«Η χημεία, που την κρατάει καλμαρισμένη και υποταγμένη, είναι ο νέος αφέντης μετά τον πατέρα και τον σύζυγο και φυσικά τη μικροκοινωνία, μέσα στην οποία ανατράφηκε» (σ. 16).
Η ανοϊκή ηρωίδα στο «Τα μαύρα ρούχα της», που ανοίγει τη συλλογή, προσπαθεί να κρατηθεί από τη μοναδική ψηφίδα αληθινής ζωής που της έχει απομείνει – «Μια ζωή, σύντομη αλλά ζωή, μαζί του» (σ. 18). Μια ανάμνηση αντίδοτο για την υποταγή στους «αφέντες» του παρελθόντος. Η ηγεμονία της χημείας, πάντως, θα αποδειχθεί βραχύβια. Το συγκεκριμένο είναι νομίζω το πιο ισορροπημένο διήγημα της συλλογής.
Από τις δεκατρείς γυναίκες που παρουσιάζει σε ισάριθμα διηγήματα η Δώρα Κασκάλη, μόνο μία έχει όνομα. Πιθανώς όχι τυχαία, είναι ρομπότ οικιακή βοηθός. Στο σύμπαν της συγγραφέως αξιώνεται όνομα μόνο μια μηχανή, που εκτελεί ευσυνείδητα τα “γυναικεία” καθήκοντά της. Τα διηγήματα είναι ενταγμένα άλλοτε στο παρόν και άλλοτε σε ένα απροσδιόριστο, δυστοπικό μέλλον. Οι ιστορίες, με εμφανές έμφυλο πρόσημο, θα αποπειραθούν να σκιαγραφήσουν ποικίλα αδιέξοδα, πάντα υπό τη σκέπη του τίτλου αλλά και κάπως έκκεντρα.
Αν κάπου ξεχωρίζει αυτό το Αμάραντες, είναι στο σημασιολογικά προσηνές «Θάλλουν για πάντα». Η απογοητευμένη ηρωίδα «έχει δεκαπέντε χρόνια να κάνει έρωτα» (σ. 38). Η εμμονή για απόλυτο έλεγχο στο περιβάλλον εργασίας αλλά και η προάσπιση της ιδιωτικότητάς της μπορεί να λειτουργούν ως αντιπερισπασμοί στη μοναξιά της, εκβάλλουν όμως στην απόλυτη απουσία ανάληψης ρίσκου. Όσο ατροφεί το κεφάλαιο «αναζήτηση ερωτικών συντρόφων» τόσο θεριεύει μια ιδιότυπη νεοπλασία που κυριεύει τον χώρο του γραφείου της. Τα πλαστικά λουλούδια που το κοσμούν αρχίζουν να μεγαλώνουν –«[ε]ίναι παράλογο» (σ. 39)– ανεξέλεγκτα και απειλητικά, υποδηλώνοντας τον σεξουαλικό λιμό της. «Αριστερά και δεξιά από την οθόνη του υπολογιστή μπιγκόνια (Begonia) κι έρωτας (Impatiens). Στη μια γωνιά της θυρίδας, ορχιδέα (Orchis) με δύο άνθη και ένα μπουμπούκι». [...] Η Begonia είναι γεμάτη μπουμπούκια που μοιάζουν με ανθρώπινα στόματα με κοφτερά δόντια και έχει φτάσει το ένα μέτρο. Ο Impatiens έγινε θάμνος» (σσ. 37, 40). Το τέλος προμηνύεται δυσοίωνο.
Στο «Πέρα από τον Παράδεισο» η απέχθεια της επίσης μοναχικής ηρωίδας προς τους συνεπιβάτες της, όταν αναγκάζεται να στριμωχθεί στο λεωφορείο σε ώρα αιχμής, έχει κάτι νοσηρό που φτάνει στην υπερβολή. Αν και τριτοπρόσωπη, η περιγραφή είναι χαρακτηριστική: «[...] είχαν θρονιαστεί, χυθεί σχεδόν, πάνω στις θέσεις με τα νερουλιασμένα κρέατά τους οι πενηντάρες, τέσσερις ξεβαμμένες ξανθές που καλαμπούριζαν φωναχτά και χυδαία [...] (σ. 57), «[...] η χοντρή μανούλα, ο κακομοίρης πατέρας και τα έξι τους παιδιά» (ό.π.), «[...] προτιμούσε τη μονίμως μαυροντυμένη καρακάξα» (ό.π.), «[...] οι άσκεφτοι αυτοί άνθρωποι μετά από την τερατογένεση όχι μόνο δεν έβαλαν μυαλό, αλλά θέλησαν να επικυρώσουν με τους επόμενους, κακοφτιαγμένους σπόρους τους την παρουσία τους σε τούτο τον κόσμο, ο οποίος θα ήταν πιθανόν καλύτερος και ομορφότερος χωρίς παρόμοια εξαμβλώματα» (σ. 58).
Η ηρωίδα προσπαθεί να αντισταθεί στα ερεθίσματα του περιβάλλοντος ανοίγοντας αρωματισμένα μαντηλάκια ενώ αναπολεί το έμπλεο θεσπέσιων αρωμάτων παρελθόν της, ειδικά μετά τη στιγμή που στο λεωφορείο επιβιβάζεται ο «βδελυρός εξηνταπεντάρης» (σ. 59). Η Κασκάλη, με δύο προτάσεις προς το τέλος, θα προσδώσει στο διήγημα μια απρόσμενη τροπή που ανάγει την ηρωίδα της σε άλλη Μπλανς Ντιμπουά: «Περίεργο που δεν είδε σαν σωτηρία από το λεωφορείο [...] τη στάση της, όπως φάνηκε να ζυγώνει μετά τη στροφή του δρόμου. Λες και κάτι την κρατούσε στο κύτος, κάτι ανώτερο της ζητούσε διαρκέστερη παρουσία» (σ. 65). Ενώ η συγγραφέας έχει δώσει, μερικές γραμμές παραπάνω, στίγμα για το τι είναι αυτό το «ανώτερο»: «Κάποια στιγμή έπρεπε η ομορφιά να νικήσει την ασχήμια, ο πολιτισμός το ζώο, ο μυριστικός κήπος τον βόθρο» (ό.π.), δεν παύει να αιωρείται στην ατμόσφαιρα και μια λανθάνουσα ερωτική έλξη προς τον «βδελυρό» συνεπιβάτη της.
Η Κασκάλη δεν διστάζει να αναφερθεί ακόμη και στο θέμα της αναπηρίας. Τρία διηγήματα θα πραγματευτούν, μέσα από διαφορετικές καταστάσεις τη συγκεκριμένη θεματική: «Θυσία», «Ανδρείκελα» και «Άννα Ρουμπινστάιν». Ξεχωρίζω το «Ανδρείκελα», ίσως όχι τόσο επειδή επικεντρώνεται ευθέως σε μια δυσπλασία –«Κουμπώνω τη μεταλλική κνήμη στον δεξί μηρό· το πιο δικό μου μέλος που αυτός δεν τόλμησε να χαϊδέψει με το βλέμμα, όταν με πρωτοαντίκρισε στο ραντεβού που κλείσαμε με τόση προσμονή [...]» (σ. 36)– αλλά γιατί πειραματίζεται με την έννοια του τίτλου. Το «Ανδρείκελα» δεν είναι ξεκάθαρο αν αναφέρεται στο ρομπότ που εμφανίζεται στο διήγημα ή στους homo sapiens ήρωες. Επιπρόσθετα, αυτό το καταπληκτικό «[...] για μια συνάντηση που έληξε σύντομα, μες στην αμηχανία» (ό.π.) λειτουργεί παρηχητικά προς τις συνέπειες των μηχανών, που διαφεντεύουν την ιστορία.
Το «Η τελευταία μέρα», που επικεντρώνεται στη γυναικεία ερωτική επιθυμία, χαρακτηρίζεται από μια αμεσότητα που κερδίζει τον αναγνώστη. Η επικείμενη σύγκρουση μετεωρίτη με τη γη και η ερωτική συνεύρεση δύο σχεδόν αγνώστων υποσκάπτονται όμως από πραγματολογικές αβλεψίες. «Επέστρεψε και την αγκάλιασε ξανά. Της ζήτησε να γυρίσει στους δικούς της, της υπενθύμισε ότι δεν είχαν πια χρόνο για να σπαταλούν τις στιγμές. Πήγε στην κουζίνα και άρχισε να συμμαζεύει το τραπέζι» (σ. 54).
Σε άλλα σημεία, το κείμενο διολισθαίνει σε μελοδραματισμούς. Όπως, για παράδειγμα, στο «Στα χέρια», όπου η μετανάστρια δασκάλα πιάνου θα πέσει θύμα ληστείας και τα χέρια της θα τραυματιστούν ανεπανόρθωτα:
«Μπορεί και να νομίζει πως είναι απ’ την τρομάρα της που κινεί τα δάκτυλα πάνω, κάτω, πάνω, κάτω. Δεν θέλει να του εξηγήσει ότι δοκιμάζει πάνω στο φανταστικό της πιάνο, για τελευταία φορά, μια συγκινητική και βαθιά προσωπική εκδοχή των Γυμνοπαιδιών. Δεν θα καταλάβαινε. Δεν ξέρει πια πώς να βολέψει τα χέρια της. Τ’ αφήνει να κρέμονται άχαρα, σαν κρεάτινα ξέφτια. Γνωρίζει ότι η μουσική δεν θα την επισκεφτεί ποτέ ξανά. Όσο και να προσπαθήσουν οι γιατροί. Όσο και ν’ αποκατασταθούν οι βλάβες» (σσ. 68-69).
Τα σημεία αυτά όμως δεν είναι πολλά. Αν κάτι προβληματίζει πιο έντονα είναι ότι η Κασκάλη δυναμιτίζει τις ομολογουμένως ευφάνταστες επινοήσεις της λόγω γλώσσας, που παραμένει επίπεδη και όχι χωρίς κάποια υφολογικά ατοπήματα.
— Δώρα Κασκάλη, Αμάραντες, ο μωβ σκίουρος: 2024, 104 σελίδες, ISBN: 9786185476397, τιμή: €12,00.