«Το Τελευταίο Ποστάλι» τού Φαίδωνα Ταμβακάκη μοιάζει με κινηματογραφικό μπλοκμπάστερ: ενώ διαβάζεται απνευστί σε κάνει διαρκώς να νιώθεις ότι κάτι του λείπει. Η αλήθεια όμως είναι ότι δεν του λείπει κάτι. Το μυθιστόρημα του Ταμβακάκη έχει μάλλον περισσότερα απ’ όσα χρειάζεται και εκεί εντοπίζεται και το βασικότερο πρόβλημά του. «Το Τελευταίο Ποστάλι» το διαβάζεις σε δυο καθισιές και μετά αρχίζεις να αναρωτιέσαι γιατί δεν σου έκανε «κλικ».
Αποδεικνύεται εξαιρετικά δύσκολο να αφηγηθεί κάποιος μια ιστορία για ένα πρόσωπο ή έναν θεσμό αν δεν επινοήσει και έναν μηχανισμό που θα παραγάγει κάποιο βάθος, ή έστω την ψευδαίσθηση βάθους στο πόνημά του. Το μυθιστόρημα του Ταμβακάκη ενώ επινοεί τον μηχανισμό αποτυγχάνει να τον εκμεταλλευτεί ικανοποιητικά. Σε αυτό το τελευταίο ταξίδι τού «Σαιντ Χελένα»: «[...] σκαρί τραβεστί, άχαρο, το πλωριό μέρος φορτηγό, στοιβαγμένα κοντέινερ, στη μέση η γέφυρα, πρύμα παλιομοδίτικο κρουαζιερόπλοιο» (σ. 18), θα ταξιδέψει ο Αντώνης Μάρκελλος, ο επονομαζόμενος «Ναύαρχος», έκπτωτος τσιμεντοβιομήχανος της πάλαι ποτέ κραταιάς Marenco με προορισμό τη νήσο της Αγίας Ελένης. Οι συνδηλώσεις φτάνουν και περισσεύουν. Ο Ναύαρχος ακολουθεί τα χνάρια του Ναπολέοντα προς τον τόπο εξορίας του. Η τοποθέτηση του ήρωα σε αυτό το «σκαρί τραβεστί» λειτουργεί ως υπαινιγμός γι’ αυτό που θα ακολουθήσει: αφήγηση έμπλεη ετερόκλητων στοιχείων, εν πολλοίς ανερμάτιστη, που αφήνει τις προθέσεις του συγγραφέα αξεδιάλυτες αναφορικά με το πώς πρέπει να διαβαστεί το μυθιστόρημα. Από τη μία, ο συγγραφέας έχει δίκιο: ένας χρεοκοπημένος βιομήχανος έχει πληρώσει πολύ ακριβά αυτή την άτυπη carte blanche να πετάγεται από το ένα θέμα στο άλλο ανάλογα με τα καπρίτσια του· από την άλλη, ο αναγνώστης προβληματισμένος, πασχίζει να προσανατολιστεί.
Θα πω δυο λόγια για τον μηχανισμό που επινοεί ο συγγραφέας και μετά θα εκθέσω τους λόγους αστοχίας του. Στο τέλος, θα προτείνω μια πιθανή ανάγνωση που ίσως να προσφέρει μια λύση στις αντιρρήσεις μου, αν και έχω την αίσθηση ότι δεν θα είναι της αρεσκείας του συγγραφέα. «Το Τελευταίο Ποστάλι» είναι ένα μυθιστόρημα που υπαινίσσεται τη λογική κατασκευής τού περίφημου «Σι Τζι», «Αρχεία του Μεγάλου Ιστορικού», που, όπως μας πληροφορεί ο συγγραφέας είναι μια καταγραφή των πρώτων 2000 ετών της κινεζικής αυτοκρατορίας. Κείμενο που δεν ακολουθεί γραμμική πορεία: επικεντρώνεται σε συγκεκριμένα πρόσωπα και, εξιστορώντας πλευρές του βίου τους, συμπληρώνει ένα αφηγηματικό ψηφιδωτό τεραστίων διαστάσεων. Επισημαίνω ότι ο πρόλογος του μυθιστορήματος συνιστά εσωτερική καταστατική συνθήκη του καθότι δεν είναι πρόλογος του Ταμβακάκη αλλά της Λουκίας Μπαλτατζή, ηρωίδας του έργου, που μας πληροφορεί ότι όλα όσα θα διαβάσουμε τα έχει γράψει η ίδια στην απόπειρά της να καταγράψει το «Χρονικό της Marenco». Ο Ταμβακάκης αφήνει να εννοηθεί ότι επιθυμία των ιθυνόντων της Marenco ήταν να διαφανεί μια εκλεκτική συγγένεια της τσιμεντοβιομηχανίας τόσο με την έννοια της αυτοκρατορίας που σκιαγραφεί το «Σι Τζι» όσο και από πλευράς φόρμας αυτού του Χρονικού, που επίσης εστιάζει σε πλευρές του βίου συγκεκριμένων προσώπων. Ο Ταμβακάκης όμως δεν υπάρχει πουθενά, ούτε καν πίσω από τη μάσκα του παντεπόπτη αφηγητή. Το μυθιστόρημα δηλαδή, είναι κείμενο που έχει συγγράψει η Μπαλτατζή. Ανοίγει παρένθεση· ο Ταμβακάκης, παραδόξως, έχει εγκιβωτίσει την αστοχία του βιβλίου του μέσα σε αυτό το τέχνασμα: η Λουκία Μπαλτατζή, όπως μας ενημερώνει η ίδια, εργάστηκε στη Marenco «[...] ως επιμελήτρια κειμένων δημοσιότητας [...] [στη] σύνταξη άρθρων και συνεντεύξεων, ώσπου το 2009 εντάχθηκ[ε] στην ομάδα του Χρονικού [...]» (σ. 11) άρα η ίδια δεν ήταν συγγραφέας· πόσο μάλλον συγγραφέας αξιώσεων. Ο Ταμβακάκης επομένως, είτε έχει τεχνηέντως υποσκάψει το βιβλίο του από την πρώτη σελίδα, είτε κάτι άλλο συμβαίνει, όπως θα δούμε στην ανάγνωση που προτείνω· κλείνει παρένθεση. Η Λουκία Μπαλτατζή συνδιαλέγεται λοιπόν με τον Ναύαρχο σε αυτή την άτυπη εν πλω επιμέλεια του κειμένου. Εκείνος, ορμώμενος από τυχαίες συναντήσεις με ανθρώπους που μοιάζουν με κομβικά πρόσωπα από το παρελθόν του, επιδίδεται πότε σε διορθωτικές παρεμβάσεις και πότε σε επεξηγηματικές προσθήκες περαιτέρω στοιχείων.
Ο μηχανισμός αυτός όπως είπα μπορεί να μη λειτουργεί τελικά με τον τρόπο που θα επιθυμούσε ο δημιουργός του αλλά υπάρχει μια ενδιαφέρουσα “ιστορία” πίσω από αυτή την αστοχία· πίσω από την απουσία αυτού του «κλικ» που σε μένα τουλάχιστον δεν έλαβε χώρα. Το βιβλίο φωνάζει διαρκώς ότι ο συγγραφέας του δίνει ιδιαίτερη προσοχή στην έννοια της εξιστόρησης. Ο Ταμβακάκης έχει εμμονή με την αφήγηση. Από την πρώτη κιόλας σελίδα, εκεί που μας συστήνεται ο ήρωας, διαβάζουμε: «Τα λίγα μαλλιά, κομμένα άτεχνα γιατί, όπως συχνά επαναλαμβάνει, εάν ο κουρέας ξέρει να λέει ωραίες ιστορίες δεν χρειάζεται να ξέρει και να κουρεύει» (σ. 17). Αυτό λοιπόν είναι ένα σχόλιο που φέρει ειδικό βάρος. Ο άνθρωπος που το ξεστομίζει μπορεί να είναι ένας ογδοντάχρονος, ο Αντώνης Μάρκελλος, που ετοιμάζεται για το ταξίδι προς τον τόπο εξορίας του, δεν παύει όμως να είναι ένας μεγαλοαστός που δύσκολα θα ανεχόταν μια παρόμοια συνθήκη. Ο Ναύαρχος δεν φαίνεται να ήταν το είδος του ανθρώπου που θα ανεχόταν κάποιον να πληρώνεται για μια δουλειά και τελικά να μην την εκτελεί κατά γράμμα. Κι όμως, για να το θέτει έτσι ο Ταμβακάκης, κάτι καλούμαστε να συμπεράνουμε, και αυτό, τείνω να πιστεύω, είναι ότι ο ήρωας έχει ένα αδύναμο σημείο: λατρεύει τα παραμύθια· και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό ώστε να τον ζημιώνουν, τουλάχιστον στο θέμα της εξωτερικής εμφάνισης.
Μερικές σελίδες παρακάτω, διαβάζουμε: «“Σε αυτό το μπαρ”, θυμάται ο Ναύαρχος, “έχω ακούσει τις πιο απίθανες ιστορίες”. Δεν θα ξεχάσω έναν κουτσό Ουαλό που έγραφε και βιβλία. Καθόταν στην άκρη του πάγκου με μια μπύρα, κερνούσαμε και έλεγε. Μας αφηγήθηκε μια φορά [...]. “Απίθανη ιστορία”, θαυμάζει ο Λε Ρου» (σ. 24).
Η μανιέρα της προσκόλλησης στην αφήγηση ιστοριών επανέρχεται ξανά και ξανά. Στη σελίδα 63 ο Ναύαρχος κάθεται να διαβάσει τον Δον Κιχώτη· στη σελίδα 133 ζητάει να του δανείσουν το βιβλίο ενός ιστορικού που έχει βρεθεί στην παρέα τους γιατί το θέμα τού θυμίζει «ένα αγγλικό μυθιστόρημα» που τον είχε «εμπνεύσει» όταν ήταν μικρός· στη σελίδα 170 αναφέρεται ο χαρακτήρας κάποιου Ίωνα που λειτουργούσε με τη σύντροφό του ένα ταβερνείο στα Τριζόνια (Φωκίδας): «[...] προσέχοντας κότερα που άφηναν προσωρινά οι ιδιοκτήτες τους, σερβίροντας μέτρια πιάτα, με αντάλλαγμα μερικές δραχμές και θαλασσινές ιστορίες που άφηναν περαστικοί ιστιοπλόοι. Εξαιρετικός παραμυθάς και ο Ίων, τις ιστορίες που άκουγε τις επαναλάμβανε με τέτοια μαεστρία που ούτε η σύντροφός του δεν βαριόταν να τις ξανακούει». Είναι, αν μη τι άλλο, εντυπωσιακό ένας συγγραφέας που φανερώνει σε τόσα σημεία αυτή την αδυναμία, να μην καταφέρνει να προσφέρει με τη σειρά του στον αναγνώστη μια ιστορία αξιώσεων.
Η ουσία όμως εντοπίζεται στο ότι άλλο είναι να έχεις αδυναμία στις αφηγήσεις και άλλο τελικά να καταφέρνεις να κατασκευάσεις μια αφήγηση που να μπορεί να καθηλώσει τον αναγνώστη. «Το Τελευταίο Ποστάλι» αναλώνεται σε μια συρραφή σκηνικών και καταστάσεων που σταδιακά βυθίζονται στην κοινοτοπία. Οι ανεκδοτολογικές αφηγήσεις ιστοριών, για παράδειγμα, από τη μυθολογία του χρηματιστηρίου όπου κάποιοι έχουν γεννηθεί κάτω από άστρο και διαβάζουν ως σημάδια του πότε να αγοράσουν και πότε να πουλήσουν τα εξανθήματα που βγάζουν στα χέρια και στα οπίσθιά τους δεν δύνανται να σηκώσουν το βάρος κάποιας έστω στοιχειωδώς ενδιαφέρουσα αφήγησης που να ξεφεύγει από μια ιστορία που θα άκουγε κάποιος μεταξύ τυρού και αχλαδιού εν είδει σκώμματος. Τα σκηνικά όπου ο νεαρός Μάρκελλος και ο ξάδερφός του διασκεδάζουν στην μποέμ Ύδρα της δεκαετίας του ‘60 κάνοντας μεταξύ άλλων παρέα με το ζεύγος Τζόνστον-Τσάρμιαν δεν ξεφεύγουν από μια δημοσιογραφική αφήγηση που εστιάζει πάνω σε κάτι χιλιοειπωμένο. Το τέλος του Βενιαμίν της οικογένειας, Ζαννή, που σκοτώνεται επειδή η Πόρσε του με το όνομα «Μαργαρίτα» βγαίνει εκτός δρόμου στην Κακιά Σκάλα είναι τόσο προβλέψιμο για έναν νεαρό που όλη του τη ζωή οδηγούσε πανάκριβα σπορ αυτοκίνητα που ειλικρινά διερωτήθηκα τι ακριβώς χάνω μέσα σε όλο αυτό. Επιπροσθέτως, όσο κι αν ο συγγραφέας προσπαθεί να ενσταλάξει στον ήρωά του προσωπικότητα, ο Ναύαρχος παραμένει μια περσόνα αδιάφορη που ενώ ηγήθηκε της γιγάντωσης και της πτώσης μιας μικρής αυτοκρατορίας και εκτέθηκε σε ερεθίσματα που ελάχιστοι έχουν το προνόμιο να βιώσουν παρέμεινε ένας εξαιρετικά ρηχός άνθρωπος. Πόσο ελλειμματικό να διατυπώνεται ότι ο Nαύαρχος ήθελε να παραμείνει στο ναυτικό, αλλά τελικά επέλεξε τον κόσμο των επιχειρήσεων που όμως παρά τον αρχικό τρόμο που του προξενούσε, τον συντάραξε συθέμελα;! Σε ποια στοιχεία εντοπίζεται κάποια ίσως πορεία αυτογνωσίας; Και εδώ είναι που εγώ σκανδαλίζομαι περισσότερο: πώς είναι δυνατόν να μην διακρίνει ο Ταμβακάκης ότι το πρόβλημα είναι βαθύτερο, καθότι είναι το φόντο που συγκεντρώνει τα δευτερεύοντα (και τριτεύοντα) στοιχεία που συνιστούν το υπόβαθρο πάνω στο οποίο θα χτιστεί ο μύθος που κρίνεται ελλειμματικό: τα αποφθέγματα του Ναπολέοντα (που παραθέτονται στα γαλλικά), το πάθος τού Ναυάρχου για την ιστιοπλοΐα, η εμμονή του για τα παλιά βιβλία και τους άτλαντες αλλά και όλα όσα εξιστορούνται απλόχερα τελικά συνεισφέρουν μόνο σε μια χονδροειδή ποσοτική διόγκωση. Πού εντοπίζεται η προσεκτική ενστάλαξη ποιοτήτων που θα μας βοηθούσε να εισχωρήσουμε κάτω από την επιφάνεια μιας προσωπικότητας, και που θα μπορούσε να κάνει την ειδοποιό διαφορά ώστε ο ήρωας να αποκτήσει μυθιστορηματική σάρκα; Δηλαδή, ακόμα και αυτή η ερωτική ιστορία του Ναυάρχου που θα περίμενε ίσως κάποιος να είναι πιο γενναιόδωρη, μας σερβίρεται με το σελοφάν: «Θες να κάνουμε έρωτα;» (σ. 172), θα ρωτήσει ο ναύαρχος στο κρίσιμο σημείο! Κατηγορώ συχνά τον Χρήστο Χωμενίδη για αμετροέπεια στις ερωτικές σκηνές του, αλλά εδώ περνάμε στο άλλο άκρο τής απόλυτης ερωτικής μπουνάτσας.
Ακόμη όμως και η εξιστόρηση της σταδιακής απαξίωσης της Marenco που συνθλίβεται στα βράχια της ελληνικής γραφειοκρατίας, των πάγιων πολιτικών παθογενειών και της κρίσης που ξεκινάει στην Ελλάδα το 2010 φαντάζει αποστασιοποιημένη, τραγελαφική, αλλά και έντονα σκωπτική. Δεν ξέρω, μπορεί τελικά ο Ταμβακάκης να ήθελε να περάσει το πνεύμα της φάρσας σε ολόκληρο το μυθιστόρημα και όσοι το διαβάζουν και το βρίσκουν τόσο συναρπαστικό να μην εκτιμούν τη λεπτή ειρωνεία που το διατρέχει (ας μην μας διαφεύγει ότι ο ξάδελφος του Ναύαρχου, ως αντίδραση στο αριστούργημα του Τζόνστον, θα αποπειραθεί να συγγράψει το χειρότερο μυθιστόρημα που έχει υπάρξει!). Αν αυτή είναι η επιθυμία –μιας συγκαλυμμένης φάρσας– τότε η συνταγή αρχίζει και δένει υπέροχα και με τη ευφάνταστη ονοματοδοσία που έχει επιλέξει ο Ταμβακάκης για το επιτελείο των ανθρώπων που διασταυρώνονται με τους Μάρκελλους και τη μοίρα της Marenco: Αδάμ Ευσχημονίδης, Τρύφωνας Νοέροντας, Τέλης Σκαραμάγκας, Μάτα Μανναδότη, Ίρμα Θλάσα, Νικήτας Φρονιμήτης, Ντικ Σκολιώτατος, Ινσουλίνη Αλεξιπόνου, Λαυρέντης Αριστοπρέπης, Πάρνης Φωτουργός, Αλέξης Πτερνιστός· η λίστα είναι μεγάλη, ευφάνταστη και αρκούντως διασκεδαστική. Αναφέρω επίσης τον δάσκαλο και μελλοντικό διάσημο συγγραφέα που είχε την τύχη να γνωρίσει ο νεαρός Μάρκελλος τα χρόνια που φοίτησε στην Αναργύρειο σχολή στις Σπέτσες: τον Ρόμπερτ Μάγκπαϊ. Ο Μάγκπαϊ, είναι φυσικά, για πληθώρα λόγων, ένας άλλος Τζον Φόουλς. «Μάγκπαϊ» όμως είναι η καρακάξα, αλλά δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι «Φόουλ» είναι το πουλερικό, όπως βέβαια είναι και ο συλλέκτης που τυγχάνει να είναι το καλύτερο μυθιστόρημα του Φόουλ.
Όλα αυτά συνηγορούν σε μια εντελώς διαφορετική ανάγνωση του μυθιστορήματος του Ταμβακάκη. Θα μπορούσε δηλαδή να ισχύει και το εξής: η Λουκία Μπαλτατζή θα μπορούσε να είναι το alter ego του Ταμβακάκη. Ως τέτοια, θα μπορούμε να μας οδηγήσει να διαβάσουμε τα λόγια της ως πραγματικά, με την έννοια ότι πολλά από τα εξωφρενικά αλλά κατώτερα μυθιστορηματικών περιστάσεων που αναφέρονται, είναι πραγματικά γεγονότα λίγο ή πολύ μασκαρεμένα. Το βιβλίο εξάλλου κάλλιστα θα μπορούσε να είναι έστω μερικώς ένα roman à clef, δηλαδή τα ακραία ονόματα να κρύβουν πραγματικούς ανθρώπους, των οποίων ο Ταμβακάκης έχει παραλλάξει/παραποιήσει τόσο τα ονόματα όσο και τα ακριβή περιστατικά στα οποία είχαν την τύχη ή την ατυχία να πρωταγωνιστήσουν. «Αν ο αφηγητής χρησιμοποιούσε πραγματικά πρόσωπα και καταστάσεις δεν θα γινόταν πιστευτός» γράφει εξάλλου το τυπικό σημείωμα αποποίησης ευθυνών του βιβλίου. Θα αποπειραθώ μια εικασία: ο χαρακτήρας του ναυτιλιακού δικηγόρου Διάττοντα Κατάκριτου, που μετά από μια ξέφρενη πορεία που περιλαμβάνει απόκτηση μειοψηφικών πακέτων σε αρκετές εταιρείες, τον ρόλο του σωτήρα «που ξετρυπώνει τους απατεώνες και μοιράζει στους αδύνατους τα κρυμμένα λάφυρα»(σ. 316) διαφόρων εταιρειών και που τελικά στήνει μια εταιρεία που συγκεντρώνει κεφάλαια δισεκατομμυρίων «από τις πιο σεβαστές πηγές σε Αμερική, Ευρώπη, και Μέση Ανατολή» (σ. 323) και που «όλοι θαύμαζαν, κανείς δεν ήξερε το σχέδιο», έρχεται σκανδαλιστικά κοντά στο πρόσωπο του μακαρίτη Ανδρέα Βγενόπουλου και στην ξέφρενη πορεία της MIG.
Αν αυτή είναι τελικά η πρόθεση του Ταμβακάκη, πάω πάσο. Πολύ θα ήθελα όμως να διαβάσω –και το αναφέρω αυτό γιατί ο Ταμβακάκης δήλωσε ότι αυτή είναι η αρχή μιας τριλογίας– και μια πιο σοβαρή εξιστόρηση για μια «αυτοκρατορία», ίσως με τον τρόπο που το κάνει ο Χρήστος Αστερίου στο τελευταίο του πόνημα: Μικρές Αυτοκρατορίες - Muratti/Ένας Αποχαιρετισμός (Πόλις, 2021). Για ένα βιβλίο που δείχνει να αγκαλιάζει τόσο στοργικά την ίδια την έννοια της εξιστόρησης Το Τελευταίο Ποστάλι εμφανίζεται κατώτερο των προσδοκιών που το ίδιο με κόπο χτίζει και οριοθετεί, αλλά και που περιπαικτικά υποσκάπτει.
— Φαίδων Ταμβακάκης, Το Τελευταίο Ποστάλι, Εστία, 2021, σελ. 376, τιμή: € 15,00, ISBN: 9789600518269.