Skip to main content
Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2024
Έμφαση στον συγγραφέα

Γράφει ο Κώστας Μαυρουδής μια πραγματεία, μια αυτομυθοπλασία για το παρελθόν αλλά και για το πώς αυτό προσεγγίζεται μέσα από τις μυθοπλασίες, τις δόκιμες των λογοτεχνών αλλά και τις αδόκιμες των αναγνωστών ή τυχαίων συναπαντητών; Πιθανόν. Διάβασα το βιβλίο με μεγάλο ενδιαφέρον και ομολογουμένως το χάρηκα, παρά τις όποιες αντιρρήσεις μου – τύπου και ουσίας. Προτιμώ όμως να διαβάζω βιβλία που με συγκινούν –με τις όποιες αστοχίες τους– πάρα αλάνθαστες “πραγματείες” που διεκδικούν με αξιώσεις τη θέση υποκατάστατων βαλεριάνας.   

Συνιστά πρόκληση για τον αναγνώστη η έστω και μερική αποκωδικοποίηση του τρόπου με τον οποίο κινείται ο συγγραφέας σε ένα πεζό, ειδικά όταν το πεζό δεν χαρακτηρίζεται από γραμμικότητά ή συνοχή πλοκής αλλά απαρτίζεται από θραύσματα. Η αυτομυθοπλασία, βλέπετε, δεν έχει πάντοτε εμφανή πλοκή· δεν υπάρχει εδώ κάποια ιστορία παρά το ότι το κείμενο βρίθει ιστοριών που του προσδίδουν, όχι μόνο ευπρόσδεκτη ελαφρότητα αλλά και χαρακτήρα. Αυτό όμως που με ερεθίζει σε αυτές τις περιπτώσεις είναι το πώς περνάει ο συγγραφέας από το ένα θραύσμα στο άλλο. Ποιος υπόρρητος κανόνας, ποιες υπόγειες διεργασίες κινητοποιούν τον ειρμό της σκέψης του; 

Αν θα έπρεπε να σας δώσω ένα μόνο στοιχείο που χαρακτηρίζει Το αλάτι του Bad Ischl αυτό θα ήταν η εμμονή του Μαυρουδή στο ύφος και στη λεπτομέρεια. «Le style c’est l’homme» («Το ύφος είναι ο άνθρωπος») (σ. 27), θα πει ο συγγραφέας με τα λόγια του Μπυφόν. Η αισθητική είναι αυτοσκοπός διατείνομαι κι εγώ πολλές φορές για να στηλιτεύσω περιπαικτικά φίλους και γνωστούς –ενίοτε προσμετρώ και τον εαυτό μου σε αυτούς– όταν συναισθάνομαι ότι παρεκτρέπονται, όταν παρεκτρέπομαι κι εγώ, επιτρέποντας να σηκώσουν κεφάλι στοιχεία της καθημερινότητας που έχουν να κάνουν περισσότερο με τη χρηστικότητα και λιγότερο με την αισθητική. Γιατί, αν μας διδάσκει κάτι η πραγματικότητα αυτό είναι το πόσο αλλότριες, ή τουλάχιστον δυσδιάκριτες, τείνουν να είναι οι αξιώσεις της αισθητικής στα απλά, καθημερινά. Έτσι, δεν μπορώ να προσπεράσω την εισαγωγή του συγγραφέα –ένα κείμενο δύο σελίδων και κάτι γραμμών– για να πει με εξαιρετικό τρόπο κάτι απλό: «Η λογοτεχνία καθαρογράφει το πρόχειρο της εμπειρίας» (σ. 14). Διαβάστε αυτό το «καθαρογράφει» με την έννοια της κοπτικής/ραπτικής αλλά και της επινοητικής διάθεσης που συνιστά ίδιον της συγγραφής: «[...] δεν διστάζουμε να φαλκιδεύσουμε τα γεγονότα (ακόμη και την ιστορία μας), αν αυτό αναβαθμίζει ή καταξιώνει το τετριμμένο» (σ. 15) καταλήγει στην εισαγωγή του ο Μαυρουδής και αμέσως νιώθει κανείς ότι συνυπάρχει, κειμενικά, με έναν άνθρωπο που εξ αρχής απεκδύεται τα φύκια και ασπάζεται τις μεταξωτές κορδέλες. Εξάλλου, όπως θα προσπαθήσω να δείξω, το «πεζό» του Μαυρουδή είναι και μια θαυμαστή αφήγηση που διακριτικά αποζητά μύστες, καθώς υπαινίσσεται έναν κώδικα συμπεριφοράς και θέασης του κόσμου. Ναι, πολύ φοβάμαι ότι υπάρχει η λογοτεχνική θέαση του κόσμου, αυτό που ο Ενρίκε Βίλα-Μάτας ονομάζει «νόσο της λογοτεχνίας» στο μυθιστόρημά του «Η νόσος του Μοντάνο» (Καστανιώτης 2006). Και ο Μαυρουδής, πασιφανώς, νοσεί.  

Διαβάζουμε: «Δεν ήταν συγγραφέας. Τον ενδιέφερε ο αφηγημένος κόσμος και όχι η αναμέτρηση με τη δημιουργία του. Κανένα από τα διηγήματα που κατά καιρούς έγραψε δεν είχε τελειώσει. Η επιφύλαξή του ήταν δυνατότερη απ’ την ανάγκη για την προσοχή των άλλων», (σ. 62). 

Αρνητικά επηρεασμένος από την εμμονή για προσοχή που δημιουργούν οι πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης, δεν μπορώ να μην σταθώ σε αυτή την εξαιρετική παρατήρηση που συνοψίζει το ιδιότυπο άχθος της συγγραφής. Το να σε ενδιαφέρει «ο αφηγημένος κόσμος» αλλά όχι «η αναμέτρηση με τη δημιουργία σου» συνιστά παράδοξο καθότι η ακρίβεια, η πιστότητα και η αισθητική αρτίωση του «αφηγημενου κόσμου» είναι πολύ δύσκολο να επιτευχθούν αν δεν «αναμετρηθεί κάποιος και με τη δημιουργία του». Η γραφή εν κενώ, για την ικανοποίηση κάποιων επιθυμιών, ή και αναγκών –«Εξομολογηθείτε στον εαυτό σας: θα πεθαίνατε τάχα, αν σας απαγόρευαν να γράφετε;» (Ρίλκε, Γράμματα σε ένα νέο ποιητή, 1929)– του δημιουργού, δύσκολα μπορεί να ευδοκιμήσει. Αν και ομολογουμένως δεν μπορώ να σας προσφέρω κάποιο επιχείρημα γι’ αυτή την παρατήρηση, καθώς παραμένει πάντα ανοιχτή στο δικαστήριο της εμπειρίας, φαντάζει εξαιρετικά δύσκολο να ανακαλυφθεί μέγας συγγραφέας που ποτέ δεν είχε κάνει απόπειρες έκδοσης, έστω και περιορισμένα, έστω και σε στενό κύκλο γνωστών και φίλων (βλ. Κ.Π. Καβάφης), έτσι ώστε να διαπιστώσει το αποτέλεσμα της αναμέτρησης με τη δημιουργία του. Δεν μπορούμε όμως να αντισταθούμε στον πειρασμό να παρατηρήσουμε ότι συνάδει η συνθήκη αυτή με μια διαίσθηση αθωότητας, όπου το υποκείμενο της γραφής απορροφάται σε τέτοιο βαθμό από το αντικείμενό του ώστε να μην δύναται να εισέλθει αναμεταξύ τους ούτε μια σκλήθρα οίησης και ναρκισσισμού, που θα υπαγόρευε στον αναστοχαστικό χαρακτήρα του συγγραφέα να ρίξει μια ματιά στον καθρέφτη της ματαιοδοξίας.   

Τι προτάσσει λοιπόν ο Μαυρουδής; Ένα πλέγμα διακειμενικών αναφορών που άλλοτε συγχρωτίζεται και άλλοτε συμφύρεται με ένα σύνολο προσωπικών αναφορών που αποζητούν διέξοδο μέσω της γραφής. Ο συγγραφέας θυμάται αλλά έχει πλέον μάθει να μην εμπιστεύεται τη μνήμη του. Μοιάζει με τον ήρωα μιας εκ των «Πέντε εξεζητημένων ιστοριών» του που πασχίζει να διαφεντεύσει το ευμέγεθες κοπάδι των εννοιών που αποζητούν τις ονομασίες τους: «[χ]ιλιάδες έννοιες στο μυαλό μου δεν γνωρίζουν ή δεν θέλουν να πουν το όνομά τους» (σ. 65). Αυτό όμως ουδόλως τον πτοεί. Μια ζωή χωρίς εμφανή σημάδια, χωρίς μετρονομικές αποδελτιώσεις αφήνεται βορά στις ορέξεις της επινόησης, και ποιός αρμοδιοτερος από τον λογοτέχνη για να μασκαρέψει τα αμασκάρευτα;

Τι είναι όμως συγγραφικά αυτά τα «αμασκάρευτα»; Υπάρχει, καταρχάς, μια «θεωρία αλήθειας» εδώ: «Οι διαθέσεις, όπως τα όπλα, υπερασπίζουν μια Αλήθεια, της οποίας μεγαλύτερος εχθρός δεν είναι κάποια άλλη Αλήθεια, αλλά μια διαφορετική προσήλωση» (σσ. 29-30) γράφει ο Μαυρουδής. Αυτή η προσήλωση στη λογοτεχνία, σύμπτωμα της νόσου που ανέφερα, μοιάζει κάπως με τη “μαγεία” του ταχυδακτυλουργού. Γιατί ο λογοτέχνης παλεύει αενάως με μια στενάχωρη αλήθεια, που, όσοι από εμάς ενδημούμε εξωλογοτεχνικά, ουδόλως τη φανταζόμαστε, αν και πιθανώς εκφάνσεις της μας έχουν ακουμπήσει: «[...] καμία διάθεση δεν αποδίδεται απόλυτα. Είτε διότι πρόκειται για στοιχείο που μόλις το μαντεύει η γλώσσα, είτε γιατί δεν βρίσκει εκφραστικό ισοδύναμο. Κάθε κείμενο είναι (και) μαρτυρία μιας αδυναμίας. Η ιδέα, εντελέστερη απ’ την διατύπωσή της, έχει αφήσει απ’ έξω ένα υπόλοιπο αδιείσδυτο απ’ τη γραφή. Η αναμέτρηση που προηγήθηκε σπανίως διακρίνεται» (σ. 85). Η «αναμέτρηση» που αναφέρει ο Μαυρουδής είναι μέρος της “μαγείας” στην οποία καλείται να καταφύγει ο συγγραφέας για να σερβίρει το έδεσμά του. Με σκανδαλίζει αυτός ο υπόρρητος πλατωνισμός του Μαυρουδή αλλά δεν θα ενδώσω στη συζήτηση των ορίων και των δυνατοτήτων της γλώσσας και της γραφής. Θα σημειώσω μόνο ότι φαντάζει κατάτι φτηνό και στερεοτυπικό, για κάποιον με τις προσλαμβάνουσες και τις περγαμηνές του Μαυρουδή να πραγματεύεται τη θέση ότι η γλώσσα φονεύει την ιδέα και αδυνατεί να αποτυπώσει την απολυτότητα της εξωγλωσσικής σκέψης. Μου φαίνεται δηλαδή ότι αφήνεται εδώ ο συγγραφέας σε έναν αυτοματισμό, μια μουλωχτή διευκόλυνση, και λίγο, ίσως, ακκίζεται με το να βάζει τον αναγνώστη στη θέση να τον θαυμάσει, παρά τις “αντικειμενικές” αδυναμίες της γραφής.   

Ας δούμε όμως λίγο τη σημασία του τίτλου: Το αλάτι του Bad Ischl έρχεται από ένα απόσπασμα του Μαξ Ζέμπαλντ (1944-2001) από το Αίσθημα Ιλίγγου (μτφρ. Ι. Μεϊτάνη, Άγρα: 2009). Ο Ζέμπαλντ, αφού μας εξιστορεί το περιστατικό μιας θείας του «με ακραία μορφή άνοιας» που πέθανε στο γηροκομείο, προβαίνει σε μια αινιγματική νύξη: «Για εβδομάδες μετά τον θάνατό της, δεν μπορούσα να βγάλω από το μυαλό μου ένα γαλάζιο, μισοάδειο πακέτο με αλάτι του Μπαντ Ισλ, αφημένο, ποιος ξέρει πόσον καιρό πριν, κάτω από το νεροχύτη του διαμερίσματός της» (Ζέμπαλντ, 46). Ο Μαυρουδής σχολιάζει: «Η σημείωση δεν ξεπερνά τις πενήντα λέξεις, αλλά είναι αρκετή για να φωτίσει τον ρόλο (εδώ, το υπομνηστικό καθήκον) που αναδέχονται κάποτε τα αντικείμενα. Το γαλάζιο πακέτο, μας λέει (για την ακρίβεια, αποφεύγει να το πει), δεν είναι απλώς μια “αδράνεια” του παλιού εαυτού· έχει χαρακτήρα οπισθοφυλακής, συνεχίζει τις αψιμαχίες με τον χρόνο για λογαριασμό της παλιάς κατόχου» (σ. 86). Αυτή δεν είναι μόνο μια πολύ εύστοχη παρατήρηση αντάξια των ικανοτήτων του συγγραφέα· είναι και ένα στοιχείο που προσδίδει συνοχή στο βιβλίο.      

Η «αδράνεια» του παλιού, αυτό το «αίτημα επιστροφής» που αναφέρεται σε πολλά φυσικά πρόσωπα που κάνουν το πέρασμά τους στο κείμενο, ο Μαυρουδής το συναρμόζει και σε έννοιες αφηρημένες, όπως τον παλαιό κόσμο της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων, που ονειρεύεται ως σωτηρία στα δεινά της Ευρώπης του Μεσοπολέμου ο Γιόζεφ Ροτ στο έργο του, ή ακόμη και στον παλιό κόσμο μιας στείρας ηθικής, που προτάσσει ο Κούρτσιο Μαλαπάρτε. Οι επαναλήψεις και αλληλοκαλύψεις, πάντα μέσα από τις προσωπικές επιλογές και τα γούστα του συγγραφέα, που και αυτά με τη σειρά τους τροφοδοτούνται και απλώνουν τις ρίζες τους μέσα από όχι και τόσο εμφανή συναπαντήματα που έχουν να κάνουν με οικογενειακές αλλά και εντελώς τυχαίες θεάσεις, διανθίζουν όλο το βιβλίο. Ο Μαυρουδής φαίνεται να ασφυκτιά κάτω από τη σαγήνη της φόρμας στη λογοτεχνία, που αδιαμφισβήτητα συνιστά (η φόρμα) ερωμένη που δεν χαρίζεται εύκολα. Γράφει ο συγγραφέας, που δίνει μια άτυπη μάχη για να επαναφέρει στη ζωή –ενάντια στον Ρολάν Μπαρτ– τον συγγραφέα και να αποκαθηλώσει μέσα από το κείμενό του την ιερότητα στην προσήλωση προς το κείμενο και τη γλώσσα:  

«Για ποιον δεν θα ήταν σπουδαία εμπειρία η Έρημη Χώρα και τα ποιήματα του Προύφροκ πριν το αμείλικτο ψαλίδι του Πάουντ; Ποιος δεν θα έβλεπε με ενδιαφέρον βιβλία των ημερών μας, που ξάπλωσαν στην κλίνη ενός Προκρούστη-δοκιμαστή και βγήκαν έργα υποψήφια για βράβευση. Η λογοτεχνία σχετίζεται στενά με έναν κόσμο άγνωστο ή μυθοποιημένο» (σ. 139).  

Διατείνομαι ότι ο Μαυρουδής δουλεύει αντίστροφα. Αφορμάται από τα μεγάλα και δοκιμασμένα έργα της υψηλής κοπτοραπτικής της λογοτεχνίας και αποπειράται, με τα υλικά τους, να κατασκευάσει πιο πλαδαρά –γήινα– εμπλουτισμένα με βιωματικά, προσωπικά του στοιχεία· σαν να αποζητά μέσα από το κείμενο τη δική του «αδράνεια» και τα «αιτήματα επιστροφής» των δικών του ανθρώπων. Το αλάτι του Bad Ischl συνιστά έτσι μια κίνηση προς το πρόσωπο του συγγραφέα που εδώ προσπαθεί και πάλι να σαρκωθεί – μέσα όμως πάντα από την αναπόδραστη συνθήκη του κειμένου. «Είναι Πάσχα του 1962. Απόγευμα Κυριακής. Ακούγονται ακόμα πού και πού μερικά βαρελότα. Ο κύριος Παύλος Κ. (συνταξιούχος της εταιρείας Singer) έχει βγει με λευκό πουκάμισο στον σχεδόν ετοιμόρροπο εξώστη του σπιτιού του. Κοιτάζει τον ορίζοντα προς τη δύση και βήχει. “Και λοιπόν;”, δικαιούται να ρωτήσει ο αναγνώστης» (σ. 166).

Τι πιο ιδιοσυγκρασιακό, εξάλλου –ένα καπρίτσιο του συγγραφέα–, αυτό που διαβάζουμε στην τελευταία πρόταση των σημειώσεων: «Συνηθίζοντας πάντα να τοποθετώ μερικές σελίδες του αμέσως προηγούμενου βιβλίου μου στο επόμενο, έχω κάνει το ίδιο και στη παρούσα έκδοση» (σ. 225).   

Ας διατυπώσω όμως και μερικές αντιρρήσεις. Πρώτα κάτι που έχει να κάνει με τους τύπους. Σε δύο σημεία ο Μαυρουδής δεν αποδίδει σκέψεις στους δημιουργούς τους. Το κάνει άραγε από αβλεψία; Δεν μπορώ να γνωρίζω αλλά επειδή ο ίδιος αναφέρεται λεπτομερώς στον εαυτό του, όταν παραθέτει αποσπάσματα από προηγούμενα έργα του, το βρίσκω ανεπίτρεπτο να αμελεί να σημειώσει ότι, για παράδειγμα, όταν γράφει «Το Παλάτι των Δόγηδων στη Βενετία [...] θύμιζε στον Γκριλπάρτσερ κροκόδειλο [...] (σ. 92) αυτό προέρχεται από το Αίσθημα Ιλίγγου τού Ζέμπαλντ, και μάλιστα, μερικές σελίδες παρακάτω από το σημείο που γίνεται η αναφορά στο «αλάτι του Μπαντ Ισλ» – γι’ αυτό εξάλλου και το εντόπισα, εντελώς τυχαία, καθώς παρασύρθηκα και διάβασα δέκα σελίδες παρακάτω. Παραθέτω από το Αίσθημα Ιλίγγου (Άγρα 2009): «Ακόμη και στο παλάτι των Δόγηδων ο Γκριλπάρτσερ αποδίδει πολύ περιορισμένη σημασία. Παρά τη λεπτότητα της τέχνης στις αψίδες και τις πολεμίστρες, γράφει, το παλάτι των Δόγηδων έχει άμορφο σώμα και θυμίζει κροκόδειλο» (Ζέμπαλντ, σσ. 51-52). Ένα δεύτερο σημείο εντοπίζεται στο «Μακαριότητα: μια τιράντα πεσμένη απ’ τον ώμο, μας αφορούσε κάποτε περισσότερο από την πτώση μιας κυβερνήσεως» (σ. 188). Η συγκεκριμένη ρήση ανήκει στον Καρλ Κράους. Δυστυχώς, δεν κατέστη δυνατό να εντοπίσω το αντίγραφό μου, του Ρήσεις και Αντιρρήσεις (Opera: 1992). Ασπάζομαι στο συγκεκριμένο θέμα το, ας το πω έτσι, «δόγμα Αρανίτση», το οποίο διατείνεται ότι είναι τυχερός ο συγγραφέας όταν του προσάπτονται μόνον μομφές που έχουν να κάνουν με την ιδιοκτησία ιδεών, για τον πολύ απλό λόγο ότι στη λογοτεχνία, σήμερα, υπό το πρίσμα του πληθωρισμού και της σχετικής κοινοκτημοσύνης ιδεών, η ουσία εντοπίζεται όχι τόσο στο τι δανείζεται κανείς αλλά στο πώς ακριβώς "ξοδεύει" τα δανεικά.

Αντιρρήσεις ουσίας έχω, αλλά και πάλι δεν καθιστούν με κάποια έννοια προβληματικό το κείμενο του Μαυρουδή. Βλέπετε, το συγκεκριμένο έργο δεν είναι ακριβώς μυθοπλασία. Ενέχει και δοκιμιακές απολήξεις που τείνουν πάντα, αν είσαι και λίγο τζόρας, να δημιουργούν προστριβές “ουσίας”. Στο δια ταύτα: «Απ’ τις Βέδδες μέχρι τη Βίβλο, και απ’ τον Σαίξπηρ μέχρι τους Γάλλους κλασικούς, καμία σελίδα δεν μετέβαλε κάτι στις συνειδήσεις. Εκατομμύρια βιβλία μάς άφησαν όπως ακριβώς μάς βρήκαν. Μόνο ένα –κι αυτό με πενιχρά αποτελέσματα– θα μπορούσε να εξαιρεθεί: ο Ποινικός Κώδικας» (σ. 110). Αντιπαρέρχομαι το καταληκτικό ημί-σκωπτικό σχόλιο του νομικού Μαυρουδή και στρέφω τα βέλη μου στο πρώτο σκέλος του αποσπάσματος που προφανώς και δεν με πείθει. Για να πειστώ, θα χρειαζόταν το περίφημο «control group», ούτε λίγο ούτε πολύ, ένας κόσμος που δεν θα είχε υποβληθεί στην επήρεια ουδεμιάς σελίδας λογοτεχνίας. Πολλά αλλάζουν μέσω της λογοτεχνίας και των τεχνών γενικά – πολύ περισσότερα απ' όσα αλλάζουν μέσω άλλων, πιο στείρων και δήθεν πιο αποτελεσματικών μεθόδων. Θα δεχόμουν όμως ως περιπετειώδη σκέψη τη θέση ότι όχι μόνο δεν κάνει καλό η λογοτεχνία αλλά διαφθείρει· επουδενί όμως αυτή την ηθική νηνεμία. 

Θα κλείσω με μια αναφορά στο μπερνχαρντικό (sic) Ζάλτσμπουργκ. Γράφει ο Μαυρουδής: «Ο Μονταίνι θεωρούσε –να κάτι θεμελιώδες για τους νόμους της γοητείας– οδυνηρή την υποχρέωση να βλέπουμε συνεχώς αυτό που γνωρίζουμε (το “πασίδηλον” όπως λέγαμε στα νομικά), ή αυτό που μας αφορά άμεσα (το επωφελές). [...] Σε κάθε ταξίδι έβλεπα με ανάλογο θαυμασμό το Ζάλτσμπουργκ. Η σύγχρονη εικόνα, όχι μακριά από τις παλιές χαλκογραφίες, δεν είχε χάσει το γόητρό της. [...] Όλα αυτά, μέχρι να διαβάσω την αυτοβιογραφία ενός αυτόχθονα, του Τόμας Μπέρνχαρντ [...] (σ. 141). Ο Μαυρουδής κλονίζεται: «Από τον ρόλο του περιηγητή πέρασα βίαια στην μπερνχαρντική ανέχεια [...] (ό.π.). Ο Μπέρνχαρντ όμως στην αυτοβιογραφία του αναφέρει για το Ζάλτσμπουργκ, και παραθέτω από μνήμης εδώ, ότι: «Πρέπει να προλάβει να το εγκαταλείψει κανείς πριν η ομορφιά του τον σακατέψει». Εννοώντας βέβαια κάτι βαθύτερο: να το εγκαταλείψει κανείς πριν η αισθητική αρτιότητά του τoν κάνει να εθελοτυφλεί απέναντι στα σαθρά ηθικά ερείσματα της κουλτούρας των κατοίκων του· πριν ο καθολικισμός σε συνδυασμό με τα κατάλοιπα του εθνικοσοσιαλισμού τον σακατέψουν μια για πάντα. Πώς όμως να δεχτεί κανείς κάποιον που διαβάζει, έστω και με φειδώ, ταξιδιωτικές πληροφορίες στον Μπέρνχαρντ; Δεν έχουμε εδώ να κάνουμε με μια κλασική περίπτωση ετερογονίας των σκοπών; Ο Μαυρουδής τείνει να διαβάζει τον Μπέρνχαρντ, για να το πω περιπαικτικά, ως «tripadvisor»! Ο συγγραφέας βέβαια είναι προσεκτικός και δεν αφήνει να φανεί ακριβώς η αξιολογική του ματιά. Οι αναφορές του όμως, στην επόμενη παράγραφο, σε επιπλέον μομφές του Μπέρνχαρντ κατά της πατρίδας του και των κατοίκων της είναι κατά κάποιο τρόπο άδικες και για έναν άλλο λόγο, γιατί εκφέρονται από το στόμα ηρώων μυθιστορημάτων του αυστριακού – αναφέρει εξάλλου το Ο αποτυχημένος, (1983). «Κανείς τόπος δεν εμφανίζει την ψυχή του» (σ. 142) στον επισκέπτη, θα πει ο Μαυρουδής ανασκευάζοντας κάπως την αρνητική εμπειρία του. Φρονώ ότι ένας Μπέρνχαρντ για κάθε χώρα θα ήταν μια ενάρετη συνθήκη που θα προσέφερε και μια ματιά στα εν οίκω –πέρα από το πασίδηλον και το επωφελές– κάθε πολιτείας. Άσκηση επί χάρτου: ποιος άραγε, τηρουμένων πάντα των αναλογιών, θα μπορούσε να είναι ο Έλλην Μπέρνχαρντ;  

Μην σας αποπροσανατολίζουν όμως αυτές οι αντιρρήσεις. Το αλάτι του Bad Ischl, όπως και η αυτομυθοπλασία Ο καρπός της ασθενείας μου (Κίχλη 2021) τού ομόσταβλού του Νικήτα Σινιόσογλου συνιστούν βιβλία που σε προκαλούν να διαφωνήσεις σε πολλά σημεία, χωρίς να χάνουν τίποτα από την αξία τους ως λογοτεχνικά κείμενα. 

— Κώστας Μαυρουδής, Το αλάτι του Bad Ischl, Κίχλη: 2022, 232 σελίδες, ISBN: 9786185461546, τιμή: €14.50.