Η Σίσσυ Δουτσίου (Αθήνα, 1980), στις τέσσερις ιστορίες της συλλογής, πραγματεύεται τον εσωτερικευμένο θυμό. Οι ηρωίδες της, γιατί εδώ έχουμε να κάνουμε με γυναίκες, ή πιο σωστά «θηλυκότητες», αντιμετωπίζουν τα αδιέξοδα μιας σειράς ποικίλων και πολυδιάστατων κακοποιήσεων. Από τις, ας τις πω, “καθημερινές”, που βιώνουν «Οι τρεις γυναίκες από το Τούσον της Αριζόνας», σε πιο μοχθηρές, που υπομένει η ανήλικη Εριέττα στο ο «Μαύρος αχινός», όπως και την απόπειρα βιασμού που έχει υποστεί η ηθοποιός ηρωίδα της στο «Το φάντασμα στο προσκήνιο».
«Όλοι θυμώνουν. Είτε πρόκειται για ήπιο εκνευρισμό είτε για οξύ θυμό. Ο θυμός κρύβει ένα φόβο. Η Εριέττα είχε φοβηθεί πως θα περνούσε όλη της τη ζωή γονατισμένη με ανοιχτό το στόμα, κοιτάζοντας στα μάτια τους εκατομμυριούχους επιχειρηματίες, και θα περίμενε κλαίγοντας σαν μωρό παιδί, όπως της είχε ζητηθεί, τα χύσια ή τα σάλια του προέδρου της εταιρείας εξόρυξης διαμαντιών. [...] Ήτανε θυμωμένη. Η οργή είχε ρουφήξει τη λογική της. [...] Η πνευματική της κατάσταση της προκάλεσε τόσο πόνο, ώστε ένα οδυνηρό συναίσθημα κατοικούσε μέσα της για μήνες. Θα έπαιρνε εκδίκηση. Θα τον σκότωνε» (σσ. 80-81).
Διάβασα τη συλλογή της Δουτσίου πριν από δύο μήνες και αφού κράτησα τις απαραίτητες σημειώσεις αποφάσισα να προσπεράσω το βιβλίο. Ένιωθα ότι δεν υπήρχε λόγος να υποβάλλω τη συγγραφέα σε μια ιδιαιτέρως αρνητική κριτική. Είχα όμως αμφιβολίες ότι ίσως και να την είχα αδικήσει, γιατί η Δουτσίου τολμά και ξεφεύγει από τη μανιέρα του καθωσπρεπισμού. Δεν είναι μόνο η αιχμηρότητα της γλώσσας που επιλέγει –γλωσσάς που όπως θα εξηγήσω είναι βαθιά προβληματική– είναι και η προσπάθειά της να κατασκευάσει τέσσερις ιστορίες σε τέσσερις διαφορετικές περιοχές: Αριζόνα, Γιοχάνεσμπουργκ, Νέα Υόρκη και Ταϊλάνδη, που υποδηλώνει, αν μη τι άλλο, θάρρος.
Διάβασα λοιπόν τη συλλογή για δεύτερη φορά. Θα παραθέσω μερικά αποσπάσματα από το πρώτο διήγημα, «Οι τρεις γυναίκες από το Τούσον της Αριζόνα», στο οποίο οι ηρωίδες αποφασίζουν να δολοφονήσουν τους συζύγους τους.
«Η Λάρα ήταν πειθήνια, υπάκουη, υποτακτική. Ο Τόμας Τζούνιορ χειραγωγούσε με ελκυστικό τρόπο τα ζουμιά της» (σ. 25).
«Ο χρυσός αετός δεν ήταν τίποτε άλλο παρά το στόμα της τυχαίας νύχτας των τριών αυτών γυναικών. Όχι, ο αετός υπήρχε, η νύχτα υπήρχε, το σκοτάδι υπήρχε, ακόμα και οι σβηστές τηλεοράσεις υπήρχαν» (σ. 26).
«Οι σκέψεις πια ήτανε ανώνυμες σαν ένα αγοροκόριτσο πέντε χρονών στην αυλή της γειτονιάς περικυκλωμένο από τους εχθρούς του» (σ. 30).
«Η δουλειά των ανθρακωρύχων και το άγριο γαμήσι μιας αυτοσχέδιας τσούλας είχανε γίνει ένα ογκώδες φεγγάρι, με μάζα και βάρος τριπλάσια από ό,τι φαντάζονταν. Τη συνομιλία τους την άκουγαν μόνο τα ξεραμένα γαρίφαλα κάτω από τη γη και οι ανθισμένοι Σαγκουάρο στην ξηρή, άνυδρη Αριζόνα» (σ. 33).
«Τα ζωντανά τους μουνόχειλα ένιωθαν την κίνηση προς τα μέσα, ο ζωντανός τράχηλος κομματιαζόταν, ξεραινόταν. Από τα τζάμια της τραπεζαρίας έσταζαν οι μάχες των δύο φύλων. Αναζήτησαν και οι τρεις μια λίμνη με μοβ λωτούς. Ο λύκος ήταν μέσα στο λουτρό, περίμενε να κοιτάξει τις γρήγορες κινήσεις των χεριών τους, όταν έδιωχναν τα ζουμιά από το μουνί τους. Ο λύκος ήταν εκεί, εδώ, για όλες τις στιγμές που αυτές ήθελαν να κρατήσουν ενός λεπτού σιγή» (σ. 35).
Σε κάποιο σημείο, στο «Το φάντασμα στο προσκήνιο», το τρίτο διήγημα της συλλογής, διαβάζουμε, σε πρώτο πρόσωπο, τα λόγια του ήρωα συγγραφέα:
«[...] [Ε]ίχα δεσμευτεί στο να γράφω ιστορίες ανθρώπων που είχανε απασχολήσει τις Αρχές με την πολιτική τους δραστηριότητα, είχανε έντονο ελευθεριακό πνεύμα για την εποχή τους ή κανείς δεν είχε αναδείξει το έργο τους λόγω της σεξουαλικής τους ταυτότητας και του φύλου τους» (σ. 165).
Ας υποθέσουμε ότι το πρώτο διήγημα υποπίπτει στην «είχανε έντονο ελευθεριακό πνεύμα για την εποχή τους». Η Νικόλ «[σ]τα δεκάξι της, αποφάσισε πως θέλει να γνωρίσει καμιά πεντακοσαριά άντρες για να γεμίσουνε το μουνί της με τα τεράστια πέη τους» (σ. 10). «Η Αγνή με το μουνί σαν τριαντάφυλλο. Τριάντα σημεία για να γλείφεις και να σου αρέσει που της το γλείφεις, και μια κλειτορίδα σαν μικρό πουλί. Δυνατό μουνί. Και το καλύτερο είναι ότι είναι στενό. Όσο και να γαμιέται, το μουνί της στενεύει – στεγνώνει. Τα στεγνά μουνιά είναι πιο στενά» (σ. 12).
Ας υποθέσουμε, πάλι, ότι από αυτές τις περιγραφές, η Δουτσίου θέλει να εκλάβουμε τις ηρωίδες της ως φέρουσες «έντονο ελευθεριακό πνεύμα». Θα περίμενε κανείς η συγγραφέας να παίξει τουλάχιστον το χαρτί της ένοχης απόλαυσης. Να θέσει τον αναγνώστη στην άβολη συνθήκη της διαστολής ανάμεσα στο ηθικό και το σαρκικό. Να τον κάνει στιγμιαία συνένοχο στις δοκιμασίες που υποβάλλονται οι ηρωίδες από τους συζύγους τους, και, μετά, να τον επαναφέρει –τον αναγνώστη– στον περίκλειστο χώρο του πολιτισμού, των συμβάσεων, των νουθεσιών και γενικά όλων όσων η συγγραφέας πιστεύει ότι στηλιτεύει με τα διηγήματά της. Στο οπισθόφυλλο εξάλλου διαβάζουμε ότι «[...] το βιβλίο είναι μια βίαιη έξοδος από την πατριαρχία, μια εκδίκηση για το τραύμα, μια αντεπίθεση της καταπιεσμένης αξιοπρέπειας». Η Δουτσίου όμως αναλώνεται σε μια ανέξοδη προκλητικότητα διανθισμένη με ποιητικίζουσες κορόνες αμφιβόλου ποιότητας. Ακόμα και τα αποσπάσματα που παρέθεσα, αποσπάσματα αρκετά συντηρητικά σε σχέση με άλλα τα οποία σκοπίμως απέφυγα, χαρακτηρίζονται από συνδυασμούς λέξεων και εννοιών που εξαιρετικά δύσκολα πείθουν τον αναγνώστη για την αξία τους ή ότι για κάποιο λόγο συνεισφέρουν προς την επίτευξη των σκοπών της. Δυστυχώς, έτσι όπως αποτυπώνεται, ακόμη και το «ελευθεριακό πνεύμα» και η μοχθηρότητα των ηρωίδων φαντάζουν τετριμμένα.
Δεν είναι επομένως η όποια σεμνοτυφία του αναγνώστη που επιβαρύνει την αναγνωστική συνθήκη, αλλά η απουσία κάποιου δείγματος γραφής που να ξεφεύγει από τον φτηνό εντυπωσιασμό, με κάποιο τρόπο πέρα από την αιχμηρότητα των λέξεων. Το βαθύτερο όμως πρόβλημα στο «Οι τρεις γυναίκες από το Τούσον της Αριζόνας» είναι η βαθιά ασυμφωνία των χαρακτήρων των γυναικών, με την επίκληση που κάνουν, στο τέλος, στο έλλειμμα τρυφερότητας των ανδρών που τις καταδυναστεύουν.
«Πήρε κομμάτια από τα γδαρμένα του δάχτυλα και χάιδευε το κορμί της. “Αυτό έπρεπε να κάνεις. Ήταν τόσο απλό”» (σ. 41).
Αλλά και
«“Όχι τώρα, όχι σήμερα, όχι χτες. Πάντα. Θα σου γαμήσω την ψυχή, ανώμαλε. Πλησίασε, αν με φιλήσεις, θα σε ελευθερώσω”» (σ. 43).
Η αγριότητα του χαρακτήρα των ηρωίδων, που τόσο τους έλειπε το χάδι, έστω κι αν έρχεται μετά από τα δεινά που έχουν υποστεί, δεν στέκει μυθοπλαστικά. Η Δουτσίου γράφει χωρίς να δίνει σημασία στον περιβάλλοντα χώρο των χαρακτήρων της. Επαναπαύεται στους δήθεν “ποιητικούς” υπαινιγμούς να αναλάβουν τον λεπτό και απαιτητικό ρόλο του μυθοπλαστικού ορίζοντα. Το διήγημα νοσεί από την απουσία κάποιας μορφής βαθύτερου μίτου που θα προσέδιδε στο σύνολο –ναι, ακόμα και σε αυτό το σύνολο– την πολυπόθητη αρμονία: που θα περνούσε στον αναγνώστη τη νέκρωση και το τίμημα που απαιτείται να πληρώσει το υποκείμενο, όταν αφήνεται ή εξωθείται στη λύση μιας τόσο μοχθηρής εκδίκησης.
Παραθέτω την καταληκτική παράγραφο:
«Θα ερωτεύονταν ένα μαύρο όμορφο άντρα που θα μιλούσε γαλλικά και θα χάιδευε τη σπονδυλική τους στήλη και τον λαιμό τους. Θα είχαν το δικό τους πριγκιπικό λιμάνι όλες μαζί. Θα άνοιγαν το δικό τους μπαρ “Dream”, στο Πορτ-ο-Πρενς, κοντά στη θάλασσα. Είχανε τα δικά τους λεφτά, το δικό τους σώμα, τον δικό τους χρόνο. Η συντροφιά τους συγχρόνως αξιαγάπητη και ανάγλυφη συνεννοήθηκε με τις λεπτές σταγόνες του χρόνου να παραμένει αιώνια, ό,τι κι αν συνέβαινε από κει και πέρα» (σ. 51).
Αντιστρόφως, στο επόμενο διήγημα, «Ο μαύρος αχινός», ενώ είναι σαφές ότι στέκεται με μεγαλύτερες αξιώσεις, η Δουτσίου υπερτονίζει τον μυθοπλαστικό ορίζοντα εις βάρος της πλοκής. Οφείλω όμως να αναγνωρίσω ότι η συγγραφέας εδώ, ορθά, δεν καταφεύγει σε τόσο ακραίες περιγραφές της εκδικητικής πράξης, που δίνει και τον τίτλο. Η επιθυμία της όμως να προσδώσει στην ηρωίδα της μια δαιμονική/αγγελική υπόσταση οδηγείται σε αμετροέπειες που καθιστούν εξαιρετικά δύσκολη την επίτευξη κάποιας μυθοπλαστικής ισορροπίας. Η ανήλικη Εριέττα, ορφανή και αμόρφωτη, προσλαμβάνεται στην έπαυλη πλούσιου και διεφθαρμένου αξιωματούχου, κακοποιείται συστηματικά, αλλά, παράλληλα, βρίσκει καταφύγιο στην πλούσια βιβλιοθήκη του από την οποία αντλεί τη βαθιά μόρφωσή της, που την καθιστά ικανή «[...] να διακρίνει την προίκα των φτωχών» (σ. 114). Ενορχηστρώνει μόνη της, όχι μόνο την ευφάνταστη δολοφονία του θύτη της αλλά και τη σωτηρία ομάδας ανηλίκων που κρατούνταν φυλακισμένα σε υπόγεια κρύπτη, που θα ανακαλυφθεί τέσσερις μήνες μετά τη σύλληψή της.
Ο εσωτερικευμένος θυμός, γενικά, απαιτεί εξαιρετικά λεπτομερείς και εκλεπτυσμένους χειρισμούς για να βγει φυσικά και πηγαία. Όχι γιατί σοκάρεται ο αναγνώστης αλλά αντιθέτως γιατί, έτσι όπως τον προτάσσει –τον θυμό– η συγγραφέας, τον καθιστά αναίτιο, διεκπεραιωτικό και τελικά βαρετό. Ο αναγνώστης δυσανασχετεί απέναντι στη διαμαρτυρία, από όσο δίκιο κι αν αυτή εμφορείται, όταν η συγγραφέας αδυνατεί να τον σύρει στη μυθοπλαστική συνθήκη. Το αισθητικό οφείλει πάντα να είναι κυρίαρχο, ειδικά αν οι προθέσεις είναι αιχμηρές, ακραίες, ή απλώς πρόστυχες.
Η Δουτσίου αποπειράται να μιλήσει αλλά τα λόγια της την προδίδουν. Η γλώσσα της σε καμία περίπτωση δεν φτάνει στο ύψος της λογοτεχνικότητας που απαιτεί το εγχείρημά της. Γιατί, βλέπετε, όσο πιο άμεση και «έξω από το δόντια» επιθυμεί να είναι η συγγραφέας τόσο περισσότερο καθίσταται αναγκαίο να έχει κατακτήσει τους απαραίτητους φορμαλισμούς, που θα αναδείξουν και θα επιβάλλουν τις στυλιστικές αποτυπώσεις της φωνής της.
Η Δουτσίου, ως φυσικό πρόσωπο, έχει φωνή, ή τουλάχιστον έτσι διέκρινα. Παραμένει όμως καθηλωμένη στο τι θέλει να πει, που δυστυχώς είναι χιλιοειπωμένο. Αυτό που απουσιάζει, εδώ, είναι η συγγραφική φωνή. Η συγγραφική φωνή, που θα αναλάβει να αναδείξει το απαιτούμενο εύρος των λεπτών αποχρώσεων και θα μετουσιώσει τον κοινό τόπο σε “πρωτοτυπία”.
— Σίσσυ Δουτσίου, Οι αδερφές του Κάιν, Καστανιώτης: 2023, 226 σελίδες, ISBN: 9789600371727, τιμή: €16.00.