«“Ο άνθρωπος έχει δυο επιλογές· να χαθεί μέσα στον κόσμο ή μέσα στον εαυτό του”, έλεγε» (σ. 68).
Μια βουτιά είναι Το Βουνί της Λουΐζας Παπαλοΐζου που τιμήθηκε με το κυπριακό Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για το 2021. Από τα ψηλά της «Παλιάς Χώρας», που βρισκόταν το παλιό χωριό, στη θάλασσα με τις κροκάλες («τσακκίλες», στο τοπικό ιδίωμα) που βρίσκεται ο νέος τόπος που άρχισε να χτίζεται μετά το 1916, όταν κάνει την εμφάνισή της στο νησί η μεταλλευτική εταιρεία αμερικανικών συμφερόντων. Μια κατάδυση στη μνήμη είναι Το Βουνί που περνάει από τον «Βουθό», το μεσαίο κεφάλαιο που είναι γραμμένο σε πρωτοπρόσωπη ντοπιολαλιά και μας βγάζει στο τρίτο μέρος (σχεδόν εξ ολοκλήρου επιστολικό), που συνιστά και το νοηματικό σημείο φυγής του. Η βουτιά αυτή έχει να κάνει αρχικά με τον Ξενή, τον ήρωα του πρώτου μέρους του βιβλίου. Ναυτικός ο Ξενής σε νεαρή ηλικία, σακατεμένος από ένα έλκος που τον κάνει να τρέφεται μόνο με νερό και τσιγάρα, επιστρέφει στις αρχές της δεκαετίας του ‘70 και ως ξένος πια, που νιώθει ανοίκεια οικεία, περιδιαβαίνει ξανά το χωριό του αλλά και τις ατραπούς της μνήμης καθώς αποπειράται να βρει τα πατήματά του. Αντ’ αυτών θα διαπιστώσει τις ποικίλες φρεναπάτες τόσο των συγχωριανών του όσο και του μνημονικού του. Τίποτα δεν είναι σίγουρο για έναν άνθρωπο που έχει μπαρκάρει από το ‘54, έναν άνθρωπο που τόσο έχει επηρεαστεί από το βρετανικό στοιχείο που φτάνει να νομίζει ότι ο τηλεφωνικός θάλαμος, που μπαίνει κάποια στιγμή στο χωρίο του, είναι και αυτός χρώματος κόκκινου όπως στη Βρετανία (σ. 130). Τίποτα δεν είναι σίγουρο, όπως πολύ παραστατικά διαπιστώνει με την ιστορία του σύκου που θυμόταν να κόβει ο κύρης του, ο Χρήστος, και να προσφέρει στη μάνα του, τη Ροδού. Σύκο, που, αφού στροβιλιστεί στον νου του και περάσει σταδιακά από διάφορες εκδοχές κατακάθεται στην πλήρη αντιστροφή της αρχικής μνήμης/εντύπωσης: η μητέρα του φαίνεται τελικά να έκοψε το σύκο και να το πρόσφερε στον σύζυγό της (σσ. 66, 111-113).
Ο βυθός όμως του βιβλίου είναι πολυσήμαντος και, καθώς διαβάζει κανείς το μυθιστόρημα, έχει ιδιαίτερη σημασία να θυμάται ότι στέκεται αντιστικτικά προς το βουνί· βυθός/βουνί συνιστούν το δίπολο του έργου –συνιστούν μια συμπυκνωμένη σημασιολογική ήπειρο– που διαφεντεύει τα νήματα της ζωής των ηρώων. Από τη σαγήνη του βυθού παλεύει να γλιτώσει ο ναυτικός Ξενής· από τη γητειά του ιλίγγου που προκαλεί το βουνί θα νοσήσει ο Σουηδός στις επανειλημμένες μεταπτώσεις του –κατακρημνίσεις και ανυψώσεις– στο καταληκτικό μέρος του βιβλίου. Από αυτό το δίπολο ξεκινούν και οι καταβολές της παιδικής ηλικίας, και σε αυτό το δίπολο εξαϋλώνονται οι αναμνήσεις για την παντελή απουσία των συναισθημάτων, που, όπως λέει η συγγραφέας, παραμένουν στο νησί αισθήματα, καθότι απουσιάζει «κάτι θετικό, το συν». Οι άνθρωποι ζουν και αναλώνονται στον εαυτό τους, τα πάθη τους καίνε και θεριεύουν αλλά καίνε τους ίδιους τους εαυτούς τους. Δεν βγαίνουν έξω οι έρωτες, δεν βγαίνει έξω σχεδόν κανένα συναίσθημα –οι άνθρωποι φαίνονται να αγαπούν πιότερο τα χτηνά (τα ζώα τους) παρά τους δικούς τους– κάπως σαν τον καπνό από τα τσιγάρα που φουμάρει διαρκώς ο γαμπρός του Ξενή, ο Σοφούλλης· τα συναισθήματα παραμένουν εσωτερικευμένα. Και ουκ ολίγοι δεν παύουν να θωρούν τη ζωή σιωπηλοί, αμέτοχοι, αινιγματικοί, με τον τρόπο του Σοφούλλη, που κάθεται μια ζωή σαν Σφίγγα: «Η Σφίγγα των Σόλων» (σ. 91) από το αντίστοιχο εύρημα και την αρχαία ονομασία της περιοχής. Το δίπολο βυθός/βουνί αναφέρεται λοιπόν, όχι μόνο σε γεωγραφικά σημεία αλλά και σε εσώτερα, ψυχολογικά: η Κύπρος στο μυθιστόρημα δεν είναι μόνο γεωγραφική αλλά και σημασιολογική περιοχή.
Η Παπαλοΐζου επεξεργάζεται με μεγάλη προσοχή τη σύνδεση των πραγμάτων με τις λέξεις. Εφιστώ την προσοχή ότι εκτός από τη νεοελληνική και το κυπριακό ιδίωμα, στο μυθιστόρημα φωλιάζει και μια τρίτη γλώσσα, καθότι ο Ξενής είναι ασυρματιστής, μαρκόνης. «Ακούς τον ήχο και βλέπεις το γράμμα αυτόματα. Αυτό πάει να πει μαρκόνης» (σ. 150) θα πει ο Ξενής στο ανεπίδεκτο μάθησης παπαδόπαιδο που έχει αναλάβει να εκπαιδεύσει στο πλοίο. Η Παπαλοΐζου προτάσσει έτσι και μια σχηματική αποτύπωση, ένα σκαρίφημα της βαθιάς σύνδεσης που υπαινίσσεται πάντα ο κόσμος με τη γλώσσα, καθώς ο ηχητικός περίγυρος του μαρκόνη μετουσιώνεται σε γραφή. Όλα γυρίζουν στη γλώσσα και όλα εκπηγάζουν από τη γλώσσα που, όμως, ενάντια στην υπερ-εκλογίκευση νοητικών λειτουργιών έχει ως κέντρο της το προφανές: το σώμα. Η Παπαλοΐζου κατασκευάζει το ενδιάμεσο κεφάλαιο της ντοπιολαλιάς ως προφορική γλώσσα που εκπηγάζει από το σώμα. Η αναλυτική νεοελληνική στέκεται εδώ ως αντίβαρο της προφορικής σωματικότητας· στέκεται ως τίμημα που πληρώνει το έλλογο στην πορεία προς τη γνώση. Η πτώση –ακόμη μια έκφανση του διπόλου βουνί/βυθός– της καθομιλουμένης από έναν όλβιο, παρά τις όποιες κακουχίες, προνεωτερικό κόσμο απτής σωματικότητας στον κόσμο της προόδου νοηματοδοτείται εκ νέου καθιστώντας την πτώση, γνωσιακή άνοδο. Η περιπέτεια της γλώσσας είναι πάντα μια ταλάντωση ανάμεσα στο δίπολο βουνί/βυθός. Η εποπτεία της νεοελληνικής γλώσσας σε αναλυτικότητα και γενικεύσεις πληρώνει το τίμημα της αποκοπής από αυτή τη μεστή σωματικότητα της καθομιλουμένης ντοπιολαλιάς που δεν παύει να είναι μια γλώσσα χωρίς αναστοχαστικές λειτουργίες· μια γλώσσα δράσης και όχι θεωρίας. (Θα πει προς το τέλος ο Σουηδός: «Μήπως δηλαδή πρέπει να εκλάβω ό,τι μου συμβαίνει ως ένα μάθημα ταπεινοφροσύνης, από αυτά που σου δίνει ενίοτε η ζωή με απώτερο σκοπό να αντιληφθείς την κατάστασή σου αντικειμενικά, βρίσκοντας έστω για λίγο εκείνη την κρυστάλλινη καθαρότητα που έχουν τα σχήματα όταν τα αντικρίζεις για πρώτη φορά, προτού το περίγραμμά τους μετατραπεί σε θάλασσα σημείων;» (σ. 408)). Η κρυστάλλινη καθαρότητα των σχημάτων είναι η πρωτοπρόσωπη ντοπιολαλιά, ενώ η θάλασσα των σημείων, η αναλυτικότητα της νεοελληνικής, όπως εξάλλου και κάθε νεογλώσσας. Ο βυθός αυτός όμως της ενσώματης γλώσσας είναι και ένας κόσμος προνεωτερικός, άγριος, ασύλητος. Έτσι, ενώ η Παπαλοΐζου μάς προτρέπει να διαβάσουμε την αρχαιολογική ανασκαφή στο βουνί ως μεθοδική κατάδυση σε αυτό τον βυθό –στα ενδότερα ιστορίας και ψυχής/νου–, μας επισημαίνει και μια αντίφαση: το κεφάλαιο της ντοπιολαλιάς διαβάζεται ως ασύλητος τάφος που συνυπάρχει με τα λεηλατημένα σκηνικά της ανασκαφής. Αυτή η συνύπαρξη (ασύλητου-λεηλατημένου) είναι ένα από τα περάσματα του κειμένου στην πολιτική. Η Παπαλοΐζου τηρεί αποστάσεις και διατυπώνει, ή τουλάχιστον προσπαθεί να διατυπώνει, θέσεις μετριοπάθειας. Τα κεφάλαια με τους Εγγλέζους στο πρώτο μέρος, όπως και η παρουσία του βρετανού Κυβερνήτη στο τρίτο μέρος συνιστούν εξισορροπητικές πινελιές στον καμβά της πολιτικής ιστορίας που διατρέχει και κατατρέχει το νησί. Όπως εξάλλου και η ιδιότυπη αναφορά στους Αμερικάνους της μεταλλευτικής που διαβάζουν βλάσφημα τον Στράβωνα για να εντοπίζουν πιθανές πηγές ορυκτών, που αντιπαραβάλλεται με την προσηλωμένη ιερή ανάγνωση του Σουηδού, που θα αξιωθεί, γιατί θα αφεθεί, τη σαγήνη της κυπριακής φύσης (έλλογης και άλογης) (σ. 323). Οι προθέσεις και τα κίνητρα παίζουν πάντα καθοριστικό ρόλο –ειδικά απέναντι στο ίδιο υλικό– και η Παπαλοΐζου, ως μυθιστοριογράφος, το έχει σκεφτεί και το έχει εκτελέσει δόκιμα αυτό.
Η ντοπιολαλιά όμως προσφέρεται και για μια εναλλακτική πολιτική ανάγνωση: στον διακαή πόθο της προ του 1974 ένωσης με τη μητέρα πατρίδα ο Κύπριος έχει να παλέψει με τη γλώσσα που τον καθορίζει και ταυτοτικά. Το τρίτο κεφάλαιο, που αναφέρεται στην αρχαιολογική ανασκαφή από τους Σουηδούς (1928-29), υπογραμμίζει επανειλημμένα την επιθυμία των Κυπρίων να αποδειχθεί δια των ευρημάτων η αρχαιοελληνική καταγωγή τους, ώστε να καταστεί υπόβαθρο και θεμελιωτική πράξη της πορείας που θα οδηγήσει στην ένωση με την Ελλάδα. Σε αυτό, η γλώσσα, στέκεται όχι μόνο ως εμπόδιο αλλά και ως διαρκής υπόμνηση της αυτονομίας και μοναδικότητας των Κυπρίων. Η γλώσσα όμως παραμένει κυρίαρχη και στο τρίτο μέρος· η συγγραφέας διανθίζει το κείμενο με πολλές και ποικίλες αναφορές που κινούνται από το αμιγώς φιλοσοφικό/γνωστικό «Στη συνέχεια ξεκίνησε μια πολύωρη κουβέντα γύρω από τα χρώματα. Ποια είναι τα βασικά στη φιλοσοφία, ποια στη φυσική, γιατί δεν είναι ίδια. Σκεφτόμαστε με λέξεις, με εικόνες ή με χρώματα; Μπορεί η γλώσσα να αναπαραστήσει το χρώμα ή μόνο να το ανακαλέσει;» (σ. 335) ή «Η γλώσσα πλάθει τα ερωτήματα ή τα ερωτήματα τη γλώσσα;» (σ. 334), στο βιωματικό «Στήνω αυτί στους ψίθυρους της ύπαρξης» (σ. 325), και φτάνει σε κορυφώσεις μέθεξης όπως στο σημείο όπου ο Σουηδός στοχάζεται πάνω στο αέναο «δαιμονικό τερέτισμα» του τζίτζικα (του «ζίζιρα») «[...] η ψυχωτική επιμονή, να επιμένει μέχρι τελικής πτώσεως να ξελαρυγγίζεται, να βλέπει το τέλος να έρχεται και να μην μπορεί να προτάξει ένα φτερό αντίστασης, εκεί γαντζωμένος στον φλοιό της φυλακής του, μεσοζωικό απολίθωμα, μέσα στους θάμνους και στους κορμούς των δέντρων, ενώ τα δέντρα και οι θάμνοι φλέγονται και αυτός να ψάλλει με ιδεοληπτική εμμονή το ίδιο τροπάριο — ΕΡΩΣΚΑΙΘΑΝΑΤΟΣ» (σ. 366).
Η βαθιά σωματικότητα με την οποία εμποτίζει την κατασκευή των εννοιών και κατ’ επέκταση των λέξεων η Παπαλοΐζου, συνοψίζεται εύστοχα, ήδη από την αρχή, όταν ο Ξενής διερωτάται για την εσωστρέφεια της ερωτικής φύσης των συμπατριωτών του: «Αναρωτιόμουν αν γι’ αυτό έφταιγαν οι πέτρες. Αν είχαμε αμμουδιές στους τόπους μας, μπορεί και να είχαμε διαπαιδαγωγηθεί διαφορετικά. Κινείται η άμμος, πλάθεται, παίρνει το σχήμα σου, εσύ το δικό της. Έτσι φανταζόμουν τον έρωτα. Κάτι σαν δέρμα που κολλά πάνω στη σάρκα σου και δεν μπορείς να το ξεκολλήσεις. Εμείς όμως μόνο τσακκίλες είχαμε. Ήταν μοναχική υπόθεση ο έρωτας στα μέρη μας. Καημός ήταν» (σ. 110).
Δεν θεωρώ επουδενί υπερβολικό να πω ότι αυτές οι εκατό σελίδες της ντοπιολαλιάς, που παρεμβάλλονται ανάμεσα στο πρώτο και το τρίτο μέρος του βιβλίου, και που σίγουρα προβληματίζουν τον αναγνώστη στην Ελλάδα, διαβάζονται και ακούγονται σαν αυτό το «ΕΡΩΣΚΑΙΘΑΝΑΤΟΣ» του τζίτζικα. Διάβασα το κεφάλαιο αυτό δύο φορές χωρίς να καταφύγω ιδιαίτερα στο γλωσσάρι που βρίσκεται στο τέλος του βιβλίου, και με συνεπήρε. Ένα βασικό κριτήριο για το αν τέτοιου είδους τακτικές λειτουργούν στο πλαίσιο του μυθιστορήματος είναι αν μπορεί ο αναγνώστης που δεν γνωρίζει τη ντοπιολαλιά αλλά γνωρίζει τη γλώσσα πάνω στην οποία στηρίζεται, να το διαβάσει χωρίς γλωσσάρι. Αυτό δεν είναι κάτι αδύνατο καθότι ο Θανάσης Βαλτινός και ο Σωτήρης Δημητρίου το πετυχαίνουν σε πολύ μεγάλο βαθμό – αν και τέτοιες δηλώσεις ενέχουν πάντα και έναν βαθμό υπερβολής. Δεν θα σας πω όμως αυτά τα τετριμμένα που αναφέρονται συνήθως για τη «μουσικότητα της γλώσσας» (παρότι το υπαινίσσομαι με την αναφορά στο τερέτισμα)· δεν θα σας πω ότι την καταλαβαίνει ο Έλληνας αναγνώστης όπως καταλαβαίνει τη νεοελληνική. Υπάρχει και κάτι άλλο που θα ήθελα να προτείνω: αυτές οι εκατό σελίδες, πέρα από το πραγματολογικό/μυθιστορηματικό ενδιαφέρον τους –πέρα από τη γλαφυρή απεικόνιση της ζωής που αποκομίζει ο αναγνώστης σε ένα πρώτο επίπεδο– λειτουργούν και ως μηχανισμός ανοικείωσης από τη νεοελληνική γλώσσα. Λειτουργούν ως μαύρος καθρέφτης (Claude glass), που καθαρίζει την αντιληπτικότητα του αναγνώστη, ώστε το κεφάλαιο που ακολουθεί μετά, παρά τις όποιες μικρές αστοχίες του –το γνώριμο στο μυθιστορηματικό πλαίσιο, εύρος των στοχασμών που πραγματεύεται– να διαβάζεται με εξαιρετική ορμή και ζωτικότητα. Είναι εντυπωσιακό πόσο διαφορετικά αντιλαμβάνεται κανείς μέσα από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση του προφορικού ιδιώματος του δεύτερου μέρους τον ίδιο ακριβώς κόσμο που αμέσως μετά περιγράφει σε άπταιστα νεοελληνικά ο φιλέλλην Σουηδός αρχαιολόγος, καθότι και τα δύο μέρη αναφέρονται στην ίδια χρονική περίοδο. Η Παπαλοΐζου οικοδομεί τη διαφορά των δύο κόσμων (ειδομένους εδώ ως umwelten) που ενδημούν οι ίδιοι άνθρωποι. Και αυτό υπογραμμίζεται από το ότι αφήνει τον αναγνώστη να ανακαλύψει στο τρίτο μέρος ότι είναι η Ροδού που μιλάει στο δεύτερο, και ότι ο αντιδραστικός Χρήστος είναι ο άνδρας που ερωτεύεται στην ανασκαφή, που πρωτοστατεί στις απεργιακές κινητοποιήσεις του ‘48 και που γίνεται ο πατέρας του Ξενή, που έχουμε ήδη συναντήσει στο πρώτο μέρος.
Το Βουνί, για να κλείσω, δεν είναι ούτε ιστορικό, ούτε πολιτικό μυθιστόρημα· είναι αμιγώς υπαρξιακό. Το υπαρξιακό μυθιστόρημα, επειδή δεν έχει αγκυροβόλια δύναται πολύ εύκολα να χαθεί σε αμετροέπειες, φλυαρίες και κοινοτοπίες (να καταστεί δηλαδή το μυθιστόρημα ένα τουριστικό, ευπώλητο αξιοθέατο, με τον ίδιο τρόπο που αναφέρεται ο Σουηδός, στην τελευταία σελίδα, στον αρχαιολογικό χώρο σε μια έκλαμψη διαίσθησής του που κοιτάζει προς τη μελλοντική μοίρα τού χώρου). Ακριβώς όμως επειδή δεν έχει αγκυροβόλια και ελλοχεύουν οι κίνδυνοι που μόλις ανέφερα, το υπαρξιακό μυθιστόρημα, αν βρει τον ρυθμό του, μπορεί να λάμψει αυτοτροφοδοτούμενο καθώς γεννά έναν μηχανισμό παραγωγής ερμηνειών. Η Παπαλοΐζου το πετυχαίνει αυτό· καταφέρνει να σταθεί στο χείλος του γκρεμού και να ισορροπήσει στην ιδιότυπη θέα, καθότι γράφει για μια γεωγραφική και σημασιολογική περιοχή (την Τηλλυρία, κοντά στη γενέτειρά της, τη Μόρφου) που επειδή ανήκει πλέον στα κατεχόμενα, κατ’ ουσίαν δεν υπάρχει πια:
«Ώρες-ώρες έχω την αίσθηση πως από την κορυφή του βουνού έχω δει τη θάλασσα να λιγοστεύει. Καθισμένος στο ίδιο σημείο, στην ίδια θέση, κάτω από την ίδια ένταση της ηλιακής θερμότητας, έχω δει τη στάθμη του νερού να κατεβαίνει και τον βυθό να μεταμορφώνεται σε έρημο.
Αυτό σου μαθαίνει το βουνό. Γι’ αυτό το σημείο μέσα σου, απ’ όπου μπορείς να δεις όλες τις αλήθειες σου να μεταμορφώνονται σε αναλήθειες» (σ. 450).
Το υπαρξιακό μυθιστόρημα πραγματεύεται πρωτίστως αναλήθειες· αναλήθειες καθολικής ισχύος.
Edit: Το βιβλίο τιμήθηκε και με το ελληνικό Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για το 2021.
— Λουίζα Παπαλοΐζου, Το Βουνί, Το Ροδακιό: 2021, σελ. 480, τιμή: € 22,26, ISBN: 9786185248772.