Ο «κήπος» είναι μια εξαιρετικά δυνατή μεταφορά. Δεν αναφέρομαι απλώς στον κήπο που εστιάζει το συγκεκριμένο μυθιστόρημα. «Κήπος», «κηπουρός» και «κηπουρική», γενικά, συνιστούν πανίσχυρες μεταφορές για να αναδείξει κανείς τη φύση, τους πρωταγωνιστές και τις δεξιότητες που απαιτούνται για να κατασκευαστεί ο κόσμος που μας περιβάλλει και μας υποστηρίζει. Οι προεκτάσεις είναι κυριολεκτικά χωρίς όρια: κοσμολογικές, θεολογικές, γνωσιακές, ιστορικές. Για την περίσταση θα αρκεστούμε στη φύση, τους πρωταγωνιστές και τις δεξιότητες που απαιτήθηκαν και εξασκήθηκαν για να κατασκευαστεί το πεδίο που περιέχεται στο κομμάτι της ιστορικής πραγματικότητας με το οποίο καταπιάνεται η Καρολίνα Μέρμηγκα (Αθήνα, 1957).
Η συγγραφέας αναφέρεται στην περίοδο της βασιλείας του Όθωνα και της Αμαλίας. Χονδρικά, από τον Φεβρουάριο του 1837, όταν «[...] η αγγλική φρεγάτα “Πόρτλαντ”, μετά από ταξίδι δεκαπέντε ημερών, γλιστράει ήσυχα κι αθόρυβα στο λιμάνι του Πειραιά» (σ. 25), μέχρι τις 12 Οκτωβρίου 1862, όταν ο Όθωνας «[χ]αιρετά στρατιωτικά και λέει ήσυχα: “Εύχομαι να ευτυχήσει η Ελλάς”» (σ. 380). Λέω «χονδρικά», γιατί η Μέρμηγκα ψηλαφεί, ορθά, τόσο κάποιες κομβικές στιγμές πριν, όσο και μετά από τις συγκεκριμένες ημερομηνίες. Οι “κήποι”, βλέπετε, πάντα προϋπήρχαν αλλά και έπονταν των περιόδων που εστιάζει μια ιστορία αλλά και γενικότερα η Ιστορία.
Διάβασα το μυθιστόρημα επειδή με έβαλε σε σκέψεις ο τίτλος του. Ήθελα να διαπιστώσω αν και πώς η συγγραφέας θα εκμεταλλευόταν τη μεταφορά που έχω αναφέρει. Η σύντομη απάντηση είναι μάλλον αρνητική. Η Μέρμηγκα, παρότι συλλαμβάνει και στήνει το μυθιστόρημα πάνω στην ιδέα του κήπου της βασίλισσας, την αφήνει, σε μεγάλο βαθμό, ανεκμετάλλευτη.
Η ιστορία της Αμαλίας είναι λίγο πολύ γνωστή. Υπήρξε μια γυναίκα που βασανίστηκε επειδή δεν κατάφερε να τεκνοποιήσει. Το βάρος των προσδοκιών που μετουσίωνε στην ιδιότητα της βασίλισσας, που θα γεννούσε τον «ορθόδοξο διάδοχο», αποδείχθηκε δυσβάσταχτο. Η Μέρμηγκα, από την αρχή, παίζει με τον κήπο της Αμαλίας ως υποκατάστατο της αδυναμίας της να εκπληρώσει αυτή την προσδοκία.
Το μυθιστόρημα συνιστά κολάζ μιας σειράς ιστοριών. Η πρόζα είναι πειθαρχημένη, στρωτή, χωρίς ακκισμούς και επιτυγχάνει να περάσει στον αναγνώστη το δέος που αισθάνεται κάθε ξένος, ειδικά δυτικός, όταν έρχεται σε επαφή με το ελληνικό γίγνεσθαι, και δη της συγκεκριμένης εποχής. Η Ελλάδα, εδώ, είναι ένα παρθένο τερέν που εγκαταλείπει τον κόσμο των αυτοκρατοριών και εισέρχεται σε ένα περιβάλλον, που, σταδιακά, θα απεκδυθεί την πολυπολιτισμικότητα και θα επικεντρωθεί στην ομοιογένεια του έθνους, με ό,τι αυτό θα σηματοδοτήσει για τον 20ο αιώνα.
Δεν έχω λόγους να πιστεύω ότι η συγγραφέας δεν έχει παραμείνει πιστή στα ιστορικά τεκμήρια, αν και αυτό συνιστά, τρόπον τινά, και ένα από τα μελανά σημεία του βιβλίου. Εξάλλου, για να το πω κάπως άκομψα, μυθιστόρημα που φέρει εκτενή λίστα βιβλιογραφίας είναι πάντα “επίφοβο” ως προς τις μυθοπλαστικές του αρετές.
Ας δούμε όμως πιο προσεκτικά την έννοια του «κήπου» και των συμπαρομαρτούντων του. Η Αμαλία, όπως ανέφερα, αναπληρώνει και εξισορροπεί το έλλειμμα της ατεκνίας της με τη σύλληψη του κήπου.
Ο κήπος την εξωθεί να συνειδητοποιήσει, εκείνη, μια ξένη, μια βαθιά έκφανση της ελληνικής ταυτότητας: «Δεν έχει σημασία πού φυτρωσες αλλά πού ριζώνεις. Γιατί πρέπει σώνει και καλά να γεννηθούν από τα σπλάχνα μας οι διάδοχοί μας; Φέρτε μου ένα παιδί κι εγώ θα το κάνω πιο Έλληνα απ’ όλους τους άλλους. Που θ’ αγαπά τη χώρα αυτή όσο κι εγώ, και παραπάνω» (σσ. 282-3).
Ο κήπος, όμως, φέρνει στην επιφάνεια και μια βαθιά αντίφαση που χαρακτηρίζει την Αμαλία.
Ο κήπος της Αμαλίας –«[έ]χω και μια ακακία από τον κήπο της βασίλισσας της Πολυνησίας που μου εφερε ο νεαρός Σούτσος· και τριανταφυλλιές από τη Γρανάδα που μου έστειλε η βασίλισσα της Ισπανίας· και από την Αυστραλία μού έστειλαν φυτά, κι από τον κήπο του Εμίρ Πασά του Λιβάνου, κι από τον κήπο του σουλτάνου, και σήμερα θ’ ανοίξουν τα κιβώτια με τους σπόρους που μου έστειλε η αυτοκράτειρα της Βραζιλίας» (σσ. 281-2)–, αυτός ο κήπος, στέκει ως χωνευτήρι της ιδιότυπης συγχρονίας που κλήθηκε να διαχειριστεί από τη θέση της βασίλισσας. Μια βασίλισσα “στείρα”, που αφιερώθηκε στο «γόνιμο» και «εύφορο» χώμα της μεταβατικής περιόδου που έζησε.
Παρατηρήστε όμως την αντίφαση. Ενώ η ίδια διαγιγνώσκει στην πολυσυλλεκτικότητα του κήπου της μια ιδανική συνθήκη, παραμένει εγκλωβισμένη σε μια συντηρητική θέση για την ιδέα της Ελλάδας.
«Τον πολιτισμό που εισάγεται σαν φυτό θερμοκηπίου, που δεν βγαίνει μόνος του από το χώμα αυτό, από τις ιδιαιτερότητες αυτής της χώρας και του λαού της. Και αυτό τον ξένο πολιτισμό τον μισώ» (σ. 176), θα πει στο σημείο που ο Όθωνας της επισημαίνει την προσκόλληση του Κωλέττη στην ιδέα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Κι όμως, η Αμαλία εφαρμόζει στον κήπο της ακριβώς ό,τι απεκδύεται στις θέσεις του, φίλα προσκείμενου προς τους Άγγλους, Μαυροκορδάτου. Η ένταση, όμως, ανάμεσα στις σκέψεις και τις πράξεις της παραμένει μυθοπλαστικά ανεκμετάλλευτη. Η Αμαλία σαγηνεύεται μεν από τον Ανατολίτη Κωλέττη, αλλά ως κηπουρός εφαρμόζει μπόλιασμα με ποικιλίες ετερόκλητων “ηθών”.
Ο κήπος της Αμαλίας είναι ακριβώς μια σύγχρονη δημοκρατία εν τη γενέσει της. Η τεράστια ποικιλία των φυτών που εγκολπώνεται το δημιούργημά της, στέκουν ως σύμβολο των σημερινών πληθυσμιακών προσμείξεων. Επιπρόσθετα, ο κήπος της Αμαλίας, είναι ο κατ’ εξοχήν, και όχι μόνο συμβολικός, χώρος που από «Βασιλικός» θα μετασχηματιστεί σε «Εθνικός».
Ο «κήπος», όμως, όπως είπα στην αρχή, είναι πολυδύναμη μεταφορά. Η επίμονη κηπουρός με τον βασιλιά σύζυγό της συνιστούν και οι ίδιοι, με τη σειρά τους, εξωτικά φυτά που τυγχάνει να έχουν φυτευτεί σε έναν κήπο/έθνος που αρχίζει να καλλωπίζεται από άλλους, δεινούς –δεινότατους– κηπουρούς. Η Αγγλία, η Γαλλία και η Ρωσία, οι εγγυήτριες δυνάμεις, στέκουν άλλοτε ως ασκούσες υψηλή εποπτεία και άλλοτε ως χθαμαλές εργάτριες που δεν διστάζουν να λερώσουν τα χέρια τους κατά το δοκούν. Η Ελλάδα είναι, επομένως, άλλοτε αυτόνομο κράτος και άλλοτε μια γεωστρατηγική ζώνη επιρροής που την εποφθαλμιούν. Οι εγγυήτριες δυνάμεις θα ξεριζώσουν και θα αναδιατάξουν τα φυτά αναλόγως τα συμφέροντα τους και –γιατί όχι;– τους πιο μύχιους πόθους τους. Λίγο πολύ, δηλαδή, όπως πράττει η Αμαλία στον κήπο της.
«Αυτό που κάνει πιο πολύ και πιο καλά αυτή η βασίλισσα, συνειδητοποιεί ο [Εντμόντ] Αμπού, είναι πολιτική» (σ. 285).
Η Μέρμηγκα περνάει στον αναγνώστη, με μυθιστορηματικό τρόπο, ότι η Αμαλία λειτούργησε, σε σημεία, πιο πολιτικά από όσο είχε καταφέρει ο σύζυγός της με την παροιμιώδη αναβλητικότητά του. Η Αμαλία, μέσα από ένα μείγμα αφέλειας και άγνοιας, για το πώς υποτίθεται ότι έπρεπε να συμπεριφέρεται ο θρόνος, κατάφερε να εκθειάσει την Ελλάδα και να αναδείξει τις ιδιαιτερότητές της ως άλλη επίμονη κηπουρός, που, όμως, όπως ανέφερα, έτυχε να βρεθεί και η ίδια στη θέση των φυτών της.
Η Αμαλία και ο Όθωνας, όμως, μέσα από το συγκεκριμένο μυθιστόρημα καθίστανται συμπαθείς. Η Μέρμηγκα επιτυγχάνει να τους προσδώσει αυθεντικότητα, που, ακόμη κι αν αυτό ακούγεται περίεργο, αν είναι επίπλαστη, προσδίδει στο μυθιστόρημα μεγαλύτερη αξία.
Το μυθιστόρημα, όμως, σε πολλά σημεία, μοιάζει με συνάρθρωση μικρών ιστοριών, που, ενώ διαθέτουν διασκεδαστική αυτονομία, αποτυγχάνουν να ενσωματωθούν σε ένα οργανικό σύνολο. Ίσως το «αποτυγχάνουν» να είναι αυστηρό, αλλά, πόσα αλήθεια από αυτά τα ανέκδοτα θα μπορούσαν να αφαιρεθούν, χωρίς το μυθιστόρημα να υποστεί κάποιο καίριο πλήγμα; Η Μέρμηγκα αφηγείται με σύνεση, με έναν αποστασιοποιημένο πλάγιο λόγο που προσομοιάζει τις αρετές και τον τρόπο σκέψης της ηρωίδας της, αλλά δεν επικολλά τις ψηφίδες αυτές σε ένα σύνολο που τα μέρη του καθρεφτίζουν το όλον, γιατί δεν εκμεταλλεύεται αρκούντως το εύρημα του κήπου. Η καλειδοσκοπική αφήγηση παραμένει μεν σαγηνευτική, προσηνής και ευκολοδιάβαστη αλλά στερείται τη μαγιά του μυθιστορήματος.
Κάποιες από τις ιστορίες ενέχουν απλοϊκούς διδακτισμούς που απομειώνουν την όποια αξία της καθολικής ιδέας. Αναφέρω, ενδεικτικά, την περίπτωση της Τζέιν Ντίγκμπι, όπου σε μια συζήτηση ανάμεσα στον Εντμόντ Αμπού και τη Δούκισσα της Πλακεντίας, διαβάζουμε:
«Μια όμορφη ύπαρξη που σαν να αιωρείται, σκέφτεται ο Αμπού. Ένα λαμπερό όστρακο που πηγαινοέρχεται, ένα βαρκάκι που ξεσέρνει χωρίς άγκυρα, μια εικόνα χωρίς κάδρο γιατί περιμένει από έναν άντρα, έναν οποιονδήποτε άντρα, να της χαράξει το περίγραμμά της, τα όρια· την καλή ή κακή φήμη της. Αυτή είναι η ιστορία τόσων γυναικών: να γίνουν αυτό που ήθελαν από την αρχή να δουν οι άντρες.
“Διαφωνώ. Επαναλαμβάνω, διαφωνώ” ξαναλέει η δούκισσα. Που τη δική της ιστορία τη χαράζει μόνο η ίδια» (σ. 299).
Σε άλλα σημεία, πάλι, ο μυθιστορηματικός ιστός αποδυναμώνεται από διευκολύνσεις, σχεδόν αυτοματισμούς, που επιτρέπουν στη Μέρμηγκα να “ποδηγετεί” τον αναγνώστη να διαβάσει στο παρελθόν, πολύ πρόσφατες ή ακόμη και σημερινές καταστάσεις.
Παραθέτω:
«[...]“Οι Δυνάμεις απαιτούν. Είναι απίστευτη η αυθάδεια αυτών των ανθρώπων, είναι ελεεινή, είναι άθλια, γιατί το να εξαναγκάζεις τη μικρή Ελλάδα δεν είναι, αλήθεια, και καμιά ηρωική πράξη!”» (σ. 129).
Ή
«Ένας Γερμανός ανταποκριτής της αμερικανικής εφημερίδας New York Tribune που αρθρογραφεί από το Λονδίνο αναλύει με τις εκατόν δεκατρείς δημοσιεύσεις του το στρατιωτικό κενό, την ανικανότητα των υπευθύνων και τον τρομακτικό φόρο αίματος των αθώων που αναγκάζονται να συμμετέχουν σ’ αυτή την “ανόητη ρωσική περιπέτεια”. Αποκαλεί τον τσάρο “γκαφατζή της αυτοκρατορίας” και προφητεύει ότι “μόνο ένα θαύμα μπορεί να τον απεγκλωβίσει (αυτόν τον γκαφατζή) από τις παγίδες που μαζεύονται γύρω του και πάνω στη Ρωσία, εξαιτίας της αλαζονείας, της ρηχότητας και της επιπολαιότητάς του”. Όσοι διαβάζουν τα άρθρα του αισθάνονται ότι δεν θα ξεχάσουν το όνομά του – και έχουν δίκιο δεδομένου ότι λέγεται Καρλ Μαρξ» (σσ. 306-7).
Από απόσταση και με ικανό βαθμό απλούστευσης η Ιστορία προσφέρεται για κύκλους και αέναες επαναλήψεις. Δεν αρνούμαι ότι αυτές λαμβάνουν χώρα, αλλά, στο πλαίσιο του μυθιστορήματος φαντάζουν ακόμη πιο απλουστευτικές από ό,τι στο πλαίσιο της Ιστορίας, γιατί, εδώ, στο μυθιστόρημα, ουδείς περιμένει την ιστορική αλήθεια. Περιμένει, αντιθέτως, να αναδυθεί μια αλήθεια που δεν θα συνάδει με την πραγματικότητα. Μια αλήθεια που θα σύρει τον αναγνώστη σε έναν κόσμο που μόνο το μυθιστόρημα δύναται να προσφέρει, και όχι σε εύκολους παραλληλισμούς με τη συμπεριφορά της Ευρώπης στην πρόσφατη κρίση, ή με τη συμπεριφορά του Πούτιν στον πόλεμο με την Ουκρανία.
Αν κάτι θα σκανδάλιζε τον αναγνώστη, και αυτό ουδόλως το λέω για να προσβάλλω τη συγγραφέα και τις προθέσεις της, θα ήταν ένα μυθιστόρημα στο οποίο η Αμαλία θα τεκνοποιούσε και ο πολυπόθητος «ορθόδοξος» διάδοχος θα καθίστατο πραγματικότητα. Ένα μυθιστόρημα εναλλακτικής ιστορίας θα μπορούσε να συνεπάρει τον αναγνώστη, ειδικά αν κατέληγε, και πάλι, στο ίδιο σημείο. Δεν το λέω όμως αυτό από κάποιο καπρίτσιο, έτσι, για να κατασκευάσω αντιρρήσεις στο μυθιστόρημα της Μέρμηγκα. Είναι τόσα τα σημεία του συγκεκριμένου, στα οποία η Αμαλία πιστεύει βαθιά ότι αυτή θα ήταν η σωστή εξέλιξη, που τελικά ο αναγνώστης μπαίνει στον πειρασμό να σκεφτεί τοιουτοτρόπως. Να σκεφτεί, δηλαδή, όχι απλώς πώς θα εξελισσόταν η βασιλεία του Όθωνα με έναν ορθόδοξο διάδοχο, μια λίγο πολύ άσκηση του φαντασιακού, αλλά τον τρόπο να αναδειχθεί το αληθινά τραγικό στην Ιστορία: ότι ακόμη κι όταν όλα βαίνουν κατ’ ευχήν, το μόνο που κερδίζουν οι ήρωες του εκάστοτε έργου είναι λίγος χρόνος πριν τη νομοτελειακή μετεξέλιξη του κήπου.
— Καρολίνα Μέρμηγκα, Ο κήπος της Αμαλίας, Πατάκη: 2024, 416 σελ., ISBN: 9789601672878, τιμή: €19,90.