Skip to main content
Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2024
Ευχολόγιο

Ο ανώνυμος ήρωας του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη (Δυτικό Πέλλας, 1975), ο Νώε του μύθου, συνοδεία του σκύλου του, Παρασκευά, θα βρεθεί να πλέει σε μια βάρκα πάνω από την ποντισμένη πόλη που μέχρι πριν από λίγες μέρες έσφυζε από ζωή. Μπορεί να μην έχει βιώσει κατακλυσμό –ο καταποντισμός παραμένει ανεξήγητος– το αποτέλεσμα όμως είναι ένα και το αυτό. 

«Και έτσι απλώς διατελώ αμήχανος, συγκεχυμένος, εκτός χρόνου κι εντός σιωπής, άνθρωπος χωρίς ανθρώπους, λόγος άνευ διαλόγου, ανέστιος της κοινωνίας, του τόπου και της γλώσσας, νοσταλγός της πιο μελαγχολικής Δευτέρας, των γενεθλίων με τις τυπικές ευχές, των πολυσύχναστων εμπορικών κέντρων, των μεγάλων δρόμων εν ώρα αιχμής και κυρίως των εργολαβικών συνεργείων με τις φαγάνες, τις αξίνες και τα κομπρεσέρ έξω ακριβώς απ’ το παράθυρο της κρεβατοκάμαράς μου με την προσδοκία να σκεπάσουν τούτη την εκκωφαντική σιγή της θάλασσας που κοντεύει να με ζουρλάνει» (σ. 8).

Ο ήρωας θα μας πληροφορήσει ότι είναι επαγγελματίας «αφηγητής-ιστορητής» (σ. 9). Εξάλλου, ουδόλως τυχαία, ο Νώε του μύθου συνυπάρχει με έναν Παρασκευά, από το μυθιστόρημα του Ντεφόε. Η συγκεκριμένη κιβωτός, δηλαδή, συναρμόζει το θεϊκό με το ανθρώπινο, την παραβολή με τον μύθο.

«Ας λένε ό,τι θέλουν για την εικόνα, που είναι ισοδύναμη με χίλιες λέξεις· δεν έχει ακόμη χάσει ο λόγος τη μυστική του δύναμη» (ό.π.). Η βάρκα μέσα στην οποία «λάμνει» ο ήρωας είναι μια πολιτισμική κιβωτός.

«Σηκώνομαι τότε όρθιος, καθαρίζω τον λαιμό μου κι αρχίζω να αγορεύω άλλοτε για τα πνευματικά επιτεύγματα της κλασικής αρχαιότητας –Σοφοκλής, Όμηρος, Σαπφώ, Αρχίλοχος, Επίκουρος, Αρχιμήδης, Ιπποκράτης, Ευριπίδης, Αριστοφάνης, Θουκυδίδης– και άλλοτε για την καλλιτεχνική και φιλοσοφική επανάσταση της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού– Ντιντερό, Ρουσσώ, Ραφαήλ, Καραβάτζιο, Μιχαήλ Άγγελος, Βολταίρος, Τζον Λοκ, Μονταίνι και Μοντεσκιέ» (σ. 22).

Όπως και:

«Τελικά σε τούτη τη βάρκα μόνο οι μνήμες μένουν ζωντανές. Λάμνοντας καλώ κάποιους από τους συνεπιβάτες μου –Μοντιλιάνι, Ροβεσπιέρο, Καντ, Γεώργιο Γεμιστό ή Πλήθωνα, Λεονάρντο ντα Βίντσι, Ντ’ Αλαμπέρ, Αμέρικο Βεσπούτσι, Δομήνικο Θεοτοκόπουλο, Χέγκελ, Χέλντερλιν, Αρτεμίζια Τζεντιλέσκι–, κανείς όμως δεν παίρνει τον λόγο να μου απαντήσει» (σ. 57). 

Ο ήρωας θα περιπλανηθεί στα πέριξ της βυθισμένης πολιτείας. Οι πέντε ορεινοί όγκοι που εξέχουν από τον υδάτινο ορίζοντα είναι το σκηνικό που θα ορίσει τους πλόες του. Σταδιακά, θα τους προσεγγίσει αλλά οι κάτοικοι που είτε κατοικούσαν είτε έχουν καταφύγει εκεί θα αποδειχθούν αφιλόξενοι και λίαν εχθρικοί. Η παραμυθία του είναι μονοδιάστατη: «Δεν παύουν να ανακουφίζουν οι λέξεις, ακόμη και όταν τις διαψεύδει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο η πραγματικότητα» (σ. 35). Θα στραφεί στον μονόλογο και θα αρχίσει να συνειδητοποιεί την υφή της πραγματικότητας που, στην προ καταποντισμού περίοδο, έτεινε να κρύβεται πίσω από τη ροή της καθημερινότητας, που όπως είδαμε έχει αρχίσει ήδη να τη νοσταλγεί.

«Το ’χα πολλές φορές βασανίσει στο μυαλό μου όλο αυτό το διάστημα της προετοιμασίας κι είχα καταλήξει στο αυτονόητο συμπέρασμα πως το συναίσθημα είναι ο χειρότερος σύμβουλος της επιβίωσης» (σσ. 32-33). 

Παρότι η δήλωση αναφέρεται στο συγκείμενο της πλημμύρας, ο ήρωας υπαινίσσεται την καθολική ισχύ της. Ταλανίζεται από την παντελή απουσία ισορροπίας ανάμεσα στην επιβίωση και τη συμβίωση. Ταλανίζεται από το ψευδεπίγραφο της συμβίωσης, από την αναπόδραστη πρωτοκαθεδρία της επιβίωσης, όταν οι συνθήκες επαπειλούν το «εγώ». 

«Πιο παλιά πίστευα πως, όταν το θέμα είναι η ίδια η ύπαρξη, μπαίνουν στην άκρη τα υπαρξιακά, αλλά έκανα λάθος. Για την ύπαρξή μου μάχομαι ποντιζόμενος στα υπαρξιακά μου και δεν πιστεύω ότι μπορεί να υπάρξει σωτηρία του ενός ξέχωρα απ’ τον άλλο» (σ. 62).

Ο ήρωας επιδίδεται τόσο σε αφηγήσεις παραμυθιών, για να διασκεδάζει το αδιέξοδό του, όσο και σε “φιλοσοφικές” διαπιστώσεις.

«Από την άλλη, σκέφτομαι ότι όλα αυτά μπορεί και να ’ναι ένας φυσικός κύκλος, που ανοίγει και κλείνει, για να ανοίξει ύστερα ένας άλλος κύκλος κι ύστερα ένας άλλος, όπως ακριβώς συνέβη με τους δεινόσαυρους, που για εκατομμύρια χρόνια κυριάρχησαν στον πλανήτη κι εντέλει εξαφανίστηκαν μέσα σε ελάχιστο διάστημα από προσώπου γης» (σ. 48).

Ή

«Ποιος είπε ότι από χώμα είμαστε και στο χώμα επιστρέφουμε; Εγώ λέω ότι απ’ το νερό προήλθαμε και στο νερό επιστρέφουμε» (σ. 19).

Όπως και:

«Δεν αρκούν οι σεισμοί, οι λιμοί και οι καταποντισμοί για να αλλάξει κάτι. Θα πέφτουμε, θα γλείφουμε τις πληγές μας, θα σηκωνόμαστε και θα ξανακάνουμε τα ίδια λάθη. Τελικά το πιο μεγάλο λάθος ίσως να είναι ο ίδιος ο άνθρωπος» (σσ. 54-55). 

Η νουβέλα όμως νοσεί τόσο σε επίπεδο σύλληψης όσο και σε επίπεδο εκτέλεσης. Ήδη ο αναγνώστης, από τον τίτλο και μόνο, νιώθει προδιατεθειμένος για κάτι πολύ συγκεκριμένο. Ο συμβολισμός του Νώε είναι αφόρητα τετριμμένος και ο συγγραφέας, παρά την όποια προσπάθειά του να εστιάσει στην έννοια της πολιτισμικής κιβωτού που θα κομίσει στον μεταποκαλυπτικό κόσμο όχι την απλή επιβίωση της βιολογίας –το ζωικό και ζωώδες– αλλά το διανοητικό και το πνευματώδες, αποτυγχάνει να ερεθίσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη.

Οι διαπιστώσεις και τα ψευδοφιλοσοφικά συμπεράσματα είναι, όμως, κοινότοπα και γιατί ο Χατζημωυσιάδης δεν αναλύει αρκούντως. Δεν γεμίζει τα περιστατικά που συνθέτουν τη νουβέλα με τις απαραίτητες λεπτομέρειες, που θα μπορούσαν να υποστηρίξουν το εγχείρημα. Η οικονομία του μύθου αποδεικνύεται τροχοπέδη, και αυτό καταδεικνύεται και από τη φόρμα του. Ο Χατζημωυσιάδης αποπειράται να περάσει τη μοναξιά, την απόγνωση και τα αδιέξοδα ενός ανθρώπου που πλέει με μια βάρκα στη δυστοπία, αλλά το κείμενο είναι μόνον ογδόντα σελίδες. Ο αναγνώστης αδυνατεί να συγχρονιστεί με την υποτιθέμενη αχρονία της συνθήκης που βιώνει ο ήρωας. 

«Ξημερώνει, μεσημεριαζει, βραδιάζει κι έρχεται πάλι το ξημέρωμα δίχως να συμβαίνει τίποτα αξιομνημόνευτο. Ο χρόνος εδώ δεν έχει χρόνο» (σ. 7), διαβάζουμε στην πρώτη παράγραφο αλλά αποτυγχάνουμε να βυθιστούμε στην ατμόσφαιρα του μύθου, που, καθώς προτρέχει, επιβάλλει μια παράταιρη χρονικότητα, τόσο ποιοτικά όσο και ποσοτικά.

Θα δώσω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Μέσα σε μόλις έξι σελίδες ο ήρωας θα συναντήσει μια γυναίκα, με ένα μωρό να επιπλέει πάνω σε μια πόρτα. Θα επιβιβαστούν στη βάρκα. Ο ήρωας θα αρχίσει να παρατηρεί τη γυναίκα –«Δεν παύει η γενναιοδωρία της ομορφιάς ακόμη κι όταν, κυρίως όταν, κυριαρχεί παντού η ασχήμια» (σ. 33)–, θα περιπλανηθούν και οι τρεις στα δυτικά προάστια της βυθισμένης πόλης, ο ήρωας θα αφεθεί σε αναπολήσεις, «Το πρώτο ερωτικό ραντεβού εκεί το έζησα» (σ. 34), θα σκεφτεί το πλατανόδασος όπου «[έ]να ολόκληρο απόγευμα κρατούσα το κορίτσι απ’ το χέρι, περπατούσαμε ανάμεσα στα δέντρα και κάναμε όνειρα για το μέλλον» (ό.π.), θα δειπνήσουν στη βάρκα, το μωρό θα πεθάνει, για παρηγοριά ο ήρωας θα αφηγηθεί στη γυναίκα τον μύθο της Πύρρας και του Δευκαλίωνα, θα αποκοιμηθούν, θα βιώσει μια ερωτική εμπειρία που δεν ξεκαθαρίζεται αν είναι όνειρο ή πραγματικότητα «Σχεδόν μεσάνυχτα ξυπνώ. Είμαι ανάσκελα γυμνός. Πάνω μου η γυναίκα, αγκομαχά. Προσπαθώ να καταλάβω αν ζω σαν πραγματικότητα το όνειρο που βλέπω ή αν βλέπω σαν όνειρο την πραγματικότητα που ζω. [...] Πόση οδύνη χωράει η ευτυχία και πόση ευτυχία ευτυχία χωράει η οδύνη;» (σ. 38). Όταν θα ξυπνήσει, την επόμενη μέρα, η γυναίκα θα έχει εξαφανιστεί. 

Διαβάζουμε: 

«Σε τούτο το προάστιο δεν έχει μείνει τίποτα απ’ το ποταμάκι που διέσχιζε το πλατανόδασος, από την πλαγιά την καλυμμένη με τα κωνοφόρα, από τα μονοπάτια για περπάτημα· στη θέση τους βρήκα μια απέραντη, σιωπηλή θάλασσα που ρούφηξε τη γυναίκα και το μωρό μαζί με τις αναμνήσεις από το πρώτο ερωτικό μου ραντεβού και τις τελευταίες μου αυταπάτες, ότι θα μπορούσαν να εξελιχθούν κάπως καλύτερα τα πράγματα» (σ. 39). 

Η γυναίκα χάνει το μωρό της και ο άγνωστος διασώστης τής αφηγείται έναν μύθο; Οι αντιδράσεις του ήρωα φαντάζουν μελοδραματικές και σπασμωδικές. Η όποια σημασία των λόγων και των πράξεών του, η όποια πραγματιστική ισχύ τους, εξαχνώνεται μέσα στη συντομία και την διεκπεραιωτικότητα των φορμαλισμών στους οποίους εγκιβωτίζονται. 

Η νουβέλα καταλήγει στον τίτλο του αφηγήματος που διαβάσαμε. Ο Χατζημωυσιάδης προτάσσει, λοιπόν, μια παραβολή προς παραδειγματισμό. Ο ανεξήγητος καταποντισμός, με την απότομη άνοδο της στάθμης της θάλασσας, αποζητά ερείσματα όχι μόνο σε περιβαλλοντικές αιτίες αλλά και σε μεταφυσικούς υπαινιγμούς. Ο ήρωας ανάγεται σε πολιτισμικό μιμίδιο «meme» (με την έννοια που εισήγαγε ο Richard Dawkins και όχι την ποπ, σοσιαλμιντιακή σημασία του όρου), που αποφασίζει να διαιωνίσει ξανά το ανθρώπινο γένος – όμως αυτή τη φορά διαφορετικά. 

«Κι ύστερα με τον Παρασκευά θα οδοιπορούμε ολημερίς εξερευνώντας τα ενδότερα σκοτάδια. Αναζητώντας αποικίες πτηνών και ζώων και κυρίως πρωτόγονες φυλές ανθρωποφάγων. Όχι για να τις εξημερώσουμε. Ούτε να τις μελετήσουμε επιστημονικά. Μόνο για να διδαχτούμε απ’ αυτές την τεχνική της φωτιάς. Εκφωνώντας τους για αντίδωρο ένα ποίημα του Ντύλαν Τόμας και ένα διήγημα του Γεωργίου Βιζυηνού. Ώστε υπό την αδιαφορία, την ανοχή ή τη συμμετοχή τους να συστήσουμε έναν άλλο ρεαλισμό δίχως στυγνούς ορθολογισμούς και μια άλλη ανθρωπότητα δίχως βαρβαρότητες, μεσαίωνες και κρεματόρια» (σ. 74).

Ουδόλως πείθομαι, όχι γιατί αυτά που διατείνεται ο συγγραφέας δεν θα μπορούσαν να σταθούν δόκιμα. Δεν πείθομαι γιατί το προσευχητάρι δεν λειτουργεί. Και δεν λειτουργεί, αφενός, όπως είπα, λόγω ανεπαρκούς ανάπτυξης, αφετέρου επειδή ο ίδιος ο συγγραφέας υποσκάπτει τον μύθο του. Ο ήρωάς του αποφασίζει να αναζητήσει παρθένες επικράτειες, ενώ, όπως συμπεραίνει και ο ίδιος από δύο περιστατικά, όπου αεροπλάνα υπερίπτανται της περιοχής που εποπτεύει, κάπου υπάρχουν ακόμη αεροδρόμια και άρα πολιτισμός που έχει επιβιώσει. Ναι, αντιλαμβάνομαι ότι ο ήρωας επιθυμεί μια νέα αρχή.

«Ξόδεψα τη ζωή μου σε ειδήσεις για εκατόμβες νεκρών, για μάχες υπέρ βωμών και εστιών, για νέες σταυροφορίες εναντίον των απίστων, πάντα με την ελπίδα ότι κάπου, κάπως, κάποτε μπορεί να κοπάσουν όλα αυτά, αλλά συνέχεια νέοι πόλεμοι ξεσπούσαν, άλλα στρατόπεδα, άλλοι βωμοί, άλλες εστίες, άλλες σταυροφορίες εμφανίζονταν μπροστά μου. Τώρα πια λέω ότι δεν ήταν αυτή η δική μου η ζωή, δεν ήταν αυτή η δική μου γη, δεν ήταν αυτός ο δικός μου κόσμος» (σ. 61).

Κατανοώ ότι πρόθεση του Χατζημωυσιάδη είναι να πει ότι ο ήρωάς του αντιπροσωπεύει ό,τι καλύτερο και αγαθότερο έχει μείνει παρακαταθήκη στην ανθρωπότητα –αυθεντική παραλλαγή του βιβλικού Νώε–, αλλά αυτό, επαναλαμβάνω, δεν βγαίνει σε ογδόντα σελίδες.  

— Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης, Νώε, Κίχλη: 2024, 80 σελίδες, ISBN: 9786185461782, τιμή: €11.00.