Το μυθιστόρημα της Ελισάβετ Παπαδοπούλου (Διδυμότειχο, 1965) θα ήταν ένα ακόμη από τα βιβλία που διαβάζω μέχρι ενός σημείου –πενήντα ή εκατό σελίδες– και τα παρατάω, γιατί δεν υπάρχει λόγος να γράψει κανείς ένα κριτικό σημείωμα όταν κάτι βρίσκεται τόσο μακριά από το γούστο του. Κατανοώ ότι το «γούστο» είναι στενάχωρη έννοια, καθότι εξ ορισμού υποκειμενικό και η κριτική οφείλει να κομίζει “επιχειρήματα”. Η λογοτεχνία όμως δεν είναι ούτε φιλοσοφία ούτε επιστήμη. Όπως ίσως θα γνωρίζετε η επίκληση στην όποια λογική επιχειρηματολογία στο πλαίσιο της τέχνης γενικά, και της λογοτεχνίας ειδικά, κάνει χρήση παραθεμάτων από το έργο –με τον κατάλληλο σχολιασμό– για να συμπαρασύρει τον αναγνώστη του κριτικού κειμένου σε έναν “λογικό” χώρο όπου ο κριτικός νιώθει ότι μοιράζεται με το κοινό του. Με απλά λόγια, όταν διατυπώνω μια αντίρρηση ή, αντιστρόφως, επαινώ ένα στοιχείο του βιβλίου σάς συμπαρασύρω να ενστερνιστείτε το γούστο μου, το οποίο μέσω μιας “λογικής” αξιώνεται, έστω στιγμιαία, τη θέση κάποιας αντικειμενικότητας. Δεν δύναμαι όμως ποτέ να σας πείσω «πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας».
Το μυθιστόρημα της Παπαδοπούλου, για να επιστρέψω στο προκείμενο, το διάβασα ολόκληρο. Δυστυχώς, όχι επειδή διέκρινα τελικά κάτι θετικό που θα μπορούσα να το αναφέρω παράλληλα με τις αντιρρήσεις μου. Το διάβασα, και με στενοχωρεί που το διατυπώνω έτσι, επειδή με σκανδάλισε η πρόκληση, αφενός, να προσπαθήσω να εξηγήσω γιατί το βιβλίο αποτυγχάνει με όσους τρόπους αποτυγχάνει και, αφετέρου, να το χρησιμοποιήσω ως παράδειγμα για κάποιες παρατηρήσεις πάνω στη λειτουργία της λογοτεχνίας και της κριτικής.
Η Παπαδοπούλου δεν γράφει μια ιστορία τοποθετημένη στο σήμερα. Ο μύθος της διαδραματίζεται στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ‘90 –γίνεται ρητή αναφορά στον νόμο Παπαθεμελή και στο χρηματιστήριο– και αυτό της προσφέρει τη δυνατότητα να μπορεί να σκεφτεί οπισθοδρομικά. Και αυτό θα ήταν δόκιμο, καθώς ο ιστορικός χρόνος ενός μυθιστορήματος ουδόλως επηρεάζει την ποιότητά του. Η γραφή της Παπαδοπούλου όμως τυγχάνει εξαιρετικά συντηρητική. Δεν είναι μόνο ο μύθος της που κάνει τον αναγνώστη να χάνει το ενδιαφέρον του, είναι και ο τρόπος που γράφει. Η συγγραφέας αφηγείται τη ζωή δύο κοριτσιών. Η παχύσαρκη Νεφέλη που χειραγωγείται από την κοσμική μητέρα της, «που θεωρεί το πάχος αναπηρία» και η Λίλα, «με μια μάνα θρησκόληπτη και εκδικητική, [που] ψάχνει προστασία στους άνδρες», όπως διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο. Αμφότερες οι ηρωίδες θα δεχτούν τη βοήθεια δύο ακόμα προσώπων, της Άννας και του Ίκαρου, που, παρότι και οι ίδιοι τραυματισμένοι από το οικογενειακό περιβάλλον έχουν καταφέρει να σταθούν στα πόδια τους.
Γιατί όμως λέω ότι ο αναγνώστης χάνει το ενδιαφέρον του; Η παχύσαρκη Νεφέλη, που ζει με την πλούσια μητέρα της, θα ερωτευτεί, με την ανοχή του πατέρα της, τον νεαρό Αλβανό κηπουρό της οικίας, η μητέρα της θα θεωρήσει ότι αυτό δεν συνάδει με την τάξη τους, αλλά ο έρωτας και τα αληθινά συναισθήματα, τελικά, θα θριαμβεύσουν. Η Λίλα, από την άλλη, που ζει ως μοντέλο βήτα διαλογής και κάνει χρήση ουσιών, που της προσφέρει αφειδώς ο παντρεμένος, υψηλόβαθμο κυβερνητικό στέλεχος, Αντώνης Β., που τυγχάνει και περιστασιακός εραστής της, θα αποπειραθεί να γλιτώσει από το τέλμα της όταν ερωτεύεται τον Ίκαρο. Η κατάληξη, και εδώ, είναι επίσης μελοδραματική αλλά δεν θα έχει αίσιο τέλος. Παρότι ο μύθος δεν κομίζει κάτι ρηξικέλευθο –ελάχιστες ιστορίες εξάλλου το επιτυγχάνουν αυτό– θα μπορούσε υπό προϋποθέσεις να σταθεί αξιοπρεπώς. Δεν συμβαίνει όμως κάτι τέτοιο.
Η Παπαδοπούλου στέκει διαμετρικά αντίθετα προς αυτό που πολλές φορές αποκαλείται στη γραφή «ελλειπτικότητα». Μπορεί να μην βρίσκεται ακριβώς στο επίπεδο που βρίσκεται ο Κώστας Κρομμύδας, του οποίου το τελευταίο μυθιστόρημα, Κι ως την άλλη μου ζωή θα σε λατρεύω (Διόπτρα: 2023), έχω χαρακτηρίσει ως «κυλιόμενο αφηγηματικό διάδρομο που μετακινεί τον αναγνώστη μπροστά από ένα σύνολο προκατασκευασμένων εκθεμάτων τα οποία αναγνωρίζει μέχρι κεραίας», αλλά τελικά δεν απέχει και πολύ από μια τέτοια συνθήκη. Η Παπαδοπούλου, οφείλω να αναγνωρίσω, γράφει με μεγαλύτερη σύνεση. Η αλήθεια είναι ότι πολλές φορές γράφει τόσο επεξηγηματικά που μοιάζει να διολισθαίνει από τη λογοτεχνική υφή του κειμένου και να υπεισέρχεται στην επικράτεια του λόγου μιας, ας την πω καταχρηστικά, εκλαϊκευμένης ψυχολογίας. Παραθέτω:
«Έτσι ήταν η Λίλα. Σαν φταίχτρα είχε μεγαλώσει και η ενοχή είναι κάτι που δεν το τινάζεις εύκολα από πάνω σου. Ύστερα, κάτι τύποι σαν τον Αντώνη τα μυρίζονται αυτά, κάνουν δοκιμαστικά, βλέπουν μέχρι πού τους παίρνει. Με τη Λίλα τον έπαιρνε, το ήξερε, όμως η Άννα ήταν αποφασισμένη να κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι της για να μην την αφήσει στο έλεός του ούτε στο έλεος μιας ντροπής που δεν ήταν της Λίλας, αλλά του Αντώνη. Άλλωστε, ήξερε πολύ καλά η Άννα τι είναι ικανοί να κάνουν τέτοιου είδους άντρες, που κάνουν ό,τι κάνουν αλλά δεν παίρνουν την ευθύνη για τη συμπεριφορά τους, επειδή ο θυμός είναι η κρυψώνα και το άλλοθί τους. Έτσι, μια ζωή ψάχνουν για φταίχτες, μερικές φορές μάλιστα τους διαλέγουν. Χρειάζονται τα θύματα για να στηρίξουν μια εξουσία που δεν είναι σε θέση να την υποστηρίξουν απέναντι σε ανθρώπους με ισχυρή αυτοπεποίθηση και εχέγγυα τέτοια, που τους εξασφαλίζουν την ανεξαρτησία» (σσ. 61-62).
Όπως και:
«Από την άλλη, οι μαμάδες είναι τελείως ηλίθιες όταν πρόκειται για τις κόρες τους. Δεν ξέρουν τι υπάρχει στο μυαλό των παιδιών τους επειδή δεν θέλουν να ξέρουν. Οι μαμάδες θέλουν να ζουν με τα ψέματα των παιδιών τους, με την ιδέα που έχουν οι ίδιες για τα παιδιά τους. Αναγκάζουν μ’ αυτό τον τρόπο τα παιδιά να τους λένε ψέματα, ευχαριστημένες με την εικόνα που τα παιδιά τούς πασάρουν, και δεν ρισκάρουν να ρίξουν μια ματιά στην πραγματικότητα, επειδή εκεί τα πράγματα είναι πολύ ζόρικα και συνήθως τα παιδιά αναγκάζονται να τα βγάλουν πέρα μόνα τους» (σ. 66).
Ποιο ακριβώς είναι όμως το πρόβλημα; θα διερωτηθεί κάποιος. Εδώ, ακουμπάμε πάνω σε αυτό που ανέφερα στην αρχή ως «γούστο». Πολλοί αναγνώστες επιθυμούν να τους πιάσεις από το χέρι και να τους εξηγήσεις τα πάντα. Είναι ακριβώς οι ίδιοι αναγνώστες που όταν βρεθούν απέναντι στη συνθήκη της «ελλειπτικότητας» αποπροσανατολίζονται και χάνουν το ενδιαφέρον τους. Πιστεύουν ότι ο συγγραφέας τους “εξαπατά” με ατάκτως ερριμμένα και ετερόκλητα στοιχεία που, απλά, δεν βγάζουν νόημα. Η κατάσταση βεβαίως περιπλέκεται ακόμη περισσότερο, καθώς ενίοτε δύναται να συμβαίνει και αυτό. Η γραμμή, εξάλλου, ανάμεσα στον απατεωνίσκο και τον «μεγάλο δημιουργό» είναι πολλές φορές εξαιρετικά δυσδιάκριτη. Το βαθύτερο πρόβλημα με την εμμονή στην επεξηγηματικότητα, γενικά, είναι ότι υπονομεύει τη δύναμη του κειμένου γιατί του στερεί την πολυσημία. Όσο ο συγγραφέας εξηγεί, και δεν αφήνει τον αναγνώστη να σκεφτεί και να εξηγήσει, απομειώνει τη λογοτεχνικότητα του έργου του. Ένας από τους βασικούς λόγους που ένα μυθιστόρημα προσφέρεται για πολλαπλές αναγνώσεις είναι, εκτός από την πολυπλοκότητά του, και η ελλειπτικότητα, που διευκολύνει ποικιλία ερμηνειών.
Η λογοτεχνία παραμένει πάντα και μια άσκηση ύφους, που καθώς ενορχηστρώνει τον μύθο –το περιεχόμενό της–, καλείται να ισορροπήσει σε μια λεπτή γραμμή ανάμεσα στην επεξηγηματικότητα και στην ελλειπτικότητα, έτσι ώστε ο αναγνώστης να βιώσει, έστω και στιγμιαία, την ηδονή μιας “ρηξικέλευθης” οπτικής. Και θέτω το «ρηξικέλευθης» εντός εισαγωγικών γιατί είναι ακριβώς η αγαστή συνέργεια φόρμας/περιεχομένου που πολλές φορές δίνει την ψευδαίσθηση του ρηξικέλευθου – και αυτό αρκεί. Η λογοτεχνία, βλέπετε, δεν προσφέρει πουθενά εχέγγυα αλήθειας αλλά μόνο αισθητική πλήρωση. Η μεταφυσική της λογοτεχνίας είναι αποκλειστικά και μόνον μια μεταφυσική υπέρβασης της πραγματικότητας. Εύλογα, η σχετικότητα ανάμεσα σε όλες αυτές τις κατηγοριοποιήσεις αποδεικνύεται καθοριστική, καθώς είναι τα αναγνωστικά, και όχι μόνο, ερεθίσματα που έχει αφομοιώσει ο εκάστοτε αναγνώστης που καθιστούν ένα έργο αντικείμενο θαυμασμού σε κάποιον και απέχθειας σε κάποιον άλλο.
Η επεξηγηματικότητα όμως δεν είναι το μόνο πρόβλημα του συγκεκριμένου μυθιστορήματος. Η Παπαδοπούλου σκιαγραφεί καταστάσεις που στις περισσότερες περιπτώσεις παραμένουν απλοϊκές. Παραθέτω:
«“Δώσε μια ευκαιρία στον εαυτό σου για ένα κανονικό ραντεβού με έναν κανονικό άνθρωπο κι ύστερα για μια κανονική σχέση” της είχε πει η Άννα» (σ. 91).
Εδώ, δεν είναι μόνο ότι ο αναγνώστης απορεί με την έννοια του «κανονικού». Το πρόβλημα είναι βαθύτερο: η Άννα, που σε άλλα σημεία του βιβλίου –βλ., για παράδειγμα, το απόσπασμα των σελ. 61-62 που έχω παραθέσει– επιδίδεται σε “εμβριθή” ψυχαναλυτικά σχόλια δεν γίνεται να προτείνει στη Λίλα τέτοιες κοινοτοπίες. Η Παπαδοπούλου υπονομεύει την ηρωίδα της, ασχέτως αν το εν λόγω ραντεβού αποδεικνύεται τελικά προβληματικό.
Επιπροσθέτως, η Παπαδοπούλου προτάσσει καθαρές γραμμές διάκρισης ανάμεσα στο καλό και το κακό, ενώ, συχνά, καταφεύγει σε κοινότοπες και καταχρηστικές διευκολύνσεις που φαντάζουν και είναι βγαλμένες από έναν κόσμο που έχει περάσει ανεπιστρεπτί.
«Μα πιο πολύ την τάραξε το γεγονός ότι πιθανόν έτσι σκέφτονται και ζουν οι κανονικοί ενήλικες άνθρωποι. Οι κανονικοί άνθρωποι αλλάζουν συντρόφους και ζωές. Έτσι έχουν τα πράγματα, σκέφτηκε η Λίλα, και για πρώτη φορά είδε πεντακάθαρα ότι η ίδια θα μπορούσε να γίνει ευτυχισμένη μόνο στη μονιμότητα. Μήπως αυτός τελικά είναι ο μοναδικός λόγος που είναι σημαντικές οι οικογένειες; Η μονιμότητα. Η μόνη πραγματική σταθερά στη ζωή ενός ανθρώπου. Το σπίτι. Η αγάπη μιας μητέρας. Κι όταν δεν υπάρχει οικογένεια; Κι όταν η οικογένειά σου ποτέ δεν υπήρξε συνισταμένη ασφάλειας και αγάπης; Τότε μπορεί να καταλήγεις να πιστεύεις ότι οι μεγάλες αγάπες έτσι πρέπει να είναι: μόνιμες» (σ. 107-108).
Το πρόβλημα με το συγκεκριμένο απόσπασμα δεν εντοπίζεται μόνο στο ότι συνιστά μελοδραματισμό – θα μπορούσε υπό προϋποθέσεις να σταθεί αν η συγγραφέας το είχε με κάποιο τρόπο αφήσει να εννοηθούν παρόμοιες σκέψεις. Έτσι όπως παρουσιάζεται όμως είναι αφελές και εξεζητημένο – ακραίος συναισθηματισμός. Η απλή και βασανισμένη κοπέλα που αντιτίθεται στις θέσεις του υπερφίαλου, κακομαθημένου και πλούσιου νεαρού με τον οποίο έχει βγει ραντεβού: «Ο κανακεμένος γιος που δεν είχε χάσει σε ολόκληρη τη ζωή του το παραμικρό, είχε αρπάξει τις ξένες φωνές, μιλούσε σε διεθνή συνέδρια για λογαριασμό ανθρώπων που πάσχιζαν για τα βασικά, χωρίς να διαισθάνεται τίποτα από την ερεβώδη αγωνία τους» (σ. 109).
Κάτι αντίστοιχο θα συναντήσουμε και σε ένα ακόμη σημείο, όταν η Λίλα θα οδηγηθεί στον εισαγγελέα.
«Ο εισαγγελέας ήταν ένας σχολαστικός μικρόσωμος άντρας με χοντρά γυαλιά, ούτε σαράντα χρόνων, που όμως η σοβαρότητα και το ντύσιμό του τον έκαναν να μοιάζει ηλικιωμένος. Η ερώτηση που έκανε ταίριαζε επίσης σε ηλικιωμένο άντρα. “Ο πατέρας σου τι γνώμη έχει για τα καμώματά σου;” ρώτησε ο εισαγγελέας. [...] [...] [Ο] εισαγγελέας, που είχε μεγαλώσει σε ένα ήπιο περιβάλλον, δεν ήξερε από κόσμους που δεν σου δίνουν επιλογή. Ήξερε μονάχα από νεαρούς και νεαρές που διαλέγουν να είναι αποπροσανατόλιστοι, που τους φαίνεται πολύ κουλ και αντισυμβατικό να είναι έτσι και που τους αρέσει με αυτό τον τρόπο να εκνευρίζουν τους γονείς τους. Ταυτόχρονα όμως ξέρουν αυτοί οι νεαροί ότι οι εκνευρισμένοι γονείς τους, σε κάθε δύσκολη στιγμή, γεμάτοι εκνευρισμό, θα είναι εκεί για να σώσουν τα αντισυμβατικα παιδιά τους. Αυτή η σκέψη ήταν που κάθε φορά έκανε έξαλλο τον εισαγγελέα. Επειδή ο εισαγγελέας ήταν το παιδί που είχε απίστευτα καλογραμμένα τα τετράδιά του, που ο γραφικός χαρακτήρας του έμοιαζε σχεδόν μηχανογραφημένος και που ήταν αποτελεσματικός σε καθετί με το οποίο καταπιανόταν. Όμως ταυτόχρονα ο εισαγγελέας ήταν το παιδί που οι συμμαθητές του δεν το έβρισκαν συμπαθητικό και τα ομορφότερα κορίτσια το απέρριπταν. Τον είχε πονέσει αυτό τον εισαγγελέα, όμως δεν το άφησε να φανεί. Επειδή τότε ακόμη ο εισαγγελέας δεν είχε εξουσία. Επειδή τότε ακόμη δεν είχε δει τους συμμαθητές του να πέφτουν στα πόδια του και να συνθηκολογούν. Επειδή τότε δεν είχε έρθει ακόμη η στιγμή που τα κρίματά τους θα ζητούσαν τη δική του άφεση. Τότε ακόμη οι συμμαθητές του δεν ήξεραν πόσο πολύ μπορεί να ζεστάνει μια ψυχή σαν τη δική του η ήττα της δικής τους συνθηκολόγησης, ούτε πώς ακριβώς σε κάτι τέτοιες στιγμές μετατρέπεται ένα πρόσωπο σε ρετιρέ της χαράς» (σσ. 152-154).
Εδώ, η Παπαδοπούλου λαϊκίζει δοκιμάζοντας την υπομονή του αναγνώστη, κατασκευάζοντας στο πόδι στερεοτυπικούς “εχθρούς” που βάλλουν διαρκώς εναντίον της ηρωίδας της, ενώ, ταυτοχρόνως, εκβιάζει τη συμπάθεια του κοινού με κοινοτοπίες. Ο εισαγγελέας είναι ο κατεξοχήν άνθρωπος που λόγω επαγγέλματος, ακόμη κι αν έχει «μεγαλώσει σε ένα ήπιο περιβάλλον», γνωρίζει πολύ καλά «από κόσμους που δεν σου δίνουν επιλογή». Εκπλήσσομαι ειλικρινά από αυτό το απόσπασμα, γιατί η ίδια η συγγραφέας, σύμφωνα με ένα από τα βιογραφικά της, έχει προϋπηρεσία στο δικαστικό σώμα.
Θα κλείσω αυτό το ιδιοσυγκρασιακό κριτικό σημείωμα κάπως απρόσμενα. Παρά τις όποιες αντιρρήσεις μου το βιβλίο είναι ανώτερο από το τελευταίο μυθιστόρημα του Κώστα Κρομμύδα, το οποίο ανήκει στην κατηγορία των ευπώλητων. Η Παπαδοπούλου, εικάζω, και το λέω αυτό χωρίς ίχνος ειρωνείας, θα μπορούσε υπό τη σωστή καθοδήγηση και με την ανάλογη προώθηση να απευθυνθεί σε σημαντικά ευρύτερο αναγνωστικό κοινό.
Η απορία παραμένει: πόσο καλό πρέπει να είναι ένα μυθιστόρημα για να καταστεί εξαιρετικά δύσκολο να γνωρίσει εμπορική επιτυχία;
— Ελισάβετ Παπαδοπούλου, Υψηλές για την εποχή θερμοκρασίες, Καστανιώτης: 2023, 224 σελίδες, ISBN: 9789600371840, τιμή: €15.00.