«Χτίσαμε μια κοινωνία που ταυτίζει το σεξ με την αγάπη, που αρνείται να δεχτεί πως είναι διαφορετικά, άλλο το ένα, άλλο το άλλο. Χωρίς να θεωρώ ότι η άποψή μου είναι η μόνη αληθινή, αυτό πιστεύω» (σ. 178).
Τα λόγια της Νάσιας, κόρης του Παύλου Παυλή, είναι μέρος της ετοιμασίας για να καταθέσει ως μάρτυρας υπεράσπισης στη δίκη του πατέρα της. Γιατί δικάζεται ο Παυλής; «Είναι φανερό ότι ο πατέρας μου κατηγορείται γιατί είχε το θάρρος να ζήσει με ειλικρίνεια τη ζωή του» (σ. 177).
Ο Κώστας Λογαράς (Πάτρα, 1950) θα κατασκευάσει έναν γάμο υπόδειγμα: του Παυλή και της Μαρίνας. Και λέω υπόδειγμα, γιατί πολύ δύσκολα θα πειστεί ο αναγνώστης ότι δύο άνθρωποι δύναται πραγματικά να βιώνουν τη σύμπνοια που φαίνεται να απολαμβάνουν οι συγκεκριμένοι. Ο συγγραφέας διερευνά μυθιστορηματικά και τη σχέση του ζεύγους με την κόρη τους, τη Νάσια. Δεν είναι όμως μόνο αυτό, γιατί στον μύθο του Λογαρά ο Παυλής κάνει διπλή ζωή. Διατηρεί μακροχρόνια εξωσυζυγική σχέση με την Έλσα, μια δυναμική, ανύπαντρη μητέρα που ζει με τον έφηβο γιό της, τον Φίλιππο.
«“Δεν θα κάνεις εσύ κουμάντο στη ζωή μου, τ’ ακούς;” του είπε. “Είμαι νέα, έχω δικαίωμα να ζήσω! Μπορεί να σε γέννησα, να είμαι μάνα σου, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως θα θυσιάσω τη ζωή μου για σένα! Κατάλαβες;”» (σ. 14).
Αυτό ξεστομίζει η Έλσα στον Φίλιππο, στις πρώτες σελίδες της ιστορίας, όταν εκείνος, παιδί ακόμη, θα της κόψει με θράσος τον δρόμο. Οδεύει προς την απόμερη γκαρσονιέρα της, όπου λαμβάνει χώρα ό,τι υποψιάζεται ο μικρός, και τον αποστομώνει. Ο Λογαράς, χωρίς περιστροφές, θέτει τον αναγνώστη προ των ευθυνών του. Οι πιο συντηρητικές πεποιθήσεις μας θα συγκρουστούν με τις ηθικά πιο ολισθηρές. Με άλλα λόγια, μια ιδανική μυθιστορηματική συνθήκη.
Ο Λογαράς θα μας συστήσει τους ήρωές του δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στον πρωταγωνιστή Παύλο Παυλή αλλά και στα τέκνα των εμπλεκόμενων ενηλίκων – στη Νάσια και στον Φίλιππο. Με εναλλαγές τριτοπρόσωπης και πρωτοπρόσωπης αφήγησης θα σκιαγραφήσει το κλίμα στις δύο οικογένειες. Θα γίνουμε μάρτυρες δηλώσεων αφοπλιστικής ειλικρίνειας, όπως την προτροπή της Μαρίνας προς τον Παύλο: «Μη βασανίζεσαι, πήγαινε» (σ. 32), εννοώντας βέβαια να πάει στην ερωμένη του. Ή, λίγο μετά, όταν η ίδια εξηγεί στην κόρη της:
«“Καλύτερα να ζει κανείς μ’ έναν άνθρωπο που δεν θα γίνει η πηγή της δυστυχίας του, που θα κοιμάται μαζί του και δεν θα εύχεται από μέσα του, κρυφά, να πεθάνει για να απαλλαγεί από την παρουσία του”» (σ. 33).
Θα γίνουμε όμως μάρτυρες και αμείλικτης σκληρότητας από την πλευρά της Έλσας προς τον Φίλιππο: «“Ε αφού θες να μάθεις θα το ακούσεις: λούζερ, ένας λούζερ, αυτό θα καταντήσεις» (σ. 68). Όπως και από τον Φίλιππο προς τη μητέρα του: «“Είμαι εμπόδιο στους έρωτές σου, ε; Κάνεις ό,τι θέλεις στη ζωή σου και μου μιλάς εμένα για ευθύνες και τα ρέστα; Ξέρεις πώς σε λένε οι φίλοι μου; Πουτάνα!”» (σ. 104).
Η αντίθεση ανάμεσα στις αντιδράσεις και την αντιμετώπιση της Νάσιας και του Φίλιππου δεν προοικονομεί μόνο τη συνέχεια. Υπογραμμίζει και μια λιγότερο εμφανή πτυχή του μυθιστορήματος, που ενδυναμώνει την αρχιτεκτονική του. Το εγχείρημα του συγγραφέα εδράζεται στην κομβική πολυσημία του χαρακτήρα του Παύλου Παυλή:
«Είναι ο ιδανικός σύντροφος και εραστής [...], ο υποκριτής [...], ο ρεαλιστής που θεωρεί πως η κοινωνία αλλάζει και οι σχέσεις πρέπει να αναμορφωθούν; Ή μήπως ο ανήθικος ηδονοθήρας που υπονομεύει τον θεσμό της παραδοσιακής οικογένειας [...];» (οπισθ.).
Ο Λογαράς, ορθά, παρουσιάζει την Έλσα ως ανύπαντρη μητέρα. Και μάλιστα την πλάθει ως μια ανεξάρτητη, ιδιαιτέρως δυναμική γυναίκα, ώστε να επιτείνει την αληθοφάνεια της ματαιοδοξίας της. Από τη μία, είναι η ματαιοδοξία της που την καθιστά ευάλωτη στη γοητεία του Παυλή, από την άλλη όμως είναι και η ιδανική ερωτική σύντροφος για κάποιον σαν τον Παυλή. Στο τέλος, στη δίκη, ο Εισαγγελέας θα πει: «Συμμέτοχος όμως είναι και η μητέρα του θύματος. Παραδομένη στις σεξουαλικές της εξαρτήσεις, απεμπόλησε ως και την ιερή μητρότητα ακόμα! Η εισαγγελική αρχή αποδίδει και σ’ αυτήν μερίδιο ευθύνης – αν δεν κατέστη θύμα εκμαυλισμού και η ίδια από τον κατηγορούμενο» (σσ. 211-2).
Όλα συγκλίνουν σε αυτή τη μεθοδικά κατασκευασμένη αμφισημία της προσωπικότητας του Παυλή. Ο συγγραφέας θα επικεντρωθεί στην παράθεση γεγονότων. Θα μας εκθέσει σε περιστατικά που εμμέσως πλην σαφώς υποδηλώνουν το ποιόν του ήρωα – στο κεφάλαιο «Αίμα στην οργάντζα» ο Παυλής θα παρατήσει έναν γάμο για να σώσει έναν τραυματισμένο σκύλο. Ο Λογαράς δεν επιβάλλει τίποτα σε κανέναν, ούτε προτάσσει έτοιμες απαντήσεις. Έτσι, θα διαβάσουμε και για την περίπτωση του ξαδέλφου τού Παυλή, του «Αποστόλη και της γυναίκας του της Ευγενίας» (σ. 53), που «[...] είχαν όλα όσα θέλαν ο ένας απ’ τον άλλο, δεν ζητούσαν τίποτα παραπάνω» (σ. 58). Ο Λογαράς αποδεικνύεται μετρ των ίσων αποστάσεων.
Αντέχουν όμως τελικά οι ήρωες το βάρος των ρόλων τους; Ή μήπως στέκουν ως φερέφωνα, μέσω των οποίων ο Λογαράς καταθέτει τις δόκιμες θέσεις του;
Το μυθιστόρημα χαρακτηρίζεται από εξαιρετική πολυφωνία, που, οφείλω να παραδεχτώ ότι ο συγγραφέας χειρίζεται άψογα. Ο ήρωας είναι ένας “απλός” ιατρικός επισκέπτης, τίποτα όμως στις διατυπώσεις του δεν ξεφεύγει από τον συγκροτημένο λόγο κάποιου που υποστηρίζει τις κάπως εξεζητημένες απόψεις του. Ο Λογαράς θα εντάξει κάποιες πιο θεωρητικές παρατηρήσεις για το θέμα στη ροή του λόγου ενός ψυχιάτρου.
Τι θα αποκομίσει ο αναγνώστης, πέρα από αναγνωστική απόλαυση; Μια συνειδητοποίηση ίσως ότι σάρκα και πνεύμα δεν είναι παρά οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Ο Λογαράς προσφέρει τα στοιχεία για να μπορέσει να διακρίνει κανείς ότι κοινωνία και πολιτισμός εδράζονται σε αρχέγονα ένστικτα και ορμές που για λόγους πραγματισμού, για την εύρυθμη λειτουργία του συνόλου, έχουν εξημερωθεί.
«Κανείς δεν είναι άμεμπτος. Κι όμως, όλοι θυσιάζουμε κάποια κομμάτια του εαυτού μας, ένα μέρος από τις προσωπικές μας ελευθερίες, προκειμένου να επιβιώσει και να ευημερήσει η ομάδα, η κοινωνία, το σύνολο» (σ. 213), θα πει ο Εισαγγελέας.
Η Νάσια, στην προετοιμασία για την υπεράσπιση του πατέρα της λέει: «Η έννοια της ηθικής είναι υποκειμενική, θολή, και ερμηνεύεται κατά το δοκούν. Εξαρτάται από τις ιδέες και τις αντιλήψεις, τα προσωπικά βιώματα των δικαστών και την κουλτούρα τους, τη συντηρητική ή προοδευτική συγκρότηση της προσωπικότητάς τους» (σ. 179).
Ας μην λησμονούμε ότι είναι και οι αναγνώστες «δικαστές».
— Κώστας Λογαράς, Διπλή ζωή, Καστανιώτης: 2024, 242 σελίδες, ISBN: 9789600373110, τιμή: €16,00.