Ισορροπημένες δόσεις νοσταλγίας με ποικίλες διαβαθμίσεις αθωότητας χαρακτηρίζουν τις αφηγήσεις κάθε ηρωίδας και ήρωα της συλλογής. Η Χαρά Ρόμβη (Αθήνα, 1985) στην πρώτη λογοτεχνική της απόπειρα γράφει «για την Ελλάδα της δεκαετίας του ‘80 και του ‘90»· εποχή που η ίδια οριακά πρόλαβε. Μόνο σε δύο διηγήματα –στο «Θεία» και στο «Χριστίνα»– φαίνεται να ταιριάζει ηλικιακά με τις ηρωίδες της. Η Ρόμβη λέει απλές αλλά καθόλου απλοϊκές ιστορίες. Μοιάζει σαν να διηγείται ένα παρελθόν που προσπαθεί να ξεδιαλύνει, περισσότερο όμως γιατί στέκεται κριτικά απέναντι σε μυθιστορηματικές ή βιωματικές αφηγήσεις άλλων παρά επειδή έτυχε να το έχει βιώσει η ίδια. Και αυτό είναι που τη χρίζει συγγραφέα: καλείται να στοχαστεί, μυθοπλαστικά, πάνω σε προκατασκευασμένες λύσεις που δεν την ικανοποιούν. Οι ηρωίδες και οι ήρωές της εμφανίζονται απότοκοι ενός χωροχρόνου που ισορροπεί ανάμεσα στην ανάμνηση, το βίωμα και την επινόηση. Είναι αυτό το μεταιχμιακό σημείο που κάνει τη Ρόμβη να προσφέρει μια αφήγηση που “διορθώνει” τον εξωραϊστικό φακό της μνήμης. Έτσι, η εποχή για την οποία μιλάει φαντάζει όμορφη όχι γιατί πραγματικά ήταν, αλλά γιατί είναι ιδωμένη μέσα από μια προσεκτικά κατασκευασμένη αθωότητα που εξυπηρετεί συγκεκριμένους σκοπούς. Είναι πολύ εύκολο να διαβάσει κανείς τα διηγήματα βιαστικά και να μείνει μόνο στη νοσταλγία. Θα έχει όμως χάσει την ουσία.
Η Ρόμβη δεν κάνει χρήση κάποιας μανιέρας που ξεδιπλώνει μηχανιστικά τους φορμαλισμούς της με προβλέψιμους τρόπους. Κάθε ιστορία χαρακτηρίζεται τόσο από μια μετατόπιση της οπτικής γωνίας όσο και από αναδιάταξη κομβικών σημείων της πλοκής. Μια γυναίκα θυμάται τα παιδικά της χρόνια σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, μια τριτοπρόσωπη αφήγηση αναλαμβάνει να αποτυπώσει ένα ιλαροτραγικό περιστατικό από τη ζωή της «Σωτηρίας» του τίτλου, ένας μεσήλικας διηγείται την ιστορία ενός μεγάλου έρωτά του. Οι αφηγήσεις διεκδικούν την αυτονομία τους αλλά, ιδωμένες συνολικά, συνιστούν και ψηφίδες μιας σύνθεσης. Το «Σωτηρία» του τίτλου αναφέρεται στο προφανές: όλες και όλοι, εδώ, αποζητούν τη σωτηρία.
Εκτίμησα την ανεπιτήδευτη ευθύτητα της συγγραφέως, που δεν αποπειράθηκε να εντυπωσιάσει με αμετροέπειες και περιττές φιοριτούρες. Η Ρόμβη απέφυγε τον σκόπελο συναισθηματισμών, μελοδραματισμών και ποιητικών εξάρσεων. Δούλεψε με συνέπεια και κατάφερε να περάσει την αίσθηση του επείγοντος σε ένα περιβάλλον που ουδόλως έχουμε συνηθίσει να το αντιλαμβανόμαστε ως τέτοιο. Η Ρόμβη ενέταξε προβληματισμούς του σήμερα, ή του πρόσφατου παρελθόντος, σε μια εποχή που στο θυμικό μας έχει αποτυπωθεί ως «εποχή της αθωότητας» και των «παχιών αγελάδων». Η συγγραφέας, ενώ αποτυπώνει σε ένα πρώτο επίπεδο, όπως ανέφερα, τη νοσταλγία που προσφέρει ο εξωραϊστικός φακός της μνήμης, την μπολιάζει με καίριους υπαινιγμούς που άπτονται των θεματικών του σήμερα.
Η επτάχρονη ηρωίδα στο «Θεία», που ανοίγει τη συλλογή, ονειρεύεται, πριν αρχίσει να σκέφτεται τον γάμο, να γίνει παρανυφάκι, απλώς και μόνο επειδή έτσι έχει γαλουχηθεί. Η στάση της όμως, στο τέλος, απέναντι στον πατέρα της προοικονομεί τον εναγκαλισμό των επιλογών της θείας, που αρνείται πεισματικά να παντρευτεί και να «νοικοκυρευτεί».
«Οι άντρες έφυγαν κι εγώ πήγα και κάθισα δίπλα στον πατέρα μου. Τότε φάνηκε να αντιλήφθηκε ότι υπήρχα κι εγώ στο χώρο. Εσύ πήγαινε να κοιμηθείς, μου είπε, είναι αργά. Σηκώθηκα, πήγα λίγο παραπέρα και τον κοίταξα στα μάτια. Θα κάνω ό,τι θέλω και θα πάω όπου θέλω. Κι απόψε και για πάντα. Αν ήταν να πεθάνει κάποιος, έπρεπε να πεθάνεις εσύ, όχι η θεία. Έτσι του είπα και δεν τον υπολόγισα ποτέ ξανά» (σ. 33).
Το «Θεία», όμως, ξεχωρίζει και για άλλο λόγο. Δεν είναι μόνο η δόκιμη αποτύπωση της περιρρέουσας ατμόσφαιρας στο παραθαλάσσιο χωριό το ‘91: η αθωότητα αλλά και οι έριδες με τους άρτι αφιχθέντες Αλβανούς. Η Ρόμβη, εδώ, επιδεικνύει μυθοπλαστική οξύνοια καθώς δένει τον μύθο της ιστορίας του γκιώνη –«[...] κάποτε ο γκιώνης ήταν άνθρωπος. Σκότωσε τον αδερφό του, μα το μετάνιωσε πικρά και από τη λύπη του μεταμορφώθηκε σε πουλί που κλαίει» (σ. 21)– με το τι ακριβώς έχει συμβεί στο τέλος του διηγήματος. «Τη μαρτυρία μου η μάνα μου δεν την έκανε τίποτα» (σ. 34). Η μάνα της ηρωίδας, όπως αδιαφορεί για τη μαρτυρία της κόρης της, που ομολογεί την αλήθεια, είναι σαν να σκοτώνει για δεύτερη φορά την αδερφή της, τη «Θεία» του τίτλου, που έχει σκοτωθεί σε αυτοκινητικό. Εξού και διαβάζουμε αμέσως μετά στις καταληκτικές προτάσεις του διηγήματος: «Με έβαλε για ύπνο όπως θα έκανε ένα κανονικό βράδυ. Κι όταν μου έσβησε το φως, εγώ άκουσα τον γκιώνη» (ό.π.). Ο υπαινιγμός είναι μεν ξεκάθαρος αλλά εύκολα μπορεί κανείς να τον προσπεράσει χάνοντας αυτή τη διάσταση που χαρίζει στο διήγημα βάθος.
Στο «Σωτηρία», η ομώνυμη ηρωίδα βιώνει μια ιδιότυπη αντίστροφη της «Πτώσης»: αντί εκδίωξης, κλειδώνεται μέσα στον «Παράδεισο».
«Το μεγάλο σουπερμάρκετ στη γειτονιά τους ήταν τρεις μήνες που είχε ανοίξει. Διώροφο, το μεγαλύτερο σε όλη την Αττική, το έλεγε απ’ έξω η ταμπέλα σε παρένθεση. Ξεφύτρωσε στη θέση ενός παλιού σινεμά. Παράδεισος εντελώς. Χιλιάδες προϊόντα, για κάθε χρήση, για κάθε ανάγκη, όλα εκεί μέσα» (σ. 37).
Η Σωτηρία, παραδομένη στην εκκολαπτόμενη καταναλωτική μανία της εποχής δεν συνειδητοποιεί ότι την έχουν κλειδώσει μέσα στο σουπερμάρκετ. «Προδομένη απ’ τις αισθήσεις της δεν κατάλαβε ότι ο παράδεισος είχε κλείσει γι’ απόψε» (σσ. 42-43). Η συγγραφέας σπρώχνει την αναλογία στα όριά της όταν η Σωτηρία αποδίδει τον εγκλεισμό της στη βασκανία και κατ’ επέκταση στον διάολο. «Επίσης ο διάολος μπορούσε να τα κανονίσει όλα καταπώς ήθελε» (σσ. 45-46).
Δεν είναι τελικά ο «εκδιωγμός» που αποδίδεται στον διάολο, αλλά, με μια ειρωνική αντίστροφη, ο εγκλεισμός στον «Παράδεισο».
«Κλειδωμένη στη διαβολοπαγίδα που ήταν τώρα γι’ αυτή το σουπερμάρκετ δεν είχε παρά να πράξει τα στοιχειώδη. Έβγαλε από το πορτοφόλι της μια χάρτινη εικονίτσα της Θείας Μεταμορφώσεως του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, τη φίλησε κι έκανε έναν τριπλό επιμήκη σταυρό» (σ. 46).
Η Ρόμβη συμπλέκει διαρκώς το κατηφές με το πρόσχαρο· το εξοργιστικό με το διασκεδαστικό. Οι άνθρωποι, παρά τα όποια πάθη και τα περιστασιακά ολισθήματά τους παραμένουν ακόμη αθώοι και πρόσχαροι, ή τουλάχιστον έτσι πιστεύουν, έτσι όπως η μετανάστευση από το χωριό στην πόλη τούς δίνει την ψευδαίσθηση ότι έχουν βιώσει μια μεγάλη αλλαγή. «Φύγαμε και γλιτώσαμε απ’ τη γλωσσοφαγιά και τις κηδείες. Μόνο κουτσομπολιό και θάνατο έχει το κωλοχώρι» (σ. 37), λέει η Σωτηρία ενώ η Όλγα την ψάχνει στο τηλέφωνο για να κουτσομπολέψουν την κουνιάδα της. Οι ηρωίδες, έτσι, μοιάζουν να συμμετέχουν σε μια φάρσα που παίζεται ερήμην τους. Η αλλαγή γεωγραφικής τοποθεσίας ελάχιστες φορές συνοδεύεται και από κάποια αλλαγή νοοτροπίας. Η Ρόμβη προσδίδει στις ηρωίδες της μια διάσταση τραγικότητας, που όμως, με συνέπεια, εξισορροπείται πάντα από κωμική ειρωνεία. Το κείμενο δεν χάνει το ανάλαφρο ύφος αλλά ο αναγνώστης ικανοποιείται καθώς συνειδητοποιεί ότι δεν διαβάζει ένα γραφικό και κοινότοπο αφήγημα.
«Ο Στέλιος έλεγε ότι αγαπιόντουσαν. Αυτό ήταν το μόνο αληθές για τη Μαρίνα και το σωστό δεν την ένοιαζε, γιατί η αγάπη δεν είναι ρήμα για να το κλίνεις λάθος ούτε πρόταση για να μην τη συντάσσεις σωστά. Το έρως ανίκατε μάχαν ένας μαθητής της το μετέφρασε, ο έρωτας ανήκει στη μάχη. Λάθος, μα αληθές, παιδί μου, του είπε» (σ. 78).
Η Μαρίνα, στο ομώνυμο διήγημα, θα πράξει το «αληθές» καθώς «το σωστό δεν την ένοιαζε». Θα σκοτώσει τον Στέλιο, που την εμπαίζει για δεκαετίες, με ένα όπλο.
Διαβάζουμε στο τέλος του διηγήματος: «Μια απορία τους δε θα λυνόταν ποτέ. Πού βρήκε η Μαρίνα το όπλο» (σ. 95).
Η Ρόμβη, και αυτό με εντυπωσίασε είτε το έχει κάνει εσκεμμένα είτε όχι, δίνει μέσα στο διήγημα την απάντηση για το πόθεν του όπλου.
«Έκλεισε την πόρτα πίσω της και ξεκίνησε. Το ‘κοψε με τα πόδια, δεν ήθελε να πάρει ταξί. Τα τακούνια της ήταν ψηλά, αλλά είχαν σταθερό βήμα. Περπατούσε γρήγορα, με το κεφάλι ευθεία. Είχε από πριν αποφασίσει τι θα σκέφτεται στη διαδρομή. Άρχισε από τα τραγούδια που αγαπούσε. Τα τραγούδησε από μέσα της ένα ένα. Έπειτα έπιασε τα ποιήματα. Τους στίχους που επάνω τους καθρεφτίστηκε, και καθάρισε ή μουτζουρώθηκε, ανάλογα. Και καθόλου δεν είχε εξαντλήσει τους στίχους όταν το μυαλό της γλίστρησε στον Ρεμπώ. Στον Ρεμπώ τον ίδιο, στη μορφή του. Που από κοριτσάκι δε χόρταινε τη φωτογραφία του στα βιβλία. Το πεισμωμένο πιγούνι του, η νεκρική ματιά του, η πορσελάνινη μύτη του και τα άτακτα μαλλιά του την ερέθιζαν. Περπατούσε και ήταν ερεθισμένη. Την καύλωνε ο Ρεμπώ, και πώς να γινόταν να πέθαινε εκεί επιτόπου» (σ. 88).
Είναι ο Ρεμπώ λοιπόν, με την ιδιότητα του εμπόρου όπλων, που προμηθεύει τη Μαρίνα με το όπλο του εγκλήματος.
Αναμένω τη συνέχεια.
— Χαρά Ρόμβη, Σωτηρία, Αντίποδες: 2023, σελίδες: 128, ISBN: 9786185267797, τιμή: €12.20.