Αν είναι να καταπιαστείς με την παράδοση, ως δημιουργός, έχεις δύο επιλογές: είτε θα πατήσεις πάνω της, θα βουλιάξεις μέσα της και θα σε αφομοιώσει (ενώ θα έχεις ίσως την εντύπωση ότι εσύ είσαι που την έχεις αφομοιώσει) είτε θα τη χρησιμοποιήσεις σαν εφαλτήριο για να πας παρακάτω: θα την «πειράξεις», θα την ξεκαλουπώσεις, θα την ανανεώσεις.
Ο Μάρκος Κρητικός στο μυθιστόρημά του Το μπλουζ της πεταλούδας έχει επιλέξει το πρώτο (αν και ίσως έχει την εντύπωση ότι έχει επιλέξει το δεύτερο). Είναι φανερό ότι έχει εντρυφήσει στο αστυνομικό και τα υποείδη του, και έχει εμπεδώσει τους κώδικες και τα μοτίβα, ιδιαίτερα του αμερικανικού hardboiled, του γαλλικού neo-polar και του μεσογειακού noir. Οι επιρροές, κατ’ αντιστοιχία, από Chandler κ.ά., Manchette κ.ά., Izzo κ.ά. όχι μόνο δεν κρύβονται, αλλά επιδεικνύονται με υπερηφάνεια.
Το μυθιστόρημα φιλοδοξεί να είναι ένα «σκληρό» αστυνομικό. Έχει όλα τα απαραίτητα υλικά: ντετέκτιβ, μοιραίες γυναίκες, αλκοόλ, ναρκωτικά, κακοποιούς, καταγώγια, φλερτ, σεξ, βία, φόνους. Οι αναλογίες είναι σωστές, η δομή κλασική. Όλα στη θέση τους. Και όμως, το αποτέλεσμα είναι οριακά ικανοποιητικό – και αυτό απαιτεί διερεύνηση.
Η δομή είναι δοκιμασμένη στον χρόνο και λειτουργεί: γραμμική ανέλιξη, πρωτοπρόσωπη αφήγηση (εκτός από το κρίσιμο 16ο κεφάλαιο –από τα 17 συνολικά–, όπου γίνεται τριτοπρόσωπη, με ημερολογιακές και ωρολογιακές καταγραφές), σε ενεστώτα χρόνο. Αφηγητής, ο κεντρικός χαρακτήρας, ο ιδιωτικός ερευνητής Μίλτος Οικονόμου. Όλα καλά μέχρις εδώ.
Η πλοκή είναι τετριμμένη, σχεδόν προσχηματική: ένα δίκτυο διακίνησης κοκαΐνης, διεφθαρμένοι μεγαλοδικηγόροι, εκβιασμοί, ξυλοδαρμοί, φόνος, εκδίκηση (αυτοδικία). Αυτό όμως δεν σημαίνει τίποτα: όλα έχουν ξαναειπωθεί· το θέμα είναι πώς τα λέει ο καθένας. Ένας ικανός συγγραφέας όπως ο Κρητικός θα μπορούσε ακόμα και με αυτή την πλοκή να είχε γράψει ένα αξιόλογο αστυνομικό. Αν δεν τα κατάφερε, δεν φταίει τόσο η πλοκή όσο κάποιοι χαρακτήρες και το βεβιασμένα «μεσογειακό» σκηνικό όπου αυτοί εντάσσονται.
Στην προσπάθειά του να προσδώσει εντοπιότητα στο έργο του, ο συγγραφέας αναφέρει οδούς, πλατείες, συνοικίες. Μόνο που η πολυπόθητη εντοπιότητα δεν εξασφαλίζεται με τα τοπωνύμια. Αν, για παράδειγμα, αφαιρεθούν τα τοπικά ορόσημα από το κείμενο, ο αναγνώστης δεν θα καταφέρει να αναγνωρίσει την Αθήνα στο μυθιστόρημα: θα μπορούσε να διαδραματίζεται οπουδήποτε. Ούτε τα νησιά που αναφέρονται (Σαντορίνη και Μύκονος – όχι όποια κι όποια) βοηθούν προς την κατεύθυνση της ελληνικότητας. Έτσι, ακυρώνεται η πρώτη συνισταμένη, αν το ζητούμενο ήταν (όπως προκύπτει από τη δική μου ανάγνωση) ένα ελληνικό νεο-νουάρ με κοινωνικές προεκτάσεις.
Αντιθέτως, η δεύτερη (το νεο-νουάρ) και η τρίτη συνισταμένη (οι κοινωνικές προεκτάσεις) διασώζονται: η σκοτεινή περιρρέουσα ατμόσφαιρα αποσύνθεσης αποδίδεται πειστικά.
Δεν θα ισχυριστώ ότι, σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης, είναι μειονέκτημα η σχετική με την εντοπιότητα αστοχία: δεν είναι. Είναι, όμως, πρόβλημα όταν πασχίζεις να γράψεις ένα μυθιστόρημα ικανό να ενταχθεί στο υποείδος του μεσογειακού νουάρ και να μην τα καταφέρνεις. Το ισχυρότερο επιχείρημα ότι ο Κρητικός αυτό ακριβώς επεδίωξε το προσφέρει ο χαρακτήρας της κυρα-Θοδώρας, της σπιτονοικοκυράς του Οικονόμου, ένας είδος μητρικής φιγούρας. Η μόνη της συνεισφορά στο μυθιστόρημα είναι να μαγειρεύει και να τραπεζώνει τον ντετέκτιβ και τον βοηθό του, τίποτα άλλο. Υπάρχει ένα αλάνθαστο κριτήριο για την αναγκαιότητα ενός χαρακτήρα στη μυθοπλασία: αν αφαιρεθούν όλες οι αναφορές σε αυτόν, αν δηλαδή εξαλειφθεί ο «ρόλος», και δεν αλλάξει απολύτως τίποτα στην πλοκή, τότε ο χαρακτήρας είναι περιττός. Κι ένας χαρακτήρας που δεν έχει ουσιαστικό λόγο ύπαρξης είναι αχρείαστο βάρος στη μυθοπλασία. Ο Κρητικός θέλει την κυρα-Θοδώρα μόνο και μόνο για να μαγειρεύει [«χορτόπιτα» (σ. 73), «χωριάτικο κόκορα κοκκινιστό με χοντρό μακαρόνι» (σ. 94), «κρεατόσουπα» (σ. 134)] και να δίνει μαμαδίσιο «μεσογειακό» χρώμα. Το γεγονός ότι το γαστρονομικό τρικ έχει χρησιμοποιηθεί κατά κόρον στο μεσογειακό νουάρ (από τους Montalbán, Camilleri, Μάρκαρη, π.χ.), θα έπρεπε είτε να αποτρέψει τον Κρητικό από τη χρήση του είτε να εντάξει την κυρα-Θοδώρα ενεργά στην πλοκή, έτσι ώστε να επηρεάζει κάποιες εξελίξεις. Από τη στιγμή που δεν συνέβη τίποτα από τα δύο, η επιμονή του σ’ αυτόν τον χαρακτήρα φανερώνει τη διακαή του επιθυμία να βαδίσει πάνω στα χνάρια των μεγάλων του μεσογειακού νουάρ. Μόνο που αυτό απαιτεί κάτι παραπάνω από μερικά τοπικά εδέσματα.
Ωστόσο, ένας περιττός δευτερεύων χαρακτήρας δεν είναι ικανός να βλάψει ανεπανόρθωτα ένα μυθιστόρημα· ένας προβληματικός κεντρικός χαρακτήρας, όμως, είναι. Ο Οικονόμου περιγράφεται ως: σαρανταπεντάρης, πρώην αστυνομικός, διαζευγμένος, αλκοολικός, γυναικάς, κυνικός, καταθλιπτικός. Τώρα που βγήκατε από το δάσος των στερεότυπων, τι σας θυμίζει; Τον τσαντλερικό Φίλιπ Μάρλοου και τις εκατοντάδες των επιγόνων του είπατε; Μέσα πέσατε.
Ο Οικονόμου είναι η επιτομή των κλισέ του hardboiled: πίνει (και καπνίζει) τα πάντα ακατάπαυστα· σχετίζεται ερωτικά με όλες τις γυναίκες που πληρούν κάπως τα κριτήρια της femme fatale: από τις τρεις καλλονές που «κοσμούν» το μυθιστόρημα, έχει σχέση με την πρώτη (την «πεταλούδα» του τίτλου: μια πανέμορφη εργάτρια του σεξ που παράλληλα παίζει εξαιρετικό πιάνο και διαβάζει φιλοσοφία – με άλλα λόγια, η γυναίκα της διπλανής πόρτας σε κάποιο διπλανό σύμπαν), κάνει σεξ άπαξ με τη δεύτερη (την πελάτισσα που γυρεύει εκδίκηση) και φλερτάρει ασύστολα με την τρίτη (τη δικηγόρο-συνεργάτιδα)· λέει διαρκώς εξυπνάδες (αυτό εμένα μου αρέσει, δε λέω)· τρώει ξύλο συχνά πυκνά και, με τη σειρά του, βάζει τον θηριώδη βοηθό του, τον Βλάση, να δέρνει εκείνους που τον δέρνουν. Επίσης, είναι άριστος γνώστης των καλών τεχνών (μουσική, λογοτεχνία, ζωγραφική), φανατικός αναγνώστης (προχωρημένων) αστυνομικών και φιλοσοφίας (γιατί κατατρύχεται και από υπαρξιστικές ανησυχίες). Αν ο συγγραφέας τον φόρτωσε με τόσες «χάρες» για τον κάνει πιο ενδιαφέροντα, απέτυχε: τον κατάντησε εξωπραγματική καρικατούρα, σαν ντετέκτιβ-δειγματολόγιο. Ο Κρητικός μεταχειρίζεται τον ήρωά του σαν σε παρωδία – ενώ δεν είναι αυτή η πρόθεσή του. Και η απορία μου είναι πώς ένας έμπειρος συγγραφέας (αυτό είναι το πέμπτο του μυθιστόρημα – και το δεύτερο της σειράς με ήρωα τον Οικονόμου) που έχει μελετήσει την αστυνομική λογοτεχνία (αποδεδειγμένο αυτό, και από τις άμεσες αναφορές μέσα στα μυθιστορήματά του και από την αρθρογραφία του) πέφτει σε τέτοιο ατόπημα.
Τούτων δοθέντων, τίθεται το ερώτημα: Υπάρχει χώρος στη σύγχρονη αστυνομική λογοτεχνία για έναν ακόμα «Φίλιπ Μάρλοου»; Ασφαλώς. Η συνταγή είναι επιτυχημένη, συνεπώς γιατί όχι; Τα μυθιστορήματα που αντλούν χωρίς περιστροφές από την παράδοση του hardboiled είναι κατ’ αναλογία σαν τα αυγά μάτια με πατάτες τηγανητές στη διατροφή: κανείς δεν πέφτει ξερός από την πρωτοτυπία του «πιάτου», αλλά οι περισσότεροι το απολαμβάνουν σε κάθε ευκαιρία. Φτάνει αυτό, όμως; Υπό προϋποθέσεις, ναι. Ωστόσο, εδώ οι προϋποθέσεις δεν πληρούνται επαρκώς – με την εξαίρεση του σωτήριου χιούμορ.
Το (μαύρο) χιούμορ είναι το δυνατό του σημείο του Κρητικού. Ο Οικονόμου και ο Βλάσης λένε αστείες ατάκες όλη την ώρα. Το χιούμορ είναι συχνά αυτοσαρκαστικό [«Οι δουλειές πάνε πολύ καλά. Δεν προλαβαίνω να με δέρνουν» (σ. 126)], άλλοτε εύστοχο [«Και πώς μπορείς, βρε Μίλτο, να πίνεις από τόσο πρωί;» «Το μυστικό είναι να ξυπνάς νωρίς» (σσ. 51-52)], κάποτε από επικίνδυνα άστοχο [Με την μπίρα που έχουν πιει μπορείς άνετα να πνίξεις τη γυναίκα σου σε μπανιέρα (σσ. 65-66)] έως σεξιστικό [όταν ο Βλάσης ρωτάει μια παντρεμένη πλην άκληρη μπαργούμαν πώς και δεν έχει κάνει παιδί, ακολουθεί ο εξής διάλογος: «Δεν το έφερε ο πελαργός, μωρό μου». «Και γιατί δεν άλλαξες πουλί;» (σ. 68)], ενίοτε κοινότοπο [Better the devil you know, που λένε και στο χωριό μου (σ. 122)], αλλά συνήθως πρωτότυπο και ευφυές (Στη ζωή μου έχω μάθει να αναγνωρίζω αμέσως τα λάθη των άλλων (σ. 82)].
Με δεδομένη την ικανότητα του Κρητικού να γράφει έξυπνους διαλόγους και να αφηγείται με επάρκεια μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος, θα περίμενε κανείς το Μπλουζ της πεταλούδας να είναι ένα καλό μυθιστόρημα. Και είναι! Βάσει των παραμέτρων που καθόρισε ο ίδιος ο συγγραφέας, είναι ένα μυθιστόρημα που διαβάζεται ευχάριστα. Η ένστασή μου είναι ότι θα μπορούσε, παρά τα προβλήματα που έχω ήδη επισημάνει, να γίνει εύκολα καλύτερο, αν είχαν προσεχθεί κάποιες λεπτομέρειες.
Υπάρχουν τρεις τρύπες στην πλοκή, οι οποίες θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί. Η πρώτη έχει να κάνει με μια απίστευτη επινόηση για την κάλυψη των δραστηριοτήτων του οργανωμένου εγκλήματος: «[…] Η βιτρίνα στη δική τους περίπτωση δεν είναι κάποια φαινομενικά νόμιμη δουλειά αλλά μια δεύτερη παράνομη οργάνωση» (σ. 186). Αυταπόδεικτο το ολίσθημα.
Η δεύτερη δεν είναι ακριβώς τρύπα αλλά συγγραφική αβελτηρία. Ως αρχηγός της εγκληματικής συμμορίας φέρεται ο «πρόεδρος», τον οποίο δεν γνωρίζει κανείς, ούτε καν οι συνεργάτες του. Παρ’ όλα αυτά, ο Οικονόμου τον ανακαλύπτει πανεύκολα, από μια φωτογραφία που του επιδεικνύεται τυχαία (βλ. σσ. 154-155). Η ευκολία και η τυχαιότητα της ανακάλυψης αποδυναμώνουν την ιστορία.
Τέλος, στο κρίσιμο 16ο κεφάλαιο, το οποίο διαδραματίζεται στη Μύκονο (και όπου ο Κρητικός προσθέτει στις επιρροές του και ολίγον από whodunit από την ανάποδη –κάτι σαν howtogetawaywithmurder–, με φτωχά όμως αποτελέσματα) διαπράττεται ένας φόνος που μπάζει από παντού. Ο δολοφόνος και οι συνεργάτες του διαφεύγουν πανεύκολα και το έγκλημα παραμένει ανεξιχνίαστο. Σε πραγματικές συνθήκες, η αστυνομία, ακόμα με παντελώς άχρηστους στελεχωμένη, θα το είχε διαλευκάνει στο άψε σβήσε. Για παράδειγμα, κανείς δεν ασχολείται πραγματικά με την κοκκινομάλλα που φεύγει τρέχοντας από τη σκηνή του εγκλήματος. Επίσης, και μόνο η παρουσία του Οικονόμου στο ξενοδοχείο όπου τελείται το έγκλημα θα αρκούσε για να τον υποψιαστεί η αστυνομία.
Η φιλολογική επιμέλεια της Βασιλικής Σχίζα είναι καλή, με περιστασιακές μόνο αβλεψίες. Έχουν ξεφύγει: ένα λάθος ουσιαστικό [η Βαλερί δεν είναι «πιανίστας» (σ. 30) αλλά «πιανίστα» ή «πιανίστρια»], ένας αγγλισμός [«παίρνω πίσω» (σ. 58), εννοώντας «ξανατηλεφωνώ»], μια πρόταση με 7 απανωτές γενικές σε 8 λέξεις [«[…] μιας αγχωμένης εποχής αχρείαστων παραχωρήσεων και φρούδων ελπίδων» (σ. 114)] και ένα λάθος σε όρο [οι «πιε-νουάρ» αναφέρονται ως «πιερ-νουάρ», τόσο στο κείμενο όσο και στη σχετική υποσημείωση (σ. 33), άρα δεν πρόκειται για τυπογραφικό].
Ο Κρητικός γράφει καλά, στρωτά ελληνικά, χωρίς λεκτικές υπερβολές ή φτηνούς εντυπωσιασμούς. Λογοτεχνίζει μεν (στα πρότυπα του Chandler και πάλι: οι παρομοιώσεις και οι μεταφορές πέφτουν σαν το χαλάζι), αλλά τα καταφέρνει ικανοποιητικά στο ύφος που έχει επιλέξει. Όταν –ευτυχώς, σπάνια– ξεφεύγει, γράφει υπερβολικές (και ακούσια αστείες, τελικά) προτάσεις σαν αυτή: «Η ξανθιά μπαργούμαν, με καμιά τριανταριά χρόνια ενήλικης ζωής να βαραίνουν τα μαλακά μόρια του κορμιού της που δεν είχαν υποστεί επεξεργασία, φροντίζει με επαγγελματική ευσυνειδησία για την αλκοολική μου επάρκεια» (σ. 65).
Η κάθαρση (κεφ. 16) χρήζει ιδιαίτερης μνείας. Ο Οικονόμου και οι συν αυτώ παίρνουν τον νόμο στα χέρια τους και δολοφονούν τον κορυφαίο κακό της ιστορίας, πιστεύοντας προφανώς ότι η επίσημη δικαιοσύνη δεν πρόκειται να επιληφθεί και να τον τιμωρήσει. Εντούτοις, η αυτοδικία παραμένει ηθικά αμφιλεγόμενη. Μια άλλη τιμωρία (όπως, λ.χ., ο οικονομικός ή/και κοινωνικός «θάνατος» του αρχικακοποιού) θα ήταν πιο καλοδεχούμενη από τον αναγνώστη που εμμένει στην έννομη τάξη –και πιο επώδυνη για τον «πρόεδρο»– από την αυθαίρετη εσχάτη των ποινών.
Θα κλείσω με δύο ιδιομορφίες αυτού του μυθιστορήματος, οι οποίες με ξένισαν ιδιαίτερα. Η πρώτη αφορά στις υποσημειώσεις. Υπάρχουν 28 υποσελίδιες σε ένα κείμενο 200 σελίδων. Είναι πολλές – και φλύαρες. Πέραν αυτού, δεν συνηθίζονται οι υποσελίδιες σε μυθιστορήματα (με την εξαίρεση των σημειώσεων του μεταφραστή), γιατί αποσπούν την προσοχή του αναγνώστη και διακόπτουν τη ροή της ανάγνωσης. Αν ο Κρητικός ήθελε οπωσδήποτε να μας δώσει έξτρα πληροφορίες, θα έπρεπε να τις προσθέσει στο τέλος του βιβλίου (κι όποιος τις διάβαζε).
Εδώ μπαίνει κι ένα άλλο ζήτημα: Χρειάζονταν πραγματικά όλες αυτές οι υποσημειώσεις; Ειλικρινά τώρα, γιατί αισθάνθηκε την ανάγκη ο συγγραφέας να μας πληροφορήσει για πασίγνωστους συγγραφείς (ενδεικτικά: Camus, Bukowski, Pessoa), ζωγράφους (Munch, Botticelli, Rubens) και συνθέτες (Chopin); Δεν μπορώ να φανταστώ λόγο άλλο από την «επιμόρφωση του αναγνώστη», πράγμα που, με δεδομένα τα ονόματα που υποσημειώνονται, θεωρώ υποτιμητικό για όλους όσοι διαβάσουν το βιβλίο. Επιλογή τελείως άστοχη.
Η δεύτερη ιδιομορφία αφορά στο “soundtrack” του βιβλίου. Ο Κρητικός δίνει μεγάλη σημασία στη «μουσική επένδυση» του μυθιστορήματός του – και πολύ καλά κάνει. Η ιδέα, άλλωστε, δεν είναι καινοφανής: πολλοί συγγραφείς φροντίζουν να «ακούμε» τα έργα τους. Όταν, δε, οι μουσικές είναι οργανικά ενταγμένες στα κείμενα, το αποτέλεσμα είναι θαυμαστό. Είναι προφανές ότι ο Κρητικός ξέρει από μουσική –και έχει καλό γούστο–, συνεπώς νομιμοποιείται ως dj επί χάρτου. Το πρόβλημα είναι ότι θεωρεί απαραίτητο να διαβάζουμε και τους στίχους των τραγουδιών που «ακούγονται». Στο βιβλίο αναφέρονται 20 κομμάτια και ο συγγραφέας παραθέτει στίχους από τα 14. Υπερβολή κι εδώ. Και πώς τους παραθέτει; Τυπογραφικά διακριτούς μέσα στο σώμα του κειμένου. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να διακόπτεται (πάλι) η ροή της αφήγησης. Και όταν οι στίχοι εξελίσσουν την πλοκή, πάει καλά. Όμως, αυτό δεν συμβαίνει πάντα εδώ: ο συγγραφέας μοιάζει προαποφασισμένος να «βάλει μουσική» και να παραθέσει στίχους, ακόμα και σε βάρος της αφήγησης. Φυσικά, δεν παραλείπει να φτιάξει λίστα στο τέλος του βιβλίου με όσα «ακούστηκαν» (σσ. 227-228), πράγμα απολύτως θεμιτό. Μόνο που θα έπρεπε να μείνει εκεί. Όλοι αυτοί οι στίχοι βλάπτουν το μυθιστόρημά του.
Εν κατακλείδι, το Μπλουζ της πεταλούδας είναι ένα αξιοπρεπές αστυνομικό που –φευ!– θα ξεχαστεί σύντομα. Σίγουρα θα μπορούσε να είναι καλύτερο, αν είχε προσεχθεί στις λεπτομέρειες. [Το έχω ξαναπεί (και δεν θα κουραστώ να το λέω): οι εκδότες πρέπει να προσλάβουν ουσιαστικούς επιμελητές· τουλάχιστον έτσι, ίσως γλιτώσουμε από τα οφθαλμοφανή ευτράπελα.] Από την άλλη, πολύ φοβάμαι ότι καμία από τις προτεινόμενες βελτιώσεις δεν θα καθιστούσε αυτό το μυθιστόρημα σημαντικό – κι αυτό γιατί ο ίδιος ο συγγραφέας επέλεξε να το γράψει χρησιμοποιώντας μια παρωχημένη φόρμα. Οι καιροί έχουν αλλάξει, όμως. Το παραδοσιακό hardboiled αδυνατεί, εκ των πραγμάτων, να δώσει αξιομνημόνευτα δείγματα. Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο Μάρκος Κρητικός έχει ήδη διανύσει μια πορεία και είναι καταξιωμένος συγγραφέας αστυνομικών, θα πρέπει να προσπαθήσει πολύ για να ξεκολλήσει από τα παραδοσιακά μπλουζ και να βρει τη θέση που (φαίνεται πως) εποφθαλμιά στο σύγχρονο μεσογειακό νουάρ.
— Μάρκος Κρητικός, Το μπλουζ της πεταλούδας, Μεταίχμιο: 2021, 229 σελίδες, ISBN: 9786180325720, τιμή: €14,40.