Skip to main content
Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2024
«Επί πτερύγων ανέμων»

Ο Δημήτρης Καρακίτσος αφιερώνει το βιβλίο στη μητέρα του. Του είμαι καταρχάς ευγνώμων που δεν γράφει ένα βιβλίο για τη μητέρα του. Ή αν το γράφει εγώ δεν το πήρα πρέφα, άρα όλα καλά ως εδώ.  

«Με τα λόγια χτίζω ανώγια και κατώγια», λέει η παροιμία που φυσικά διατυπώνεται με αρνητικό πρόσημο γιατί αντιδιαστέλλει τα λόγια με τις πράξεις. Για τη λαϊκή σοφία, βλέπεις, η πράξη είναι βασίλισσα. Η λαϊκή σοφία αρνείται να δει αυταξία στα λόγια. Ο συγγραφέας ήταν και παραμένει παρίας «[...] σε ένα παρόν εσαεί μεταβαλλόμενο, ώσπου τελικά μια λέξη να βρει την όμοιά της για συμπαράσταση, ένα φυτίλι, μια σπίθα και ο άνθρωπος οβίδα να εκτοξευτεί στη φούσκα της αθανασίας» (σ. 248).       

Ο Αστόλφος Βαρνακομπούμπο, ο Δον Υπαστυνόμος, σε μια αναδρομή στο παρελθόν του αναφέρει τον δάσκαλό του, «Δημήτριος» στο όνομα, και τη δακρύβρεχτη ιστορία του και μας λέει ότι «[...] εξέδωσε σε χαρτί αρίστης ποιότητας δύο ποιητικές συλλογές – η πρώτη είχε τον τραβηχτικό τίτλο Οι σκύλοι του φοροεισπράκτορα Ι. Κ. Διονυσίου» (σ. 166). Ο (Δημήτρης) Καρακίτσος έχει εκδώσει μια ποιητική συλλογή, το πρώτο του βιβλίο, με τον τραβηχτικό τίτλο «Οι γάτες του ποιητή Δ. Ι. Αντωνίου» (Ροδακιό, 2012). Ο δάσκαλος αυτός θα διοριστεί τελικά «[...] σε ένα βάρβαρο της Σαραγόσας χωριό» (σ. 167) και ο Αστόλφος, «απαρηγόρητος», θα σκίσει τους κλασικούς «[...] απαγορεύοντας δια παντός στον εαυτό του την καλή λογοτεχνία [...]» και θα στραφεί «[...] εκδικητικά στα αστυνομικά μυθιστορήματα» (σ. 167). Προσέξτε αυτό το «εκδικητικά». Η γενεσιουργός αιτία του Δον Υπαστυνόμου είναι, πλαγίως, ο ίδιος ο Καρακίτσος και το παρελθόν του. Ο συγγραφέας γράφει πάντα για τον εαυτό του. Αλίμονο! Για ποιον θέλετε να γράφει δηλαδή;  

Ο Δημήτρης Καρακίτσος στέκεται απέναντι στην εξής προβληματική: κατασκευάζει ένα μυθιστόρημα σχεδόν τριακοσίων σελίδων· «ένα σουρεαλιστικό αστυνομικό μυθιστόρημα» όπως υποτιτλοφορείται Ο Δον Υπαστυνόμος το οποίο αναζητά απεγνωσμένα το κοινό του. Εξηγούμαι: κανένας οπαδός της αστυνομικής λογοτεχνίας δεν θα συγκινηθεί από την αστυνομική πλοκή του βιβλίου. Αυτό είναι δεδομένο και δεν νομίζω ότι τρέφουν περί τούτου αυταπάτες συγγραφέας και εκδότης. Εξάλλου, η αλήθεια είναι ότι ειδολογικά αυτό το «αστυνομικό» παρεισφρέει σατιρικά. Ο Καρακίτσος γράφει ένα αστυνομικό που παρωδεί τα αστυνομικά ή δεν γράφει καν αστυνομικό γιατί τελικά παρωδεί πολύ περισσότερα όπως θα αποπειραθώ να δείξω. Από την άλλη, αν δεν στοχεύει στο κοινό των αστυνομικών, πού στοχεύει αυτό το βιβλίο; Είναι ίσως ένα εύπεπτο ανάγνωσμα, ένα έξυπνο δώρο, ένα «λυπητερό ευθυμογράφημα» που θα προσφέρει κάποιες ώρες ανάπαυλας στον βιβλιόφιλο φίλο ή συγγενή; Ή μήπως το βιβλίο συνιστά τομή στα πεπραγμένα και άρα θα πρέπει να κινητοποιήσει αναγνώστες πιο απαιτητικούς προς τα λογοτεχνικά δρώμενα; Τι είναι τελικά αυτό το «[...] αστρικό σκάφος που κοιτά από ψηλά τα βαθιά νερά της παλιάς τέχνης [...]» (σ. 31); Και ποια είναι αυτή η παλιά τέχνη; Του αστυνομικού μυθιστορήματος; Ή μήπως, γενικά, του μυθιστορήματος; Ο Δον Υπαστυνόμος έχει καταπώς φαίνεται αγαπηθεί από τον εκδότη του τόσο πολύ που δεν διστάζει να αφήσει το πνεύμα του βιβλίου να διηθηθεί και να φτάσει μέχρι και στον κολοφώνα του, τη συνήθως αποστειρωμένη τελευταία σελίδα που αναγράφονται τυπογράφος, συντελεστές, και ενίοτε αριθμός αντιτύπων: «[...] επιμελήθηκε επί πτερύγων ανέμων ο Κώστας Σπαθαράκης [...]».

Το βιβλίο είναι ένα ιδιότυπο φορμαλιστικό κατασκεύασμα (με πολλές έννοιες φορμαλισμού). Ο φορμαλισμός δύναται να λάβει παραπάνω από μία μορφές: έμφαση στους τύπους παρά στην ουσία, έμφαση στο συντακτικό παρά στο σημασιολογικό (στο νόημα). Τι συμβαίνει όμως εδώ πέρα; Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον, για παράδειγμα, πόσο προσχηματικά αλλά και ουσιαστικά χρησιμοποιεί ο Καρακίτσος την αστυνομική πλοκή για να εκδράμει προς άλλους πιο βαβυλωνιακούς λειμώνες. Δεν γίνεται να εισέλθει κάποιος στην επικράτεια του Δον Υπαστυνόμου και να μην πιαστεί έστω και λίγο στη γητειά των σουρεαλιστικών περιγραφών που σαν αδηφάγος αναρριχητικός κισσός το κυκλώνουν και καλύπτουν κάθε σπιθαμή του. Είναι όμως άλλο να αρέσκεται κάποιος να θαυμάσει αυτή τη σουρεαλιστική χλωρίδα και πανίδα που ευδοκιμεί στο βιβλίο, και άλλο να συνειδητοποιεί ότι εδώ έχει να κάνει με έναν θηριώδη φορμαλισμό που, ως άλλος σκώληξ του πλανήτη Αράκις, εξαπλώνεται για 300 σελίδες (ή μέτρα). Όσο κι αν χαμογελάσει κάποιος, και σε μερικά σημεία, το ομολογώ, γέλασα και ηχηρά με τις ευφάνταστες σουρεαλιστικές κατασκευές, δεν θα μπορέσει να συντονιστεί με το πνεύμα των προσδοκιών του συγγραφέα που ειλικρινά ένιωσα ότι μου διαφεύγουν. Σίγουρα δεν εννοεί ο συγγραφέας ότι ο Δον Υπαστυνόμος είναι ένας άλλος Δον Κιχώτης! Η γεωγραφική περιοχή που εκτυλίσσεται το έργο δεν αρκεί για τον παραλληλισμό που θα ήθελε πιθανώς ο συγγραφέας να σηκώσει το κείμενο. Ούτε αρκεί η αγάπη του Δον Υπαστυνόμου για τα αστυνομικά μυθιστορήματα που υποτίθεται ότι ακολουθεί διακειμενικά την αγάπη του Δον Κιχώτη για τα ιπποτικά μυθιστορήματα. Ούτε βέβαια η σχεδόν εδεμική αθωότητα του Αστόλφου (του Δον Υπαστυνόμου) –που τον αφήνει βορά στη σάτιρα που θεριεύει– αρκεί για να φέρει το πικαρέσκο πνεύμα του θερβαντικού έργου σε μια ευθυγράμμιση με τα τεκταινόμενα της πλοκής του Δον Υπαστυνόμου. Αν αυτά ίσχυαν, θα μπορούσα να συγγράψω κι εγώ, εδώ, μια λογοτεχνική συναστρία αλλά δε νομίζω ότι έχουμε να κάνουμε με κάτι τέτοιο. Ακόμη και αυτό το «επί πτερύγων ανέμων» που έχει βάλει ο εκδότης δεν μπορεί να αναφέρεται σε δονκιχωτικούς ανεμόμυλους! Δεν ξέρω· ίσως συνιστά κάποια θεολογική αναφορά που η κοσμική μου παιδεία, πολύ φοβάμαι, δεν δύναται να με κάνει να αναγνωρίσω έτσι απλά, α καπέλα. Ναι, θα μπορούσε κάποιος να δει μια απόπειρα σάτιρας προς το είδος του αστυνομικού μυθιστορήματος –οι αλλεπάλληλες ανατροπές, το διαζύγιο από τη λογική αλλά και η παρώδηση στερεοτυπικών σκηνών πολλών αστυνομικών ίσως συνηγορούν προς μια τέτοια ερμηνεία. Και πάλι όμως, σηκώνω ψηλά τα χέρια γιατί το αστυνομικό είναι πλέον εκλεπτυσμένο είδος που με αυτοσαρκασμό και γενναίες δόσεις αυτοκριτικής αναγεννιέται, από καιρού εις καιρόν, και μοιράζει εκ νέου την τράπουλα προς έκπληξιν των δυσκοίλιων επικριτών του. Επιπροσθέτως, ο συγγραφέας έχει διανθίσει το έργο με δικές του παρεμβάσεις, έτσι όπως συχνά πυκνά κατέρχεται του πολικού αστέρος όπου διαβιοί μακαρίως για να συμβουλέψει ή να ποδηγετήσει τον «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση» ήρωά του. Και σε αυτές τις παρεμβάσεις μάς αφήνει και αποφθεγματικά σχόλια για τη συγγραφή και τα συχνά ατοπήματά της ή μας ψέγει για την τύφλωσή μας να αναζητούμε αλήθειες και συγκινήσεις άλλου, ενώ αυτές ενδημούν με περισσή χάρη μπροστά στα μάτια μας. «Και να θυμάστε ότι η Μεγάλη Τέχνη είναι αχειροποίητη, είναι άκτιστη, και την απολαμβάνει μόνον όποιος δια γυμνού οφθαλμού μπορεί να ανιχνεύσει ψήγματα χρυσού στο θολό τελλούριο» (σ. 43).  Δεν μπορεί αυτές οι «μεταμοντέρνες» καταβυθίσεις στο μυθιστόρημα, αυτές οι ρωγμές στον τέταρτο τοίχο να συνιστούν την ουσία του. Είναι μήπως, τελικά, ο ίδιος ο Δημήτρης Καρακίτσος ένας Δον Κιχώτης των συγγραφικών πεπραγμένων της εγχώριας Καστίλλης-Λα Μάντσα; Ειλικρινά κάτι άλλο παίζεται που μου διαφεύγει... 

Βασικό χαρακτηριστικό του βιβλίου είναι ότι σε παρασύρει, αν είσαι επιρρεπής, σε ατραπούς αμετροέπειας και ακκισμού –όπως εξάλλου πιστοποιεί η προηγούμενη παράγραφος– γιατί το ίδιο το βιβλίο βρίθει παρόμοιων τακτικών. Η αλήθεια είναι ότι δεν έχω αποφασίσει αν αυτό προσμετράται στα θετικά ή στα αρνητικά του βιβλίου. Πώς όμως να σας το μεταφέρω αυτό; Είναι δώρο άδωρο να προσπαθεί ο συγγραφέας, εσκεμμένα, να πρωτοτυπήσει. Μπορεί να το κάνει αυτό, αλίμονο, άλλα λιγότερο επιτηδευμένα. Αλλά, και αυτό είναι ένα μεγάλο «αλλά» γιατί η πρόζα του Καρακίτσου βρίθει ανεπιτήδευτης επιτήδευσης. Το κείμενο ξεχειλίζει μεν από αμετροέπεια και ακκισμό, αλλά, παραδόξως, αυτό βγαίνει με (δονκιχωτική) ταπεινοφροσύνη. Και δεν είναι μόνο αυτό. Ο αναγνώστης συνειδητοποιεί κάποια στιγμή ότι οι αέναοι επιθετικοί προσδιορισμοί και οι κάθε λογής λεκτικοί και εννοιολογικοί ακροβατισμοί που συλλαμβάνουν εξ απήνης τον αναγνώστη (πόσο μάλλον τον ανυποψίαστο αναγνώστη) αρχίζουν από κάποιο σημείο και πέρα να μοιάζουν με αλγοριθμικές κατασκευές που εκτελούν μια ατέρμονη ακολουθία απρόσμενης όμως πρωτοτυπίας. Ο Καρακίτσος, για να επανέλθω στους φορμαλισμούς, έχει μια εμμονή να επιτίθεται σε τυπολογίες –αστυνομικό μυθιστόρημα, πικαρέσκο, μοντερνιστικό, μεταμοντέρνο, μυθιστόρημα εν γένει– με ακόμα πιο κραυγαλέες τυπολογίες· με τυπολογίες, που, εξωθημένες στο λογικό άκρο τους, δεν τους απομένει παρά να απαρτίζονται από… γρανάζια. Ολόκληρο το τρίτο μέρος του βιβλίου –σχεδόν εκατό σελίδες– καταλαμβάνεται από την αφήγηση/πρόβλεψη για τα μελλούμενα της ζωής του Αστόλφου που εξιστορείται από ένα steampunk κατασκεύασμα: ένα μηχανικό μέντιουμ, τον Θουμαλακαρέγι (ναι, «μαλακα»), από αυτά που τους έριχνες ένα κέρμα και σου έλεγαν το μέλλον. Ο Καρακίτσος εγκιβωτίζει τους φορμαλισμούς της γραφής του σε μια μηχανή. Ενάντια σε οποιαδήποτε έννοια ελεύθερης βούλησης ή δημιουργικότητας, μια μηχανή, λέει ο συγγραφέας, αποφασίζει για το μέλλον του ήρωά του. Προσέξτε την ειρωνεία: το μυθιστόρημα καθίσταται φερέφωνο ενός μηχανικού αυτοματισμού που απαιτεί διαρκώς να τροφοδοτείται με κέρματα! Ο Θουμαλακαρέγι ζητάει ανά τακτά χρονικά διαστήματα χρήματα για να συνεχίσει να μιλάει. Πόσο πιο καθαρά να δηλώσει ο Καρακίτσος ότι το είδος νοσεί από στερεοτυπικές διευκολύνσεις και δολερές, αγοραίες, μηχανεύσεις εν μέσω λιμναζόντων υδάτων; Τι υποδηλώνουν όλα αυτά; Τα πάντα ή και τίποτα. Ο συγγραφέας, έτσι όπως διάβασα εγώ τον Δον Υπαστυνόμο, αποπειράται να κάνει μια τρύπα στο νερό· μια αληθινή τρύπα στο νερό. «Το γράψιμο θα αποτελούσε ανώφελη πράξη αν στη λογοτεχνία δεν ήταν όλα δυνατά» (σ. 248). Και αυτή είναι μια ευγενής και μεγαλειώδης απόπειρα που δεν είμαι όμως πεπεισμένος ότι τη φέρει εις πέρας· δεν είμαι πεπεισμένος ότι ο Καρακίτσος καταφέρνει αυτή την πολυπόθητη και πολύτιμη τρύπα στο νερό.  

Για να το πω πολύ απλά: αν κάποιος παραμείνει στην επιφάνεια του κειμένου, κουράζεται, βαριέται· δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι ανακαλύπτει «[...] ψήγματα χρυσού στο θολό τελλούριο»· αν, από την άλλη, κατέβει πιο βαθιά προβληματίζεται υπό το βάρος του μεγαλόπνοου εγχειρήματος. Ο Καρακίτσος παλεύει να βρει ισορροπία ανάμεσα στη Σκύλλα του επιφανειακού και στη Χάρυβδη του εννοιολογικού βάθους. Ένα αξιόπιστο όμως κριτήριο της αξίας ενός μυθιστορήματος, όπως συχνά αναφέρει ο Ουμπέρτο Έκο, είναι αν αυτό δύναται να καταστεί μηχανή παραγωγής ερμηνειών, και αυτό, Ο Δον Υπαστυνόμος, δείχνει να το επιτυγχάνει.   

— Δημήτρης Καρακίτσος, Ο Δον Υπαστυνόμος, Αντίποδες 2021, σελ. 272, τιμή: € 13,00, ISBN: 9786185267421.