«Ήταν τέλος καλοκαιριού. Σε λίγες μέρες, μπορεί και την αμέσως επομένη, θα φεύγαμε από το λατρεμένο σου σπιτάκι στην άκρη του λόφου, θα γυρνούσαμε πίσω στην έδρα μας, το βραχνό γρανάζι του σχολείου θα έπαιρνε μπρος ξανά. Τότε λοιπόν, σε μια από τις τελευταίες μου βόλτες στα απέναντι ξεροχώραφα, εκείνες τις βόλτες που δεν καλόβλεπες καθόλου και που αν ήσουν λίγο πιο αυστηρός θα μου τις είχες απαγορεύσει, πρωτίστως για το φόβο των φιδιών, βρήκα εγώ το σκουριασμένο πέταλο. Ήξερα πως το πέταλο είναι γούρι και δεν υπήρχε περίπτωση να μην το πάρω μαζί μου. Σηκώνοντάς το είδα ένα πλήθος ζωύφια λουφαγμένα από κάτω, άλλα ψόφια, άλλα ημιθανή. Ύστερα έκανα κάτι που μου φάνηκε ακόμα και την ίδια εκείνη στιγμή αδιανόητο, έβγαλα τη γλώσσα κι έγλειψα την άκρη του, θέλησα να δοκιμάσω τη γεύση της σκουριάς» (σσ. 10-11, δεν έχω διατηρήσει το πολυτονικό της έκδοσης).
Ο Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης (Σέρρες, 1967) κατασκευάζει ένα παραμύθι που υποτίθεται ότι υπαινίσσεται μια αναλογία προς το θεϊκό. Ο πατέρας, μας λέει, φοβόταν τα φίδια αλλά τελικά το φίδι ήταν το ίδιο το παιδί, όπως υποδεικνύεται τόσο εύγλωττα με τη φιδίσια κίνηση της γλώσσας του.
Ποιος είπε ότι η συγγραφή λυτρώνει; Κι αν συμβαίνει το αντίθετο; «Μια αόρατη δύναμη είναι ισχυρότερη από μια ορατή» (σ. 57) θα πει κάποια στιγμή ο ήρωας αλλά δεν είμαστε καθόλου σίγουροι ότι ισχύει κάτι τέτοιο – εξάλλου, όπως θα δείξω παρακάτω, ο αφηγητής είναι εντελώς αναξιόπιστος. Στο ότι η συγγραφή ενδέχεται να καταδυναστεύει συνηγορεί τόσο το περίφημο «ομοίωμα» που έχει καθηλώσει τον ήρωα σε μια ανημπόρια και ακινησία που δεν του επιτρέπει να τραφεί –να ικανοποιήσει την πείνα του– και που τον βάζει στη διαδικασία να σκεφτεί αυτή τη νοερή επιστολή προς τον πατέρα που εμείς διαβάζουμε. Όλο το έργο είναι λοιπόν μια σκέψη –«[ε]ίναι όραμα [...] απλώς ένα όραμα» (σ. 90)– και αυτή η σκέψη στέκει απέναντι στην πράξη –«[θ]α είναι μια πράξη υποχρεωτικής γενναιότητας» (σ. 91)– που θα βγάλει τον ήρωα από το μεταιχμιακό σημείο στο οποίο βρίσκεται εγκλωβισμένος, όπως διαβάζουμε στην προτελευταία γραμμή του κειμένου. Ποιο ακριβώς είναι αυτό το σημείο;
«Θέτω λοιπόν την ερώτηση. Είμαι εγώ αυτός; Γίνεται άραγε, ύστερα από τόσον καιρό που έχει περάσει κι ύστερα απ’ όλα όσα συμβήκαν στο μεταξύ, να είμαι εγώ αυτός ο άνθρωπος που αγοράζει μια μερίδα μπιφτέκια και μια μπίρα πράσινη; Η απάντηση είναι όχι, και το ξέρεις καλά. Πιθανότατα θα γίνω κάποτε, δεν το αποκλείω. Κάποια στιγμή. Αργότερα. Για την ώρα είμαι το γράμμα συνάντησης δύο λέξεων στο σταυρόλεξο. Υπάρχει μια λέξη που βαδίζει ανύποπτη οριζόντια. Και μια άλλη που βυθισμένη στις σκέψεις της κατηφορίζει καθέτως. Δεν γνωρίζονται, άσχετες εντελώς, κι αφηρημένες, και μες την απροσεξία τους πέφτει η μια πάνω στην άλλη. Τη στιγμή της σύγκρουσης ταυτίζονται σ’ ένα και μοναδικό γράμμα· ταυτίζονται για ένα μόνο κλάσμα του δευτερολέπτου, προτού συνεχίσουν το δρόμο τους, την ευθεία, ισοπεδωμένη πορεία της η πρώτη, την οδό της απωλείας η δεύτερη. Καταλαβαίνεις; Καταλαβαίνεις. Είμαι τόσο ίδιος μ’ εσένα ώστε καταλαβαίνεις. Βρίσκομαι εκεί, λοιπόν. Αυτή την ώρα δεν είμαι ούτε ο άνθρωπος που υπήρξα πριν ούτε ο άνθρωπος που θα γίνω μετά. Σημείο μηδέν. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να μείνω ρουφηγμένος στην πολυθρόνα μου, κοιτάζοντας αυτό το κούτσουρο που με εξουσιάζει» (σ. 85).
Το «κούτσουρο» είναι το «ομοίωμα» που ανέφερα παραπάνω, που έχει καθηλώσει τον ήρωα σε αυτό το «[σ]ημείο μηδέν». Σας καλώ να κοιτάξετε το εξώφυλλο του βιβλίου στη φωτογραφία που συνοδεύει το κείμενο. Παρατηρείτε ίσως τις δύο λέξεις που «[...] ταυτίζονται για ένα μόνο κλάσμα του δευτερολέπτου, προτού συνεχίσουν το δρόμο τους, την ευθεία, ισοπεδωμένη πορεία της η πρώτη, την οδό της απωλείας η δεύτερη»; Παρατηρείτε ίσως ότι ο τίτλος της νουβέλας ταυτίζεται με το όνομα του συγγραφέα που τυγχάνει να είναι και το όνομα του πατέρα του;
Το παιδί τείνει πάντα να έχει την επιθυμία να αναπαράγει το οικογενειακό του περιβάλλον. Λίγο ενδιαφέρει αν το περιβάλλον υπήρξε ευχάριστο ή επιβλαβές. Δεν μπόρεσα να μην σκεφτώ καθώς ο ήρωας σμιλεύει το κομμάτι βελανιδιάς για να κατασκευάσει αυτό το «ομοίωμα» ότι κάτι παρόμοιο είχε υποστεί και ο ίδιος στα χέρια του ανώνυμου πατέρα του: «Τώρα ο μητρικός οργανισμός είχε δολοφονηθεί και το ίδιο βρέθηκε αποκομμένο σε ξένο περιβάλλον. Εγώ ήμουν τώρα το αφεντικό και ο δυνάστης του. Αποφασισμένος μάλιστα να το μεταμορφώσω, αφαιρούσα κάθε ανάμνηση του προηγούμενου βίου του. Ολοένα και ταχύτερα απεκδυόταν την εικόνα του δέντρου και έπαιρνε την όψη που αποφάσιζα εγώ να του δώσω. Η αντίστασή του ήταν σχεδόν ασήμαντη· μηδαμινή μπροστά στη δική μου ορμή, στη δική μου βούληση να το υποτάξω και να το μετατρέψω σε κάτι εντελώς διαφορετικό· σε ένα ομοίωμα» (σ. 53). Ο αναγνώστης θα πρέπει όμως να διερωτηθεί για αυτό το περιβάλλον όπου η μητέρα λάμπει δια της απουσίας της. Ο «μητρικός οργανισμός» που διαβάσατε στο απόσπασμα είναι και η μοναδική νύξη κάποιας έκφανσης μητέρας στο κείμενο. Ο ήρωας, έτσι, εμφανίζεται με ένα εξόφθαλμο έλλειμμα επιθυμίας. Η εμμονή του αναφορικά με το έγκλημά του δεν έχει να κάνει με κάποια μορφή λαγνείας αλλά επικεντρώνεται στην «υπεροψία της κρίσης [τ]ου» (σ. 68). Αυτή όμως η κρίση, όχι μόνο είναι αμφίβολη αλλά καταρρίπτεται σε πολλά σημεία: δείτε τη συζήτηση που γίνεται (σσ. 25-26) αναφορικά με το ότι «[η] αλήθεια είναι αδιάφορη», όπως και τον διάλογο που λαμβάνει χώρα με τον Φρέντι, όπου ο ήρωας στηλιτεύει τον συγκρατούμενό του που κρίνει εξ ιδίων τα αλλότρια αλλά αδυνατεί να συνειδητοποιήσει ότι και ο ίδιος εμπίπτει στην ίδια κατηγορία (βλ. σσ. 81-83).
Ο αφηγητής είναι λοιπόν αναξιόπιστος. Τα λεγόμενά του είναι αντιφατικά, αν όχι κωμικά. Οι πράξεις του έτσι όπως μας τις περιγράφει συνάδουν περισσότερο με τις πράξεις κακομαθημένου παιδιού πάρα ενήλικα. Παραθέτω ενδεικτικά: «Όμως η πρόθεσή μου να τον σοκάρω γεννήθηκε από αυτήν ακριβώς τη δική του προϋπάρχουσα αδιαφορία» (σ. 36) όπως και «Ένα απόγευμα που ο πρώην παπάς απουσίαζε βρήκα ευκαιρία και χωρίς να με πάρει είδηση κανείς κόλλησα μια τεράστια τσίχλα, που επί τούτου μασούσα για ώρες, πάνω στη μισοτελειωμένη προβατοκεφαλή του» (σ. 38) αλλά και «Κάποιες λέξεις, σκέφτηκα, είναι δυνατές ερήμην του νοήματός τους, απλά και μόνο εξαιτίας του ήχου τους. Ή της στιλπνότητάς τους. Ή επειδή τις χρησιμοποίησε κάποτε ένα σπουδαίο πρόσωπο» (σ. 39). Σε ποια ακριβώς «υπεροψία της κρίσης [τ]ου» αναφέρεται ο ήρωας; Επιπροσθέτως, παρατηρήστε πώς αποζητά την προσοχή καθώς διατυπώνει με στόμφο παιδικές ασυναρτησίες: «Η συγχώρεση, καταλήγω, είναι η καλύτερη εκδίκηση» (σ. 50).
Η ανθρώπινη συνθήκη συνιστά μια ιδιαίτερη περίπτωση. Παρατηρήστε πώς η έννοια της ύπαρξης ξεπερνά κατά πολύ τη φυσική υπόσταση του ανθρώπου. Η γνώση και μόνο, για παράδειγμα, ότι μια γυναίκα περιμένει παιδί –το έμβρυο δεν συνιστά πρόσωπο, δεν είναι άνθρωπος– αλλάζει ριζικά τη ζωή της. Αλλά και το άκουσμα και μόνο κάποιου ότι ένας μακρινός πρόγονός του υπήρξε απατεώνας αρκεί για να τον ξεβολέψει, να τον βάλει σε σκέψεις, να τον θυμώσει· δυνητικά μπορεί ακόμη και να του στιγματίσει τη ζωή. Κάπως έτσι διατείνομαι λειτουργεί και η εμμονή του ήρωα με το όνομά του, όπως το πραγματεύεται ο Χατζηγιαννίδης. Ο ήρωάς του εμφανίζεται προσκολλημένος στο όνομα του πατέρα του –στη φήμη του– ενώ ο πατέρας είναι κραυγαλέα απών. Ουσιαστικά, παρά το τερατώδες έγκλημά του πιστεύει ότι μόνο η σπίλωση του ονόματος του πατέρα του έχει σημασία: «Αυτό ήταν το μόνο πράγμα που με έθλιβε πραγματικά, ο διασυρμός του ονόματός μας. Όλα τα άλλα δε με νοιάζανε» (σ. 14).
Καλώ λοιπόν τον αναγνώστη να διαβάσει τη νουβέλα όχι ως παραβολή ή αλληγορία. Καλώ τον αναγνώστη να αντισταθεί σε σχοινοτενείς ερμηνείες που ενδέχεται να εμπλέκουν θεολογικές αναλογίες για το ποιος δύναται να είναι ο πατέρας και ο υιός της ιστορίας. Το κείμενο δεν χρειάζεται τίποτα τέτοιο για να προσφέρει καθαρή, ανόθευτη απόλαυση.
«Η κατασκευή του υπήρξε η μόνη μου ίσως επανάσταση. Μια αληθινά αντιεξουσιαστική πράξη» (σ. 65) θα πει ο ανώνυμος ήρωας για τη δημιουργία του περίφημου ομοιώματος που έχει σμιλέψει στη φυλακή. Ομοίωμα που με τη σειρά του, όπως έχουμε δει, στέκει ως άλλη ιδιότυπη φυλακή μετά την αποφυλάκισή του. Για τον Χατζηγιαννίδη, διατείνομαι, η ίδια η νουβέλα του στέκει ως μια τέτοια αντιεξουσιαστική πράξη. Είναι σαν να μας προτάσσει μια ιστορία, όχι επειδή θέλει να εξομολογηθεί ή να ζητήσει συγχώρεση για κάποιο λόγο, με τον τρόπο που δυνητικά το κάνει ο ήρωάς του, αλλά επειδή θέλει να αφουγκραστεί τις αντιδράσεις μας –«έναν αξιοπρεπή ακροατή, αυτό ψάχνω» (σ. 32)– όπως ακριβώς κάνει ο ήρωάς του (βλ. σσ. 30-35). Διάβασα το βιβλίο ως μια ελλειπτική σκανταλιά, μια άσκηση ύφους όπου ο συγγραφέας παίζει με τις διαισθήσεις και τις προκαταλήψεις των αναγνωστών του καθώς πασχίζουν να προσανατολιστούν σε μια υπόθεση εργασίας. Προς αποφυγή παρανοήσεων, ο Χατζηγιαννίδης, ως φυσικό πρόσωπο, ουδεμία σχέση έχει με τον Χατζηγιαννίδη που υπαινίχθηκα ότι εμπλέκεται εν είδει αυτομυθοπλασίας με την αναφορά που έκανα στο «σταυρόλεξο» του εξωφύλλου.
«Όταν όλες οι γραμμές που βλέπεις γύρω σου είναι ίσιες, αυστηρές και παράλληλες, κάθε μικρή καμπύλη, κάθε κούρμπα και κάθε στρογγυλάδα μοιάζει παρηγορητική και όμορφη, ακόμη κι αν πρόκειται για το στόμιο της λεκάνης ή για τα μισοφέγγαρα των κομμένων νυχιών σου» (σ. 31).
Σε έναν κόσμο ευθειών και άτεγκτης αυστηρότητας ο ήρωας αποζητά διακαώς να εκδράμει στην έννοια της καμπύλης. Σε έναν κόσμο εμμονικό με τη συντομοτέρα πάσης πλαγίας, ο ήρωας αποζητά την ηδονή της καμπύλης – την απειροελάχιστη καθυστέρηση και λοξοδρόμηση που υπαινίσσεται η «κάθε κούρμπα». Απέναντι σε έναν κόσμο διδακτισμού και νουθεσίας ο άνθρωπος –ακόμα και κάποιος με τέτοια καταγωγή και όνομα, και εδώ βέβαια το θέμα είναι πέρα ως πέρα ταξινομικό: ο άνθρωπος είναι το είδος που νοσεί από την αντινομία της φύσης του να στέκεται με το ένα πόδι στο χθαμαλό και το άλλο στο υψηλό– αποζητά το μιαρό και το επονείδιστο. Και το αποζητά μέσα από έναν τόσο πολύπλοκο μηχανισμό απωθήσεων, που όταν κατασκευάζει το ομοίωμα του δυνάστη του δεν δύναται παρά να σταθεί απέναντί του λατρευτικά.
Η ιστορία του Χατζηγιαννίδη αποκτά τελικά αξία όχι επειδή κάποιος μπορεί να τη διαβάσει ως παραβολή με θεολογικά ερείσματα, αλλά, αντίθετα, γιατί κάποιος μπορεί να αντισταθεί σε μια τέτοια ανάγνωση, παρά την πληθώρα των περί του αντιθέτου στοιχείων. Η ένταση του δράματος, πιστέψτε με, παραμένει αναλλοίωτη. Απλώς, στη δεύτερη περίπτωση, ο αναγνώστης εισπράττει την απόλαυση της κατασκευής του έργου χωρίς να υπεισέρχεται καθόλου στη βάσανο των εικασιών αν το κείμενο αξιώνεται με κάποιο τρόπο καθολικότερη ισχύ. Αν κάτι λοιπόν μπορεί να αποκομίσει ο αναγνώστης εδώ, πέραν της αισθητικής απόλαυσης, αυτό εντοπίζεται στη μοναδικότητα που συνιστά ο καθένας μας μέσα στις υποτιθέμενες αλληλοεπικαλύψεις που ενίοτε συνηγορούν προς την ατραπό των γενικεύσεων. Ο μύθος του Χατζηγιαννίδη στέκει και χωρίς να χρειάζεται κάποιος να ξύσει την επιφάνεια. Και αυτό αρκεί.
— Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης, Το όνομά σου, Το Ροδακιό: 2022, 96 σελίδες, ISBN: 9786185697051, τιμή: €12.72.