία τους, όταν συγγραφέας και εκδότης αισθάνονται την ανάγκη να “πρωτοτυπήσουν”. Αναφέρω, για παράδειγμα, τους “πειραγμένους” κολοφώνες των Αντιπόδων αλλά και την αντίστροφη αρίθμηση των σελίδων του συγκεκριμένου, εν είδει, εικάζω, «αντίστροφης μέτρησης» προς το τέλος. Το “παιχνίδι” αυτό προσφέρει όμως και μια απρόσμενη “ευχαρίστηση”. Δημιουργεί στον αναγνώστη, σε μια αρχική φυλλομέτρηση του βιβλίου, μια φευγαλέα υποψία ότι έχει πέσει σε κακέκτυπο. Η «αντίστροφη μέτρηση» μπορεί λοιπόν να αποπροσανατολίζει, έτσι όπως ακούσια υπονοεί κάτι χαοτικό, αλλά συντείνει στη δημιουργική διαδικασία προς το τέλος. Για ποιο τέλος όμως μιλάμε;
Ο συγγραφέας, όπως γρήγορα αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης, επιθυμεί αυτό το Τέλος Πάντων του τίτλου να εκληφθεί κυριολεκτικά. Το βιβλίο αποτελείται από είκοσι έξι ολιγοσέλιδα κείμενα –τυπολογικά ορίζονται ως «διηγήματα»– που πραγματεύονται το τέλος των πάντων – το τέλος του κόσμου.
Η συλλογή δεν είναι χωρίς αρετές αν και, δυστυχώς, ταλαιπωρεί τον αναγνώστη με περιττές φλυαρίες που δυσχεραίνουν την προσέγγισή της και, σε σημεία, την υποβιβάζουν στο επίπεδο πρόχειρου ευφυολογήματος, που θα ταίριαζε περισσότερο στον χώρο των ΜΚΔ παρά σε λογοτεχνικό πόνημα.
Το «Εν αρχή ην ο λόγος να σηκωθείς…», που ανοίγει τη συλλογή, ορίζει το ύφος του συγγραφέα έτσι όπως τον εισάγει, αυτομυθοπλαστικά, στο δημιουργικό του σύμπαν: «Βρίσκομαι ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου και επιπλέω στη ρευστότητα μιας ενδιάμεσης κατάστασης, μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, με τα μάτια κλειστά αλλά με το μυαλό μου να τρέχει προς διάφορες κατευθύνσεις, ταυτόχρονα» (σ. 157 – θυμίζω την αντίστροφη αρίθμηση), διαβάζουμε μετά την πρώτη πρόταση. Ο συγγραφέας διστάζει να περάσει στη δράση. Περιεργάζεται τα δρώμενα των ασχημάτιστων ακόμα σκέψεών του και μοιραία καταλήγει στη «στοίβα των αδιάβαστων βιβλίων πάνω στο κομοδίνο» (ό.π.). «[Σ]την κορυφή του χάρτινου πύργου ο Μύθος του Σίσυφου του Αλμπέρ Καμύ (βιβλίο που, όποτε κοντεύω να τελειώσω, κάτι συμβαίνει και αισθάνομαι την ανάγκη να το ξεκινήσω από την αρχή, εκτίοντας και ο ίδιος κάποιου είδους ποινή παρότι αγνοώ για ποιου άλλου την εξαπάτηση, εκτός του εαυτού μου, τιμωρούμαι)» (σ. 156). Ο υπαινιγμός, βαρύς και στενάχωρος. Ο συγγραφέας, ενδέχεται να εξαπατά και τον αναγνώστη. Ας πούμε όμως ότι ένα χαμόγελο αχνοφαίνεται στα χείλη μας με το ευφυολόγημα της σισύφειας, αέναης επιστροφής στην αρχή του βιβλίου. Τα πράγματα γίνονται καλύτερα στη συνέχεια.
Στο «Επί τέλους» διαβάζουμε: «[...] η εξηνταοκτάχρονη συνταξιούχος γραμματέας Βαλασία Αρμένογλου, προκειμένου να περνάει την ώρα της, αγόρασε ένα τεράστιο τετράδιο με σκληρό κόκκινο εξώφυλλο και ξεκίνησε να γράφει σε αυτό, κάθε μέρα, από έναν ως τρεις διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους θα μπορούσε να καταστραφεί ο κόσμος» (σ. 118).
Κατά κάποιο τρόπο ολόκληρη η συλλογή θα μπορούσε να είναι το τετράδιο της Αρμένογλου. Και αυτός ο κατοπτρισμός του ολικού στο μερικό είναι και ένα από τα σημεία που λειτουργούν υποστηρικτικά για το όλο εγχείρημα. Ο Αχιλλέας ΙΙΙ, στα διηγήματα που ξεχωρίζουν, αποτυπώνει την άρρηκτη σχέση του κόσμου με ποικίλες και ευφάνταστες εκφάνσεις της αφήγησης. Ο κόσμος αποδελτιώνεται, καταστατικά, με την ίδια την έννοια της αφήγησης. Είτε αυτό γίνεται αφαιρετικά, όπως στο «Ζουίρα», όπου «το ντροπαλό ζουίρα», ένα πουλί του Αμαζονίου, «[...] αν κάποιο πρωί [...] δεν κελαηδήσει, τότε ο ήλιος δεν θα εμφανιστεί, ολόκληρη η Γη θα παραμείνει χωρίς το φως του και αυτό το γεγονός θα σημάνει την αρχή του τέλους του κόσμου» (σ. 140). Είτε σχηματικά και αφαιρετικά, όπως στο «Ο χάρτης», όπου «[τ]αυτόχρονα και ανεξήγητα, κάθε συντελούμενη στον χάρτη μεταβολή προκαλεί ανάλογη μεταβολή και στον πραγματικό κόσμο» (σ. 102). Είτε γίνεται με μεγαλύτερη σαφήνεια, όπως στο «Οι πίσω σελίδες», οπού ένας έφηβος «[σ]ε ένα ηλιακό σύστημα μακρινό από το δικό μας [...], λάτρης της ανάγνωσης [...] διαβάζει ένα τεράστιο βιβλίο [...] (σ. 79). Η ανάγνωση, εδώ, προκαλεί [...] την ανάμειξη δύο κόσμων – του πραγματικού και του λογοτεχνικού [...] [και] συντίθεται, ως προϊόν ονείρου, ένα τρίτο σύμπαν, φρέσκο, άγνωστο και ταυτόχρονα τόσο πολύ οικείο στον ίδιο» (σσ. 77-76). Αν όμως ο έφηβος «[...] προλάβει να φτάσει στην τελευταία σελίδα του ογκώδους βιβλίου πριν να προστεθεί στο τέλος του άλλο ένα τυπωμένο φύλλο με ιστορίες από τη ζωή στη Γη· και [...] διαβάσει και την τελευταία μισολοκληρωμένη φράση – η οποία θα γράφεται ακόμη εκείνη τη στιγμή– και τα μάτια του συναντήσουν τη λευκή επιφάνεια που θα την ακολουθεί, τα πάντα θα τελειώσουν» (σ. 76). Με τον ίδιο τρόπο λειτουργούν και το «Μπόρις», όπου ο κόσμος παρουσιάζεται ως όνειρο, αλλά και το «Σςςςςςςς», όπου μια «υπέργηρη γυναίκα χωρίς όνομα [...] αφηγείται» (σσ. 42-41).
Ο κόσμος ανάγεται σε αφήγηση: τραγούδι, σχέδιο, όνειρο, ανάγνωση· και η καταστροφή του ισοδυναμεί με την, τρόπον τινά, δημιουργική παύση των συγκεκριμένων δεξιοτήτων.
Στο κομβικό «Επί τέλους» διαβάζουμε:
«[...] γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» (σ.115).
Θα περίμενε όμως κανείς ότι ο Αχιλλέας ΙΙΙ, στο τέταρτο βιβλίο του, θα είχε καταφέρει να απαγκιστρωθεί από τετριμμένα λογοπαίγνια και φθηνούς εντυπωσιασμούς. Ήταν αναγκαίο, αλήθεια, οι κατσαρίδες που «κληρονομούν» τον κόσμο στο «Εν οίδα ότι…» να ονομάζονται «Γκρέγκορ» και «Φραντς»; Γιατί; Για να σκεφτεί ο αναγνώστης το «καφκικό» της υπόθεσης; Πόσο πιο απτά θα έδειχνε ο συγγραφέας ότι πατάει στα πόδια του, αν αντιστεκόταν στο προφανές της διακειμενικής αναφοράς.
Το αδύνατο σημείο της συλλογής δεν είναι ακριβώς το έλλειμμα επινοητικότητας του συγγραφέα, αλλά η αδυναμία του να επιβάλλει τη συγγραφική φωνή που θα ισορροπήσει με αξιώσεις ανάμεσα στο ιλαρό και το τραγικό. Τα διηγήματα, για παράδειγμα, που θυμίζουν Ουίλιαμ Μπλέικ –εκτός από το «Μικροπραγματογνωμοσύνη», με τις ξεκάθαρες αναφορές, και το «Η έκτη ώρα» έχει κάτι από Μπλέικ– διαθέτουν λογοτεχνική βαρύτητα αλλά στυλιστικά υστερούν. Η γλώσσα παραμένει καθηλωμενη σε μια τετριμμένη προφορικότητα που αδυνατεί να υποστηρίξει τις συνδηλώσεις των κατασκευών που προτάσσει ο Αχιλλέας ΙΙΙ. Επιπροσθέτως, αναφέρω και την αδυναμία του να προσδώσει πειστικές αποχρώσεις στις φωνές των “ηρώων” που παρελαύνουν μέσα στα διηγήματά του, ειδικά όταν η παλέτα του συγγραφικού δαιμονίου του περιλαμβάνει ψάρια, δεινόσαυρους, κατσαρίδες και μυρμήγκια.
Το καταληκτικό «Επιρρεπίμετρο» θα έπρεπε να απουσιάζει, όπως θα έπρεπε να είχε κοπεί και το αμέσως προηγούμενο «Ευπωλητέλος». Αμφότερα συνιστούν εκφάνσεις δημιουργικής υπερβολής που δεν προσδίδουν τίποτα στη συλλογή. Αντιθέτως, ο αναγνώστης εδώ νιώθει ότι ο συγγραφέας επιδίδεται σε ανούσιους ακκισμούς, έτσι όπως τεντώνει την έμπνευσή του στα άκρα για να τη βγάλει και εκτός μυθοπλαστικής συνθήκης, αλλά και όπως αποπειράται να σκαρφιστεί δικαιολογίες για τη μοίρα του συγγραφέα και τα οποία αδιέξοδά του. Θα διαβάσει κανείς το καταληκτικό διήγημα, με τα επιεικώς “τραγικά” λογοπαίγνια και δεν θα απορήσει; Παραθέτω για να δείξω ότι, εδώ, η ετεροντροπή –το κριντζάρισμα– φτάνει σχεδόν στο σημείο να αμαυρώσει το σύνολο του έργου:
«[...] σε κάποιο σεμινάριο δημιουργικής ή τριμιουργικής γραφής» (σ. vii), «[...] ο δίχως την παραμικρή έμπνευση πια συγγραφέας, ο πληνγραφέας [...]» (ό.π.), «[...] οι ήρωες των παλιών του γραπτών, σχηματίζοντας μια σειρά όπως αυτές που συναντά συνήθως κανείς σε κηδείες, γάμους, βαφτίσεις και βιβλίο παρουσιάσεις (ή βιβλιοαπουσιάσεις) [...] (σ. ix).
Η συλλογή θα κέρδιζε σημαντικά από την απάλειψη και μόνο, τόσο των δύο καταληκτικών «διηγημάτων» όσο και του εισαγωγικού «Εν αρχή ην ο λόγος να σηκωθείς…».
Τελικά, είναι αυτό το τέλος που εξωθεί τον αναγνώστη να διαβάσει το Τέλος Πάντων, όχι κυριολεκτικά, όπως νομίζω επιθυμεί ο συγγραφέας, αλλά ως αυτό που σημαίνει: συμβιβασμό, υποχώρηση, ανακούφιση – ένα «ας είναι».
— Αχιλλέας ΙΙΙ, Τέλος πάντων, Ίκαρος: 2024, 184 σελίδες, ISBN: 9789605726393, τιμή: €12.50.