Skip to main content
Πέμπτη 27 Μαρτίου 2025
Flâneuse

Η ηρωίδα και αφηγήτρια, η «κυρία από τη Νεάπολη Εξαρχείων», όπως την αποκαλεί η Σάρα του τίτλου, θα βρεθεί στο Βερολίνο τον Ιούνιο του 2008. Το Sarah en Berlin είναι το όνομα της πανσιόν που θα μείνει για τρεις μήνες, καθώς αναζητά σπίτι. Τη διατηρεί η Σάρα, «Περουάνα βέρα» (σ. 14). Το ημερολογιακό μυθιστόρημα της Ισμήνης Καρυωτάκη (Ιωάννινα, 1947) τυγχάνει αυτομυθοπλασία. Η συγγραφέας φροντίζει να το καταλάβουμε: «Μα σας το είπα, δεν είμαι ηθοποιός, επανέλαβα, μια φορά έπαιξα [...]» (σ. 153), θα πει η ηρωίδα. Η Καρυωτάκη έχει παίξει σε μία ταινία του Σταύρου Τορνέ. 

Οι αυτομυθοπλασίες σπάνια κεντρίζουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Οι συγγραφείς, εικάζω, δυσκολεύονται να πειστούν ότι υπάρχουν άνθρωποι που, ενώ αδιαφορούν για τα τερτίπια της γραφής, συνεχίζουν να αποζητούν με πάθος μια καλή ιστορία. Η Καρυωτάκη εστιάζει ακριβώς στη γραφή. Το κάνει όμως εξαιρετικά καλά. Το κάνει τόσο καλά που ο αναγνώστης σχεδόν δεν το προσέχει, καθώς παρασύρεται από τις ιστορίες – πληθυντικός. Αρχικά, παρατηρούμε ένα συμπίλημα «τυχαίων καθημερινών ιστοριών» (σ. 153). Η ηρωίδα ανάγεται σε αντηχείο κάθε ιστορίας που θα συναντήσει στο διάβα της. Η δική της, παρότι πέρα ως πέρα αληθινή, αποσιωποιείται συστηματικά, αναβάλλεται για κάποια απροσδιόριστη στιγμή προς το τέλος, όπου και μετουσιώνεται σε κείμενο: παραμένει δηλαδή ανοιχτή. 

Εκτός από ημερολογιακό όμως, το μυθιστόρημα αναφέρεται και στην επικράτεια της περιπλάνησης. Και πάλι, δύσκολα θα ενθουσιαστεί κανείς από τον πλάνητα ή φλανέρ. Η Καρυωτάκη όμως προτάσσει μια παραλλαγή: αντί φλανέρ, φλανέζ. Η ηρωίδα της ενσαρκώνει έναν κατεξοχήν αντρικό ρόλο προσφέροντας ερεθιστικές παραλλαγές. 

Η συγγραφέας δίνει αμέσως το στίγμα της. Αφήνει τον αναγνώστη να συμπεράνει την ηλικία της ηρωίδας της, τις επιρροές της, τον τρόπο που σκέφτεται. Η Ελληνίδα –«la dama de Neapolis Exarchion»– αποζητά διαρκώς τον λόγο, ένα λόγο για τη φυγή της από την Ελλάδα και την περιπλάνησή της στο Βερολίνο – η αγορά σπιτιού ήταν πάντα μια πρόφαση. Στο ίδιο το Βερολίνο όμως περιέχεται τρόπον τινά ο λόγος. Ας μην λησμονούμε ότι είναι η πόλη που έχει επινοήσει τον εαυτό της ουκ ολίγες φορές. Είναι η κατεξοχήν πόλη του γίγνεσθαι και ποτέ της στασιμότητας. 

Ενώ όμως μιλάμε για μυθιστόρημα περιπλάνησης, οι περισσότερες καταχωρήσεις του ημερολογίου που διαβάζουμε φέρουν την επισήμανση «Δωμάτιο 3», από το δωμάτιο που μένει η ηρωίδα στην πανσιόν. Η ηρωίδα μάς μεταφέρει τη διαμεσολαβημένη εμπειρία της. Δεν είναι εξ ορισμού διαμεσολαβημένη η αφήγηση σε ένα μυθιστόρημα; Σαφώς, αλλά η ρητή επισήμανση, αυτό το «Δωμάτιο 3», που υπερθεματίζει την επιτελεστικότητα της ηρωίδας που γράφει, υπογραμμίζει το επίδικο:

«Είμαι αλυσοδεμένη με το σημειωματάριο σαν τον τηλεφωνικό κατάλογο με τον τηλεφωνικό θάλαμο –όταν είχαμε τηλεφωνικούς θαλάμους…–, άλλωστε το λέει και ο Ροτ, αυτός ο σπουδαίος χρονικογράφος, “μόνον τότε καταλαβαίνει κανείς τον κόσμο, όταν κρατάει στο χέρι του μολύβι και γράφει γι’ αυτόν”» (σ. 22). 

Τα σημεία στα οποία η ηρωίδα γράφει στο σημειωματάριό της στο «Δωμάτιο 3» εναλλάσσονται με καταχωρήσεις/ερεθίσματα που την ωθούν προς ενεργό δράση. Η περιπλάνησή της όμως δεν είναι μια τετριμμένη υπαρξιακή φλανε(ζε)ρί. Η Καρυωτάκη δεν προσδίδει τυχαία στην ηρωίδα της την ιδιότητα της συγγραφέως. Ούτε χρησιμοποιεί το Βερολίνο ως συγκυριακή αφορμή. Η πόλη αναδεικνύεται σε συγγραφικό υπόδειγμα – μια κιβωτός ιστοριών. Η πόλη και οι τρόποι της, οι άνθρωποί της, το έντονα πολυπολιτισμικό στοιχείο που κατοπτρίζεται και στους υπόλοιπους ενοίκους της πανσιόν, όλα ανάγονται σε απρόσμενα εργαλεία συγγραφής. Οι σελίδες, για παράδειγμα, όπου διαβάζουμε την ιστορία του περίφημου Τάχελες, από τα χρόνια της κατασκευής του μέχρι την κατάληψη που ξεκινά από την πτώση του τείχους και επιβιώνει μέχρι και τις μέρες του μυθιστορηματικού χρόνου, σελίδες που εκβάλλουν στο γκραφίτι «WHY ARE YOU HERE??????» (σ. 83), δεν συναρμόζουν απλώς τη ζωή της ηρωίδας με το χωροχρονικό συγκείμενο. Το «HERE» οφείλει να εκληφθεί και ως μυθοπλαστικός τόπος, γιατί η ηρωίδα συνίσταται και ενδημεί στις ιστορίες που προσεταιρίζεται. Στο τέλος, μάλιστα, θα παραδοθεί στην ίδια την πόλη, τους ανθρώπους και τους τρόπους της, σαν ερωτευμένη: μη έχοντας αποδελτιώσει λόγους για αυτή την παράδοση. 

Η πρόζα της Καρυωτάκη παρασύρει σταδιακά τον αναγνώστη με την ευθύτητα και την αθωότητά της. Η συγγραφέας, έτσι όπως σκιαγραφεί τη συνάφεια και συνέχεια ανάμεσα στο ιδιωτικό και το κοινό, υποδεικνύει διαρκώς τρόπους με τους οποίους οι ιστορίες ποιούν ήθος. 

«[...] [Ε]γώ αυτό που θα σου πω είναι πως με τα παιδιά συμβαίνει κάτι πολύ απλό, ξετυλίγεις μια ιστορία στ’ αυτιά τους και κλείνουν άμεσα ειρήνη με τον εαυτό τους. 

Μεταξύ μας, ισχύει και για τους ενήλικες, και πιο πολύ για τις γυναίκες» (σ. 127).

Ο ρόλος της ηρωίδας ως φλανέζ αποκτά βαρύνουσα σημασία όταν αρχίσει κανείς να παρατηρεί ότι οι κινήσεις της, παρότι αμιγώς ανδρικές, ουδόλως εκλαμβάνονται ως τέτοιες. Η ηρωίδα θα φλερτάρει, θα φτάσει μάλιστα στο σημείο να παρακολουθήσει, νύχτα, το αντικείμενο του “πόθου” της μέχρι την πόρτα του και, τέλος, θα κοιτάξει από τον δρόμο τα φώτα του σπιτιού που ανάβουν. Πόσο αλλόκοτα φορτισμένη θα ήταν σήμερα μια τέτοια σκηνή αν είχαμε να κάνουμε με φλανέρ και όχι φλανέζ;! Η Καρυωτάκη, υιοθετώντας έναν αντρικό (λογοτεχνικό) ρόλο εξαγνίζει την περιπλάνηση που παραδοσιακά μονοπωλείται από το αντρικό βλέμμα. Έτσι αποκαθαρμένη την ενσωματώνει σε ιστορίες που, καθώς ξετυλίγονται, ωθούν σε μια σχεδόν παιδική, αναγνωστική «ειρήνη».

«Θα πρέπει να βρω έναν τρόπο ωστόσο να δώσω στον εαυτό μου συγχωροχάρτι: ας πούμε πως σημειώνω ό,τι ακούω και επινοώ ό,τι ρουφάει το σκοτάδι, πες πως συμπληρώνω ένα μόλις αργασμένο σταυρόλεξο ή ότι ολοκληρώνω έναν ελλιπή πίνακα ζωγραφικής – αυτό το τελευταίο το έκανε και ο Μπελινιάν σε έναν ανολοκλήρωτο πίνακα του Μπελίνι και στο τέλος ανέγραφε στον πίνακα τα ονόματα και των δύο δημιουργών» (σ. 190).

Χαρακτηριστική για την κατάλυση των ορίων ανάμεσα στο ιδιωτικό και το κοινό είναι η διαρκής κίνηση του βλέμματος προς και μέσα από παράθυρα. Επισημαίνω εδώ ότι η κίνηση αυτή δεν συνιστά παρά απείκασμα της διακειμενικότητας που χαρακτηρίζει κάθε απόπειρα γραφής. Εκτός από τις εικόνες κομβικό ρόλο παίζουν βέβαια και τα λαθραία ακούσματα που αενάως οικειοποιείται μυθοπλαστικά η ηρωίδα. Η Καρυωτάκη υπογραμμίζει δόκιμα τη σημασία της αποσπασματικότητας για το φαντασιακό. Κατασκευάζει ολόκληρες ιστορίες μπροστά στα μάτια του αναγνώστη από θραύσματα που συλλέγει στις περιπλανήσεις της. 

«“Μόνο μέσα από τις εικόνες που βιώνω καθημερινά, ένας δρόμος αποκτάει για μένα σημασία, όταν έχει φιλοξενήσει μια απρόσμενη συνάντηση ή ακόμη όταν προκαλεί τη φαντασία μου για όλα όσα βλέπω γύρω μου: πρόσωπα, εικόνες, κτίρια…”» (σ. 42).

«Το τρένο περνάει ξυστά στους τοίχους των σπιτιών, αντιπαρέρχεται φευγαλέα στιγμές ζωής μέσα στα δωμάτια, στα τζάμια προβάλλονται αμυδρά λάιβ σκηνές σε πραγματικό χρόνο» (σ. 97).

«[...] [Ρ]ούφηξα το τσάι κοντά στο παράθυρο. Κοιτούσα τις κινήσεις των απέναντι – τα περισσότερα παράθυρα δεν έχουν κουρτίνες [...]» (σ. 136).  

«Οι πελάτες του “Sarah en Berlin” μιλάνε ανά δύο ή τρεις μεταξύ τους: οι λέξεις τους, καλοδιατηρημένοι μονόλογοι νεοπαιγμένου μονόπρακτου, σκάνε στον τοίχο και επιστρέφουν στ’ αυτιά μου» (σ. 139).

Σημειώνω πάλι ότι η ομοβροντία ερεθισμάτων, όλες αυτές οι αντιληπτικές συνάψεις, εξαγνίζονται από τη γυναικεία υπόσταση της ηρωίδας. Δεν είναι ότι απεκδύονται το ερωτικό στοιχείο. Αντιθέτως, αυτό που μου κέντρισε το ενδιαφέρον είναι πόσο διακριτικά αλλά και με παρρησία σκιαγραφείται ο ερωτισμός, σχεδόν σε κάθε συναναστροφή, ενώ παραμένει αλώβητη η καθαρότητα του κειμένου. 

Η ηρωίδα βιώνει επομένως και αντηχήσεις, πάντα τηρουμένων των αναλογιών και με σέβας στις ανοχές του αναγνώστη, του ηδονοθηρικού Βερολίνου του Μεσοπολέμου, έτσι όπως φευγαλέα γίνονται στοχευμένες αναφορές σε σελίδες του Γιόζεφ Ροτ και καμβάδες του Ερνστ Κίρχνερ, όπου «ζωγράφος και συγγραφέας τρέφουν για την πόλη του Βερολίνου αισθήματα το ίδιο ακραία: Η άβυσσος της κόλασης και ο παράδεισος αντάμα» (σσ. 57-58). Η Καρυωτάκη κατοπτρίζει στο ύφος της ηρωίδας της, εκτός από μια λεπτοδουλεμένη αρχαιολογία συναισθημάτων, τη χωροχρονική διαστρωμάτωση, τη βαθιά συνέχεια που σαν παλίμψηστο αναδεικνύει η γόνιμη αποσπασματικότητα του Βερολίνου. Επαναλαμβάνω, η Καρυωτάκη τονίζει διαρκώς τη σημασία της θραύσματος για το φαντασιακό του συγγραφέα. Δεν είναι μόνο ότι η πόλη έχει αναδυθεί μέσα από τα χαλάσματά της· δεν είναι οι εναλλαγές χρήσεων συγκεκριμένων χώρων που με τις αντιστίξεις τους προκαλούν ίλιγγο· είναι πρωτίστως και η αφηγήτρια που αφήνεται στη σαγήνη και ρευστότητα της ηδυπάθειάς της, που έρχεται στην επιφάνεια ελλειπτικά, μέσα από βλέμματα, νύξεις και υπαινιγμούς. 

«[...] [Έ]μεινα όρθια να τον κατοπτεύω από μακριά. Κρατούσε το κεφάλι μέσα στα χέρια του – δυο παλάμες ονειρικής υποστάσεως [...]» (σ. 109).

Ή 

«Το βλέμμα μου έπεσε στον καθρέφτη –οι καθρέφτες δουλεύουν με ζήλο ακόμη κι όταν κανείς δεν τους κοιτάζει–, έπιασα την εικόνα της [...]» (σσ. 162-3). 

Όπως και:

«[...] [Φ]θηνά μοτέλ ή πολυτελή ερημητήρια είναι κομμένα και ραμμένα να σε κάνουν να ελπίζεις σε κάτι που ποτέ δεν έρχεται» (σ. 134).

Η ηρωίδα, που άλλοτε μεταμορφώνεται σε πλάνητα που φέρνει προς τον Μάλτε Λάουριντς Μπρίγκε του Ρίλκε (βλ. σσ. 22-3) και άλλοτε στον Άνθρωπο του πλήθους του Πόε (βλ. σ. 69), όχι μόνο δεν θα αγοράσει σπίτι, αλλά θα βρεθεί προ εκπλήξεως όταν το Sarah en Berlin θα πρέπει να εκκενωθεί για να ανακαινιστεί από τους ιδιοκτήτες του. «Τι είναι σπίτι, Señora;» θα ρωτήσει η Σάρα, κάπου προς το τέλος. Σπίτι είναι τελικά οι ιστορίες μας. Τις κατοικούμε και μας κατοικούν. «[...] [Τ]ίποτε δεν μας καθιστά περισσότερο ανεπανάληπτους από τις ιστορίες μας» (σ. 181).

Ο συγγραφέας επινοεί τον εαυτό του αλλά η ιστορία του ανάγεται και σε σκαλωσιά που τον υποστηρίζει και τον τρέφει. Την εμπορεύεται κιόλας. Το τερπνόν μετά του ωφελίμου. Τίμια συναλλαγή. 

«Η σωστή δικαιοπραξία κουμπώνει με την εις βάθος συναναστροφή πωλητή και αγοραστή, αγαπητή μου αγοράστρια» (σ. 209). 

Συγγραφέας και αναγνώστης στέκουν ανάλογα. Η «εις βάθος συναναστροφή» τους μεσολαβείται και διασαφηνίζεται όμως, πάντα, με το κείμενο. Ο συγγραφέας δεν παύει να είναι και ένας φανατικός αναγνώστης του εαυτού του, ίσως επειδή, μέχρι τέλους, συνειδητοποιεί ότι δυσκολεύεται να τον βάλει σε λέξεις.

— Ισμήνη Καρυωτάκη, Sarah en Berlin, Ποταμός: 2024, 268 σελίδες, ISBN: 9789605450908, τιμή: €16,90.